Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Ποίηση


Μποτίλια στο πέλαγο

Μικέλα Χαρτουλάρη, εφ. Τα Νέα, 16/2/2008

Ο Σεφέρης σχολιάζει τον Σεφέρη! Τέτοιο βιβλίο δεν υπάρχει, όμως δημιουργήθηκε μέσα από ένα ερευνητικό πρόγραμμα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας με επιστημονικούς υπεύθυνους ένα ερεθιστικό φιλολογικό δίδυμο: τους καθηγητές Ευριπίδη Γαραντούδη και Τάκη Καγιαλή. Είναι ο Σεφέρης για νέους (από άποψη ηλικίας ή εξοικείωσης) αναγνώστες ( Ίκαρος), που διαβάζεται σαν αυτοβιογραφία του! Διότι έχουν ανθολογηθεί 35 μόνο (από τα 248) αντιπροσωπευτικά ποιήματά του, και γύρω από το καθένα τους έχουν κεντηθεί αποσπάσματα από τις ημερολογιακές σημειώσεις του, από τις επιστολές του, τα δοκίμια ή τις μεγάλες συνεντεύξεις του, στα οποία άμεσα ή έμμεσα ο Σεφέρης καταγράφει τις συνθήκες γέννησής τους, τα σχολιάζει, εκφράζει γενικότερους προβληματισμούς του ή θέτει ζητήματα ποιητικής. Έτσι η φωνή του «ακούγεται» πάλλουσα σε διάφορες στιγμές του δημιουργικού του βίου, ενώ ο αναγνώστης τον παρακολουθεί αβίαστα χάρη στην εμπνευσμένη αρχιτεκτονική αυτού του βιβλίου. Ποιήματα (με τις υποσημειώσεις του Γ.Π. Σαββίδη) και «ερμηνεία» (με τα τσιτάτα που αποδελτίωσαν ο Σάκης Σερέφας και ο Ερρίκος Σοφράς ως ερευνητικοί συνεργάτες) από τις Μέρες (7 τ. 1925-1960), από τις Δοκιμές (3 τ.), από τις Αλληλογραφίες του με τον Καραντώνη, τον Λορεντζάτο, τον Μαλάνο, τον Αποστολίδη, τη γυναίκα του Μαρώ κ.ά. ή από τις Συνομιλίες του με τον Έντμουντ Κήλυ και την Αν Φιλίπ, είναι «πακεταρισμένα» σε πέντε ενότητες με τα συμφραζόμενά τους. Με ένα χρονολόγιο (από την Εργοβιογραφία Σεφέρη της Μ. Στασινοπούλου) και μια κατατοπιστική εισαγωγή των επιμελητών, για την κάθε εξελικτική φάση. Έχουμε λοιπόν τον «νεανικό και πρώιμο» Σεφέρη της Στροφής έως το 1932· τον «προπολεμικό» με θεματικό επίκεντρο τον «καημό της ρωμιοσύνης», από το Μυθιστόρημα έως το Τετράδιο Γυμνασμάτων (1940)· έπειτα τον Σεφέρη «στα χρόνια του πολέμου» που φέρει νωπά τα σημάδια της ιστορικής συγκυρίας, από το Ημερολόγιο καταστρώματος έως την Κίχλη (1947)· τον «μεταπολεμικό» με το βίωμα της Κύπρου, από το Ημερολόγιο καταστρώματος Γ΄ έως τα Τρία κρυφά ποιήματα - την ποιητική του διαθήκη(1966)· και τέλος τον παράλληλο, «ανεπίσημο» Σεφέρη του Τετράδιου γυμνασμάτων Β΄ με ποιήματα σατιρικά ή παρωδίες, που όσο ζούσε τα είχε αφήσει έξω από τις συλλογές του. Αυτό που δεν θα διαβάσουμε εδώ είναι τα Εντεψίζικα βωμολοχικά ποιήματά του που κρίθηκαν δευτερεύουσας σημασίας, τα Ποιήματα με ζωγραφιές σε μικρά παιδιά, τσιτάτα από το Πολιτικό Ημερολόγιό του- αφού δεν αναφέρεται άμεσα στην ποιητική του παραγωγή, ούτε και αποσπάσματα από κριτικές στο έργο του. Μόνον εκείνον συναντάμε, να αποκαλύπτεται και να μιλά απλά.

«Ένας καλλιτέχνης δημιουργείται από το έργο του και δημιουργεί το έργο του. Είναι άδικο να σκεφτόμαστε ότι πράττει μόνον. Γίνεται επίσης. Υπάρχει ένας διάλογος, μια ανταλλαγή, μεταξύ του έργου και του ανθρώπου που το φτιάχνει. Αυτή η σχέση αμοιβαιότητας είναι η πιο σημαντική στη ζωή ενός καλλιτέχνη γιατί του επιτρέπει να έχει αυτό που ονομάζουμε “ειλικρίνεια του καλλιτέχνη”». Αυτό έλεγε ο Σεφέρης στην Αν Φιλίπ λίγους μήνες πριν από τον θάνατό του (1971), και αυτό είναι που θα γοητεύσει τον αναγνώστη στην έκδοση των Γαραντούδη- Καγιαλή. Έκδοση καινοτόμα πάντως, σε σχέση με την ανθολόγηση των Μερών από τον ποιητή-ψυχίατρο Θανάση Χατζόπουλο ( Ζήτημα φωτός, Ίκαρος) ή την παλαιότερη ανθολόγηση των ερμηνευτικών μελετών για το Σεφερικό έργο... Αν τώρα ξεχωρίζει κάποιο ποίημα εδώ, αυτό είναι η Κίχλη που γράφτηκε στον Πόρο το 1946 σαν αποκαλυπτικό βίωμα, και θεωρείται η δυσκολότερη σύνθεσή του. Γι΄ αυτό και προικίζεται από τους επιμελητές με τον εκτενέστερο σχολιασμό και τη μοναδική ίσως αυτο-ερμηνεία («σκηνοθεσία») τού Σεφέρη, ο οποίος κατά τα άλλα απεχθανόταν να εξηγεί τι εννοεί. Κι αν κάτι εκπλήσσει σε τούτο το βιβλίο, είναι το πόσο βιωματικός εν τέλει ποιητής αποδεικνύεται ο Σεφέρης, μέσα από τη συμπυκνωμένη επισκόπηση των αυτοσχολίων του. Από εκεί και πέρα, χάρη σε τούτη τη συνθετική προσέγγιση ο αναγνώστης μπορεί να ξεκλειδώσει τη διαδικασία γέννησης της μεγάλης στοχαστικής τέχνης. Τα κλειδιά κρύβονται παντού: σε ένα ανέκδοτο με τον Γκάτσο, στην εξομολόγηση του πάθους του για τη Μαρώ, στην περιγραφή της αίσθησης που του άφησε το σπίτι όπου πέθανε ο Κάλβος κ.ο.κ.

Ωστόσο,είναι άραγε τελείως ακίνδυνη μια τέτοια εκλαΐκευση; Μήπως τέτοια ποτ-πουρί καλλιεργούν μια κουλτούρα των highlights, που μόνο επιφανειακά ενισχύει τον εκδημοκρατισμό της γνώσης ενώ στην πραγματικότητα αθωώνει την ημιμάθεια; Πόσοι αναγνώστες θα προχωρήσουν πέρα από τα 35 ανθολογημένα ποιήματα; Φυσικά όταν εκσφενδονίζουμε τη λέξη «εκλαΐκευση» οφείλουμε να παίρνουμε υπόψη μας και τους όρους με τους οποίους γίνεται. Γι αυτό ίσως να έχει δίκιο ο Ευρ. Γαραντούδης όταν απαντά ότι τούτο το εγχείρημα είναι «μια θεμιτή εκλαΐκευση αφού δεν παραμορφώνει το Σεφερικό έργο, και δίνει προοπτικές στους αναγνώστες να ανατρέξουν στις Σεφερικές εκδόσεις προκειμένου να διαμορφώσουν πλήρη εικόνα». Άλλωστε αυτό το «όλα σε ένα» δεν στερείται σαγήνης. Πιο σωστό είναι λοιπόν να μιλήσουμε για μια υποβοήθηση προς τον επίδοξο αναγνώστη σε μια εποχή συντριπτικής ταχύτητας και δαιμονοποίησης των απαιτητικών κειμένων. Ή έστω, όπως θα έλεγε ο ποιητής, για μια μποτίλια στο πέλαγο...