Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Ποίηση


Όταν ο ποιητής έσπειρεν παντού την χαράν με την θλίψη

Επιμέλεια αφιερώματος: Διονύσης Ν. Μουσμούτης, εφ. Ελευθεροτυπία, 4/12/2009

Το 1992, με αφορμή τα 200 χρόνια από τη γέννηση του ποιητή, ανακηρύχτηκε Ετος Κάλβου και πραγματοποιήθηκαν πολλές συναφείς τιμητικές εκδηλώσεις, αφιερώματα περιοδικών και επιστημονικά συνέδρια. Χωρίς κατά τη δεκαετία που μεσολάβησε να παρατηρηθεί ερευνητική ύφεση, το ενδιαφέρον ανανεώθηκε το 2003 με τη σημαντική ανακάλυψη από τον Λεύκιο Ζαφειρίου του πρώτου ποιήματος του Κάλβου στα ελληνικά «Ελπίς Πατρίδος» (1819). Το 2006 ο ίδιος ερευνητής κατέθεσε το σχολαστικά δουλεμένο χρονολόγιο Ο βίος και το έργο του Ανδρέα Κάλβου (εκδ. Μεταίχμιο).

Το 2007 ο Γιώργος Ανδρειωμένος εξέδωσε τον στην κυριολεξία «πρακτικό οδηγό» της εργογραφίας και επιλεγμένης βιβλιογραφίας του Ο Κάλβος κι άλλη μια φορά (εκδ. Ergo). Ακολούθησε από τον ίδιο γνωστό μελετητή του Κάλβου η έκδοση δύο μεταφράσεων του ποιητή: Οι τελευταίες θρησκευτικές μεταφράσεις του Ανδρέα Κάλβου (εκδ. Παπαζήση)· πρέπει να επισημανθεί το επίμετρο που συνοδεύει την έκδοση του π. Γ. Δ. Μεταλληνού, όπου δίδεται έμφαση στην πολιτική σημασία της μετάφρασης των δύο κειμένων.

Τη χρονιά που διανύουμε -140 χρόνια από τον θάνατο του ποιητή-, κυκλοφόρησαν μια νέα έκδοση των Ωδών, σε μονοτονική γραφή, με εισαγωγή, επιμέλεια και σχόλια από τον Δημήτρη Δημηρούλη (εκδ. Μεταίχμιο), η παράλληλη ανάγνωση του ρομαντικού Σολωμού και του κλασικιστή Κάλβου από τον χαλκέντερο Γιάννη Δάλλα, Σολωμός και Κάλβος. Δύο αντίζυγες ποιητικές της εποχής (εκδ. Νόηση), ενώ σύντομα πρόκειται να κυκλοφορήσει από την πατρίδα του Κάλβου ο ογκώδης, όπως αναγγέλλεται, αφιερωματικός τόμος των Επτανησιακών Φύλλων. Τέλος, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον αναμένεται το αποτέλεσμα της πρωτοβουλίας του Μουσείου Μπενάκη για μια συνολική έκδοση όλων των έργων του Κάλβου (ποιητικών, πεζών, δοκιμίων, μεταφράσεων, διαλέξεων κ.λπ.), κάτι που πραγματοποιείται για πρώτη φορά, υπό την εποπτεία επιστημονικής επιτροπής, ώστε να απεικονιστεί το σύνολο της ποιητικής, λογοτεχνικής του διαδρομής, αλλά και η πορεία της διανοητικής του συγκρότησης μέσα σε όλα τα περιβάλλοντα στα οποία δραστηριοποιήθηκε.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ταυτότητα του Ανδρέα Κάλβου ως συγγραφέα είναι ταυτότητα ποιητική, κι εκεί επάνω έχει εστιασθεί το μεγαλύτερο μέρος της έρευνας. Το ενδιαφέρον όμως πρέπει να στραφεί στο σύνολο του ποιητικού του έργου, ακόμη και του ιταλικού, η εμπειρία του οποίου υπήρξε αποφασιστική στη διαμόρφωση της ελληνικής ποιητικής φυσιογνωμίας του. Η προσήλωση των καλβικών σπουδών κατά κύριο λόγο στη Λύρα και στα Λυρικά έχει στερήσει την ελευθερία έρευνας στις πηγές του Κάλβου, τις βασικές συνιστώσες που συνέβαλαν στη διαμόρφωση της ποιητικής του ιδιοσυγκρασίας.

Ο Ανδρέας Κάλβος στην ψηφιακή εποχή

Από τον Γιώργο Ανδρειωμένο

Η καλβική βιβλιογραφία, ιδίως από την περίφημη διάλεξη του Παλαμά (1889) και δώθε, έχει διογκωθεί εντυπωσιακά, με το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της να περιστρέφεται γύρω από τις ευάριθμες ωδές, οι οποίες, όχι άδικα, καθιέρωσαν τον Κάλβο στον νεοελληνικό λογοτεχνικό κανόνα. Ωστόσο, ο μεγαλόπνοος ζακυνθινός βάρδος υπήρξε ταυτόχρονα ένας σημαντικός «άνθρωπος των γραμμάτων», με πολυποίκιλα ενδιαφέροντα, τα οποία, πέρα από τη σύνθεση θεατρικών έργων και σύντομων δοκιμίων, καλύπτουν ένα ευρύτατο φάσμα που ξεκινά από τη γλωσσική έρευνα, τη Φιλοσοφία και τη Θεολογία και εκτείνεται έως τη Φυσική, τα Μαθηματικά και τις Οικονομικές επιστήμες. Αυτός ο «άλλος», ο ανεξερεύνητος, Κάλβος μένει, λοιπόν, να αναδειχθεί και να μελετηθεί, όχι από φιλολογική διαστροφή ή σχολαστική μεμψιμοιρία (όπως πιστεύουν ορισμένοι), αλλά προκειμένου να αναδυθεί με τρόπο ολοκληρωμένο η προσωπικότητά του και να φωτιστεί η ίδια η ποιητική του δημιουργία από μιαν άλλη πλευρά.

Με άλλα λόγια, έχουν ωριμάσει οι συνθήκες για μια πλήρη και αποκαταστημένη έκδοση των καλβικών ευρισκομένων, η οποία δεν θα ικανοποιεί μόνο τις απαιτήσεις του συστηματικού καλβιστή, αλλά και του ενδιαφερόμενου φιλαναγνώστη, παρέχοντας εκτενή εισαγωγή, εκδοτικά και ερμηνευτικά σχόλια (από τον καθ' ύλην, κατά περίπτωση, αρμόδιο), κριτική ανθολογία και επιλεγμένη βιβλιογραφία. Αν, μάλιστα, ετοιμαστεί η έκδοση αυτή σε ηλεκτρονική μορφή, θα είναι δυνατόν να εμπλουτιστεί με απαγγελίες ή μελοποιήσεις ωδών του Κάλβου, μεταφράσεις έργων του, απόπειρες εικαστικής του απεικόνισης, φωτογραφίες αυτογράφων του ή άλλου σχετικού υλικού, αποσπάσματα από ταινίες ή ντοκιμαντέρ περί αυτού κ.λπ. Μια τέτοια έκδοση θα μπορεί εύκολα και οικονομικά να ανανεώνεται και να συμπληρώνεται κάθε φορά που αυτό απαιτείται (λ.χ. με την ανακάλυψη άγνωστων καλβικών κειμένων, με την προώθηση της οικείας κριτικογραφίας, με την εμφάνιση νέων συναφών εικαστικών, μουσικών ή κινηματογραφικών δημιουργιών κ.ο.κ.), ενώ θα δίνει τη δυνατότητα για γρήγορες και ασφαλείς αναζητήσεις στο καλβικό corpus, μέσω λέξεων και εννοιών-κλειδιών. Επιπλέον, θα συμβάλει αποφασιστικά στην προετοιμασία μιας άρτιας και πλήρους έκδοσης των Απάντων του Κάλβου σε έντυπη μορφή.

Παράλληλα (και με δεδομένο ότι η παρουσία του ποιητή της Αρετής στο Διαδίκτυο χρειάζεται ποιοτική, πρωτίστως, «ενίσχυση»), μεγάλο μέρος από το προαναφερθέν υλικό θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για τη συγκρότηση ενός οργανωμένου ιστότοπου αφιερωμένου σε αυτόν. Ο διαδικτυακός αυτός τόπος καλό είναι να απευθύνεται τόσο στο γενικό κοινό όσο και στον εξειδικευμένο χρήστη και να παρέχει, πέρα από το κείμενο των ελληνόφωνων ποιημάτων του Κάλβου, ικανά δείγματα από το υπόλοιπο έργο του, από διδακτικές προτάσεις σχετιζόμενες με τις ωδές του, από την καλβική κριτικογραφία, από τη μεταφραστική τύχη των κειμένων του, καθώς και από συναφή ψηφιοποιημένα ή οπτικοακουστικά τεκμήρια. Επίσης, μέσω του συγκεκριμένου ιστότοπου θα δίνονται πληροφορίες για νέες, αυτοτελείς (και μη) δημοσιεύσεις ή εκδηλώσεις καλβικού ενδιαφέροντος, ενώ οι επισκέπτες του θα έχουν τη δυνατότητα να καταθέτουν τις απόψεις τους και να συζητούν περί του ποιητή με άλλους χρήστες. Με τον τρόπο αυτό, ο Ανδρέας Κάλβος θα επανέλθει στο προσκήνιο με τους όρους της σημερινής εποχής και θα υποβοηθηθεί σημαντικά η έρευνα γύρω από τη ζωή και το έργο του, όπως και η σχετική διδακτική πράξη.

Βέβαια, ιδέες όπως αυτές που προαναφέρθηκαν δεν είναι τόσο εύκολα υλοποιήσιμες, όσο και να φαντάζουν σαν τέτοιες. Πρώτ' απ' όλα, προέχει η εξασφάλιση της εγκυρότητας και της αμεροληψίας των δεδομένων που θα παρέχονται, οι οποίες δεν συνηθίζονται σε πολλές, αντίστοιχες, περιπτώσεις ελληνόγλωσσων ιστοσελίδων. Υστερα θα πρέπει να κατοχυρωθεί ο σεβασμός της πνευματικής ιδιοκτησίας όσων πληροφοριών θα δίνονται, πράγμα επίσης δισεπίλυτο. Τέλος, θα πρέπει να βρεθούν εκείνοι που θα συνεργαστούν για την υλοποίηση σκέψεων σαν και τις πιο πάνω, κάτι όχι «εύκολον να ευρεθή εις ένα τόπον, όπου ο καθένας βλέπει με βλοσυρότητα κάθε άλλον που θα θελήση ν' ασχοληθή με τον ίδιον κλάδον επιστημονικής ερεύνης», σύμφωνα με τη γνώμη του αείμνηστου Ιωάννη Συκουτρή.

Ανδρέας Κάλβος: ο «Ποιητής των Ωδών»;

Από τον Δημήτρη Αρβανιτάκη

Η βιογράφηση ενός προσώπου είναι μια διαδικασία που θέτει σε δοκιμασία τη δική μας διανοητική ετοιμότητα και εντιμότητα: είναι αναγκαίο να θεωρείται μία διαδικασία που επιχειρεί να κατανοήσει την ιστορικότητα του βιογραφούμενου και όχι να περιγράψει ως τελεολογία κι εκ των υστέρων ερμηνεία την ιστορία μιας ζωής. Τα υστερόχρονα σχήματα δεν ανήκουν στην ιστορία του παρελθόντος.

Υπ' αυτή την έννοια, συχνά, η αντιμετώπιση του Ανδρέα Κάλβου νομίζω ότι υπάκουσε στις κανονιστικές ανάγκες της οργάνωσης της εθνικής λογοτεχνίας και το πρόσωπό του στριμώχτηκε για να ταιριάξει στα όρια του «εθνικού ποιητή». Ωστόσο εκείνος που έγραψε τις Ωδές δεν εγεννήθηκε για να γράψει τις Ωδές κι ούτε αυτό υπήρξε το μόνο που άφησε πίσω του: άφησε και έργα «ορφανά», που σε καμία γλώσσα δεν βρήκαν τη θέση τους. Τα ερωτήματά μας είναι ακόμη πολλά και κυρίως έχουν να κάνουν με τη δική μας μέθοδο ανάγνωσης. Στην πλούσια προβληματική που έχει ώς σήμερα συγκροτηθεί, και που ευτυχώς έχει φέρει πολλούς καλούς καρπούς, ας προσθέσουμε, υπαινικτικά σχεδόν, τέσσερα μόνο σημεία, τα οποία, έστω κι αν δεν είναι άγνωστα, δεν έχουν αναδυθεί ως λειτουργικά ερωτήματα. Η εμβάθυνση σ' αυτά θα βοηθήσει ακόμη περισσότερο στην κατανόηση της σταδιακής διαμόρφωσης του ιστορικού του προσώπου.

Σημείο πρώτο: Η αλυσίδα των λογίων και η πολλαπλότητα των πατρίδων. Ο Κάλβος, όσο κι αν φαίνεται μία μοναδικότητα, αποτελεί μέρος μιας μεγάλης αλυσίδας. Οταν γεννιέται (1792), στο Ιόνιο κυριαρχούν ακόμη οι Βενετοί. Οι κοινωνίες του Ιονίου και η λογιοσύνη τους συμμετείχαν με ποικίλους τρόπους στο βενετικό κοσμοείδωλο και βρίσκονταν σε μόνιμη επικοινωνία με τον πνευματικό κόσμο της Κυριάρχου και όχι μόνο. Μπρος-πίσω στον καιρό του Κάλβου, τον δρόμο προς την Ιταλία, -δρόμο αιώνων-έπαιρναν ο Φόσκολο, ο Καποδίστριας, ο Σολωμός, ο Ζαμπέλιος, ο Δελβινιώτης, ο Πιέρης, ο Λούντζης, ο Μουστοξύδης και άλλοι πολλοί. Η πορεία του προς την Ιταλία, όσο κι αν αυτός δεν πήγε για «σπουδές», εντάσσεται σ' αυτή την αλυσίδα ανθρώπων που δεν θεωρούσαν τον εαυτό τους ξένο κι εξόριστο. Μετείχαν, άνισα ίσως, στην παιδεία αυτού του κόσμου. Δεν είναι χωρίς σημασία να υπενθυμίσουμε ότι αυτή η λογιοσύνη, μαζί της και ο Κάλβος, διαφορετικά από τη λογιοσύνη της οθωμανοκρατούμενης Ελλάδας, διαμόρφωσε ακόμη και το νέο λεξιλόγιο, εκείνο του έθνους και της υπέρβασης του δικού της παρόντος, μέσα στη γλώσσα και το εννοιολογικό οπλοστάσιο της Κυριάρχου. Συμμετείχε λοιπόν και ο Κάλβος σε κείνη την πολλαπλότητα των πατρίδων που, ως ιστορική συνείδηση, είχε παραχθεί στο Ιόνιο: η «πατρίδα του» εμπεριείχε δυναμικά τον γενέθλιο τόπο, την ευρύτητα ενός ελληνικού παρελθόντος και βεβαίως την πολυεπίπεδη Ιόνιο-βενετική πραγματικότητα αιώνων. Αυτή η πολλαπλότητα των πατρίδων άφησε και στον Κάλβο πολλά ίχνη της.

Σημείο δεύτερο: Η ρήξη της συνέχειας και ο τύπος του διανοουμένου. Το 1854, σε μια οριακή στιγμή για τη μελλοντική ταυτότητα του Ιονίου, ο Νικολό Τομαζέο κατηγορούσε τον Κερκυραίο Νικόλαο Δελβινιώτη ότι το 1797 εγκατέλειψε το βενετικό κοσμοείδωλο για να προσδεθεί στο άρμα των φρούδων ελπίδων του Ναπολέοντα: το έβλεπε ως μία προδοσία απέναντι στο βενετικό παρελθόν των νησιών. Αλλά ο Ναπολέων υπήρξε και για το Ιόνιο και για τον Κάλβο ένα όριο: το όριο που δημιουργεί την τομή στην αλυσίδα που πιο πάνω περιγράψαμε. Ο Κάλβος στην Ιταλία ζει τον πυρετό των ιταλικών εθνικών ελπίδων, συμμετέχει σ' αυτόν, και το 1812, όταν συναντάει τον Φόσκολο, είναι είκοσι χρονώ: ένας φιλόδοξος νέος που θέλει ν' ακολουθήσει τα βήματα του Αλφιέρι. Η στιγμή είναι κρίσιμη για την ιστορία της λογιοσύνης και ο Κάλβος δεν θα μείνει ανεπηρέαστος. Η επαναστατική εμπειρία της χερσονήσου και η ναπολεόντεια περίοδος (1800-1814) επιβάλλει στους λογίους ένα νέο καθήκον: εκείνο της κοινωνικής αφύπνισης, της κοινωνικής δράσης, της δημόσιας παρέμβασης. Πρόκειται για την πορεία προς τον τύπο του διανοουμένου. Ο Φόσκολο θα είναι το σύμβολο αυτού του νέου τύπου, του οποίου πολύ συχνά η μοίρα υπήρξε η εξορία. Ο Κάλβος, υπερβαίνοντας τον παραδοσιακό λόγιο, βρίσκεται στον δρόμο προς τον τύπο του διανοουμένου.

Σημείο τρίτο: Το ιταλικό γλωσσικό και εθνικό ζήτημα. Σωστά ο Δημαράς εσημείωνε (1954) ότι πίσω από τις γλωσσικές απόψεις του Κάλβου δεν είναι ο Κοραής και ο Κοδρικάς: «οδηγός του είναι ο Φώσκολος και οι σύγχρονοί του Ιταλοί λογοτέχνες». Χρειάζεται να δούμε από πιο κοντά την επιχειρηματολογία που διαμορφώθηκε στην Ιταλία εκείνα τα χρόνια και η οποία, παρόμοια με την ελληνική περίπτωση, συνέδεε το γλωσσικό με το εθνικό ζήτημα. Αυτόν τον διάλογο τον εθεμελίωσαν ο Τσεζαρότι και ο Τσέζαρι, ο Μόντι, ο Φόσκολο, ο Αντζελόνι και άλλοι. Η συμμετοχή του Κάλβου στην Ape italiana (1819), οι εκεί δημοσιευόμενες απόψεις για τις «εικόνες» του έθνους, αλλά και το δικό του κείμενο για την ελληνική γλώσσα, που εκεί δημοσιεύτηκε, συμβάλλουν σ' αυτή την προβληματική. Ωστε για τον Κάλβο ισχύει ό,τι εν πολλοίς και για τον Σολωμό: σημασία για τις απόψεις τους (και τις γλωσσικές) έχει το περιβάλλον μέσα στο οποίο τις διαμόρφωσαν.

Σημείο τέταρτο: Τάφοι, παλιές και νέες πατρίδες. Τρεις άνθρωποι εγεννήθηκαν με λίγα χρόνια διαφορά στον ίδιο τόπο: Φόσκολο (1778), Κάλβος (1792), Σολωμός (1798). Και οι τρεις πέθαναν μακριά από τον γενέθλιο τόπο τους. Εντούτοις, όταν οι πατρίδες έγιναν «εθνικές» και απέκτησαν νέα σύνορα, διαφορετικές πατρίδες ήρθαν να ταράξουν τη σκόνη των τάφων τους: ο πρώτος ταξίδεψε από το Λονδίνο στη Santa Croce, για να πάρει τη θέση του, ως ο γενάρχης της λογοτεχνίας της νέας ιταλικής πατρίδας. Και αργότερα, οι άλλοι δύο, που δεν υπήρξαν ποτέ στη ζωή τους φίλοι, εθάφτηκαν δίπλα δίπλα, στο Πάνθεον των εθνικών ποιητών της ελληνικής πατρίδας. Η κατανόηση αυτής της διαδικασίας θα μας έλεγε πολλά για την αλλαγή των ιστορικών οριζόντων της εποχής εκείνης, για τη νέα ανάγνωση του παρελθόντος από τους ανθρώπους εκείνους και βέβαια για τη δική τους διαδρομή μέσα στον δικό τους ιστορικό χρόνο. Γιατί όλοι τους, και ο Κάλβος, αν υπήρξαν «πρόγονοι» του δικού μας παρόντος, υπήρξαν σίγουρα και «απόγονοι» του δικού τους παρελθόντος.

«επυκνώθη· λαμβάνει μορφήν ανθρωπικήν»

Η κοσμολογική συνείδηση του Κάλβου

Από τον Γιάννη Δάλλα

Η φαντασία του Ανδρέα Κάλβου είναι φαντασία κοσμολογική. Η άποψη του Νάσου Βαγενά για την έννοια της «οικουμένης» και της «αρμονίας» της στον ποιητή1 είναι και άποψή μου, που αρκετά συντομευμένα θα εκθέσω αναλύοντας το σχήμα ενός τρίπτυχου που πιστεύω πως διέπει και δομεί την καλβική κοσμολογία.

Ας το δούμε με μια στοιχειώδη τεκμηρίωση:

Η καλβική κοσμολογία

Ι. Η πληθύς των κόσμων. Η πληθωρική αστρολογία των Ωδών ούτε αόριστη είναι ούτε αλογίστως καταχρηστική, όπως συνηθίζεται στους ποιητές, και ιδιαίτερα στους μετ' αυτόν ρομαντικούς. Αλλά είναι επιστημονική, προϊδεασμένη από τις θεωρίες για τη σύσταση και την εξέλιξη του Σύμπαντος. Και απόδειξη, η κοπερνίκεια εικόνα του ηλιοκεντρικού συστήματος2 που περιγράφει ο ποιητής ( «Εις Αγαρηνούς», στ'):

Μόνον βλέπω τον Ηλιον / μένοντα εις τον αέρα· / τους τριγύρω χορεύοντας / ουρανούς κυβερνάει / με δίκαιον νόμον.

Μια εικόνα που πλουτίζεται και με την αναφορά στον γαλαξία («Εις Μούσας», στ'):

Οπου τρέμουσιν άπειρα / τα φώτα της νυκτός / εκεί υψηλά πλατύνεται / ο γαλαξίας και χύνει / δρόσου σταγόνας.

Και από εκεί ο ποιητής απλώνεται σε άλλους «κύκλους ουρανών» και σε «άστρα αναρίθμητα». Και μιλά με γλώσσα κοσμολογική, σαν να έχει γνώση και της φάσης και της θεωρίας του «πληθωρισμού των κόσμων» που ακολούθησε την αρχική δημιουργία.

ΙΙ. Ο ευφυής σχεδιασμός. Που σημαίνει, επί του προκειμένου, θεϊκός σχεδιασμός. Ο θεός είναι μια έννοια κυρίαρχη της εποχής και της θρησκευτικής συνείδησης του Κάλβου. Εννοια δεσπόζουσα και με τις δύο ιδιότητες: ως «δημιουργός του κόσμου» και ως συντάκτης της παγκόσμιας αρμονίας, που ορθά ο Βαγενάς τη συσχετίζει με τη «φανταστήν», κατά τον Κάλβον, «οικουμένην» ενός ζωηφόρου σύμπαντος συν-τονισμένου από την ποίηση («Εις Μούσας», ι'-στ').

Ηκουον μόνον οι κύκλοι / των ουρανών, την σύμφωνον / θεόπνευστον ωδήν, / και τον αέρα ακίνητον / είχε η γαλήνη.

Υστερα απ' τη φάση του «πληθωρισμού», λοιπόν, η «αρμονία των ουράνιων σφαιρών» είναι μία δεύτερη κοσμολογική αρχή στην ποίησή του (αλλά ας μην τη συσχετίζομε, παρά μόνον μεταφορικά, ποιητική αδεία, με την άγνωστη στην εποχή του «θεωρία των χορδών»). Τελικά, η πίστη του «ευφυούς σχεδιασμού» συνδέεται κοσμολογικά και πάλι, ως θεωρία, με την εγκατασπορά στο Σύμπαν της ανθρώπινης ζωής από το χέρι ενός ουράνιου σπορέως («Εις Ελευθερίαν», δ'-ε') :

Ομως, διατί εάν έσπειρε / παντού εις την οικουμένην / την χαράν με την θλίψιν / του επουρανίου πατρός / το δίκαιον χέρι·

Διατί κ'εδώ όπου μ'έρριψεν / εις την αέριον σφαίρα / μίαν να μην εύρω τρέχουσαν / διά με, μόνην μιαν βρύσιν / παρηγορίας;

Πρόκειται για μια συμπαντική εικόνα, από την οποία συγκρατούμε υπογραμμίζοντας τα: «εάν έσπειρε παντού εις την οικουμένην» (=σε όλους τους αστερισμούς που κατοικούνται από συνειδητά, όπως θα δούμε, έμβια όντα) και «εδώ όπου μ' έρριψεν εις την αέριον σφαίραν» (= στη γη με την πλανώμενη -πλανητική της- ιδιότητα). Και ακολουθεί ο συνδυασμός της κοπερνίκειας εικόνας και του ευφυούς σχεδιασμού, που εν είδει κατακλείδος υποκρούεται στους στίχους («Εις Αγαρηνούς», η'):

Ποίος ποτέ του Θεού, / ποίος του Ηλίου ωμοίασεν;

ΙΙΙ. Η αστρική σκηνοθεσία. Είναι πρυτανεύουσα, και ο ρόλος της ηθικής, ή πιο σωστά δικαιικής, κατηγορίας. Ποιητής μαχόμενος στη γη του, αλλά με το βλέμμα προς τα άνω είναι ο Κάλβος. Γράφει, λ.χ., για ένα Σύμπαν από φιλοσοφική επίνευση (του Πυθαγόρα): «δι' ου τα νέφη εσχίσθησαν / και των άστρων εφάνηκεν / η αρμονία» («Εις Σάμον», θ'). Μια ουράνια σκηνογραφία μέσα στην οποία, όπως σημειώνει: «αν χάση ο άνθρωπος / το φως, και τον σκεπάση / μακάριον σκότος, βλέπομεν / επ' αυτόν ανατέλλον / άστρον ελπίδος» («Η Βρεττανική Μούσα», ζ'). Ή, και σαν σε ανάληψη μετά τη μάχη: «Κορίτσια, ιδού, μητέρες / περνάουν. Ελαμπον πρώτα / τα πλήθη αυτών σαν άστρα» («Το Φάσμα», η').

Ετσι οι άνω κόσμοι γίνονται πεδία υποδοχής και κριτηρίου των δρωμένων επί γης. Ιδιαίτερα του Αγώνα του '21, καταδίκης, λ.χ., της πεφωτισμένης δεσποτείας: «αν οπόταν πεθαίνη / πονηρός βασιλεύς / έσβυν' η νύκτα έν' άστρον...»3 (« Αι Ευχαί», ε'), ή δικαίωσης ηρώων και μαρτύρων (« Εις Ψαρά», κδ'):

Η Ελευθερία ολόρθη / προσφέρει δύο στεφάνους / έν' από γήινα φύλλα, / κ' άλλον απ' άστρα.

Η «ανθρωπική» αρχή

Παραπέμπω στη σκηνή που μέσα από το μνήμα εμφανίζεται στον ποιητή το φάσμα της μητέρας του («Εις Θάνατον» ιθ'):

Ιδού η πλάκα σείεται... / ιδού από τα χαράγματα / του μνήματος εκβαίνει / λεπτή αναθυμίασις / κ' εμπρός μου μένει.4

Ενα φάσμα που «επυκνώθη» και «λαμβάνει», συνεχίζει ο ποιητής, «μορφήν ανθρωπικήν». Αλλά τι σημαίνει «ανθρωπική»; Μη βιαστούμε να απαντήσομε απλώς: «ανθρώπινη». Η έννοια της λέξης φαίνεται να έχει κοσμολογική αναφορά και σημασία. Είναι όρος που τον έχει εισαγάγει στην Κοσμολογία ένα άγγλος αστροφυσικός, ο Μπράντον Κάρτερ. Και ως αρχή -καταγραμμένη ως «ανθρωπική»- όπως μαθαίνω έχει πίσω της εκτεταμένη βιβλιογραφία5, που θα έφτανε, υποθέτω, ώς την εποχή και ώς τη γνώση -εναπόκειται στην έρευνα να δείξει από ποια πηγή και πώς- του Κάλβου. Βάσει της αρχής αυτής διαβάζω και ερμηνεύω ότι το «λαμβάνει μορφήν ανθρωπικήν» σημαίνει τη μορφή ζωής όντος νοήμονος: όντος που αντιθέτως προς τις άλλες, τις ορμέμφυτες μορφές ζωής, αποκτά συνείδηση και αντίληψη του εαυτού του και του σύμπαντος ακόμη που τον περιβάλλει. Αποκτά, με διαδικασίες («χημικές» τρόπον τινά), νοήμονα μορφή, μεταξύ «αναθυμίασης» και «πύκνωσης» της ύλης, σε ένα σύμπαν βιο-φιλικού προορισμού. Πρόκειται για θεωρία που υποστηρίχτηκε με επιστημονικά επιχειρήματα (από τον Κάρτερ), μολονότι αμφισβητήθηκε και αμφισβητείται από επιστήμονες νεότερους.6

Δεν θα προχωρήσω παρακάτω, ως αναρμόδιος σε ξένες, απ' την ποίηση που θεραπεύω, επιστήμες. Τελειώνω συνοψίζοντας την άποψη για την κοσμολογική συνείδηση του Κάλβου, όπως την υπέδειξα υπόρρητη και στις τρεις όψεις του τρίπτυχου: κάτω από την ποιητικότητα στην πρώτη («Η πληθύς των κόσμων»), από τη θρησκευτικότητα στη δεύτερη («Ο ευφυής σχεδιασμός») και από την ιστορικότητα στην τρίτη («Η αστρική σκηνοθεσία»).

Κλείνοντας εντέλει με ένα δείγμα μετα-φυσικής μεταστοιχείωσης μιας νεκρής σε ζώσα φύση. Φύση που νοείται, από έναν ποιητή προδρομικόν του άνω βλέμματος, βιο-φιλική και μετά θάνατον. Ενας άθλος, που εμπνευσμένος και απ' την αστροφυσική στην εποχή του Κάλβου, προαγγέλλει την μελλοντική δυναμική του άνω βλέμματος στην ποίηση.

1. Νάσου Βαγενά «Συμπαντική αρμονία. Μουσική και Επιστήμη στον Μίκη Θεοδωράκη», Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2007, σσ. 143-137

2. Ν. Κοπέρνικος, De revolutionibus orbium celestium, 1η έκδ. Νυρεμβέργη 1543.

3. Ο τσάρος Αλέξανδρος Α' της Ρωσίας, από τους στυλοβάτες της Ιεράς Συμμαχίας, που πέθανε στις 19/11/1825.

4. Πιθανή αφόρμηση από την «επιφάνεια» του φάσματος στον Αμλετ.

5. Βλ. J. Barrow και Fr. Tipler, The Anthropic cosmological Principle, Νέα Υόρκη 1986.

6. Βλ. σχετικά, Ευτ. Μπιτσάκη, «Η ανθρωπική αρχή. Μια αφελής ιστορία για το Σύμπαν», Ουτοπία, τχ. 84 (Μάρτ.-Απρίλ. 2009), σσ. 89-108.

Κάλβος πάντα

Από τον Γιώργο Βέη

Διαβάζω τον Ανδρέα Κάλβο με τη θέρμη και το δέος των πρώτων εκείνων επισκέψεων. Ούτε το «εναέριον σύγνεφον» με ενόχλησε ποτέ, ούτε η «ροδόπεπλος κόρη» ήχησε εντός μου παράφωνα. Κι εννοείται ότι επιτρέπω στους γλάρους του να συναντούν τα γεράκια του, χωρίς να αλληλοεξουδετερώνονται, όπως ακριβώς θέλει η έκτη στροφή των «Ηφαιστείων». Τώρα που με έχει ήδη δει κάτι παραπάνω από «το πέμπτον του αιώνος εις ξένα έθνη» και μάλιστα στις πέντε ηπείρους, φρονώ ότι διερμηνεύω όλο και καλύτερα την κάλβεια εμμονή στο «σύγνεφον». Με τα λόγια ενός συνομηλίκου του Γερμανού, ο οποίος εξέδιδε το μείζον φιλοσοφικό του έργο όταν ο Κάλβος ερωτευόταν την πρώτη του σύζυγο, την Εγγλέζα Μαρία Τερέζα Ζόζεφιν Τόμας, το 1818: «Η ευτυχία βρίσκεται λοιπόν πάντοτε στο μέλλον ή στο παρελθόν, ενώ το παρόν είναι σαν ένα σκοτεινό μικρό σύννεφο, που ο άνεμος το περιφέρει πάνω από την ηλιόλουστη πεδιάδα· μπροστά του, πίσω του όλα είναι φωτεινά, μόνο αυτό ρίχνει πάντοτε μια σκιά». (Ιδέτε Αρθούρος Σοπενχάουερ Ο Κόσμος ως Βούληση και ως Παράσταση, ΙΙ,657.) Η δε Νύκτα στο άριστα συγκερασμένο «Εις Σούλι» θα μπορούσε θαυμάσια να είναι η αναβαθμισμένη ποιότητα ενός άλλου έπους. Σπάνια η μεταφυσική είναι πειστικότερη. Θυμίζω: «Μητέρα φρονημάτων / Υψηλών, συνεργέ / Ψυχών τολμηροτάτων / Νύκτα ουρανία και σύγχρονε / Δικαιοσύνης».

Η διαφωνούσα συμφωνία πραγμάτων, η περιώνυμη rerum concordia discors, έχει άλλωστε επιβάλλει, μεταξύ άλλων, και τις αισθητικές της αρχές σε πείσμα των όποιων στενόκαρδων αρνητών του. Η φύση, ως καταλυτικός, δεσμευτικός a priori διάκοσμος αλλά και κανόνας ταυτοχρόνως, έχουμε μάθει ότι αντανακλάται, υιοθετείται και εντέλει πνευματοποιείται πλήρως εντός και διά των ποιητικών ιδεών τού επί πολλά έτη αυτοεξόριστου - νομάδα λογίου από τη Ζάκυνθο. Η γραμματική της ιδέας είναι εν πολλοίς η γραμματική του ωκεανού, των ρητών ανέμων ή των συννέφων, όπως προαναφέρθηκε. Δεν παραβάλλεται δηλαδή απλώς μια ψυχική κατάσταση στο αρχέγονο κάτοπτρο της φύσης, όπως θα επέμενε να θέλει ο οξύνους Shelley ή ακόμη κι ένας μαθητευόμενος λόγιος τού Ζεν, αλλά προτάσσεται αυτούσια η συμπαντική υφή ως το ακριβοθώρητο Ον. Εστωσαν: «Και του Βορέως το πνεύμα / το σοβαρόν νουθέτημα της δίκης / διασκορπίζον, τυραννίαν εκράτει. [...] Οπου φυσάει με βίαν / και οργίζεται το πνεύμα / της πικράς τύχης». Ο προσεταιρισμός της φύσης, των υποχρεωτικών συμφραζομένων της, αλλά και της μυθολογίας που τη συνέχει, προσαυξάνει την ορμή προς τα εμπρός. Ειδικότερα για τον ρόλο της μυθικής-μυθολογικής παραμέτρου ισχύουν όσα ένας άλλος αυτοεξόριστος-μέτοικος-νομάς, ο Νικόλας Κάλας, αυτός ο κατά τον Raymond Queneau freudo-trotsko-sado-daliste, διατύπωσε έναν αιώνα μετά τις κάλβειες εμπεδώσεις. Ητοι: «Ο ρόλος του ποιητή είναι να εκμεταλλευτεί την κληρονομιά τόσο της μυθολογίας όσο και της ουτοπίας και να εντείνει τις ενέργειές τους στη ζωή, διά μέσου της γλώσσας των μεταφορών. Η υπέρτατη λειτουργία του ποιητή είναι να κάνει το μυστήριο έκδηλο μέσω των μεταφορών».

Η συνειδητή στράτευση του Ανδρέα Κάλβου στη συγκεκριμένη διάταξη των στροφών, ο ατσαλάκωτος «τετραγωνισμός» της ποιητικής έκφρασης, η συνεχής περιφρούρηση της ίδιας του της ιδιοπροσωπίας, η ολοκλήρωση, με άλλα λόγια, των αυτοκυριαρχούμενων συνθέσεών του πέρα ακόμη και από τα όρια της συμβατικής, θεσμικής γλώσσας συναποτελούν τα ζητήματα εκείνα που ανέκαθεν με έθελγαν. Στον βαθμό μάλιστα που «τίποτε [...] δεν μπορεί να "εξηγήσει" το κατόρθωμα των Ωδών» (ιδέτε την εμπεριστατωμένη εισαγωγή και τα σχόλια του Δημήτρη Δημηρούλη στην αντίστοιχη έκδοση του Μεταίχμιου, 2009) θα εισπράττουμε αυτό το κάτι τι, το ευρισκόμενο πέραν της νοήσεως ως αποθησαύρισμα, ως μαγεία ενός ευρύτερου κειμενοχώρου. Κι επειδή ακριβώς οι στίχοι λειτουργούν ανεξάρτητα από το νόημά τους, όπως κατέδειξε ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες, επιτρέπεται σε κάθε έναν από εμάς να ανακαλύψει τον δικό του Κάλβο.

«ΑΦ' ΥΨΗΛΑ»

Εκδοτικά παραλειπόμενα για τον Κάλβο

Από τον Δημήτρη Δημηρούλη

Πρέπει να ήταν στα χρόνια της γυμνασιακής νεότητας, όταν συνάντησα για πρώτη φορά τον Κάλβο, στην έκδοση του «Γαλαξία», που ακόμη φωλιάζει πολυκαιρισμένη στη βιβλιοθήκη του πατρικού μου. Θυμάμαι ότι ένιωσα περίεργα και σίγουρα δεν ενθουσιάστηκα: τον βρήκα μάλλον ψυχρό και απόμακρο, φορτωμένο με λογιοτατισμό, μια ψώρα με την οποία είχα ανοιχτό πόλεμο.

Στο πέρασμα του χρόνου πολλά ξεχάστηκαν· στη μνήμη έμεινε η ποιητική του ιδιορρυθμία και σκόρπιοι στίχοι. Σε ένα σημειωματάριο μάλιστα κράτησα κάτι σαν θυμητάρι, λίγες φράσεις που με συνοδεύουν έως σήμερα και που στάθηκαν οδηγός σε δύσκολες ώρες:

...και αν έπεσεν / ο πτερωθείς κ' επνίγη / θαλασσωμένος· / Αφ' υψηλά όμως έπεσε, / και απέθανεν ελεύθερος.

Η απότομη ανύψωση, το ριψοκίνδυνο πέταγμα, μπορεί να φανερώνουν ενθουσιώδη βιασύνη και αλόγιστη τόλμη, ίσως και προπέτεια, οπότε και η κατακρήμνιση μοιάζει να επισυμβαίνει ως «δίκαιη», ως «λογική» τιμωρία· θυμίζουν όμως ταυτόχρονα ότι πρέπει να αποφασίσει κανείς πώς θα σταθεί απέναντι στην «πτώση». Αυτά είναι γνωστά και τα ηθικά διδάγματα, ευρέως αποδεκτά. Εμένα ωστόσο μου έμεινε ως πρόσταγμα βίου εκείνο το «αφ' υψηλά»: ακόμη και αν πέσει κανείς, ας χάσει το παιχνίδι «πετώντας» και όχι «έρποντας».

Αργότερα, στα φοιτητικά χρόνια, ο Κάλβος επανήλθε δυναμικά, μέσα από την «υπερρεαλιστική» ανάγνωση του Οδυσσέα Ελύτη. Η ποιητική του αναβίωση στάθηκε δραματική: απέκτησε απογόνους που δύσκολα θα τους είχε προβλέψει αλλά και ποιητές σαν τον Ελύτη ανακάλυψαν έναν εξίσου απρόβλεπτο πρόγονο. Με τα ελυτικά δίοπτρα ξαναβρήκα τον Κάλβο· έναν Κάλβο διαφορετικό· σημαίνουσα πια παρουσία για την πορεία της μοντέρνας ποίησης. Πρέπει να μνημονεύσω και τον Σεφέρη που με ώθησε να τον πλησιάσω καλύτερα, να τον κατανοήσω. Με μία διαφορά: ο Σεφέρης με βοήθησε να εντρυφήσω σε καίρια ζητήματα της ιστορίας της λογοτεχνίας (ο Κάλβος ως εθνικό κεφάλαιο), ο Ελύτης αναμόρφωσε τη ματιά της αναγνωστικής απόλαυσης (ο Κάλβος ως ζώσα ποίηση).

Με αυτόν τον Κάλβο στις αποσκευές μου αναχώρησα για ξένους τόπους και με αυτόν, λίγο-πολύ, επέστρεψα μια ντουζίνα χρόνια αργότερα στα πάτρια. Στη συνέχεια, δεν τον αποχωρίστηκα ποτέ. Η αφορμή να ασχοληθώ συστηματικά μαζί του δόθηκε όταν βρέθηκα, για κάποια χρόνια, παγιδευμένος στο εθνικό, πλην άλυτο, αίνιγμα που φέρει το όνομα «Διονύσιος Σολωμός».1 Χωρίς αρχικά συνειδητό σχεδιασμό κατέληξα να γίνω εκδότης και του Κάλβου.2

Προς τι όμως μία ακόμη έκδοση των Ωδών; Κατ' αρχάς η διαπιστωμένη έλλειψη εκδόσεων που να υπηρετούν ταυτόχρονα την επιστήμη και την ποίηση. Οι εκδόσεις αυτές δεν μπορεί να είναι ούτε «κριτικές» ούτε «διπλωματικές», αλλά «φιλολογικές», δηλαδή υπεύθυνες επαναπροσεγγίσεις ενός έργου, που δεν αποξενώνουν το ευρύ κοινό («χρηστικές»). Αρκεί ο φιλολογικός μόχθος για να δικαιολογήσει μια καινούργια έκδοση; Κατά τη γνώμη μου, όχι. Οι καιροί επιβάλλουν, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, να λειτουργήσει ο εκδότης ταυτόχρονα και ως κριτικός, υπό την έννοια του ερμηνευτή, αλλά και ως θιασώτης της ποίησης. Αυτό σημαίνει ότι, μαζί με τη μέριμνα για την έκδοση των κειμένων, πρέπει να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις να αναπνεύσει στον σύγχρονο κόσμο ο ποιητικός λόγος.

Κάθε έκδοση επομένως γράφεται στον καιρό της και κουβαλάει τα ίχνη του. Δεν υπάρχουν οριστικές εκδόσεις, ούτε αλάνθαστες. Υπάρχουν όμως ενδιαφέρουσες ερμηνείες που συνοδεύουν εκδόσεις φροντισμένες, αναγνωστικές προτάσεις που συγκροτούν ένα ευνοϊκό πεδίο για την ανάκαμψη του ποιητή. Σε κάθε περίπτωση η καινούρια έκδοση είναι ένα στοίχημα το οποίο απομένει να κερδηθεί.

Θα ήταν βέβαια αφέλεια να ισχυριστεί κανείς ότι, όταν ανακατεύεται με τις συντεχνίες που περιστοιχίζουν τους πατέρες της ελληνικής ποίησης, δεν περιμένει τις συνήθεις αντιδράσεις. Η συνταγή είναι παλιά, αλλά εξακολουθεί να έχει πέραση: «Κάτι στρυφνά κορακίστικα: "ναι μεν ... οπωσούν"», που θα 'λεγε και ο Σκαρίμπας, «όλοι τους μουλωχτοί και κρυφοδάγκωτοι...». Γνωστά πράγματα στην Ελλάδα, με αυξημένη τη συμμετοχή του θράσους και της βλακείας. Η ποίηση όμως (και κατά συνέπεια ή έκδοσή της) απαιτεί γενναιόδωρη αυστηρότητα και έντιμη λογιοσύνη. Το πρόβλημα συνεπώς δεν είναι ο κριτικός έλεγχος, αλλά η αδιαπεραστότης των ανθρωπίνων παθών.

Και τι γίνεται τώρα με τον Κάλβο; Υστερα από την εντατική συμβίωση μαζί του τα τελευταία χρόνια; Ειλικρινά, δεν ξέρω. Νιώθω ότι, ύστερα από τόση «διαύγαση», τόσο «σχολιασμό», τόση «ερμηνεία», τον έχω χάσει. Ισως, στο μέλλον, τον ξαναβρώ αλλιώς, αφού πρώτα θα έχουμε απομακρυνθεί αρκετά, για να τον επιθυμήσω «σαν και πρώτα». Κρατώ βέβαια μέσα μου, όσο μπορώ, ακέραιο και μεγαλεπήβολο, εκείνο το «αφ' υψηλά», μπροστά σε κάθε γκρεμό. Δεν αξίζει να ανησυχεί κανείς για τους τυφλοπόντικες που καραδοκούν: guarda e passa.

1. Διονύσιος Σολωμός, Εργα. Ποιήματα και Πεζά, (εισαγωγή, επιμέλεια, σχόλια: Δημήτρης Δημηρούλης), Αθήνα, Μεταίχμιο, 2007.

2. Ανδρέας Κάλβος, Ωδαί (εισαγωγή, επιμέλεια, σχόλια: Δημήτρης Δημηρούλης), Αθήνα, Μεταίχμιο, 2009.

«Τι γνωρίζω εγώ για τον κύριο Κάλβο;»

Από τον Λεύκιο Ζαφειρίου

Οταν υλοποιηθεί η πρόσφατη απόφαση του Μουσείου Μπενάκη να εκδώσει το σύνολο του έργου του ποιητή Ανδρέα Κάλβου, είναι βέβαιο ότι θα αποτελέσει σημαντικό σταθμό στις αντίστοιχες σπουδές. Ηδη, με αυτή την προοπτική, έχουν έρθει στο φως νέα στοιχεία και ίσως μελλοντικά η έρευνα να προσκομίσει και άλλες λεπτομέρειες γύρω από τον άγνωστο Κάλβο.

Από τα νέα στοιχεία σημαντικό είναι ότι διαθέτουμε πια αξιόπιστες πληροφορίες για τη Σούζαν Φόρτσιουν Ριντού (Ridout, 1793-1857), τη φασματική αυτή γυναίκα που έζησε κοντά στον έλληνα ποιητή κατά την πρώτη διαμονή του στο Λονδίνο, όταν έκανε τις θρησκειολογικές μεταφράσεις του, όταν έγραφε την ωδή Ελπίς πατρίδος (1819) καθώς και το νεοελληνικό μέρος της Πολύγλωσσης Γραμματικής του Φρέντερικ Νόλαν (Nolan) μαζί με το «Λεξιλόγιο» που περιλαμβάνεται στον δεύτερο τόμο της Γραμματικής και εντοπίστηκε μόλις το περασμένο καλοκαίρι. Πρόκειται για την κρίσιμη περίοδο κατά την οποία ο ποιητής διαμορφώνει το ποιητικό του σύστημα, το οποίο και θα ακολουθήσει στις Ωδές του (1824 και 1826).

Η Σούζαν Φ. Ριντού γεννήθηκε στις 5 Δεκεμβρίου 1793 στο Μπρίστολ και πέθανε στο Μπράιτον, στις 23 Αυγούστου 1857, ύστερα από σοβαρή ασθένεια, ενώ η σορός της μεταφέρθηκε με φροντίδα του φιλικού της ζεύγους Ουίκαμ (Wickham) στο κοιμητήριο της αγγλικανικής εκκλησίας της Αγίας Μαρίας Μαγδαληνής, στο Νότιο Χόλμγουντ, όπου κι έγινε η κηδεία της (28 Αυγούστου 1857). Ενδιαφέρον είναι ότι τόσο η ίδια όσο και ο Κάλβος και η δεύτερη σύζυγός του, Σαρλότ Αουγκούστα Ουάνταμς (Wadams), ασχολήθηκαν επαγγελματικά με την εκπαίδευση. Το 1840 κυκλοφόρησε στο Λονδίνο το βιβλίο τής Ριντού, Γράμματα σε μια νέα παιδαγωγό, για τις αρχές της εκπαίδευσης και άλλα θέματα συνδεόμενα με τα καθήκοντά της. Σύμφωνα με τις επίσημες απογραφές, το 1841 διηύθυνε παρθεναγωγείο στο Μπράιτον και το 1851 στο κεντρικό Λονδίνο. Αν και δεν γνωρίζουμε πότε εγκατέλειψε την αγγλική πρωτεύουσα (σίγουρα μετά το 1852) για το Μπράιτον, είναι πολύ πιθανόν να διέμενε ακόμη στο Λονδίνο την εποχή που ο Κάλβος εγκαθίσταται για δεύτερη φορά στην αγγλική πρωτεύουσα και παντρεύεται την Ουάνταμς, τον Φεβρουάριο του 1853.

Ως σήμερα, η Σούζαν Ριντού μάς ήταν γνωστή μόνο από τις 54 επιστολές της προς τον Κάλβο, τις οποίες σχολίασε και δημοσίευσε ο ελληνιστής Μάριο Βίττι το 1963. Μαθήτρια του ποιητή στα ιταλικά, οπωσδήποτε από το 1817, είναι ένα από τα πρόσωπα που συναναστρέφεται ο Κάλβος αμέσως μετά τον θάνατο της πρώτης γυναίκας του, της Μαρίας Τερέζας Τζόζεφιν Τόμας (Thomas). Η επανασύνδεσή τους, τον Οκτώβριο του 1819, ύστερα από πολύμηνη σιωπή του Κάλβου και συνεχείς προσπάθειες εντοπισμού του από τη Ριντού, φαίνεται πως ήταν η αρχή ενός ειδυλλίου, το οποίο όμως πολύ σύντομα θα καταλήξει σε τραυματική εμπειρία και για τους δύο, τον Δεκέμβριο του 1819.

Ας ειπωθεί εδώ ότι οι επιστολές της Ριντού προς τον Κάλβο, γραμμένες στα ιταλικά, στα αγγλικά και στα γαλλικά, δεν έχουν αξιοποιηθεί όσο θα έπρεπε, παρά το γεγονός ότι έχουν περάσει 46 χρόνια από τη δημοσίευσή τους από τον Μάριο Βίττι. Και τούτο, παρά το ότι μας παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες, από πολλές απόψεις, αφού ανασκευάζουν χαρακτηρισμούς που διαιωνίζονται αβασάνιστα από τη φιλολογική έρευνα και τη λογοτεχνική ιστοριογραφία, παρουσιάζοντας έναν Ανδρέα Κάλβο γέννημα μυθιστορηματικής φαντασίας, άνθρωπο χωρίς φίλους, εριστικό, ιδιόρρυθμο, αντιφατικό, πουριτανό, υπεροπτικό, κ.ά. Ηδη όμως από το 1817 η Ριντού στις επιστολές της τόνιζε τα στοιχεία εκείνα που τον χαρακτήριζαν: υπογράμμιζε την καλοσύνη και τις εξαιρετικές διδακτικές του ικανότητες, την ευγένεια, τη γενναιοδωρία, τα λεπτά αισθήματα, τις θαυμάσιες αρετές και τα έξοχα προσόντα του. Η ακεραιότητα, η ανεξαρτησία σκέψης, η σωφροσύνη και η αξιοπρέπεια που αποδίδονται στον Κάλβο μάς δίνουν μια προσωπογραφία εντελώς διαφορετική από αυτήν που συνήθως έχουμε μέσα από αφηγήσεις ατεκμηρίωτες. Αλλά και οι σχετικές αναφορές στην ερωτική σχέση τους μας δίνουν, εμμέσως πλην σαφώς, μια άλλη εικόνα του ποιητή, πολύ διαφορετική από τους ανεκδοτολογικούς χαρακτηρισμούς για τις σχέσεις του με το άλλο φύλο.

Εννοείται ότι όλα τα στερεότυπα γύρω από τη ζωή και την προσωπικότητα του Κάλβου θα εξακολουθήσουν να αναπαράγονται, όσο δεν θα έχουμε μία βιογραφία του ποιητή, βασισμένη σε όσα τεκμηριωμένα στοιχεία γνωρίζουμε ώς σήμερα, και τα οποία άλλωστε δεν είναι λίγα. Η έρευνα έχει οδηγήσει επιπλέον και σε άλλα ευρήματα, κυρίως έντυπες πληροφορίες που καλύπτουν την περίοδο 1818-1864: πρόκειται για περισσότερα από σαράντα λήμματα σχετικά με τον Κάλβο, από τα οποία τέσσερα είναι δημοσιευμένα σε περιοδικά των ΗΠΑ (1827-1828 ), ένα σε βιογραφικό λεξικό του 1826, γραμμένο στα γαλλικά, ενώ ένα άρθρο στο αγγλικό θεολογικό περιοδικό The Ecclesiastical Gazette (1853) μας δίνει σημαντικές πληροφορίες για άλλες πτυχές της δράσης του ποιητή. Ιδιαίτερης σημασίας είναι η ανεύρεση από τον Δημήτρη Αρβανιτάκη (Μουσείο Μπενάκη) του περιοδικού L' Ape Italiana (1819), όπου υπάρχουν εργογραφικές αναφορές στον Κάλβο. Ακόμα, σε αρχειακό υλικό δίκης που έγινε το 1862 στο Λονδίνο, ανάμεσα στους εναγομένους περιλαμβάνονται ο Κάλβος και η σύζυγός του, Αουγκούστα Ουάνταμς. Ωστόσο, τα σημαντικότερα ευρήματα αφορούν τη Σούζαν Φ. Ριντού και ο εντοπισμός τους έγινε εφικτός (όπως και του τάφου της, το περασμένο καλοκαίρι) χάρη στην πολύτιμη βοήθεια της γιατρού Κάρεν Φράνσις (Francis), χωρίς την οποία δεν θα είχαμε το βιογραφικό υλικό για τη μαθήτρια και ερωμένη του Κάλβου.

* Ο τίτλος είναι από γράμμα της Susan Fortune Ridout προς τον Κάλβο και τα λόγια ανήκουν στη μητέρα της, η οποία δεν έβλεπε θετικά τη σχέση της κόρης της με τον ποιητή.

Οι θρησκευτικές πεποιθήσεις του Κάλβου, ο υπόρρητος Κοραής και ο ελληνικός Διαφωτισμός

Από τον Αλέξη Ζήρα

Η πρόσφατη σχολιασμένη έκδοση δύο μεταφράσεων εκκλησιαστικών κειμένων που είχε κάνει στο Λονδίνο το 1856 και το 1861 ο Ανδρέας Κάλβος (Οι τελευταίες θρησκευτικές μεταφράσεις, εισαγ.-επιμ. Γ. Ανδρειωμένος· επίμετρο, Γ.Δ. Μεταλληνός, εκδ. Παπαζήση) έρχεται να προστεθεί σε μία αρκετά πλούσια σειρά δημοσιευμάτων για την ιδεολογική και στοχαστική συγκρότησή του, η οποία, πάντως, εξακολουθεί να είναι κατά μεγάλο μέρος στη σκιά. Τόσο το θέμα των θρησκευτικών όσο κι εκείνο των φιλοσοφικών πεποιθήσεων ενός συγγραφέα, ακόμα και αν αυτός ανήκει σε μια παλαιότερη εποχή, όπου οι ανάλογες πεποιθήσεις είχαν μια σπουδαιότερη θέση, δεν είναι από αυτά που ευνοούνται ιδιαίτερα από τη νεότερη ελλαδική έρευνα. Και, ασφαλώς, η αδιαφορία που έδειξαν η κατεστημένη φιλολογία και η κριτική για το εύρος του γνωσιακού πεδίου των λογοτεχνών δεν είναι τυχαία, ούτε και πρόσφατη. Η μονομέρεια της έρευνας είναι απελπιστική, έτσι ώστε πλείστοι όσοι της συγγραφικής μας λογιοσύνης (λ.χ. ο Αγγελος Τερζάκης, ο Γιώργος Θεοτοκάς, ο Κ.Θ. Δημαράς, ο Τάκης Παπατσώνης κ.ά.) να εμφανίζονται απολύτως μονοδιάστατα, ακόμα και σε αφιερώματα πολύ πρόσφατα, καθώς δεν κρίνονται άξιες σπουδής οι θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, οι οποίες ωστόσο συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό, τουλάχιστον στα όψιμα χρόνια της ζωής τους, στη διαμόρφωση του ίδιου του έργου τους. Για να επιστρέψουμε στον Κάλβο και στην εποχή του, ας αναφέρουμε ότι, όπως και στην περίπτωση του Σολωμού, η ερευνητική μας σκόπευση για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα ακινητοποιήθηκε στο είδωλο του ποιητή του έθνους, σε προβλήματα έκφρασης και μετρικής, συνδυασμένα όμως με το θέμα της ενιαίας ταυτότητας της γλώσσας, τη σχέση της ή όχι με τη δημοτική. Ή, ακόμη, ακινητοποιήθηκε σε προβλήματα επιδράσεων, μάλλον όμως δευτερεύοντα και πάντως μονομερώς ερευνημένα, καθώς ο ρομαντισμός ή ο κλασικισμός του Κάλβου ώς πρόσφατα ήταν παράγωγα του ύφους, της στιχουργικής και της συντακτικής δομής των Ωδών του και μόνο. Πράγμα ίσως παρακινδυνευμένο για έναν δημιουργό που το πέρασμά του από την ποίηση ήταν σύντομο (μία επταετία από το πολύ πρόσφατα εντοπισμένο Ελπίς Πατρίδος ίσαμε τον δεύτερο κύκλο των παρισινών Ωδών) και που, όπως δείχνουν οι ανακαλύψεις της νέας καλβικής έρευνας, ο βιβλιακός, ο βιβλικός και ο γνωσιακός του ορίζοντας, όπως και οι φιλοσοφικές ή θρησκευτικές ζητήσεις έπαιξαν μεγαλύτερο ρόλο απ' όσο νομίζαμε στη διάπλαση του. Επιπλέον, οι ίδιες αυτές Ωδές που μονοπωλούν το ενδιαφέρον των φιλολόγων, αναμφίβολα είναι ένα σημαντικό μέρος του έργου του, αλλά όχι η μοναδική συμβολή του. Θα έλεγα, κινδυνεύοντας να θεωρηθώ βλάσφημος, ότι μάλλον διασταλτικά μπορούμε να δούμε τον Κάλβο ως μέλος της πλειάδας των επτανησίων ποιητών. Δεν φαίνεται να τον δένει κάποια ιδιαίτερη παράδοση με αυτούς, εκτός εννοείται του Φώσκολου, αλλά ούτε και οι επιγενόμενοι της μετασολωμικής γενιάς ασχολήθηκαν και νοιάστηκαν γι' αυτόν. Περισσότερο ταιριάζουν το έργο και η προοπτική του στον ορισμό του «ποιητή του γένους», κάτι ανάλογο, αλλά σε άλλο πεδίο, με εκείνο του Κοραή και του Νεόφυτου Βάμβα, αφού και οι γλωσσικές τους αντιλήψεις συγκλίνουν και το όραμά τους για την παιδεία είναι συναφές. Οπωσδήποτε, πιο πολύ από τον Σολωμό, πιο πολύ από τους άλλους επτανήσιους λόγιους της εποχής του, τον Πέτρο Βράιλα-Αρμένη, τον Ιωάννη Ζαμπέλιο, τον Ανδρέα Μουστοξύδη, ο Κάλβος ήταν κοντά στον τύπο του υπεροριακού ευρωπαίου διανοουμένου του 18ου και του 19ου αιώνα, ενός διανοουμένου που πιθανότατα θα αποδειχθεί στα επόμενα χρόνια ότι γι' αυτόν η έννοια της πατρίδας υπαγόταν στο όραμα της πνευματικής καλλιέργειας, και η δημιουργία και η αναπαραγωγή γνώσεων τον απασχολούσαν περισσότερο απ' όσο η εθνοκεντρική ιδεοληψία του καιρού του.

Ο εμμανής εστιασμός στο ποιητικό έργο, και μόνο σ' αυτό, η ακατανόητη προσήλωση στο θέμα τού τι ελληνικά γράφει, μας έχουν στερήσει κατά ένα μεγάλο μέρος την ελευθερία έρευνας και αναγωγής στις πηγές του Κάλβου, στις κινητήριες αιτίες όχι μόνον της ποίησης αλλά και του στοχασμού του. Κάτι που δεν ισχύει μόνο για εκείνον αλλά επίσης για τον Σολωμό και τον Καβάφη, που ο Σεφέρης στις Δοκιμές του κάπως μοιραία τους κατατάσσει, λόγω των γλωσσικών τους αποκλίσεων (από τι;), στους ποιητές της διασποράς. Ωστε, ο λαϊκός Μακρυγιάννης είναι πιο καίριος γλωσσικά αντί του λογίου Κάλβου! Παρά ταύτα, ήδη το 1938, ο κύπριος Αντώνης Ιντιάνος, όταν δημοσίευσε στη Νέα Εστία την ανακάλυψή του για την παρέμβαση του Κάλβου το 1818 σε μια θεολογική διαμάχη στην Αγγλία, μας έδειξε πλαγίως πλην σαφώς ότι τα ελληνικά του ήταν σωστά. Τα αποσπάσματα από τις μεταφράσεις του, που δημοσιεύτηκαν τον επόμενο χρόνο, με αφορμή την απόδοση ενός εδαφίου του επισκόπου Ευσέβιου για τον βίο του Μεγ. Κωνσταντίνου (Vita Constantini), όχι μόνο έδειχναν γνώση της απλής ελληνικής αλλά και σχετίζονταν άμεσα με τις διαλέξεις που την ίδια εποχή έκανε στο Λονδίνο πάνω σε παρεμφερή θέματα: την τότε ρωμαίικη, καθομιλουμένη, τις σχέσεις της με την αρχαία ελληνική όσο και την ανάγκη εξευγενισμού της λαϊκής γλώσσας. Ο,τι δηλαδή επιδίωκε και ο Κοραής. Δεν θέλω να πω μ' αυτό ότι υπήρχε άμεση σύνδεση του Κοραή με τον Κάλβο, πολύ περισσότερο αν υπολογίσουμε ότι μια πιθανή συνάντησή τους έγινε μόνο κατά τη διαμονή του δεύτερου στην Ελβετία και στη Γαλλία, όταν δημοσιεύτηκαν (1824 και 1826) οι δύο κύκλοι των Ωδών, με τον πρώτο κύκλο μεταφρασμένο από τον φίλο τού Κοραή, τον σινολόγο Στανισλάς Ζιλιέν. Ομως, είναι αναμφισβήτητο ότι υπήρχε σύγκλιση της γραμμής του ιδεολογικού τους ορίζοντα για τον διαφωτισμό του ελληνικού έθνους, αλλά και των παιδευτικών μέσων που θα βοηθούσαν σ' αυτόν το σκοπό: η εκλαΐκευση των επιστημών (πράγμα που επιδίωξε όχι μόνον ο Κοραής, μα και ο Κάλβος αργότερα, με τις παραδόσεις του στην Ιόνιο Ακαδημία), όπως και η μετάφραση και διάδοση της Βίβλου, που είναι γνωστό πως ήταν στις άμεσες επιδιώξεις του Κοραή.

Οι θρησκευτικές πεποιθήσεις, η ανεξιθρησκία του, που ταιριάζουν, όπως και οι θέσεις του για τη γλώσσα, σ' αυτές του Κοραή, νομίζω ότι θα πρέπει να διεγείρουν περισσότερο το ερευνητικό μας ενδιαφέρον. Και τούτο αν θέλουμε να εννοήσουμε καλύτερα ορισμένες επιλογές του, προσωπικές όσο και γνωσιακές. Παντρεύτηκε και τάφηκε ως προτεστάντης, πράγμα πιστεύω που δεν είναι καθόλου άσχετο τόσο με την εργασία του κατά τις δύο παραμονές του στην Αγγλία (1816-1820, 1852-1869) όσο και με τη διδασκαλία του στην Ιόνιο Ακαδημία, αλλά και με την ίδια την ποίησή του. Μαζί με τον πινδαρικό κλασικισμό ή τον φωσκολικό ρομαντισμό του, στις Ωδές είναι συνυφασμένος ο βιβλικός λόγος, όπως έχουν ήδη επισημάνει αρκετοί μελετητές: Γ. Ζώρας, Γ. Δάλλας, Γ. Ανδρειωμένος, Γ. Μεταλληνός. Πέρα όμως από τη γλώσσα της ποίησής του, που ασκήθηκε για αρκετό καιρό σε μεταφράσεις θρησκευτικών κειμένων, η σκηνοθετική διάρθρωση των Ψαλμών του Δαβίδ ή της Αγίας Γραφής, με τη μετάφραση της οποίας ασχολήθηκε επίσης, κατά τη γνώμη μου δεν είναι ασύνδετη με τη διάρθρωση των λυρικών του συνθέσεων. Και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει εμφανώς μια έλλογη ανάπτυξη της εικόνας και του στοχασμού, έτσι ώστε από την παρατήρηση να περνάει κάθε φορά στην αναγωγή -με χαρακτηριστικό το ότι αυτή η αναγωγή υψώνεται προς το απόλυτο, ταυτίζοντας πολλές φορές την αποθέωση του ήρωα με τον θείο νόμο. Ανάλογα παραδείγματα στις Ωδές είναι αναρίθμητα, όπως λ.χ. για τον λόρδο Βύρωνα: «Χθες τον ουράνιον έτρεχε/ δρόμον ο ήλιος· χύνων/ τας πλέον λαμπράς ακτίνας·/ το μέτωπόν σου αντέστραπτεν/ ως αθανάτου».

Οι πρόσφατες εντοπίσεις από τον «στρατιώτη του Κάλβου», τον Λεύκιο Ζαφειρίου, σειράς δημοσιευμάτων σχετικών με τις θρησκειολογικές ζητήσεις αλλά και τις σχέσεις του ποιητή, ως μεταφραστή και ειδικού, με την Αγγλικανική Εκκλησία (λ.χ. ο β' τόμος της Αρμονικής Γραμματικής του αιδεσιμ. Φρέντερικ Νόλαν, 1822, όπου έχει προστεθεί από τον Κάλβο και ελληνικό γλωσσάρι), με κανέναν τρόπο δεν μπορούν να απομονωθούν εύκολα ως διεκπεραιωτικές και μόνον εργασίες του. Αντιθέτως, ανατρέπουν εκ βάθρων τις εδώ και χρόνια πάγιες απόψεις πολλών μελετητών, ότι τα θρησκειολογικά του ενδιαφέροντα τον απασχόλησαν μόνο στα χρόνια της δεύτερης διαμονής του στη Βρετανία. Βεβαίως, υπάρχει ένα θέμα εξακρίβωσης του κρίσιμου χρονικού σημείου όπου γίνεται η «μεταστροφή» του ποιητή προς τον αγγλικανισμό. Γιατί κάτι συμβαίνει μετά το 1814, όταν δημοσιεύεται, κάτω από την επίδραση της φυσιοκρατίας του Ρουσσώ, η μετάφραση των Βουκολικών του ιταλού Τζιοβάνι Μέλι, και γράφεται το «Σχέδιον Νέων Αρχών των Γραμμάτων». Ισως και να εκδηλώνεται τότε μια κρίση προσωπική, αν η «Απολογία της Αυτοκτονίας» είναι κείμενο εκείνου του χρονικού σημείου. Γεγονός είναι ότι το 1816 είναι προσανατολισμένος αλλού. Σε διασωθείσα επιστολή του λονδρέζου βιβλιοπώλη Μπάλντοκ προς τον μόλις αφιχθέντα, μαζί με τον Ούγο Φώσκολο, Κάλβο, υπάρχει κατάλογος προτεινόμενων έργων που τον ενδιαφέρουν, και ανάμεσα σ' αυτά Βιβλία Προσευχών και η Καινή Διαθήκη, ενδεχομένως στην απλοελληνική μετάφραση του 1638.

Εκεί φαίνεται η πρώτη, κάπως σαφής σύνδεσή του με την Εταιρεία Προώθησης της Χριστιανικής Γνώσης, αν λάβουμε υπόψη μας ότι πριν από το 1821 και την έκδοση της Πολύγλωσσης Λειτουργίας από τον Σάμιουελ Μπάγκστερ, τη χρηματοδοτημένη από την Αγγλικανική Εκκλησία, ο Κάλβος είχε ήδη μεταφράσει (1820) το Βιβλίο Δημοσίων Προσευχών στην τότε ρωμαίικη γλώσσα. Η ουσιαστικότερη και αψευδέστερη όμως απόδειξη της «μεταστροφής» του βρίσκεται ασφαλώς στην αλληλογραφία που διατηρούσε με τη μαθήτριά του Σούζαν Ριντού, στην οποία δίδασκε από το 1817 ιταλικά, όπως η αλληλογραφία αυτή δημοσιεύτηκε στο βιβλίο του Μάριο Βίτι Πηγές για τη βιογραφία του Κάλβου, 1813-1820 (εκδ. περ. Ελληνικά, 1963). Σε μία από τις επιστολές της η Ριντού τον ρωτάει αν είναι προτεστάντης, και τον Δεκέμβριο του 1819 επανέρχεται με τα εξής, που πρέπει να βασίζονται σε ήδη γνωστή της «ομολογία πίστεως» του Κάλβου, σε δική του απαντητική επιστολή: «Οι θρησκευτικές σας πεποιθήσεις είναι παρόμοιες με τις δικές μου, αγαπητέ μου φίλε, και πάντως είναι ό,τι θα μπορούσα να περιμένω από σας [.] Για μένα θα είναι μια πρόσθετη χαρά να λατρεύω τον ίδιο Θεό στην ίδια με τη δική σας εκκλησία».

Ο Ανδρέας Κάλβος

(Εθνικός) ποιητής ή δάσκαλος (του Γένους);

Από τον Νίκο Κ. Κουρκουμέλη

Αντιπροσωπευτική προσωπικότητα του 19ου ευρωπαϊκού αιώνα, του Ελληνικού Διαφωτισμού, των Μυστικών Εταιρειών και των Επαναστάσεων, ο Ανδρέας Κάλβος, που ανέπτυξε σημαντική δραστηριότητα στην πολιτική, την εκπαιδευτική, την πνευματική και γενικότερα τη λόγια ζωή (στην Ιταλία, την Ελβετία, τη Γαλλία, τη Βρετανία, την επαναστατημένη Ελλάδα και την προστατευόμενη από τους Βρετανούς Επτάνησο), θα μπορούσε και χωρίς τις «Ωδές» να κατέχει σημαντική θέση στα ελληνικά γράμματα.

Μετέχοντας στην πνευματική κίνηση που προσπάθησε να μεταδώσει τα ευρωπαϊκά φώτα στους Ελληνες και να συμβάλει στην εθνική τους αφύπνιση και καλλιέργεια, θα ήταν δυνατό να καταταχθεί μεταξύ εκείνων που αναγνωρίζουμε ως δασκάλους του Γένους. Καθώς μάλιστα η προσωπικότητά του ήταν δομημένη σύμφωνα με τα κοσμοπολιτικά ζητούμενα της εποχής (πολύγλωσσος, ταξιδευμένος, με εξαιρετική πνευματική καλλιέργεια, με άνεση λόγου, «με ενδιαφέρουσα εμφάνιση»), θα είχε κι ένα προβάδισμα απέναντι σ' εκείνους που δεν διέθεταν αυτά τα στοιχεία.

Ομως, αντίθετα με το τι συμβαίνει με την ιδιότητά του ως ποιητή, που όσο ζούσε, κάτω από την πίεση των οπαδών του Σολωμού, δεν της αναγνωρίστηκε καμία αξία, ενώ σήμερα κατέχει την πρώτη θέση μετά από αυτόν, η τότε αδιαμφισβήτητη ιδιότητά του ως λογίου και δασκάλου στα χρόνια μας είναι ελάχιστα προβεβλημένη.

Κι όμως, ο Κάλβος υπήρξε ένας μεγάλος εκπαιδευτικός για την εποχή του κι ένας το ίδιο μεγάλος λόγιος. Οσες μαρτυρίες συγχρόνων του έχουν διασωθεί αναφέρονται σε αυτόν με αισθήματα εκτίμησης για τον καθηγητή και τα μαθήματά του ή τον λόγιο και τις αντίστοιχες δράστηριότητές του.

Είναι μάλιστα αξιοσημείωτο και με ιδιαίτερη βαρύτητα το γεγονός ότι όλοι αυτοί κάλυψαν ευρύ φάσμα της δημόσιας ζωής στο Ιόνιο και στο ελληνικό κράτος, ενώ πολλοί μαθητές του έλαβαν μέρος στους αγώνες του επτανησιακού Ριζοσπαστισμού και του ιταλικού Risorgimento. Αν ειδικότερα παρατηρήσουμε τους μαθητές και τους αλληλογράφους του, διαπιστώνουμε πως συγκαταλέγονται προσωπικότητες της λόγιας πρωτοπορίας του καιρού, ενώ ανάλογες είναι οι πολιτικές επαφές και οι κοινωνικές συναναστροφές του.

Τον Κάλβο δεν τον συναντάμε μόνο, νέο, να αναμειγνύεται ενεργά στα μεγαλύτερα ευρωπαϊκά κινήματα του καιρού του (τον Καρμποναρισμό, τον Φιλελληνισμό, τα κινήματα για την απελευθέρωση ιταλικών περιοχών). Τον συναντάμε και σε ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων, που εκτείνεται στην οργάνωση της εκπαιδευτικής, της πολιτικής, της πνευματικής, της δημοσιογραφικής και της κοινωνικής ζωής του τόπου διαμονής του, ιδιαίτερα της Κέρκυρας, πρωτεύουσας του Ιόνιου Κράτους, όπου έζησε την περίοδο της ωριμότητάς του (1826-1852), σε μια εποχή κρίσιμη για τον ελληνικό πληθυσμό σε όλους αυτούς τους παράγοντες.

Η συνεργασία του με τον λόρδο Γκίλφορντ στην ίδρυση της «Ιονίου Ακαδημίας», του πρώτου ευρωπαϊκού τύπου Πανεπιστημίου στην Εγγύς και Μέση Ανατολή, και στη διοργάνωση της δημόσιας εκπαίδευσης του Ιόνιου Κράτους. Η συνέχιση του εκπαιδευτικού έργου στη δημόσια και στην ιδιωτική εκπαίδευση. Η μεταφραστική και η εκδοτική του δραστηριότητα. Η προσπάθειά του να συντάξει λεξικά και να δημιουργήσει ελληνική επιστημονική ορολογία . Η συνεργασία του με την Ιονική Κρατική Εφημερίδα και η αποστολή ανταποκρίσεων σε μεγάλης κυκλοφορίας ξένα έντυπα. Η ένταξή του στον χώρο των επτανήσιων μεταρρυθμιστών και η επικουρία που προσέφερε στην εφημερίδα τους «Πατρίς», που καταδείχνουν το καταστάλαγμά του στο πολιτικά εφικτό. Η συμμετοχή του στο φιλελεύθερο εντευκτήριο Αναγνωστική Εταιρεία. Η συνεργασία του με την Εταιρεία για την προώθηση της παραγωγής του μεταξιού. Οι συνεισφορές του σε εράνους και εκδόσεις, αλλά και οι πληροφορίες που τον παρουσιάζουν ως άτομο κοινωνικά ευχάριστο, με ενεργό συμμετοχή στην κοινωνική ζωή, αποκαλύπτουν εικόνα ανθρώπου πολύ λίγο σύμφωνη με τη μέχρι σήμερα γνωστή, του μοχθηρού αποκλεισμένου. Γιατί, βεβαίως, αν οι εξάρσεις της αρρώστιας του τον έκαναν πολλές φορές νευρικό και απότομο (ήταν αιμορροϊδικός), αυτό δεν τον κατατάσσει εκεί που οι βιογράφοι του επιθυμούν.

Η ιδιότητα του λογίου και του εκπαιδευτικού, ήταν λοιπόν εκείνη που επικράτησε όσο ζούσε ο Κάλβος. Αυτήν καταχώρισαν στο διαβατήριο και στο πιστοποιητικό θανάτου του οι βρετανικές αρχές, αυτήν γνώριζε το περιβάλλον του, και γι' αυτό η χήρα του επέλεξε τον τίτλο του διδάκτορα της Φιλοσοφίας να κοσμήσει τον τάφο του στο νεκροταφείο της Αγίας Μαργαρίτας στο Keddington. Από την άλλη, η ιδιότητα του ποιητή είναι εκείνη που επικρατεί σήμερα. Ομως μήπως ήρθε ο καιρός να αποκατασταθούν τα πράγματα αναγνωρίζοντάς του ότι εκτός από (εθνικός) ποιητής υπήρξε και δάσκαλος (του Γένους);

Κάλβος εξομολογητικός

Από τον Περικλή Παγκράτη

Παρά τη δεδηλωμένη πρόθεση να κινητοποιήσει με την έκδοση των Ωδών τη συλλογική συνείδηση πάνω στο θέμα του ελληνικού απελευθερωτικού Αγώνα, ο Ανδρέας Κάλβος εμφανίζεται κάποτε αναπάντεχα εξομολογητικός: εκφράζοντας το βίωμα του ξεριζωμού, τον σπαραγμό της απώλειας, την a priori απόσταση απ' την εξουσία.

«Ο Φιλόπατρις», η αισθαντικότερη, αλλά και η πλέον προσωπική απ' τις Ωδές του, αποτυπώνει έκτυπα το ανομολόγητο ψυχικό τραύμα του παιδιού, που υπό άγνωστες συνθήκες υποχρεώνεται να εγκαταλείψει περίπου δέκα ετών τη γενέτειρα Ζάκυνθο και τη μητρική αγκάλη. Η γενέτειρα θα είναι πάντα για τον Ποιητή ο επίγειος παράδεισος που τον στερήθηκε πρόωρα, η γενεσιουργός πηγή των πρώτων ενδιαφερόντων, η υποσυνείδητη χαρά, η χαρά των ονείρων, η ασύγκριτη εν μέσω μεγαθηρίων μικρή, αλλά ωραία και μόνη και θαυμασία και φιλτάτη Νήσος. Η διηνεκής βούληση επιστροφής δηλώνεται με τον εξορκισμό του θανάτου σε ξένη γη και την ευχή του τελικού ύπνου στην πατρίδα. Κι όμως, η υποκειμενική αυτή εκκίνηση των Ωδών δεν θα μείνει μετέωρη στο corpus των είκοσι συνθεμάτων, τα οποία στο σύνολό τους προσεγγίζουν την εν πολλοίς αντικειμενική επικαιρικότητα σημαντικών γεγονότων του Αγώνα. Η λαχτάρα για την αναγέννηση της μεγάλης πατρίδας πυρώνεται στη φλόγα της μικρής γενέτειρας.

Ο ξεριζωμός απ' τη γενέτειρα συνεπιφέρει και την απώλεια της μητέρας, που αποτελούσε την των πρώτων του χρόνων «σταθεράν παρηγόρησιν». Δεν είναι μόνον ο αποχωρισμός. Επεται ο σπαραγμός του θανάτου. Κατά τον χρόνον συγγραφής των Ωδών έχει μεσολαβήσει ο θάνατος της μητέρας, της μικρής κόρης και της πρώτης συζύγου. Για τον θάνατο της κόρης σιωπά στην επίσης εξομολογητική Ωδή «Εις θάνατον». Ισως γιατί αποτελεί αξεπέραστο γεγονός τη στιγμή που επιχειρεί να συμφιλιωθεί με το «άφευκτον» της μίας και μόνης οδού που «εις τον τάφον φέρει». Παροδική, εξάλλου, είναι και η μνεία της πρώτης συζύγου, η οποία συγκαταλέγεται μεταξύ των «τρυφερών γυναικών», που ο θάνατος αγκάλιασε. Αλλά υπάρχει ατέρμων τρυφερότητα στην εξομολόγηση της «απείρου αβύσσου» που τον χωρίζει από την ερωτική σύντροφο - «το στόμα που εφίλησα τόσες φορές, με τόσην θερμοτάτην αγάπην».

Η Ωδή «Εις θάνατον» είναι αφιερωμένη στη μητέρα. Δεν ομολογείται η πρόωρη απώλεια. Ομολογείται η ο ρ ι σ τ ι κ ή απώλεια. Και εφευρίσκεται η υπό τύπον «φάσματος» εμφάνισή της, για να δικαιολογήσει την επιζητούμενη συμφιλίωση με το «ανέκφραστο μυστήριο του θανάτου». Είναι φανερό πως η μητρική απώλεια δεν ξεπεράστηκε. Η οριστικότητά της δεν παρέχει δυνατότητα επανόρθωσης, παρά μόνον τη συμφιλίωση με το «άφευκτον». Ο Ποιητής εφεξής επιχειρεί να αντικειμενικοποιήσει το προσωπικό συναίσθημα, απαιτώντας από την «ανδρική καρδία να ρίψει τον φόβον». Γιατί η Αρετή («αμάργαρος», «ολόγυμνος», «αυτάγγελτος») οφείλει να αψηφά τον θάνατο. Ο Ποιητής προσπαθώντας να πείσει εαυτόν ότι επήλθε η συμφιλίωση, άραγε πείθει τους άλλους; Μένει κενό! Η διαβεβαίωση «Δεν με θαμβώνει πάθος/κανένα, εγώ την λύραν/κτυπάω και ολόρθος στέκομαι/σιμά εις του μνήματός μου/τ' ανοικτόν στόμα», συνεκτιμάται ως η εκπληκτική κατακλείδα της εσωτερικής ρητορικότητας της Ωδής «Αι ευχαί» -μιας Ωδής που επικεντρώνεται στην αποκάλυψη της πικρής εμπειρίας της ψευδούς προστασίας των ισχυρών της Γης προς τη μαχόμενη πατρίδα. «Παρά προστάτας νάχωμεν...».

Αντιθέτως, ο καλβικός βίος ακαταπαύστως επιβεβαιώνει μιαν άλλην διαβεβαίωση: «Με ποτέ δεν εθάμβωσαν/πλούτη ή μεγάλα ονόματα/Με ποτέ δεν εθάμβωσαν/σκήπτρων ακτίνες». Η ρήξη με την εξουσία προαναγγέλλεται - αν όχι ρήξη, αποστασιοποίηση. Και αυτό γίνεται ο κανόνας μιας ολόκληρης ζωής... Ακολουθούν η σιωπή και η άγνωστη μορφή.

«Εικονίζοντας» τον Ανδρέα Κάλβο

Από τον Διονύση Σέρρα

Καλύτερα, καλύτερα

διασκορπισμένοι οι Ελληνες

να τρέχωσι τον κόσμον

με εξαπλωμένην χείρα

ψωμοζητούντες,

παρά προστάτας να 'χωμεν.

Ανδρέας Κάλβος, Αι Ευχαί (γ'-δ')

Με τη συμπλήρωση 140 χρόνων από την οριστική «φυγή» του απεικόνιστου Ανδρέα Κάλβου, οφείλουμε και πάλι, στα όρια και της ιδιαίτερης πατρίδας του και όλης της ευρύτερης ελληνικής επικράτειας, να μνημονεύσουμε τον κλασικότροπο ποιητή των Ωδών, τιμώντας πάντοτε την άγνωστη και ιδεατή μορφή και την ιδιότυπη «φωνή» και «παρουσία» ενός εκλεκτού πνευματικού αναστήματος, συνειδητά και ασυμβίβαστα στρατευμένου και προσηλωμένου στους χώρους των Ιδεών, της Αρετής και της Ελευθερίας, της Φιλοπατρίας, της Γνώσης, του Λόγου, της Διδαχής... Ενός, ακόμη, βιοεργογραφικά πολύπτυχου προσώπου, σύγχρονου και ομόλογου, λίγο-πολύ (με ομοιότητες και διαφορές), των δύο άλλων πρωτοπόρων συντοπιτών του, του Ugo Foscolo (1778-1827) και του Διονυσίου Σολωμού (1798-1859). Ενός προσώπου το οποίο, χάρη σε αξιόλογες, σημαντικές ή ενδιαφέρουσες και έγκυρες αναγνώσεις και γραφές νεοελλήνων και ξένων μελετητών και υμνητών της διακριτής περίπτωσής του (όπως των Σπυρ. Δεβιάζη, Κ. Παλαμά, Κ. Καρυωτάκη, Αγγ. Σικελιανού, Γ. Θ. Ζώρα, Μ. Vitti, Κ. Θ. Δημαρά, Γ. Σεφέρη, Οδ. Ελύτη κ.ά.) ανακαλύφθηκε, προβλήθηκε, αναγνωρίστηκε καθολικά και τιμήθηκε ιδιαίτερα, πολύτροπα και πολυφωνικά στη διάρκεια όλων των μετά την «κοίμησή» του δεκαετιών.

Ετσι ο Ανδρέας Κάλβος κατέκτησε και κατέχει δικαιωματικά και σταθερά, με την ευάριθμη μα υψίτονη ποιητική δημιουργία του και με ανάδειξη της πολυεπίπεδης ηθικοπνευματικής αξίας και σημασίας του, ξεχωριστή και περίοπτη θέση στις κορυφές του νεοελληνικού Παρνασσού ή στις λαμπρότερες σελίδες των γραμμάτων μας, εμπνέοντας συνεχώς και συγκινώντας βαθύτερα, λίγους ή περισσότερους, τόσο με τη στάση ή την πορεία της μοναχικής ή ιδιόρρυθμης ζωής του (όχι εύκολης, σε δύσκολες εποχές και καταστάσεις) όσο και με την πρωτοτυπία (τη διαφορετικότητα) και τα μηνύματα της γραφής του, τόσο με τα γεννήματα της Μούσας του όσο και με την εύγλωττη σιωπή του...

Με την πολύπλευρα ελκυστική, πολύσημη και ανεξάντλητη περίπτωση του λυρωδού Ανδρέα Κάλβου να παραμένει γνωστικά και εξεταστικά ανολοκλήρωτη, πιστεύουμε ότι και σήμερα η σκιόφωτη «εικόνα» του συμπληρώνεται, ώς έναν βαθμό, με τις διάφορες κατά καιρούς προσεγγίσεις, αναφορές ή ερμηνείες, θεωρήσεις και εκτιμήσεις, με την κατάθεση ποικιλόμορφου γι' αυτόν υλικού (κειμενικού-εικαστικού), που αναδείχνει, τονίζει και τιμά, στο πλαίσιο του δυνατού ή του επιθυμητού -αφήνοντας πολλά περιθώρια περαιτέρω σκιαγράφησης ή ψηφιδογράφησης- το αληθινό «πρόσωπο» ή την αναλλοίωτη «ταυτότητα» του βάρδου-ποιητή. Ενός ευπαίδευτου, καινοτόμου και πολυδιάστατου Ζακυνθινού - Επτανήσιου - Νεοέλληνα και Ευρωπαίου του 19ου αιώνα, που πρέπει και επιβάλλεται, πρώτιστα να τον «βλέπουμε» και να τον νιώθουμε βιωματικά και πολιτιστικά παρόντα και ενεργό, χωρίς χρονικούς ή άλλους περιορισμούς, στην ουσία και στη δυναμική της φύσης του και της «φωνής» του, κι ακόμη πέρα από τα όποια, στενά ή ευρύτερα, ιστορικοπραγματολογικά, γλωσσοφιλολογικά, βιοεργογραφικά, κριτικολογοτεχνικά κ.ά. πλαίσια ή όρια και δεδομένα. Να τον αποδεχόμαστε (ανα)δημιουργικά και να τον αισθανόμαστε εμψυχωτικά, σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, σαν αντάξιο κληρονόμο και κληροδότη, αφομοιωτή και νέο γεννήτορα ανθρωποκεντρικής -όχι μόνο ελληνόπρεπης- πολιτιστικής παράδοσης, σαν ισχυρό και εύηχο φορέα και πομπό ποιότητας και ανωτερότητας ή σαν διαχρονικής αντοχής και αξίας κήρυκα και διδάχο Ηθους, Πνευματικότητας, Ιδανικών... Κι όλα αυτά (ή άλλα), ιδιαίτερα και απαραίτητα σε καιρούς βαθιάς κρίσης ή έκπτωσης αρχών, αξιών και θεσμών, έλλειψης ή αποσιώπησης άριστων προτύπων, περισσής Λήθης ή Αγνοιας, κατάφωρης αλλοτρίωσης και θλιβερής απουσίας ή αδυναμίας για σθεναρή αντίσταση σε ποικίλους πειρασμούς, τριγμούς και κλυδωνισμούς ή σε πάθη προσβλητικά και σ' ενέργειες υποτιμητικές, αντιανθρώπινες, αντιπνευματικές...

Είτε λυρικός και επικός είτε πινδαρικός ή τυρταϊκός είτε ρεαλιστικός - ρομαντικός και συμβολικός, είτε εντός ή εκτός της όποιας λογοτεχνικής «Σχολής», τεχνοτροπίας και αισθητικής είτε εθνικοπατριωτικός και ελληνοκεντρικός είτε συνειδητά στρατευμένος ή περιοριστικά (αλλ' όχι εφήμερα) επικαιρικός είτε φιλοσοφικοστοχαστικός και διδακτικός είτε όπως αλλιώς ήθελε χαρακτηριστεί ο κατά βάθος και στην ολότητά του «ανείδωτος» (σολωμικής και αυτός υφής και συγγένειας) «όμορφος [και] ηθικός» του Ανδρέα Κάλβου «κόσμος» - εκούσια και (αυτο)γνωστικά απόμακρος από την επικράτεια του άμετρου (και τόσο ανθηρού, σήμερα) «Εγώ»..., το κέντρο, το «μέτρο» και η σημασία της ύπαρξης και της πνευματικής του δωρεάς είναι κατεξοχήν: η ά μ ε σ η και κ α θ α ρ ή σχέση του με τις αιώνιες ανθρώπινες Ιδέες και Αξίες. Κι ακόμη, με την ομορφιά, την ουσία και τους στόχους ή τον ρόλο της ανθεκτικής και ζωογόνας Τέχνης, με τα εύληπτα «μιλήματα» ή τα «κινήματα» του νου και της ψυχής του, όπως αυτά γεννήθηκαν, πλάστηκαν και εκφράστηκαν δυναμικά ή μεγαλήγορα, μέσα σε συγκεκριμένες ιστορικές -επαναστατικές ή ανατρεπτικής «χροιάς» και διάστασης- καταστάσεις και από ιδιαίτερες ανάγκες ή επιλογές, εσώτερες και αντικειμενικές.

140 χρόνια μετά την «κοίμησή» του και 50 σχεδόν μετά την επιστροφή του στα μητρικά χώματα, το αθάνατο φιλελεύθερο Πνεύμα του Ανδρέα Κάλβου αξίζει να το κάνουμε να νιώσει, στον άυλο «κόσμο» της σιγής, πως δεν «αναπαύεται» (άτυχα και πικρά) σε τόσο «ξένη» -ως προς τα πιστεύω και τα οράματά του- γη, με τόσους και τέτοιους (ημεδαπούς και μη), άλλης λογής «κατακτητές» ή «προστάτες»...

Ζάκυνθος, Αύγουστος 2009

Σημείωση για την Ωδή του Ανδρέα Κάλβου «Ο Ωκεανός»

Από τον Βασίλη Ζηλάκο

Ο Σπανδωνίδης, σε άρθρο του στο Περιοδικό Νέα Γράμματα (Οκτώβριος 1935), γράφει για τη 10η Ωδή του Κάλβου: «είναι ένα βαγνερικό κομμάτι, καθώς είπαν, κ' ένα καθαρό, κρυστάλλινο ποίημα». Ο Σωτηριάδης, στην τέταρτη διάλεξή του περί ελλήνων ποιητών του ΙΘ' αιώνα (Φιλολογικός Σύλλογος Παρνασσού, 1916), θεωρεί πως το ποίημα «είναι η ιστορία της Ελλάδας». Σύσσωμη η γνώμη της κριτικής όλων των περιόδων εκλαμβάνει τον «Ωκεανό» ως την πιο εντελή σύνθεση του ζακυνθινού δημιουργού. Πρώτον, το ποίημα καταγράφει την περιπέτεια της Ελλάδας από τα χρόνια της Αλωσης έως την εθνική παλιγγενεσία, και έτσι, με τρόπο ενιαίο και καίριο, παρίσταται σε αυτό η βασική επιδίωξη του εμπνευστή της ως ποιητού: να υμνήσει τον αγώνα και να κινήσει τη συμπάθεια υπέρ αυτού· κατά δεύτερο, εντυπώνεται ως μια τέτοια, καθολικού δηλαδή τύπου, σύνθεση μέσω της έκτακτης μουσικότητας που το διακρίνει - γνωρίσματος αναγκαίου για την αξιολόγηση της παραδοσιακής ποίησης.

Γραμμένη εν γένει σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο, που όμως χωρίζεται σε δύο ημιστίχια, ώστε να αποφεύγεται η μονοτονία, η Ωδή δημιουργεί ποικίλες αρμονίες. Το ίδιο συμβαίνει και με τις υπόλοιπες 19. Εντούτοις, στη συγκεκριμένη, η συχνή συναρμογή διαφόρων οξύτονων και προπαροξύτονων, καθώς και η απουσία ομοιοκαταληξίας, εντείνουν στον υπέρτατο βαθμό τη δύναμη και το εύρος των ηρωικών στίχων. Αν προσθέσουμε σε αυτά τα χαρακτηριστικά τον τρόπο που ο ίδιος ποιητής χειρίζεται γλωσσικά το ειδικό βάρος του θέματός του -ένδοξο παρελθόν - τουρκοκρατία - ένδοξο παρόν- το ποίημα όντως μετουσιώνεται σ' ένα μουσικό άκουσμα, σε μια έκθεση (exposition au relatif), που παρουσιάζει διαδοχικά όλες τις φωνές και το δραματικό τους υπόβαθρο, καθότι περνά από την αρμονία στη δυσαρμονική συγχορδία (dissonantia), και από αυτήν στη λύση (resolutio). Τα συναισθήματα του αναγνώστη επιβάλλονται καθ' οδόν: από δέος σε θλίψη και νοσταλγία, από θλίψη και νοσταλγία σε διάφεγγη χαρά. Κι ενώ διαρκούν όλα αυτά, ένα μουσικό στοιχείο -ίσως ο ήχος κυμβάλων, ίσως ο ήχος του μεγαλείου- εμφανίζεται πλήρως σωματοποιημένο στη συγκίνηση του αναγνώστη.

Η Ωδή χωρίζεται σε τρεις ενότητες. Στην πρώτη (α'-ε'), αποδίδονται τιμές στη μητέρα πατρίδα και περιγράφεται ο ξεπεσμός της. Στη δεύτερη (ς'-κθ'), με μία εξελικτική ποιητική παρομοίωση, ο Κάλβος παρακολουθεί το χρονικό του ξεσηκωμού. Σε αυτή μάλιστα την ενότητα εμφανίζεται ο Ωκεανός (ο πατέρας των Θεών κατά τον Ομηρο) ως σύμβολο ελευθερίας, αλλά και ως το αντικειμενικό στοιχείο (η θάλασσα) που έπαιξε τον πρωτεύοντα ρόλο στο 1821. Στην τρίτη ενότητα (λ'-λζ), το εικονιστικό στοιχείο περιορίζεται προκειμένου ο ποιητής να εκφράσει την έκρηξη χαράς που αισθάνεται να τον συνεπαίρνει.

Πολλοί κριτικοί, ο Σπανδωνίδης συμπεριλαμβανομένου, θεωρούν πως η τελευταία ενότητα του ποιήματος είναι ανεπαρκής. Ειδικότερα, ισχυρίζονται πως δεν δείχνει την ίδια δύναμη με τις προηγούμενες, γιατί εξαντλείται σε γλωσσικές μεθοδεύσεις, που βρίθουν από χαιρετισμούς, παρορμήσεις, και επιφωνήσεις. Αντίθετα με αυτή την άποψη, πιστεύω πως οι εν λόγω στροφές διασφαλίζουν την ενότητα του έργου και συμπληρώνουν την ανάγνωσή του. Ως εκ τούτου θεωρώ πως η παράλειψή τους θα απέβαινε μοιραία, τόσο από τεχνικής όσο και από αισθητικής πλευράς.

Αναφέρθηκα ήδη στη μουσικότητα που διακρίνει το έργο, κι επισήμανα εν συντομία πώς η διαδοχική ανάπτυξη των φωνών του δημιουργεί το στοιχείο της δραματικότητας. Αν και αδόκιμη, η μεταφορά εννοιών από τον χώρο της μουσικής αποδείχνεται ενίοτε εργαλείο χρήσιμο για την ταυτοποίηση των ιδιοτήτων ενός έργου. Ετσι, μίλησα για τρία στοιχεία που χαρακτηρίζουν το ποίημα: την αρμονία, τη δυσαρμονική συγχορδία και τη λύση, και τα οποία αντιστοιχούν γενικώς στις δύο πρώτες ενότητες, αφού τόσο η αρμονία και η δυσαρμονική συγχορδία έχουν κοινό τόπο την πρώτη ενότητα (α'-ε'). Ο αναγνώστης που θα προσπαθήσει να εντοπίσει το στοιχείο της αρμονίας στην πρώτη ενότητα συναντά εκ πρώτης δυσκολία, αλλά μία προσεκτικότερη ματιά μπορεί να του επιστήσει την προσοχή στους πέντε εναρκτήριους στίχους του ποιήματος και στον τόνο της προσφώνησης που αυτοί προτείνουν: Γη των θεών φροντίδα,/ Ελλάς, ηρώων μητέρα,/ φίλη, γλυκιά πατρίδα μου,/ νύκτα δουλείας σ' εσκέπασε,/ νύκτα αιώνων.

Υποβλητικά, ουσιαστικοποιημένα και μη, επίθετα, λέξεις που δημιουργούν παρηχήσεις και μεταμορφώνουν τον γεωγραφικό χώρο της πατρίδας σε σώμα ερωτικό, συνθέτουν το πρώτο επίπεδο της προσφώνησης, από τους στίχους 1 έως 3. Με μια μεγαλόπρεπη και μεγαλειώδη προσφώνηση, λοιπόν, ξεκινά το ποίημά του ο Κάλβος. Σχεδόν ταυτόχρονα όμως, η βίαιη είσοδος της νύχτας -του νυχτερινού ερέβους που εξαπλώνοντας τα πλατέα και πένθιμα εμβόλιά του ολόγυρα στη χώρα, έρχεται να αποκρούσει ώς και τον τελευταίο απόηχο της προϊούσης κατάστασης-, μας διώχνει από τα ξέφωτα της αλήθειας γιατί μετατοπίζει τον τόνο του ποιητή στους αιώνες της ασφυξίας και του θανατερού σκότους. Η γλώσσα αλλάζει, γίνεται σκληρή, και σε κάθε στίχο κυριαρχεί η άρνηση. Ωσπου ο θάνατος ανατρέπεται και η γλώσσα αλλάζει πάλι· γίνεται δροσερή και φωτεινή με υπαινικτικές εικόνες της ερωτικής αμεσότητας και αγαλλίασης και έντονες παρηχήσεις του μ, του φ και χ. Εν κατακλείδι: ένα μουσικό δράμα ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια του αναγνώστη!

Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο αποκτά κεντρική σημασία το ερώτημα σχετικά με την ενότητα της μορφής του ποιήματος. Ποιο στοιχείο του ποιήματος τη διασφαλίζει στον βαθμό που το αποτέλεσμα μάς συγκινεί; Και τι ακριβώς εννοούμε με τον όρο ενότητα σ' ένα ποίημα σαν αυτό, που υπαινίσσεται μία χρονική ακολουθία γεγονότων, ένα πριν κι ένα μετά; Ποιο, με άλλα λόγια, γνώρισμα του έργου κρατά ενωμένες τις διαφορετικές ιστορικές αναφορές του ποιητή, αφ' ενός, την αναφορά του, σε χρόνο παρελθόντα, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, και αφ' ετέρου, την αναφορά του, σε χρόνο παρόντα, στα χρόνια του ξεσηκωμού;

Το ότι το ποίημα ξεκινά με μία δοξαστική προσφώνηση αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, το σημαντικότερο γνώρισμα του έργου, γιατί ακριβώς πετυχαίνει αυτό το αποτέλεσμα. Αν υποθέταμε πως αυτή εξέλιπε από τη σύνθεση, τότε ο αναγνώστης που διαβάζει τα όσα έπονται έως και τη στροφή κθ', ούτε θα μπορούσε να εξηγήσει το ξαφνικό σκοτείνιασμα των στίχων του Κάλβου, ούτε να καταλάβει γιατί ο ποιητής αντιστρέφει, πάλι ξαφνικά, το ύφος του και τη γλώσσα του. Η προσφώνηση όχι μόνο θέτει τον ορίζοντα μέσα στον οποίο κινείται ο μελιχρός λόγος του ποιητή στις στροφές α' έως ε', ούτως ειπείν, η Ελλάδα, αλλά και μας κάνει να δούμε την αναγέννηση του Γένους των Ελλήνων ως επιστροφή στην πρότερη λάμψη (ς'-κθ').

Είναι σε αυτό το σημείο που εγείρεται το ακανθώδες ζήτημα της τρίτης ενότητας (λ'-λζ'). Τεχνικώς το ποίημα ολοκληρώνεται στην στροφή κθ', γιατί σε αυτό το σημείο επέρχεται η τελική λύση του δράματος, η κάθαρση: Ούτως, εάν την δύναμιν/άκουσον των πτερύγων/οι αετοί, το κτύπημα/ των βρόντων υπερήφανοι/ καταφρονούσι. Είναι άραγε τόσο απλά τα πράγματα; Ο Σπανδωνίδης μάς λέει ναι. Ομως η προσφώνηση του Κάλβου μας λέγει άλλα. Την υπενθυμίζω: Γη των θεών φροντίδα, / Ελλάς, ηρώων μητέρα/ φίλη, γλυκεία πατρίδα μου... Με ηθικώς επιμελημένο τρόπο ο ποιητής διαχωρίζει το υψηλό (γη των θεών, γη των ηρώων) από το ταπεινό (γη που είσαι πατρίδα μου), και άρα, το αντικειμενικό από το υποκειμενικό ή το πνευματικό (ιστορικό) από το σωματικό. Εάν θεωρήσουμε πως το αντικειμενικό βρίσκει την ολοκλήρωσή του με το τέλος της δεύτερης ενότητας -αφού η Ελλάδα ξαναγίνεται η χώρα των θεών και των ηρώων-, τότε τί γίνεται με το υποκειμενικό μέρος της προσφώνησης, αυτό που αφορά τον ποιητή και όλους εκείνους που αυτός εκφράζει, εν δυνάμει όλους τους Ελληνες; Κανείς θα μπορούσε να ισχυριστεί πως η ηθική ικανοποίησή τους συνεπάγεται από την εξέλιξη των δύο προηγούμενων ενοτήτων. Εντούτοις, κοινός τόπος παραδοχής είναι πως στην ποίηση κάτι μπορεί να υπάρξει στον βαθμό που γράφεται. Κατά δεύτερο, το ποίημα, το κάθε ποίημα, είναι ένας ζωντανός οργανισμός - πόσω μάλλον ένα ποίημα σαν την Ωδή του Κάλβου, όπου ποιητής και θέμα συνδέονται ουσιαστικά. Είναι, συνεπώς, φυσική και απολύτως νόμιμη η ελεύθερη έκφραση του ποιητικού υποκειμένου, έστω και με χαιρετισμούς, παρορμήσεις και επιφωνήσεις, όταν το θέμα για τον οποίο γράφει τον αφορά τόσο άμεσα όσο η Ελλάδα τον στρατευμένο Κάλβο. Και έπειτα, ποιος μας λέγει πως η τρίτη ενότητα δεν αποδίδει τα λόγια όλων των ελεύθερων Ελλήνων; Ποιος τελικά αποφασίζει για το αν η τρίτη ενότητα είναι αντανάκλαση μιας υποκειμενικής ή μιας αντικειμενικής συγκίνησης; Έτσι κι αλλιώς, ένας αληθινός ποιητής εκφράζει πρωτίστως την αγωνία του ανθρώπου.