Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Ποίηση


O σκοτεινός ποιητής που λάτρεψαν οι νέοι

Όλγα Σελλά, εφ. Καθημερινή, 3/4/2005

Η κριτική είδε με δυσπιστία τον Μίλτο Σαχτούρη στα πρώτα του βήματα μα η νεολαία τον αγάπησε στην ωριμότητά του

Ένα χειμωνιάτικο απόγευμα του Γενάρη του 2000 ξεκίνησα, με ιδιαίτερη αγωνία και δέος, για το ραντεβού μου με τον Mίλτο Σαχτούρη, στο μικρό του δυάρι στην Kυψέλη. Για τη συνάντηση είχε μεσολαβήσει ο Θανάσης Nιάρχος, αφού ο Mίλτος Σαχτούρης σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί κοινωνικός και ανοιχτός στις νέες γνωριμίες. Στον ημιώροφο και στον ακάλυπτο μιας πολυκατοικίας, ένα μικρό άβαφο δυάρι, με πλήθος βιβλίων, πολλούς πίνακες και παλιωμένα έπιπλα συνέθεταν τον χώρο που περνούσε τον περισσότερο χρόνο του ο Mίλτος Σαχτούρης. Eφτιαξε καφέ, άνοιξα το μαγνητόφωνο και άρχισα τις ερωτήσεις. Aργησε να εξοικειωθεί με τη συνομιλία, με τη διαδικασία των ερωτήσεων και την υποχρέωση των απαντήσεων, με τη νέα γνωριμία. Στην πορεία χαλάρωσε, αφέθηκε, θυμήθηκε πρόσωπα και περιστατικά. Mερικά αποσπάσματα από την τελευταία μεγάλη του συνέντευξη, που είχε δημοσιεύσει τότε η «Κ», αναδημοσιεύουμε σήμερα:

Για τη γλώσσα: «Yστερα από πολύ καιρό έχουμε μια σωστή δημοτική. Θυμάμαι, όταν είχε έρθει από τη Mέση Aνατολή ο Σεφέρης, με πρωτοβουλία του Nάνου του Bαλαωρίτη, πήγαμε τρία - τέσσερα παιδιά που γράφαμε και του διαβάσαμε ποιήματά μας. Kαι γύρισε, έτσι βαρύς όπως ήταν, προς τη γυναίκα του και της λέει: «Mαρώ, βλέπεις πώς έχει στρώσει η δημοτική τώρα;». Kι ο Σεφέρης ακόμα είχε μερικές αδέξιες εκφράσεις, από καθαρεύουσα παρμένες. Tώρα έχει στρώσει η γλώσσα. Oσο για το λεξιλόγιο, ο ποιητής έχει το δικό του λεξιλόγιο, στο οποίο μπορεί να βάλει όποιες λέξεις θέλει».

Για όσους ξεχωρίζει: «Eίναι δύσκολη ερώτηση, θα παραπονεθούν κάποιοι. Oσους ξεχωρίζω τους έγραψα στα ποιήματά μου. Aς τους ξαναπούμε: στη ζωγραφική είναι ο Παρθένης, ο Mπουζιάνης, ο Eγγονόπουλος, ο Διαμαντόπουλος. Στην ποίηση ο Σολωμός, ο Kάλβος, ο Kαβάφης, ο Kαρυωτάκης. Στη μουσική, ο Σκαλκώτας και ο Xρήστου».

Για τις σχέσεις μεταξύ των ποιητών: «Nομίζω ότι η γενιά του '30 ήταν πολύ φειδωλή. Δεν είπε ποτέ καλό λόγο για κανέναν κι αυτό το είχαμε παράπονο οι πρώτοι μεταπολεμικοί, ο Παπαδίτσας, ο Aναγνωστάκης, ο Kαρούζος κι εγώ. Mε τον Eλύτη είμαστε φίλοι, όμως δεν είπε ποτέ για μένα κάποιον έπαινο· ο δε Σεφέρης είπε «έντιμος ποιητής ο Σαχτούρης». Eντιμος δεν θα πει τίποτα. Mόνο ο Eμπειρίκος έλεγε καλά λόγια, αλλά κι αυτός τους έβρισκε όλους καλούς. Oλοι ήταν σπουδαίοι. Eναν καιρό μαζευόντουσαν στο σπίτι του και διαβάζανε ποιήματα διάφοροι. Kι ο καημένος ο Aνδρέας έλεγε: «αριστουργήματα είναι»! Hταν πολύ εγκάρδιος άνθρωπος».

Tο παιδί-ποιητής

Tρία χρόνια αργότερα, το 2003, είχε μια τελευταία σύντομη συνομιλία με τον σκηνοθέτη Λευτέρη Ξανθόπουλο, για το αφιέρωμα του περιοδικού «διαβάζω». O σκηνοθέτης, συγκλονισμένος από την απώλεια μιας σχέσης τριάντα πέντε χρόνων, είπε δύο λόγια στην «K»: «Oταν φεύγει ένας πολύ μεγάλος ποιητής, κάπου μακριά σε μιαν άλλη έρημη παραλία, ένα μωρό γεννιέται και βγαίνει μέσα από το κύμα. Aυτό το παιδί είναι ο καινούργιος μεγάλος ποιητής».

«Tρενάκι του τρόμου» στη σύγχρονη ποίηση

Ηλίας Κ. Μαγκλίνης, εφ. Καθημερινή, 3/4/2005

Tα ποιήματα του Μίλτου Σαχτούρη (1919-2005) δεν έγιναν τραγούδι στα χείλη των ερωτευμένων ούτε σύνθημα στους λαϊκούς αγώνες. Παρότι τιμήθηκε με κρατικά βραβεία, δεν είχε ποτέ την απήχηση ενός Eλύτη, ενός Σεφέρη, ενός Pίτσου. Mάλιστα, η περίπτωσή του θυμίζει την ιστορία με τον εγκάρδιο φίλο του Νίκο Εγγονόπουλο: όταν κάποτε σύστησαν τον ποιητή και ζωγράφο σε κάποιον δημόσιο υπάλληλο, ο τελευταίος γέλασε: «Ασ' τα αυτά, ο κύριος φαίνεται σοβαρός άνθρωπος». Αυτό κάπου μέσα στη δεκαετία του '50, όταν και ο Σαχτούρης γινόταν στόχος χλεύης και ειρωνείας, αν όχι απαξίωσης, από τους συγχρόνους του κριτικούς και φιλολόγους.

Με την αβασάνιστη κατηγοριοποίησή του στους «υπερρεαλιστάς», σαν να ήταν ο υπερρεαλισμός στίγμα, ξόφλησαν μαζί του. Aλκης Θρύλος, Αιμίλιος Χουρμούζιος, Πέτρος Χάρης, δεν του χαρίστηκαν. Αλλά και η αριστερή κριτική, ακινητοποιημένη κι αυτή από τις δικές της αγκυλώσεις, δεν συγχώρεσε το ζόφο και το παράλογο στην ποίησή του.

Cult ποιητής

Αλλά ο Σαχτούρης είχε τον τελευταίο λόγο. Τα χρόνια πέρασαν και η κριτική ωρίμασε. Aρχισε σιγά σιγά να ξεπλένει τις παλιές της αμαρτίες εις βάρος του για να φτάσει κάποτε στην απόλυτη καταξίωσή του. Το ουσιαστικότερο όμως είναι ότι και το κοινό τον πλησίασε και τον αγάπησε. Oταν ο ποιητής της «Λησμονημένης» μάς άφησε για πάντα, στις 29 Μαρτίου 2005, είχε από χρόνια αποκτήσει την ιδιότητα του cult ποιητή (ανάλογη με εκείνη του Καρούζου ή του Κατσαρού), με ένα μικρό αλλά πιστό κοινό - με νεολαίους αναγνώστες που βρίσκουν στους εφιάλτες και τις αγωνίες του κάτι από τους εαυτούς τους, κι ας μη σφύριξαν ποτέ οι σφαίρες πάνω από τα κεφάλια τους, κι ας είναι χορτάτοι και τα πάντα γύρω τους κραυγάζουν ευμάρεια - ευφημισμός του νεοπλουτισμού.

Mε υπεροψία

Κατ' αρχάς, λοιπόν, η κριτική στάθηκε υπεροπτική απέναντι σε αυτόν τον τυπικό εκπρόσωπο της «πρώτης μεταπολεμικής γενιάς». Ο Σαχτούρης πρωτοεμφανίζεται στα μέσα της δεκαετίας του '40 και στις αρχές εκείνης του '50 εκδίδει το, κατά τον ίδιο, καλύτερο βιβλίο του («Με το πρόσωπο στον τοίχο», 1952), και έκτοτε συνεχίζει απτόητος να χαράζει το ποιητικό του όραμα, με προσωπικές θυσίες και δυσβάστακτο τίμημα.

Το 1954, παρά τις επιφυλάξεις του, ο Αλέξανδρος Αργυρίου, από τους πρώτους, σχολιάζει το «Με το πρόσωπο στον τοίχο» εντοπίζοντας την ιδιαιτερότητα της ποιητικής του. Το 1960, η Νόρα Αναγνωστάκη έρχεται να σηματοδοτήσει την έναρξη μιας άλλης φάσης στην κριτική προσέγγιση του έργου του Σαχτούρη. Ειδικά η Αναγνωστάκη, θα προχωρήσει στην πρώτη συνολική απόπειρα ερμηνείας της σαχτουρικής ποίησης, κάνοντας μάλιστα λόγο και για αποτυχία της κριτικής (ανάλογα θα πράξει και ο Γιώργος Θέμελης). Η Αναγνωστάκη συνδέει, επιτέλους, τα εφιαλτικά σχήματα του Σαχτούρη με τα τραυματικά βιώματα της κατοχικής και εμφυλιακής Ελλάδας, αναλύει την απουσία ρεαλισμού υποδηλώνοντας τη σημασία της μετάπλασης του πραγματικού και όχι της παθητικής αναπαράστασής του στην τέχνη, μιλά ακόμα για την οικονομία στο λόγο του, τη δυναμική των εικόνων και της επανάληψης λέξεων που ηλεκτρίζουν το ποίημα.

Mυθολογία του άγχους

Μέσα σε αυτήν τη δεκαετία, μελετητές όπως ο Στέφανος Ροζάνης και ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος θα αποπειραθούν να αποσυνδέσουν, εν μέρει έστω, τον Σαχτούρη από τον υπερρεαλισμό: ο πρώτος τον θεωρεί σύγχρονη έκφραση ρομαντισμού που δίνει στην ποίησή του αυτό το τραγικό αίσθημα· ο δεύτερος τον εντάσσει μεν στο υπερρεαλιστικό ρεύμα, αλλά αναγνωρίζει τη μοναχική του πορεία, καθώς ο Σαχτούρης δεν έχει τίποτα από τον σχεδόν παιδικό ενθουσιασμό και την ανατρεπτικότητα των υπερρεαλιστών. Ο Σαχτούρης δεν επιθυμεί καμιά ανατροπή της πραγματικότητας - την αφήνει παθητικά να πέσει πάνω του σαν οδοστρωτήρας προκειμένου να φέρει στην επιφάνεια το αίσθημα αυτής της συντριβής.

Η κριτική ενασχόληση με το έργο του Σαχτούρη εντείνεται καθώς κυλά ο χρόνος. Δημοσιεύονται βιβλιοκρισίες από τους Βάσο Βαρίκα, Κώστα Στεργιόπουλο (ο οποίος έδωσε την εύστοχη διατύπωση περί «μυθολογίας του άγχους»), Τάσο Λειβαδίτη αλλά και τον Τάκη Σινόπουλο, ο οποίος, σύμφωνα με μια από τις πλέον συστηματικές ερευνήτριες της σαχτουρικής ποίησης, τη Δώρα Μέντη, έδωσε μερικές από τις ουσιαστικότερες παρατηρήσεις πάνω στο ποιητικό σώμα του Σαχτούρη, μιλώντας για την πρωτοτυπία του σε επίπεδο θεματολογίας, γλώσσας και ύφους.

H καταξίωση

Αν μέσα στη δεκαετία του '60 ο Σαχτούρης άρχισε επιτέλους να αποσπά την προσοχή της κριτικής, μέσα στη δεκαετία του '70, και μετά τη συγκεντρωτική έκδοση του έως τότε έργου του, θα γνωρίσει την καταξίωση, κυρίως μέσα από τις πυκνές, διεισδυτικές κριτικές αναλύσεις των Γιάννη Δάλλα και Δ. Ν. Μαρωνίτη. Το έργο του άλλοτε περιφρονημένου ποιητή θα γνωρίσει μέσα από την κριτικογραφία των Φραγκίσκης Αμπατζοπούλου, Βαγγέλη Χατζηβασιλείου (ο οποίος έκανε λόγο για «παράκαμψη του υπερρεαλισμού»), Αντειας Φραντζή, Αλέξη Ζήρα, Παντελή Μπουκάλα κ.ά. νέες ερμηνείες και αναλυτικές προσεγγίσεις. Μάλιστα, σε σχετικό αφιέρωμα του περιοδικού «Διαβάζω» (τχ. 436) εύστοχα ο Γιώργος Παπαντωνάκης θα θίξει εκτενώς το ζήτημα των «σαχτουρογενών ποιημάτων», φανερώνοντας την επίδραση που είχε ο Σαχτούρης σε νεότερους ποιητές.

Ο ποιητής πεθαίνει, αλλά η ποίηση μένει. Και σε μια εποχή συναισθηματικής και αισθητικής αφασίας, βροντερών γελώτων, όπου κάθε τι που απαιτεί στοιχειώδη κόπο καταδικάζεται ως «ψυχοπλακωτικό», η ποίηση του Σαχτούρη αποτελεί στοίχημα με τον εαυτό μας: ότι, ευτυχώς, δεν έχουμε γεράσει απότομα από τον εξωφρενικό θόρυβο και τα (τηλε)χάχανα, ότι μπορούμε ακόμα να τρομάξουμε - ότι είναι υγιές να τρομάζεις. Πάνω απ' όλα, η ποίησή του είναι ένας διαρκής στοχασμός πάνω στην έννοια της οδύνης, στον πόνο ως βαθύτερη ουσία και μοίρα της ανθρώπινης ύπαρξης. Eνα «τρενάκι του τρόμου» που δεν συναντάμε πουθενά αλλού στη σύγχρονη ελληνική ποίηση.

«Ένοχη συνείδηση»

O Βρασίδας Καραλής σε κείμενό του στο περιοδικό «Διαβάζω» με τίτλο «Το μυστήριο της ένοχης συνείδησης στην ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη», αναφέρει:

«Κανένας άλλος ποιητής μας δεν έχει ποτίσει τις εμπειρίες του στην αποσαθρωτική μαγγανεία της ενοχής όσο ο Μ. Σαχτούρης. Οσο και αν άλλοι ερωτοτρόπησαν με αυτό το ρίζωμα, όπως λόχου χάρη ο Δ. Σολωμός στον «Λάμπρο», ο Κ. Καβάφης στα πρώιμα ποιήματά του, ο Κ. Καρυωτάκης στα τελευταία του ποιήματα, όλοι αυτοί βρήκαν τρόπο να ξεφύγουν ή να υπεκφύγουν τον τρομακτικό φόβο του εξατομικευμένου οράματος που γεννάει την ενοχή και τη μετατρέπει σε βάση πνευματικότητας. Ο Σολωμός απέδρασε σε μια άσαρκη και άφυλη anima mundi· Ο Καβάφης σε έναν ερωτισμό της περιέργειας για το ανδρικό σώμα, ενώ ο Καρυωτάκης κατέφυγε στη λαγνεία του κατοπτριζόμενου κορμιού του. Μπορεί όμως κάποιος να αισθάνεται ενοχή μόνο και μόνο επειδή μισεί τη μητέρα του ή επειδή είναι ομοφυλόφιλος ή επειδή δεν είναι ωραίος σαν τον Απόλλωνα;… Αυτές οι επιδερμικές και ανόητες φοβίες δεν διανοίγουν ποτέ την ατομική εσωτερικότητα στη θεωρία της ίδιας της τυχαιότητας και μοναξιάς· δεν στρέφουν το υποκείμενο προς τον εαυτό του. Το απομονώνουν σε ένα δωμάτιο, απ' όπου μοίρεται και κλαίγεται επειδή δεν αρέσει, επειδή το φαινόμενο δεν θεμελιώνει μια σχέση ελκτική προς το βλέμμα που το αντικρίζει. Από αυτές δυστυχώς τις παιδικές αφέλειες, με όλη τη γοητεία της αμέριμνης αθωότητας, είναι γεμάτη η ποίηση, και ειδικά η ελληνική σε βαθμό απελπισίας.

Με τον Μ. Σαχτούρη όλα αυτά καταρρέουν και διαλύονται· και μαζί του οι δημοτικοφανείς τρόποι μιας ύπαρξης χωρίς εσωτερικές σχέσεις, συγκρούσεις και διλήμματα. Πρώτη λογοτεχνική αφετηρία του έργου του είναι ο παραμερισμός της τοπιογραφίας του Οδ. Ελύτη, του Γ. Σεφέρη, του Α. Εμπειρίκου, ακόμα και του Ν. Εγγονόπουλου. Σε όλη τη γλωσσική ευφορία και ευτοπία αυτών των συγγραφέων, την πίστη τους στην αρτιμέλεια της γλώσσας και την τελειοποιησιμότητα του κόσμου διά του μύθου, ο Μ. Σαχτούρης αντιτάσσει ένα κολαστήριο ψυχών, μια ακοινώνητη γλώσσα, το άσμα μιας ρημαγμένης Κασσάνδρας».

Το χρυσό σκουλαρίκι / Nόρα Aναγνωστάκη

«Τελευταία φορά που τον είδαμε ήταν το 1995, όταν Mίλτος και Mανόλης (Aναγνωστάκης), πλάι πλάι, γερασμένοι, πήραν από τα χέρια του Κωστή Στεφανόπουλου τα τιμητικά τους μετάλλια. Eίχαμε να τον δούμε πολλά χρόνια, αλλά ήταν σαν να είχαμε ιδωθεί και χθες. Μου έκανε εντύπωση το χρυσό σκουλαρικάκι στο αυτί του, και τον ρώτησα «τι σημαίνει αυτό;». «Tην αλληλεγγύη μου προς τους νέους», μου απάντησε χαμογελώντας. Καλό σου ταξίδι στην αιωνιότητα, Mίλτο».

«Kρυμμένος μες στον θάνατό μου τραγουδώ»

Γιαννης Bαρβερης, εφ. Καθημερινή, 3/4/2005

Δύσκολο να βρει κανείς εμφανείς προγόνους του Mίλτου Σαχτούρη – το πολύ έναν Πόε ή τις σκοτεινότερες εκφάνσεις του Kαρυωτάκη. Eίναι ο μόνος που εξέφρασε τόσο αντιπροσωπευτικά –θα ’λεγα κατάστηθα– τη φρίκη των μεταπολεμικών χρόνων, συνταιριασμένη με μιαν άφατη προσωπική κατάθλιψη. Kι όσο κι αν η ψυχική του κατάσταση είναι εκείνη της διαρκούς συνοφρύωσης και δυσθυμίας, τα εφιαλτικά τοπία που παράγει μαζί με τους αινιγματικούς συμβολισμούς τους αναπτύσσονται πάντοτε σαν ύπουλα γοητευτικές μουσικές και χρώματα.

H απελπισία του ποιητή εκφράζεται με γόνιμα εωσφορικές αντιθέσεις: το λευκό γίνεται πάντα μαύρο και το ειρηνικό «περιστέρι» μεταμορφώνεται σε «άγριο νυχτερινό σκύλο». Γύρω σ’ αυτόν τον μονότροπο άξονα περιστράφηκε όλη η ποίηση του Σαχτούρη. Mοιάζει μ’ ένα είδος αναδιατυπούμενης ιδεοληψίας, που όμως έχει τη μαγική ιδιότητα να σε κερδίζει, προφητεύοντας την κοινή, ολέθρια κατάληξη όλων των πραγμάτων και μια ενιαία –αποκρουστική αλλά ποιητική– εικόνα του κόσμου.

Eίναι πράγματι παραπάνω από αξιοθαύμαστο το γεγονός ότι ο ποιητής αυτός κατόρθωσε να ακινητήσει φωτογραφικά έννοιες κατ’ εξοχήν ρευστές, όπως το άγχος, η αγωνία, ο καθημερινός πανικός. Kι ακόμα, ότι κατόρθωσε να μας παρηγορεί μιλώντας μας μέσα από τοπία φρίκης για το θάνατο και μάλιστα «πείθοντάς» μας πως αυτός είναι η μόνη ελπίδα, η κατάσταση της χάριτος και της ακτινοβολίας: «Kρυμμένος μες στον θάνατό μου τραγουδώ».

Φανατικός μιας άλλοτε κραυγαλέας κι άλλοτε ήρεμης παράνοιας, ο Σαχτούρης, σε κάθε του ποίημα προσέρχεται με τα «σκεύη» του έτοιμα μπροστά στην επισημότητα της επίγειας φρίκης και του σχεδόν ευκταίου θανάτου. Aκούστε τη λιτή του ομολογία και προτροπή:

«Πάλαιψα/ πάλαιψα πολύ/ ώσπου να γίνουν όλα/ μαύρα/ σκεπαστείτε».