Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Ποίηση


Τυχαία αγγίγματα, αμήχανες κινήσεις

Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, εφ. Ελευθεροτυπία, 8/1/2011

Το νέο βιβλίο του Χριστόφορου Λιοντάκη

Χριστόφορος Λιοντάκης, Στο τέρμα της πλάνης, ποίηση, εκδ. Καστανιώτη, σ. 62, ευρώ 10,55

http://www.protoporia.gr/images/covers/books/9789600351330.jpg

Στο τέρμα της πλάνης: Τίτλος αμφίσημος, δηλωτικός, κατ' αρχάς, της υπέρογκης αίσθησης που φαίνεται να διακατέχει τον ποιητή ότι έφτασε στο τέλος -στην κορύφωση, θα πρόσθετα- της ποιητικής του πορείας, μιας πορείας που ξεκίνησε με αφετηρία ένα άλλο τέλος, Το τέλος του τοπίου (1973), και που διανύθηκε-συνεχίστηκε με σημαντικές κορυφώσεις, με μικρούς και μεγάλους άθλους -για να συνδεθώ με το προτελευταίο, σημαδιακό, ποίημα της ανά χείρας συλλογής, το «Εξιλαστήριο»-, ώς τις μέρες μας. Δηλωτικός της σκληρής διαπίστωσης ότι η ποίηση, εντέλει, είναι ένας τόπος, στις επίφοβες διαστάσεις του οποίου διακυβεύεται η ψυχική, η πνευματική και, άλλο τόσο, η σωματική συνοχή και αρτιμέλεια του πάσχοντος ποιητικού υποκειμένου· ότι ενώ είναι μια εκμαυλιστικά ψιμυθιωμένη φρεναπάτη, μία πλάνη, αξιώνει αυταπάρνηση και ολοκληρωτική υποταγή. Οσο για την αμφισημία του, αυτή νομίζω ότι έγκειται στη δηλωνόμενη ή τεκμαιρόμενη -και στις δύο περιπτώσεις οδυνηρή- συνειδητοποίηση της ορατής και της υφέρπουσας φθοράς, με ό,τι αυτό συνεπάγεται και προαγγέλλει («Λίγη σαγήνη από την ομορφιά που καταρρέει / επιμένει ακόμη να. / Βουλιάζοντας αυτάρεσκα σε βλέμματα / εκλιπαρεί την προσοχή τους. / Δυσσωπεί τη συγκατάβαση. / Στρέφει την πλάτη στους απρεπείς επισκόπους των ρυτίδων. / Συλλαβίζει πιπιλίζοντας το παρελθόν / όπως το παιδί που μεγαλώνει / και δε λέει να αποκοπεί από το πλαστικό θήλαστρο. / Φαντασιώνεται την αφθαρσία / αν και ξέρει» «Μαρτυρική σαγήνη»).

Τυχαία αγγίγματα, αμήχανες κινήσεις, μύχιες, δηλωμένες και αδήλωτες προθέσεις, επιθυμίες· φράσεις που η κάθε λέξη τους μοιάζει με σταματημένη χειρονομία, με χέρι που διακρίνεται στο ημίφως δηλώνοντας παρόν, ίσως και διαμαρτυρία, μέσα στην αχανή μοναξιά της νύχτας και της πόλης, συμβάλλουν στη δημιουργία μιας ατμόσφαιρας εκ πρώτης όψεως βεβαρημένης, που όμως διεμβολίζεται από αισθήματα τρυφερότητας και από την επώδυνα κατασταλαγμένη απόφαση του ποιητή να συμφιλιωθεί με τη μοίρα του. Παράλληλα, συνθέτουν ένα αμυδρά φωτισμένο κι όμως ιδιαίτερα ζωντανό, εύγλωττο και διαρκώς μετακινούμενο σκηνικό, στην ολισθηρή έκταση του οποίου παίζεται το ανελέητο παιχνίδι του έρωτα και του θανάτου· διακυβεύεται η ισορροπία του πνεύματος· το σώμα μετατρέπεται σε σχεδία, που στη μικρή της επιφάνεια διασώζονται και δοκιμάζονται πνευματικές, υπαρξιακές και αισθητικές αντοχές· λειτουργεί ως πρόσχημα ψυχής, αλλά και ως μέσον επικοινωνίας με τον άλλο, προκειμένου να γευτεί το «ηδύ της αβύσσου», να δοκιμάσει την ηδύτητα «ενός καρπού που χωρίς ανθό δένει». Διατηρώντας ανεξίτηλους τους μώλωπες της εφηβείας, προσφέρει και το νήμα που, ξετυλίγοντάς το ο ποιητής -με τελειοποιημένη στο έπακρο μία απολύτως προσωπική, ιδιοσυγκρασιακά προσδιορισμένη, μνημοτεχνική-, μεταφέρεται σε μακρινές εποχές και σε τόπους πάτριους. Ερμαιο αλλά και καθοδηγητής της μνήμης, επιθυμεί διακαώς να εντοπίσει και να ψαύσει τα αίτια του παρόντος του, με τη βεβαιότητα ότι η μνήμη, «Το άυπνο σκουλήκι, μυστικοσύμβουλος των ενοχών / αφαιρεί και προσθέτει ψηφίδες στο παρελθόν / χρωματίζει αναδρομικά τις πράξεις. / Τα ενεστώτα και τα μέλλοντα προγραμματίζει» («Ενδεχόμενο»).

Οσμές («Ληθοκτόνο άρωμα της μουσμουλιάς»), εικόνες και ήχοι («Στις ευφρόσυνες ψιχάλες του Νοεμβρίου / ανθισμένη αντίστιξη τα πεσμένα φύλλα / ανάμεσα στο τραγούδι του αηδονιού και του βατράχου», «Τα αγκομαχητά των βοδιών / και το λαχάνιασμα του σπορέα») τον οδηγούν «στους παιδικούς παραπόταμους. / Στο κρησφύγετο της εφηβείας μου. / Τότε που ακόμη όλα παίζονταν / στην αχλύ των αινιγμάτων που ο κυλιόμενος λίθος τους / πάντα μέσα μου παλιννοστεί» («Νηστεύοντας το περιττό»). Και τον ενισχύουν στην αποδοχή αυτού που εντέλει, μέσα από συμπτώσεις, συγκυρίες, αλληλουχίες, παλινδρομήσεις, αρνήσεις, ματαιώσεις και αποδοχές των σκοτεινών, αδήριτων και αδυσώπητων επιταγών της ψυχής και του σώματος -που είναι κάτι το ενιαίο και το αδιαίρετο- είναι. Πόσω μάλλον που σ' αυτό που είναι οφείλει και την ποιητική του ιδιότητα, ταυτότητα και ιδιοσυστασία, καθώς και την παντοιοτρόπως εκδηλωνόμενη ευθύνη που τον διακατέχει ως πνευματικό άνθρωπο αλλά και ως απλό πολίτη, κάτοικο μιας πόλης που αρνείται πεισματικά και απαξιωτικά κάθε μορφή ιδιαιτερότητας, διαφορετικότητας, που, ανοχύρωτη στην ασκήμια, βυθισμένη «στους ρύπους της ευημερίας», με «υπερχειλισμένη την ανθρώπινη χρεοκοπία», αποστρέφει με βδελυγμία το βλέμμα μπροστά στο «Αλλο», σε όλους όσοι δεν χωρούν, αρνούνται ή δεν μπορούν να χωρέσουν και να ενταχθούν, να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις ενός αδιάφορου -για τον άλλο και, πολύ περισσότερο, για το «Αλλο»- και στενόκαρδου κόσμου.

Σ' αυτούς στρέφεται ο ποιητής, κάποτε ευθέως αποτεινόμενος, όπως λ.χ. στο ποίημα «Ο πλάνης», θερμαίνοντας την παγερή μοναξιά του απόβλητου και εκτεθειμένου στα μάτια των αδιάφορων περαστικών με το όλο κατανόηση βλέμμα του· περιβάλλοντάς τον τρυφερά, προστατευτικά, με τη στοργική του θλίψη, με κάποιες συνειρμικά αναδυόμενες προσωπικές του μνήμες και με τη βαθιά βιωμένη επίγνωση του τι σημαίνει να είσαι «το σφάγιο» που ραντίζει ο πόθος των άλλων. Και σ' αυτούς, τους «μοναχικούς αποκλίνοντες», αναφέρεται στο κορυφαίο, ίσως, ποίημα της συλλογής, στο «Εξιλαστήριο», όπου μέσα σε μιαν ατμόσφαιρα που παραπέμπει στο δαντικό «καθαρτήριο», πρόσωπα του μύθου και πρόσωπα σημερινά, καθημαγμένα, κάθε προέλευσης και τάξης, συνωθούνται, και επί πληρωμή συνευωχούνται και συνευρίσκονται σε «ένα υπόγειο στο κέντρο. / Ελπίς απελπισμένων η βελούδινη κουρτίνα της εισόδου. / Την ανοίγεις για ν' αναπαυθείς». Δραπέτες, για λίγο, από «την έρημο του πραγματικού», από το παρελθόν τους, καταφεύγουν σ' αυτό το κέντρο-άντρο του ελεύθερου, χωρίς αναστολές, με «την καταβολή του οβολού», έρωτα, όπου προσφέρονται αφειδώς «Ολοι οι καρποί του κήπου της Εδέμ χωρίς το απαγορευμένο». Σ' αυτό το «κέντρο», σ' αυτό το «κρησφύγετο δροσιάς ή ζεστασιάς - ανάλογα», -τη «δεξαμενή όπου αρδεύονται κάθε λογής άνυδροι. / Μετανάστες κι άστεγοι μικροξενοδοχούνται. / Αλλοδαποί σκύμνοι ωρυόμενοι σιωπηλά / μετέωροι ανάμεσα στην ηδονή και την εξασφάλιση του επιούσιου / αμήχανοι στη μηχανή που στήνουν»- όλοι ανεξαιρέτως, είτε το συνειδητοποιούν είτε όχι, είναι τα εξιλαστήρια θύματα των «θυμωμένων» σωμάτων τους, της δίψας που συρρικνώνει τις ψυχές τους και, βέβαια, του «άνυδρου» κόσμου που τους περιβάλλει. Και όλ' αυτά με τρόπους δραματικά εναλλασσόμενους, ανάμεσα στο κρυπτικό και το αποκαλυπτικό, ανάμεσα στο «θέλω» και στο δραματικό οξύμωρο «δε θέλω πια να θέλω», με απώτερο στόχο την αρμονική ταύτιση των ηλικιών -που ο ποιητής αισθάνεται να τον διεκδικούν- στο παρόν, τη σύνθεση του κρυφού και του φανερού σε ένα ενιαίο και συμπαγές ποιητικό σύμπαν, την όσο το δυνατόν λιγότερο οδυνηρή συνύπαρξη προσώπου και προσωπείων και, βέβαια, την, έστω προσωρινή, πλήρωση του υπαρξιακού κενού με το επίφοβο και επίβουλο υλικό της αληθινής ποίησης. Στόχος που, κρίνοντας από τις κάποτε συγκλονιστικές εκπομπές των ποιημάτων του βιβλίου, μπορεί κανείς να ισχυριστεί με βεβαιότητα ότι επιτεύχθηκε απολύτως.