Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Ποίηση


Η αποκαθήλωση της καθημερινότητας

Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, εφ. Ελευθεροτυπία (Βιβλιοθήκη), 3/11/2006

Όταν ο αοιδός αποφασίζει να ξηλώσει ό,τι τον ενοχλεί στον περίγυρο

Μανόλης Πρατικάκης, Ο μεγάλος ξενώνας, εκδ. Μεταίχμιο, 2006, σελ. 72.

Τέσσερα χρόνια μετά την τελευταία του συλλογή, που κυκλοφόρησε το 2002 με τίτλο «Το νερό», ο Μανόλης Πρατικάκης επιστρέφει στην ποίηση εμφανώς ανανεωμένος, με ένα βιβλίο πολλαπλών αντικατοπτρισμών και αντανακλάσεων. Στραμμένος επί πολλά χρόνια σε μιαν οντολογία της φύσης και της ανθρώπινης ύπαρξης, ο Πρατικάκης δεν μπορούσε εκ των πραγμάτων να αφήσει στις προηγούμενες συλλογές του περιθώριο για τη διείσδυση κάποιου κοινωνικού ή ιστορικού στοιχείου. Χωρίς να μπορώ να πω πως η οντολογία έχει καθ' ολοκληρίαν αποδράσει από τον «Μεγάλο ξενώνα», θα ήταν, από την άλλη μεριά, δύσκολο να υποστηρίξω πως ορίζει κατά αποφασιστικό τρόπο τον χαρακτήρα και την ταυτότητά του. Εκείνο που επικρατεί στην ανά χείρας συλλογή είναι εντελώς διαφορετικό και θα έλεγα πως έχει πρωτίστως να κάνει με τη μορφή της, που λειτουργεί ως μια πολυσυλλεκτική επιφάνεια, η οποία απορροφά οργανικά στο εσωτερικό της τα πιο ετερογενή και αλληλοαντικρουόμενα υλικά. Και μια τέτοια μορφή μεταστρέφει σε μεγάλο βαθμό και το ποιητικό πνεύμα του Πρατικάκη, που αρχίζει να παρατηρεί με σκωπτικό βλέμμα τον συλλογικό του περίγυρο, καταγράφοντας ποικίλα και κατά κανόνα στρεβλά καθημερινά του φαινόμενα. Και τούτο, βεβαίως, σημαίνει πως ο ποιητής αρχίζει να αποκτά και έναν ορισμένο ιστορικό ορίζοντα στο έργο του, αφού καμία εκκοσμίκευση δεν μπορεί να λάβει σάρκα και οστά εκτός ιστορικού χρόνου.

Ποιες ακριβώς είναι, όμως, οι διαστάσεις που παίρνει ο εξωτερικός κόσμος στα μάτια του ποιητικού εγώ του Πρατικάκη; Πρόκειται για έναν κυριολεκτικά εξωφρενικό κόσμο: έναν κόσμο κακό, στραβό, κουτσό και ανάποδο, που βαδίζει με μονίμως σπασμωδικό βήμα, δεν νιώθει την παραμικρή ντροπή για τον χυλό με τον οποίο τρέφεται ο νους του και είναι πρόθυμος να ξεπουλήσει και τα ελάχιστα τα οποία του έχουν απομείνει. Το χειρότερο όλων, εντούτοις, είναι πως ο κόσμος αυτός, όποιο όνομα κι αν του δώσουμε (κοινωνία, για παράδειγμα, του θεάματος, της ματαιοδοξίας ή της κατανάλωσης), όπως κι αν τον αντικρίσουμε (με οργή και μανία ή παθητικά και αδιάφορα), όπως κι αν τον μετρήσουμε ή αν τον σκεφτούμε (ως αντικείμενο λατρείας ή καταστροφής), δοκιμάζει με την πλέον ανέμελη περηφάνια την πορεία του προς το κενό, καταχαρούμενος μέσα στη σπαρακτική του άγνοια και ζαλισμένος έως θανάτου από τις υποσχέσεις των ψευδαισθήσεων οι οποίες τόσο τυραννικά τον περιβάλλουν.

Η επιστράτευση της σάτιρας

Το ερώτημα προκύπτει σχεδόν αυτομάτως. Τι μπορεί, άραγε, να αντιτάξει ο ποιητής διά της τέχνης του σε αυτή την παράστασή του για τον κόσμο; Να διαμαρτυρηθεί; Να καταγγείλει; Να μετατραπεί σε προάγγελο μιας νέας εποχής ή να ουρλιάξει από απελπισία και απόγνωση; Ευτυχώς, ο Πρατικάκης δεν προσφεύγει σε καμία τέτοια μελοδραματική και βαρύγδουπη (και ποιητικώς, εννοείται, εκ των προτέρων άσφαιρη) λύση. Το προσφορότερο μέσο για την αντιμετώπιση μιας νοσολογίας, η οποία τα μόνα που έχει να αποκαλύψει είναι η ασυγκράτητη φθορά και η ανέκκλητη παρακμή, βρίσκεται στην επιστράτευση της σάτιρας και της μαύρης κωμωδίας. Ο Πρατικάκης επινοεί έναν μηχανισμό ανελέητης κοροϊδίας των δρωμένων της καθημερινότητας και δεν διστάζει να γελοιοποιήσει πέρα για πέρα τους πρωταγωνιστές τους, που γίνονται στον στίχο του αποδέκτες του πιο άγριου και του πλέον κυνικού σαρκασμού: «Ρωτά. Πλανιέται. Οι μέρες της νάιλον σακούλες με σκουπίδια ριγμένες σε κοντέινερς. / Ξυπνά στην κάμαρα του πανικού. Στου τρόμου τη σουίτα. / Κόβει τη σάρκα που γερνά σαν ξινισμένη πίτα. / Σπαρταρά στο δίχτυ. Σκοτεινός κισσός αναρριχάται / στο πρωί της η θρομβοφλεβίτιδα. /Ληξιπρόθεσμα και τα ρέστα. Το μαύρο δεσπόζει / πίσω από τη φιέστα. / Ρευστοποιεί κι εκταμιεύει το πιο ακριβό της ορυχείο. / Ώσπου στην άμπωτη, έντρομη, βλέπει πως βακχεύεται / με το κενό της (το άπατο πούμα την καταβροχθίζει στα κλεφτά). / Σε κακόφημη ώρα γυρεύει πίστωση από τον θάνατο. / Κυματόφερτη κάποτε (στάζοντας ταξίδι). Στολισμένη / τους ωκεανούς - πέντε γάγγραινες ο νους».

Η λειτουργία των αντιθέτων

Περνώντας μέσα από τον «Οδυσσέα» του Τζόις, τα έπη του Ομήρου και τις σάτιρες του Καρυωτάκη (για να μείνω σε μερικά μόνο δείγματα), ο Πρατικάκης συσσωρεύει στις εκτενείς ποιητικές του συνθέσεις λιγότερο ή περισσότερο ορατά ίχνη από τον αχανή χάρτη της ελληνικής και της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, προκειμένου να δείξει τη διαδικασία διά μέσου της οποίας συμβαίνει πρώτα η απόσπαση του ποιητή από τη σφαίρα της ενδοσκόπησης και της εσωτερικότητας και εν συνεχεία η μετάβασή του στη γλώσσα του χλευασμού της καθημερινότητας: η ανάμειξη του υψηλού με το χαμηλό, το κατρακύλισμα από τον ουρανό στο χώμα (το ξέρουμε πολύ καλά και από την Αναγέννηση) είναι μια μεγάλη ηθική και καλλιτεχνική απελευθέρωση, μια ανακουφιστική μέθοδος, προκειμένου να υπομείνει καλύτερα ο πάσχων το μαρτύριό του, ελπίζοντας, στο τέλος, σε κάποια ουσιαστική βελτίωση. Κάτι ανάλογο παρατηρούμε και στα ποιήματα του Πρατικάκη, που καταφέρνουν να αναμείξουν λειτουργικά τα αντιθετικά συστατικά τους και να εξασφαλίσουν με άνεση το αποκαθηλωτικό τους αποτέλεσμα.

Οι αποκαθηλώσεις, πάντως, του Πρατικάκη δεν αποκλείουν κατά περιστάσεις το λοξοκοίταγμα προς τον παλαιότερο ποιητικό του εαυτό και δεν απαγορεύουν τη δημιουργία κάποιων λυρικών, αν μπορώ να τις ονομάσω έτσι, ενοτήτων, που θυμίζουν την αγάπη του για την ενδοστρέφεια, αλλά και για τη στοχαστική ενατένιση της φύσης. Και εδώ, ωστόσο, η ειρωνεία καραδοκεί και δεν επιτρέπει τελικά ποτέ την πλήρη υπέρβαση: «Διώχνοντας την κοπρόμυγα από τη σκέψη / ένα κρινάκι θα ανθίσει στην αυλή σου. / Γύρη σκουριάς στον ατσαλένιο φράχτη όπου αρπάχτηκε / το ξωτικό γιασεμί. / Έτσι θα μείνω του ονείρου το ελάφι, με κέρατα πλεκτά / στο συρματόπλεγμα. Μα εσύ θυμήσου: δώρο της πτώσης / το κάθε μας φτερούγισμα.». Παρακολουθούμε, σε κάθε περίπτωση, την ανάδυση μιας βέβαιης ωριμότητας.