Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Ποίηση


Ποιος είναι ο Βαρνάβας

Μάρη Θεοδοσοπούλου, εφ. Το Βήμα, 14/10/2007

Στο φως το ημιτελές μυθιστόρημα του νομπελίστα ποιητή, που την ύπαρξή του γνωρίζαμε από το 1974 αλλά το βλέπουμε για πρώτη φορά τώρα

Αργά αλλά σταθερά η έκδοση απάντων των σεφερικών ευρισκομένων φαίνεται να βαίνει προς ολοκλήρωση, με καταληκτική ημερομηνία κατά μία πιθανώς και αισιόδοξη πρόβλεψη την τεσσαρακονταετία από τον θάνατό του. Πολύτομος ο πεζός Σεφέρης, γίγας έναντι του ποιητικού, αναδύθηκε εξ ολοκλήρου μετά θάνατον, με τη συναίνεση της Μαρώς Σεφέρη και πρώτον τη τάξει φροντιστή τον Γ.Π. Σαββίδη, που καταπιάστηκε με την έκδοση των χειρογράφων παραμερίζοντας τυχόν ηθικούς προβληματισμούς, καθώς είχε ήδη απαντήσει στα δυσκολότερα διλήμματα που έθεταν τα χειρόγραφα Καβάφη και Καρυωτάκη. Το πρώτο σεφερικό χειρόγραφο που εκδόθηκε πριν από τις Μέρες και τους τόμους της αλληλογραφίας, Σεπτέμβριο του 1974, ήταν το πεζογράφημα Εξι νύχτες στην Ακρόπολη. Στο σημείωμα του επιμελητή ο Σαββίδης αναφέρει για πρώτη φορά ότι στο αρχείο του ποιητή σώζεται ένα μυθιστορηματικό «χρονικό της Κύπρου» με τίτλο Βαρνάβας Καλοστέφανος.

Ο ψευδώνυμος που γράφει

Ο ίδιος ο Σεφέρης είχε ανακοινώσει το ξεκίνημα αυτής της πεζογραφικής του προσπάθειας σε επιστολή προς τη σύζυγό του, γραμμένη στις 18 Αυγούστου 1954. Μια εξαιρετική επιστολή, με έναν Σεφέρη γεμάτο νεανικό ενθουσιασμό. Ανήμερα την εορτή της Παναγίας είχε τελειώσει το Εξι νύχτες στην Ακρόπολη, που διαβεβαίωνε πως προτίθετο να κάψει, και εκείνη την ημέρα του ήρθε μια ιδέα που τον έκανε να χοροπηδά. Η ιδέα συγκεντρωνόταν σε έναν τίτλο, «Ο Στράτης Θαλασσινός στην Κύπρο». Το ίδιο βράδυ, άμ' έπος άμ' έργον, έγραψε τις δύο πρώτες σελίδες, αποφασίζοντας πως έπρεπε να πάει στην Κύπρο για να γράψει το βιβλίο του. Δηλαδή, να ξαναπάει εν όψει και της προγραμματισμένης αδείας του για τις 10 Σεπτεμβρίου. Τρεις ημέρες νωρίτερα, σε επιστολή του προς τον κύπριο ζωγράφο Αδαμάντιο Διαμαντή, εξομολογείτο ότι το νησί ολοένα γύριζε μέσα στον νου του και ότι υπήρχαν ένα σωρό λεπτομέρειες που του ξέφυγαν στο πρώτο του ταξίδι πριν από ένα χρόνο, τόσα πράγματα που ήθελε ακόμη να καταλάβει, ανεξάρτητα αν είχε ήδη παραδώσει προς δημοσίευση τα πρώτα κυπριακά ποιήματα. Τελικά, το δεύτερο ταξίδι πραγματοποιήθηκε από τις 15 Σεπτεμβρίου έως τις 17 Οκτωβρίου. Οσο για το μυθιστόρημα, φαίνεται ότι το ξανάπιασε την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, αλλάζοντας πρώτα απ' όλα τον τίτλο. Και συνέχισε να το γράφει τουλάχιστον ως τις 22 Φεβρουαρίου 1956, που είναι και η τελευταία σημειωμένη ημερομηνία, μετά και το τρίτο ταξίδι στην Κύπρο, το φθινόπωρο του 1955. Τον Αύγουστο του 1956 επέστρεψε στην Αθήνα και ανέλαβε προϊστάμενος της Β´ Πολιτικής Διεύθυνσης του υπουργείου Εξωτερικών, υπεύθυνος για το Κυπριακό. Βαρνάβας ήταν το ψευδώνυμο που χρησιμοποιούσε για τις απόρρητες συνεννοήσεις του με το νησί.

Ο Γ.Π. Σαββίδης και οι επίγονοι

Ο Σαββίδης δεν προχώρησε στην έκδοση, καίτοι αφορούσε την Κύπρο, την οποία χάρη στον Σεφέρη γνώρισε και αγάπησε ήδη από την πρώτη ανάθεση έργου, που ήταν η συλλογή ...Κύπρον ου μ' εθέσπισεν... Το 1982 ανήγγειλε ότι την έκδοση ανέλαβε ο μαθητής του Μιχάλης Πιερής. Τέσσερα χρόνια αργότερα ο κύπριος φιλόλογος σε ένα πρώτο κείμενό του για «την κυπριακή εμπειρία του Σεφέρη» αισιοδοξούσε ότι το τύπωμα του έργου επέκειτο. Ωστόσο δέκα χρόνια μετά ανακοίνωνε ότι η σκυτάλη είχε περάσει και πάλι σε έναν μαθητή. Αυτή τη φορά ήταν η Ναταλία Δεληγιαννάκη, που της έλαχε να βγάλει το φίδι από την τρύπα και πράγματι το έβγαλε, παραδίδοντας μια καθ' όλα πρότυπη φιλολογική έκδοση που συμπτωματικά εμφανίζεται σε πρόσφορο χρόνο. Γιατί οι διαδοχικές αναθέσεις και παραιτήσεις δηλώνουν, μεταξύ άλλων, και αμηχανία απέναντι στο ίδιο το κείμενο, ανάμεικτη με ανησυχία για την υποδοχή του. Μπορεί το φιλολογικό ενδιαφέρον του κολοβού μυθιστορήματος να είναι δεδομένο, όμως ό,τι συμπληρώνει το εργαστήρι του ποιητή δεν σημαίνει πως λαμπρύνει και την εικόνα του. Ενδοιασμοί που ίσχυαν το 1980, ακόμη το 1990, σήμερα όμως κατασιγάστηκαν. Η φιλολογική ανασύνθεση, με τα «μέμο» και τις σημειώσεις του συγγραφέα, τα «προπλάσματα» και τις επαναλήψεις σκηνών, μέχρι τα ελάχιστα «τελειωμένα», διαβάζεται με ενδιαφέρον, χωρίς καθόλου να ξενίζει, καθώς προσομοιάζει με τις μοντερνιστικές συρραφές ντοκουμέντων και τα ποικίλα μεταμοντέρνα τεχνάσματα.

Οι Βυζαντινοί Κοντοστέφανοι

Σύμφωνα με τους τίτλους και τους υποτίτλους, το μυθιστόρημα σχεδιάστηκε σαν το χρονικό «ενός συναισθηματικού ταξιδιού» στον κόσμο της Κύπρου το σωτήριον έτος 1953. Η μυθιστορηματική περσόνα του Σεφέρη, ο Στράτης, που στην πορεία της γραφής αντικαταστάθηκε από τον Σταύρο, προς αποφυγή της ποιητικής αύρας του Θαλασσινού, ταξιδεύει στην Κύπρο τον Σεπτέμβριο του 1953. Στα «τελειωμένα» η άφιξή του στο νησί αεροπορικώς από τη Βηρυτό και η μετάβασή του στην Αμμόχωστο, όπου το σπίτι του κύπριου φίλου του, Βαρνάβα Καλοστέφανου. Το Βαρνάβας από τον Απόστολο Βαρνάβα, με καταγωγή από τη Σαλαμίνα, κοντά στην Αμμόχωστο. Ηδη στο πρώτο του ταξίδι ο Σεφέρης είχε επισκεφθεί τη Μονή του Αγίου Βαρνάβα. Όσο για το επίθετο, παραπέμπει σε γνωστή βυζαντινή οικογένεια, τους Κοντοστέφανους, όπου ένα παρακλάδι της υιοθέτησε την παραλλαγή Καλοστέφανος.


Η εικόνα “http://tovima.dolnet.gr/data/D2007/D1014/1bis3b.jpg” δεν μπορεί να προβληθεί επειδή περιέχει σφάλματα.

Ο Γιώργος Σεφέρης στον Άγιο Ιλαρίωνα της Κύπρου


Ερωτική ιστορία

Το μυθιστόρημα προβλεπόταν να έχει τέσσερα κεφάλαια και επίλογο σε επιστολική μορφή. Αυτή τη φορά, σε αντίθεση με το Εξι νύχτες στην Ακρόπολη, ο Σεφέρης προτίμησε την τριτοπρόσωπη αφήγηση, μικροπερίοδη και ελλειπτική, με στιχομυθίες παιγνιώδεις και κρυπτικές, καθώς και μακρούς διαλόγους, αφού δεν είχε κατά νου ένα μυθιστόρημα δράσης αλλά στοχασμού. Πλοκή δεν διαφαίνεται, εκτός από την ερωτική ιστορία ανάμεσα στον Βαρνάβα, που περιγράφεται ως καλλιτεχνική φύση, ωραιοπαθής και αθλητικός, γύρω στα σαράντα πέντε, και μια Ελλαδίτισσα, τη Βάσω, ξανθιά και ψηλή, που «ξέρει από κόσμο». Με δεξαμενή εντυπώσεων τις ημερολογιακές σημειώσεις του Σεφέρη και συγκοινωνούντα δοχεία τις επιστολές του, αποκρυπτογραφούνται οι ήρωες, αποκαλύπτοντας τα υπαρκτά πρόσωπα που τους ενέπνευσαν, τις συγχωνεύσεις γνωρισμάτων ή και το μοίρασμα βιωμάτων του Σεφέρη σε περισσότερους χαρακτήρες. Οπότε ο Βαρνάβας φέρνει του κύπριου ευπατρίδη από την Αμμόχωστο Ευάγγελου Λουίζου και η Ελλαδίτισσα της Μαρώς. Πέραν της ερωτικής ατμόσφαιρας στη σκηνή της πρώτης τους προσέγγισης και της μοναδικής ολοκληρωμένης, στις υπόλοιπες με τους κύπριους φίλους και γνωστούς κυριαρχεί η αντιβρετανική διάθεση. Οπου ο Σεφέρης δείχνει τη δεξιοτεχνία του στον χειρισμό μιας ειρωνικής γλώσσας, διανθισμένης με σαιξπήρειες αναφορές, προπαντός στον «Οθέλλο», και νύξεις στην ιστορία του νησιού, τον τελευταίο πόλεμο και τον ελληνικό Εμφύλιο. Στην αρχή του χειρογράφου υπάρχει η σημείωση: «Το νησί του Οθέλλου». Και πάλι, στο πρώτο ταξίδι του, ο Σεφέρης περιδιάβασε τα τείχη της Αμμοχώστου και φωτογράφισε τον οχυρωματικό Πύργο του Οθέλλου, όπου ο Σαίξπηρ τοποθετεί την τραγωδία του μελαψού ενετού διοικητή της Αμμοχώστου. Ο φακός εστιάζει στον Πύργο, ενώ στο βάθος προβάλλουν η Μαρώ και ο Λουίζος.

Η ζωή πίσω από τους ήρωες

Ασύνδετα τα επεισόδια που γράφτηκαν και όμως ζωντανεύουν τους χαρακτήρες. Κυρίαρχο θέμα η υπαρξιακή κρίση που περνάει ο Βαρνάβας, φίλος του αφηγητή από τις αρχές της δεκαετίας του '30 στο Λονδίνο και μετά, το 1944, στο Κάιρο. Αν και τις θυμόσοφες κουβέντες τις ανταλλάσσει ο Σταύρος με έναν άλλο Κύπριο, τον Νεοκλή, που έχει πάθος για τη λαϊκή τέχνη του νησιού του. Ενα μάλλον διάφανο μυθιστορηματικό προσωπείο για τον καλό φίλο του Σεφέρη ζωγράφο Διαμαντή. Τη συντροφιά συμπληρώνει ένας άγγλος φίλος, που συμμερίζεται το αντιαποικιακό πνεύμα, ο Καπτάν Κώστας, με χαρακτηριστικά δανεισμένα από τον συγγραφέα Πάτρικ Λη Φέρμορ αλλά και τον Μορίς Κάρντιφ, διευθυντή του Βρετανικού Συμβουλίου στη Λευκωσία κατά τη διετία 1953

-55. Μακράν, πάντως, του «κυνικού φιλέλληνα» Λόρενς Ντάρελ. Ορισμένες σκηνές δίνουν την εντύπωση ότι ξεπηδούν από τις φωτογραφίες που τράβηξε ο Σεφέρης στην Κύπρο, όπως εκείνη με τον αφηγητή και τον Βαρνάβα στο βουστάσιο να θαυμάζουν έναν ρωμαλέο ταύρο.

Το σοφίλιασμα παρόντος και παρελθόντος σχεδίαζε ο Σεφέρης, που ένα αδόκητα ορμητικό μέλλον ανέτρεψε. Η παλίρροια του κυπριακού αγώνα που ξέσπασε την 1η Απριλίου 1955 και εν γένει η δυναμική του κυπριακού προβλήματος ενδεχομένως να ήταν ένας από τους ανασταλτικούς παράγοντες, που τον έκαναν να μην επανέλθει. Στην αρχή του χειρογράφου σημειώνει μια συμβουλή προς εαυτόν: «Ν' αφήσει κανείς το πράγμα να γίνει μόνο του, όπως ένας καρπός γινωμένος, ριζωμένο στον αφηγητή και στα πρόσωπα της ζωής του...». Μια ωρίμανση που στη συνέχεια τα ταραγμένα χρόνια δεν επέτρεψαν. Ισως, αν ολοκληρωνόταν, να έδινε το ελλείπον μοντέρνο μυθιστόρημα ιδεών της γενιάς του '30. Οπως φαίνεται, ο Σολωμός δεν ήταν ο μόνος που τυραννούσε το χειρόγραφο. Αφησε πίσω του και κάποιους επιγόνους να μας βασανίζουν.

Μικρό απόσπασμα από το μυθιστόρημα

"- Χωριστήκαμε τον Αύγουστο, είπε ο Βαρνάβας (...) έγιναν τόσα πράγματα από τότε... ελπίζω να μη στεναχωρέθηκες που δε με βρήκες... λυπήθηκα...

«Κι η φωνή του πιο βαθειά», συλλογίστηκε ο Σ. Την είχε τώρα μέσα στην ακοή του, είκοσι χρόνια πριν στο Λονδίνο. Εκείνος 22 κι αυτός 32 χρονώ· είχε μανία με τον Σαίξπηρ. Κατοικούσαν στα μέρη του Bloomsburry, στη «γειτονιά του Κάλβου», όπως του έλεγε. Ο Βαρνάβας με το γέρο του πατέρα, εξόριστο ύστερ' από τις ταραχές της Κύπρου του '31· ο Σ. στην αρχή της νομαδικής υπηρεσίας του. Ο Βαρνάβας ερχότανε και τον έβλεπε τα χειμωνιάτικα βράδια και του διάβαζε (τα) κομμάτια του Ελισαβετιανού που ανακάλυπτε. Είχε ένα αφάνταστο κέφι, τότε· μια ορμή, που άλλοι θα την έλεγαν απλοϊκή, γεμάτην αθωότητα, μονοκόμματη. Τότες είχε αποφασίσει να σπουδάσει αεροπόρος και να πάρει την ελληνική ιθαγένεια.

- Μα όχι, καθόλου, του αποκρίθηκε ο Σ. Αλλιώς μπορεί να μην είχα την ευκαιρία να συλλογιστώ τον Οθέλλο.

Τον πήρε από το χέρι, τον οδήγησε στην πόρτα του τελωνείου και του έδειξε την επιγραφή, (λέγοντας ολόκληρο το στίχο:)

- You are welcome, sir, to Cyprus. Goats and monkeys!...

Θυμάσαι; Μου φάνηκε αλλόκοτο το καλωσόρισμα. Ποιος άραγε να το σκαρφίστηκε;

Ο Βαρνάβας γέλασε:

- Κανένας· είναι το υποσυνείδητο που μιλά· εδώ είναι ο τόπος των ambiguities... θα (τον) ιδείς... πάμε...

Προχώρησε προς τον σοφέρ που περίμενε καπνίζοντας και του είπε:

- Γιώρκο, πάρε τα πράματα του κυρίου. Θα πάμε στο Λήδρα κι ύστερ' από μισή ώρα στα Βαρώσια. Στο μεταξύ πέρασε από του Μηνά και πες του να σου δώσει το λοαρκασμό.

«Μπα!» συλλογίστηκε ο Σ., «μιλά διαφορετικά στους συμπατριώτες του».

Ο σοφέρ πέταξε το τσιγάρο του κι έκανε να σηκώσει τη βαλίτσα.

- Είναι ο Γιώργος, είπε ο Βαρνάβας· μ' αυτόν θα τριγυρίσουμε το νησί.

Ένα χαμόγελο φώτισε το πρόσωπο του Γιώργου.

- Καλωσορίσατε, κυρ Σ., του είπε, ο μάστρος μού μίλησε πολλά καλά για σας."