Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Ποίηση


Άγγελος Σικελιανός: Ποιητής λυρικός και οραματιστής

Γιάννης Δάλλας, εφ. Τα Νέα, 20/12/1999

Η Μυθοποίηση του ιστορικού συναισθήματος. Η έννοια και η ανάπτυξη του ιστορικού συναισθήματος. Ο Μύστης και το δράμα του ανθρώπου και της γης του. Η κορύφωση και ο αποκλεισμός της Πολιτείας

Ο Άγγελος Σικελιανός τιμήθηκε πρόπερσι και αξίζει να ξανατιμηθεί του χρόνου ­ από τη μία στην άλλη χιλιετία ­ ως εμπνευστής της Δελφικής ιδέας, εβδομήντα χρόνια ύστερα από την πρώτη και τη δεύτερη υλοποίησή της. Ιδέα που δεν είχε συλληφθεί και περατωθεί απλώς τις δύο χρονικές στιγμές των παραστάσεων που ξέρομε, το 1927 και 1930. Η Εύα, «συνεργός» του από τότε και κατόπι νοερά ως τη στιγμή που ήρθε και αναπαύτηκε για πάντα στους Δελφούς (1952), μαρτυρεί πώς εξ' αρχής της γνωριμίας τους, από την εποχή του «Αλαφροΐσκιωτου» ακόμη (γρ. 1905), τον απασχολούσε η πραγμάτωση της Δελφικής ιδέας.

Η ιδέα αυτή που η υλοποίησή της, προς τα μέσα της ζωής και της δημιουργίας του, υπήρξε ένας απ' τους πρώτους στόχους του πνευματικού προσανατολισμού του, δεν αποτελούσε ούτε θεωρία ενός υπέρμαχου, ούτε νοσταλγία ενός προσκυνητή του αρχαίου πνεύματος, αλλά έμπνευση ενός ποιητή που μέσα από τη θητεία του στη γη και στην παράδοσή του οραματίζεται το μέλλον της φυλής του και της ανθρωπότητας. Γη του η Λευκάδα όπου γεννήθηκε το 1884 και η Αττική από όπου έδραμε διαχρονικά σε όλη την Ελλάδα, και όπου πέθανε και τάφηκε στα 1951. Μια Λευκάδα που δεν είναι η Κέρκυρα του πνεύματος του Σολωμού, αλλά είναι η γενέτειρα, που του αποκάλυψε τη φύση και τα έργα του ανώνυμου λαού. «Με του νησιού μου τ' όνομα / και με τη βοήθεια του λαού / στο Ιόνιο πέλαγος έριξα / το εφτάπυργο καράβι / της μάχης» έγραφε. Νησί, που, πιο πολύ από όλα τα άλλα του Ιονίου, επικοινωνούσε με το πνεύμα της αντικρινής κλεφταρματολικής Ακαρνανέας και πιο πάνω της Ηπείρου. «Φύση-Λαός-Φυλή» και «Ιστορία» είναι ο δεύτερος, ο δηλωμένος από τον ίδιο πιο πλατύς προσανατολισμός της ποίησής του. Ενώ ο τρίτος και ωριμότερος από όλους είναι αυτός που ξεκινά από την Αθήνα και έχει σημάδι του ιερό, την Ελευσίνα· μάλιστα τη «μυστική» κατάληξη αυτού του δρόμου, την απέσπασε από την αφαίρεσή της και την αναβάπτισε στο δράμα των νεότερων επιταγών της ιστορίας.

Έτσι απέφυγε την απομόνωση που ενείχε ο ιδεαλισμός αυτού του τρίτου δρόμου. Και ταυτόχρονα άλλους κινδύνους, από τις γοητείες των συρμών της εποχής του. Οπαδός παλαιότερα του Νίτσε, ή του ύφους του Ντ' Αννούτσιο, αλλά όχι και του ολοκληρωτισμού που ενέπνευσε η κακέκτυπη ανάγνωση του πρώτου, ή του άλλου που ο δεύτερος ασπάστηκε. Και ενώ υπηρέτησε και αυτός το κίνημα της ελληνολατρείας, αποστράφηκε άλλες νόθες εκδοχές του, όπως υπήρξε λ.χ. η εθνικοσοσιαλιστική του Ίωνα Δραγούμη, ή η εκλεκτικιστική του Περικλή Γιαννόπουλου. Και έτσι εδέσποσε του νεοελληνικού μεσοπολέμου. Πέρασε μέσα από δύο παγκόσμιους πολέμους, και αισθητής αυτός, όταν ξεκίνησε, συμπορεύτηκε με τους αγώνες του λαού του στη διάρκεια της Κατοχής και του μεσοπολέμου. Και αναδείχτηκε ως θεράποντας του λόγου με τη μυθοποίηση του ιστορικού μας συναισθήματος.

Πρόκειται για μιαν ιδεατή πραγματικότητα που σε αυτόν αναμορφώνεται ως μυθική μέσα από τα σύμβολα του αρχαίου και του λαϊκού πολιτισμού μας, όπως δείχνεται από κορυφής των συλλογών του, με τους τίτλους: Αλαφροΐσκιωτος, Ραψωδίες του Ιονίου, Πρόλογος στη ζωή, με τις «Πέντε Συνειδήσεις», Μήτηρ Θεού, Πάσχα των Ελλήνων, Δελφικός Λόγος, κ.λπ.

Η μυθολογία του αρχαίου, του χριστιανικού και του ανατολικού, εντέλει, κόσμου τού προσφέρει άλλοτε αυτούσια τα σχήματα και άλλοτε τα προσχήματα του θεματικού και ιδεολογικού ιστού των ποιημάτων του. Πίσω του η παραδοσιακή ποιητική, την οποία και συνέχιζε, υπαγόρευε σε κάθε ποιητή το αίτημα να ανατρέχει στη μυθολογία και στα θέματά της, ώστε να τα εξυμνεί πιστά και να τα αναπαράγει. Και μπροστά του, στην επόμενη και μεθεπόμενη δεκαετία, ο μετασυμβολισμός και ο μοντερνισμός αντέστρεψε τη στάση και εγκαινιάζοντας την τακτική της μυθικής μεθόδου πήρε και χρησιμοποίησε τους μύθους ως μοτίβα αναφοράς στη σύγχρονη εποχή, όπως λ.χ. έκανε με τον Καισαρίωνα ή την Ιθάκη του Καβάφη, με τον Τειρεσία του Έλιοτ, με τον Οδυσσέα ιδιαίτερα του Πάουντ και πρωτοποριακότερα ο Τζόυς με τους παράγωγους σε μας Ελπήνορες, Ατρείδες και Αργοναύτες του Σεφέρη.

Οικογενειακό στιγμιότυπο

Ο Σικελιανός στέκεται ανάμεσα από τις δύο εποχές και τεχνικές: απ' την εποχή της μυθολογικής αναφοράς και την τεχνική της μυθικής μεθόδου. Ειδικά στα Λυρικά του (Σειρά πρώτη) παρακολουθούμε μια ανάκληση του μύθου στη μορφή των ιδίων των πραγμάτων, δηλαδή αισθητική. Και ακολουθεί στη μέση φάση των μεγάλων θεολογικών σχεδιασμάτων του ­ Μήτηρ Θεού, Πάσχα των Ελλήνων, Δελφικός Λόγος ­ μια ανάκληση των μορφωμάτων του Πολιτισμού, και αυτή δεν είναι παρά μια ανάκληση πνευματική. Έτσι φτάνομε στα Λυρικά του (Σειρά Δεύτερη), όπου η ανάκληση του μύθου αναφέρεται στο μήνυμα και είναι συνεπώς ιδεολογική. Και ως μέθοδος, η πιο οριακή της τεχνικής και τακτικής του. Είναι η τακτική του μυθολογικού του παραδείγματος: το παράδειγμα ως προάγγελος της μυθικής μεθόδου της επομένης γενιάς, αλλά με σαφή σε αυτόν την ένδειξη της αφόρμησής της από τις προηγούμενες. Και από την άποψη αυτή ο ποιητής ανήκει γενικότερα στο ρεύμα που πηγάζει από το αίσθημα του ευρωπαϊκού ρομαντισμού. Ενός εκστασιακού ρομαντισμού που στην περίπτωσή του, ανεξάρτητα από την αρχική, την ντανουτσιακή αφόρμησή του, μοιάζει να ευθυγραμμίζεται ενόσω ωριμάζει, προς τη δεύτερη στιγμή και εκδοχή της αγγλικής σχολής που κλασικίζει, ιδιαίτερα του Σέλλεϋ και του Κήτς. Ενώ από τη γαλλική σχολή, π.χ. του Λαμαρτίνου και του Ουγκώ, πηγάζει από τους πατέρες του άμεσα ο Βαλαωρίτης και εμμεσότερα ο Παλαμάς. Του ιταλικού και αγγλικού ρομαντισμού λοιπόν μαθητευόμενος αυτός, αλλά με μια ιδιοσυγκρασία και ευφράδεια ελληνική. Ο ελληνισμός του πρόσφερε τα θέματα και η μεσογειακότητα αφειδώς τα συναισθήματα, με αποτέλεσμα τα θέματα να μετατρέπονται σε οράματα: σε οράματα όχι απλώς με μυθική περιβολή, αλλά και με μυθική πνοή και αναπνοή.

Τρεις είναι οι περίοδοι του έργου του και της ποιητικής του:

1 Πρώτη Περίοδος: Αλαφροΐσκιωτος, Ραψωδίες του Ιονίου , Λυρικά (Σειρά Πρώτη). Η περίοδος αυτή μπορεί να χαρακτηριστεί, από την άποψη του θεματολογίου και του στόχου των εμπνεύσεών του, ως περίοδος ελληνοκεντρική. Και από την άποψη του υποκειμένου διακρίνεται εδώ η οργανική έφεση του αφηγητή για αυτογνωσία. Γύρω από τον άξονα του «εγώ» δεν αναγνωρίζεται απλώς, αλλά εγγράφεται, σκιρτά και περιφέρεται ο γενέθλιος χώρος, ο λαός, η φύση, η παράδοση. Έννοιες μεστές και περιληπτικές ακόμη και στους επιμερισμούς τους: ο χωριάτης, η μοιρολογήτρα, ο γιαλός με τα γελάδια, ο αετός, ο ασφοδελώνας· ο Κεραμεικός, η Γλαύκη, η Λυγιά, η Αναδυομένη, η Αφροδίτη Ουρανία, ο Σπαρτιάτης ο Παντάρκης, η Παρηγορήτισσα, ο Μαβίλης, ο Μιστράλ.

Ο Άγγελος και η Άννα Σικελιανού - Η Εύα Πάλμερ πρώτη σύζυγος του Άγγ. Σικελιανού

Και ανάλογα εκτυλίσσεται το ποίημα. Με ανοιχτούς και παλμικούς κυματισμούς επάλληλων εικόνων και περιγραφών. Όπου προεξάρχει η συσσώρευση και η επίταση του λόγου. Με πληθώρα επιθέτων και απαστράπτουσες μεταφορές, με τις οποίες και δημιουργείται μια εντύπωση καλειδοσκοπική. Γενικά παρευρισκόμαστε σε μια έμπνευση που εξακτινώνεται προς όλες τις πλευρές, πολυπρισματική.

2Δεύτερη περίοδος: Πρόλογος στη ζωή, Μήτηρ Θεού, το Πάσχα των Ελλήνων, Δελφικός λόγος. Η σκοπιά του ποιητή μετατοπίζεται από τη βάση στο εποικοδόμημα και από το «εγώ» του στις αξίες του πολιτισμού. Με μια αλληλοσυμπληρωματική δυναμική των πολιτισμικών της αντιθέτων: Η Μητέρα Θεού και τα επεισόδια του Πέμπτου Ευαγγελίου, η Ελένη αλλά και η Παναγία, η Βηθλεέμ και οι Δελφοί, οι αρχαίοι Καθαρμοί και η Ανάσταση, σε αυτές τις σταθερές υψώνεται και προσηλώνεται εφεξής η έμπνευσή του. Και η ποίησή του γίνεται σε αυτήν τη φάση ιδεοκεντρική.

Στη θέση της αισθητικής ματιάς της πρώτης περιόδου σχεδιάζεται εδώ μια αντίληψη ηθικής και επικρατεί η έξαρση ενός πνευματικού φρονήματος. Έτσι στήνονται και τα ποιήματα ως σύνθεση πνευματική, συσπείρωση των ιδεών και αναγωγή του λόγου προς τα πάνω. Κυριαρχεί σε όλα κεντρομόλα κίνηση και μία ιθύνουσα αρχή που κατευθύνει προς την πυραμίδωση την έμπνευση. Από τα στοιχεία ύφους προεξέχει ο τόνος ο υμνητικός και η υποβολή. Είναι μία ποίηση, όχι όπως θα μπορούσαμε να πούμε για την προηγούμενη δυναμική, αλλά ως ρυθμός και ως δομή των νοημάτων τώρα μουσική.

3Τρίτη περίοδος: Ακριτικά, Λυρικά (Σειρά Δεύτερη). Είναι η τελευταία ώριμη περίοδος της ποίησής του: μία περίοδος με τη βαθύτερη και επίκαιρη συνάμα σημασία ανθρωποκεντρική. Με την παρουσία και με την αξία του ανθρωποκεντρισμού της να ενισχύεται από τη σοφία και τα δόγματα παλαιότερων πολιτισμών. Και έτσι, μεταφέροντας με ένα παράδειγμα το κύρος μιας αλλοτινής σοφίας, ως τη σύγχρονη εποχή, ο ποιητής ανταποκρίνεται στην κλήση των καιρών. Μάλιστα, χρισμένη με την αυθεντία της αρχαίας της πηγής και με όλη την πνευματικότητα του βάθους της, μπόρεσε να λειτουργήσει μες στην εποχή του και ως ποίηση αγωνιστική: ως ποίηση ηθικοπολιτικής προσόδου.

Εδώ, ως μέθοδος κυριαρχεί η ανακύκληση και ως τρόπος η παραβολή. Η ανακύκληση του μύθου της αφήγησης, αντί της εξακτίνωσης ή της κορύφωσης των άλλων περιόδων και η παραβολή που εκτονώνει τη νοητική συμφόρηση αυτών των ποιημάτων, που είναι ανάλογη προς την εκφραστική ή καλολογική της πρώτης περιόδου του. Τη συμφόρηση αυτή την εκτονώνει εξαγγελτικά ή καθαρτήρια, και έτσι συναντάται με τους μονολόγους των τραγωδιών του. Λ.χ., ρήση κορυφαίου του χορού μοιάζει η κατακλείδα ενός ποιήματος, που ανακυκλώθηκε βαρύγδουπα και τώρα κορυφώνεται με ένα άγγελμα εφόδου ζώντων και νεκρών. Ενώ η πρόρρηση του προσωκρατικού «Ωϋτός άδης και Διόνυσος» χρησιμεύει ως επισφράγιση του θέματος:

Η «τελευταία πράξη» στην κηδεία του Κ. Παλαμά (28 Φεβρουαρίου1943) - Δελφικές εορτές. Ο κόσμος αποθεώνει τους πρωτεργάτες, τον Άγγελο και την Εύα Σικελιανού

Η γλώσσα του και ο λόγος του πηγάζουν από τα οράματα με μια ακατάσχετη εικονοποιία. Η εικόνα ιδιαίτερα είναι ο εκφραστικός πρωτέας των εμπνεύσεών του, η εικόνα που από φυσική γίνεται μνημειακή και πολιτισμική, ώσπου υποκαθίσταται εξ ολοκλήρου από το θέμα ή αυτούσιου του μύθου ως παραδείγματος (όπως γίνεται στο «Βρέφος»), ή μιας ολικής μεταφοράς της σημασίας της (όπως στο «Μέγιστον μάθημα»), ή και μιας «απόκρυφης» παραβολής (όπως στο «Άγραφον»). Και ταυτόχρονα υπογειώνεται στο βάθος ως συμβολική μονάδα, από όπου την επικαλέστηκε αρχικά ο ποιητής ως μύστης -«Ω μυστική μεγάλη πρωτοεικόνα» («Λιλίθ») - ώσπου στη σκηνοθεσία του «Πνευματικού εμβατηρίου», διαμέσου του διπλόσημου συμβόλου δηλαδή - Δούλος της ιστορίας Σου, έκραξα, είμαι - του φωτισμού της ιστορίας μέσα από την καύση της θυσίας, συνδυάζεται η ποιητική και η σκόπευσή της: η τελετουργία και η ιστορία. Πράγμα που σημαίνει πως στην ποίησή του και ιστορικοποιείται η τελετουργία και τελετουργείται η ιστορία.

Κάτω από τη συμβολική αυτή εικονοποιία και την τελετουργική παράστασή της αναδύεται το ιδεολόγημά του. Αναδύεται όχι ως κοσμοθεωρία, αλλά ως σύστημα προσωπικής μυθολογίας. Για τη θεωρία ξέρομε πώς πίσω και από αυτόν και από τους δύο συνομηλίκους του, εννοώ τον Καζαντζάκη και τον Βάρναλη, διαφαίνεται ο απόηχος του Νίτσε, γύρω από το εννοιολόγημα του δίπολου, του διονυσιακού και του απολλώνιου πνεύματος στην ύπαρξη και μαζί στην ιστορία, και ταυτόχρονα η επίκαιρη μετάπλαση ως κοινωνικής αλληγορίας, από «απόκρυφες» πηγές και με εκδοχή καθολικότερη από ό,τι στον Μπαρμπύς, του μυθοδράματος των Ευαγγελικών Παθών. Και στην κρίσιμη εποχή του ευρωπαϊκού μεσοπολέμου, παρακάμπτοντας τα σύνδρομα της εθνικιστικής και της ρομαντικής παθολογίας του Μπαρρές και του Ντ' Αννούτσιο, ο Σικελιανός ως ποιητής κατόρθωσε να δώσει στο ιδεολόγημά του ένα βάθος ανθρωπιστικής προοπτικής. Και στα χρόνια της κατοχικής αντίστασης και του μεσοπολέμου, το όραμά του προσαπέκτησε ρητότερα και την αγωνιστική του καταδήλωση.

Η εσωτερική μυθολογία του προσωπικού οράματός του συνυφαίνεται από δύο καταβολές: από την ενόραση (ως αρχή δημιουργίας) του Μπερξόν και από τα αρχέτυπα (ως ριζώματα πολιτισμού) του Γιούγκ. Και εξωτερικά εμπνέεται από δύο ορίζουσες: από τη φιλολογία του καιρού για τους μεγάλους μύστες (θέμα που εκλαΐκευσε ο Σουαρέ) και από τη συγγενή θρησκειολογική αντίληψη για την πλοκή και για τη σηματοδότηση των μύθων, έρευνα και των ανθρωπολόγων του καιρού μας. Κατά την αντίληψή τους, παρακάμπτουμε τα αρχαία σήματά του, λ.χ. «στάχυς», «κλήμα», «τετρακτύς» ο ήρωας των μύθων πρώτα αποσύρεται σε μια ερημιά ή σε ένα δάσος και ύστερα περνώντας από μια σειρά δοκιμασίες ως την ύστερη δοκιμασία του θανάτου ­ και εκείνες και αυτή μυητική ­ επιστρέφει και ανακοινώνει στους συντρόφους και στην ανθρωπότητα το μήνυμα. Και ο Σικελιανός συμπεριφέρεται ανάλογα, σαν πνευματικός και εκείνος ήρωας. Όπως ο ποιητικός γενάρχης του στο ποίημα «Ο χορός του Πινδάρου» περιγράφεται πως αποσύρθηκε σε τόπον «ορφανόν ανδρών» στα βάθη μιας Ηλύσιας σιωπής για να χορέψει, έτσι αποσύρεται και αυτός και επιστρέφει στους ανθρώπους για να μεταδώσει τις σκηνές δοκιμασίας, τις δικές του και του γένους του.

Χαρακτικό του Κ. Γραμματικόπουλου (1940). Περιοδικό Νέα Εστία 1951 - Το σπίτι - μουσείο του Άγγελου Σικελιανού στους Δελφούς

Ώσπου από μυημένος ο ήρωάς του αναβαθμίζεται σε ιεροφάντη. Σε ένα από τα τελευταία σικελιανικά ποιήματα που επιγράφεται χαρακτηριστικά «Μέγιστον μάθημα», ο γερο-Ιεροφάντης, επικεφαλής του ιερού χορού του, ερμηνεύει και ιερουργεί. Ερμηνεύει στους πιστούς του τη μεγάλη Μέθη που συντάραξε την πλάση. Και συνάμα ιερουργεί επάνω σε μια θεία ερωτική Μορφή που αναπαύεται στα όρια της ζωής και του θανάτου. Όπου και ακούγονται ξανά τα διακριτικά της μύησης: πρώτα η «γενετήσια ρίζα» και η «Έκσταση» και ύστερα επιμεριστικά ο «φαλλός», το «μάτι της θεωρίας» και το «κλήμα».

Η Μεγάλη Μέθη και η Έκσταση είναι η μέθη η διονυσιακή των Ορφικών. Αλλά η τελετουργία εκτυλίσσεται εδώ σε μια σκηνογραφία και σκηνοθεσία, στην οποία συνυπάρχει και το «κλήμα» του Διονύσου και το «Όρος» μιας χριστιανικής ολονυχτίας. Και ο χορός του Ιεροφάντη αποτελείται από Σειληνούς και από Οσίους. Και η μυστηριακή αυτή ατμόσφαιρα δείχνει την τελετουργία διαχρονική και επίκαιρη μαζί, να αγκαλιάζει πίσω από την ιδέα την αιμόφυρτη εποχή του. Έτσι τελετουργικά ο ποιητής θα παραστήσει και το δράμα του βασανιστή και του βασανιζόμενου ανθρώπου, όταν αλληγορικά διερωτάται παραπέμποντας με υπαινιγμούς στο δράμα του λαού του:

«Θα 'ρτει τάχα ποτέ, θε να 'ρτει η ώρα

που η ψυχή της αρκούδας και του Γύφτου,

κ' η ψυχή μου, που Μυημένη τηνε κράζω,

θα γιορτάσουν μαζί;»

Και αυτός είναι ο λόγος, πέρα από τις υπερβάσεις της ποιητικής του και του τόνου της, για την τύχη που του επιφύλαξε, ύστερα από την Κατοχή και την Απελευθέρωση, η Πολιτεία. Ένας ποιητής αποδιοπομπαίος από τη μετεμφυλιακή Ελλάδα. Από την Ακαδημία που δεν του άνοιξε τις θύρες. Και από την Κυβέρνηση και την Ανώτατη Παιδεία, που αρνήθηκε να τον συστήσει για το Νόμπελ. Και έτσι απέκλεισε εαυτήν και τους θεσμούς της από το κύρος που θα τους προσέδιδε η ενδεχόμενη εξ ιστορίας αναγνώριση που θα έδρεπε προς χάρη τους ένα από τα ισχυρότερα λυρικά και ιστορικά «εγώ» της εποχής του.

Για την εικονογράφηση χρησιμοποιήθηκε και ο τόμος «Σικελιανός 1884-1951» σύνθεση - επιμέλεια Γεράσιμου Γρηγόρη, Αθήνα 1981, επανέκδοση της Εταιρείας Λευκαδικών Μελετών