Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Ποίηση


Γιάννης Eυσταθιάδης: «Kιβωτός» ποίησης και μνήμης

Μανώλης Πιμπλής, εφ. Τα Νέα, 4/9/2004

Aν οι λευκές σελίδες είναι καθρέφτης, όπως λέει σε ένα ποίημά του ο Γιάννης Eυσταθιάδης, οι λέξεις στο φρεσκοτυπωμένο βιβλίο ανοίγουν τα πορτοπαράθυρα και εκθέτουν το εσωτερικό του σπιτιού του ποιητή σε κοινή θέα

Ιδίως αν δεν πρόκειται για μία μεμονωμένη συλλογή αλλά, όπως συμβαίνει εδώ, για δύο συγκεντρωτικές εκδόσεις ποιημάτων και στίχων. Τα «Ποιήματα 1975-1998» και τα «Στιχουργήματα 1987-2003» που μόλις εκδόθηκαν από το «Ύψιλον» κάνουν φανερή την πορεία του Γιάννη Ευσταθιάδη στον δύσβατο χώρο της ποίησης. Του ποιητή που κατέχοντας ευαίσθητη θέση στον ­αμφιλεγόμενης, για πολλούς, ευαισθησίας­ χώρο της διαφήμισης κατόρθωσε να εμβαθύνει στη δική του ποιητική ευαισθησία και να διαγράψει διακριτή τριακονταετή τροχιά με απτά αποτελέσματα.

Το «κλειδί»

Από την εποχή των δύο συλλογών στον «Ίκαρο» («Τα Ασπρόμαυρα», 1975, και «Ποίηση Δωματίου», 1981), ο λόγος του μεταβλήθηκε. Εκεί ο υλικός κόσμος ήταν ιδιαίτερα παρών, έστω και αντιστικτικά προς την εσωτερικότητα που ήταν ήδη ο στόχος. H συλλογή «Ενικού Αριθμού», το 1985, είχε ήδη εγκαταστήσει μία απόσταση από την ύλη και είχε δώσει έναν απολογισμό του παρελθόντος, όπως δείχνει και το ποίημα-κλειδί «Ανήκω στη δύση ενός κόσμου παλαιού»: «Είδα τα μυαλά της δικής μου γενιάς / χαλασμένα απ' τη λογική (...) το μόνο που ξέρω είναι πως / ομοιώθηκα στην εποχή μου / και δεν ωρίμασα (...) ω κόσμε μεσήλικα/ επειδή κατά σύμπτωση / πεθαίνω πριν από σένα / το βλέπω καθαρά / θ' αλλάξεις / κηρύσσοντας την πριν το θάνατο ζωή». Μάλιστα πρέπει να είναι της ίδιας περίπου της εποχής ένα από τα διασκεδαστικά χαϊκού των «Στιχουργημάτων» με τίτλο «Ερωτική διαλεκτική»: «Ω Λένιν / ο έρως δια την Ελένην / χωλαίνει / εις την ωλένην».
Ο Γιάννης Ευσταθιάδης ξεκίνησε την ποιητική του πορεία από τον «Ίκαρο», το 1975

Και αν η επόμενη συλλογή «Άρση Βαρών», λίγο πριν από την πτώση του Τείχους (1988), δείχνει ένα δισταγμό πριν από το τελικό βήμα (της απώθησης, ακριβώς, των παλαιών βαρών), το φως στο βάθος του τούνελ ήδη φαίνεται: «Όταν στέρξει ο καιρός/ και το γενέθλιο αστέρι του ονείρου μου / φωνήσει / ανακαλύπτοντας το μέρος / ενός όλου τρομερού / θα ξαπλώσω στον ίσκιο / των λέξεων / και θα σωπάσω».

Ωριμότητα

Για να έρθει, δέκα χρόνια μετά, η «Κιβωτός»: η πλέον ώριμη (και με χαρακτήρα «οριστικό») συλλογή του ποιητή, που ξαναγυρνάει στο παρελθόν με ένα εντελώς νέο βλέμμα. Με το επιλεκτικό βλέμμα της μνήμης, το βλέμμα της φωτογραφίας, ένα βλέμμα ψύχραιμο και ουσιαστικό, ένα βλέμμα που ξεδιαλέγει από το σωρό και κρατάει τα απολύτως αναγκαία, έστω και αν αναγνωρίζει πως και αυτή η πράξη είναι μάταιη: «εδώ προσμένω μόνος / γέροντας Νώε / με μιαν άδεια κιβωτό / Κύριε με εξαπάτησες / τι να διασώσω πια / αφού έχει προ πολλού συντελεστεί / ο Κατακλυσμός».