Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Ποίηση


Αγωγή του Λόγου

Κώστας Γεωργουσόπουλος, εφ. Τα Νέα, 1/7/2006

Με την ευκαιρία δύο σημαντικών αναγνώσεων ποιητικών θεατρικών κειμένων, του «Φάουστ» του Γκαίτε από τον Πέτερ Στάιν και σαιξπηρικών γυναικείων ρόλων από τη Σουζάνα Γιορκ που διεξοδικά με απασχόλησαν πρόσφατα, έπεσε στο τραπέζι και της ελληνικής θεατρικής παιδείας το πρόβλημα της απόδοσης του ποιητικού λόγου

Ο Πέτερ Στάιν ανέγνωσε το ποιητικό θεατρικό κείμενο του «Φάουστ» του Γκαίτε

Για να γίνω από την αρχή σαφής, τίθεται το πρόβλημα της διδασκαλίας του ποιητικού κειμένου σε όλα τα στάδια της εκπαίδευσης, Γενικής και Ειδικής (καλλιτεχνικής). Είναι γνωστό βέβαια σε όλους πως στην Πρωτοβάθμια και τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση δεν διδάσκεται ως ξεχωριστό μάθημα ούτε η Αρχαία ούτε η Νεοελληνική Μετρική. Ενώ στον Μεσοπόλεμο και διδάσκονταν και εξετάζονταν, έστω εμμέσως, ως εφαρμογή στη διδασκαλία ποιητικών κειμένων. Στη βιβλιοθήκη του πατέρα μου βρήκα και τη Μετρική του Σπαταλά και του Σταύρου, επίσημα βοηθήματα για τον δάσκαλο και τον μαθητή αλλά και του Σακαλή και άλλων, εκδόσεις στο ελεύθερο εμπόριο.

Στο Πανεπιστήμιο, εγώ τουλάχιστον και η γενιά μου εξεταζόμαστε στην Αρχαία Μετρική από την Κλασική Μετρική του Σκλιά και στο νεοελληνικό μάθημα ο Γεώργιος Ζώρας επέμενε στα νεοελληνικά μέτρα. Αλλά και ο Τωμαδάκης διδάσκοντας π.χ. Ρωμανό Μελωδό και με την αξιοθαύμαστη εποπτεία στην Αρχαία και τη Νεοελληνική Λογοτεχνία (από τον Σολωμό έως τον Καβάφη) δίδασκε προσωδία και μέτρο.

H εκπαιδευτική μου εμπειρία έχει τραυματικές εντυπώσεις από την παντελή άγνοια των νέων φιλολόγων εκπαιδευτικών στα μετρικά συστήματα. Όσο μάλιστα η νεοελληνική ύλη των εγχειριδίων εμπλουτιζόταν με νεωτερικά ποιήματα σε ελεύθερο στίχο, το επιχείρημα πως η μοντέρνα ποίηση δεν έχει μέτρο (!), άρα τι τη χρειαζόμαστε τη Μετρική, έγινε αξίωμα.

Συνάντησα ακόμη και γυμνασιάρχες που συνέχεαν το μέτρο με την ομοιοκαταληξία, γιατί πώς αλλιώς να δικαιολογήσω την άποψή τους ότι ο Κάλβος δεν έχει μέτρο (!) αφού δεν διέθεταν τα ποιήματά του ρίμα! Όταν πάσχιζες να τους εξηγήσεις την αυστηρή μετρική φόρμα του Κάλβου, αφού οι τέσσερις στίχοι της πεντάστιχης στροφής του ήταν σταθεροί ιαμβικοί εξασύλλαβοι με ελεύθερη ανάπτυξη κατά βούληση έβδομης και όγδοης άτονης συλλαβής, το βάζανε στα πόδια λέγοντας πως κανείς δεν τους δίδαξε ποτέ μέτρο και στο κάτω κάτω τι το χρειάζονται τα παιδιά.

Έτσι διδάσκονταν χωρίς διαφοροποίηση σονέτα του Μαβίλη, «Μπαλάντες» του Καρυωτάκη, οκτάβες ρίμες του Σολωμού, τερτσίνες της «Ερωφίλης» στα χορικά, δεκαπεντασύλλαβοι ζευγαρωτοί του «Ερωτόκριτου» και δεκαπεντασύλλαβοι της μετάφρασης της «Ιλιάδας» των Καζαντζάκη - Κακριδή. Χωρίς καθηγητές και μαθητές να παίρνουν χαμπάρι τίποτε από τα μετρικά σχήματα, τους ρυθμούς και τις κλειστές ή ανοιχτές ποιητικές φόρμες.

Παραπλανώντας τους μαθητές ότι η σύγχρονη ποίηση δεν έχει «μέτρο», τους δημιουργούσαν την εντύπωση ότι η μετρημένη ποίηση είναι απαρχαιωμένη, ξεπερασμένη, συντηρητική, με αποτέλεσμα μια διάχυτη απέχθεια ακόμη και για το δημοτικό τραγούδι και τον «Πόρφυρα» του Σολωμού.

Ανοχή υπήρχε μόνο για τον Καβάφη που του συγχωρούσαν την αυστηρότητα, τη σχεδόν σχολαστική της φόρμας ακόμη και την κοινότοπη ειρωνική του ομοιοκαταληξία, εξαιτίας της καβαφικής μόδας και των υπόγειων (γοητευτικών για τους νέους) υπαινιγμών.

Δεν είναι λοιπόν παράδοξο πως ακόμη και καλοί ηθοποιοί μας, δηλαδή ταλαντούχοι και φιλομαθείς, αγνοούν τελείως τη θεωρία και την πράξη της μετρικής τέχνης με αποτέλεσμα όταν διαβάζουν δημόσια ποιήματα και της παράδοσης αλλά και νεωτερικά να τα ισοπεδώνουν, να τα στρεβλώνουν ή να τα τελαλίζουν με στόμφο αναδύοντας από τη μνήμη μαθητικές απαγγελίες εθνικών επετείων!

Δεν γνωρίζουν τη σημασία των δισύλλαβων και των τρισύλλαβων μέτρων, αγνοούν τη δομή, τα υπερβατά, τον διασκελισμό, με αποτέλεσμα να αλλοιώνουν τον ρυθμό, να διακόπτουν τον βηματισμό και να νοθεύουν το νόημα. Δεν ήταν παρωχημένοι δάσκαλοι ο Ροντήρης, ο Κατσέλης και ο Κουν που ως πρώτη ύλη έδιναν στους πρωτοετείς μαθητές τους, πριν από οποιοδήποτε υποτυπώδη ρόλο, ο πρώτος Σολωμό, ο δεύτερος δημοτικές παραλογές, ο τρίτος Καβάφη. Πώς θα τολμούσε μαθητής του Ροντήρη να αφαιρέσει π.χ. από τον μονόλογο του «Φάουστ»: «Σπούδασα Θεολογία, Νομική και Ιατρική κι αχ! και τη Φιλοσοφία», το «κι άχ!», ο δάσκαλος φώναζε, «κουτσαίνει ο στίχος, ψελλίζει το συναίσθημα»!

Μια κάποια απέχθεια των νέων για το επιφώνημα οδηγούσε μαθητές να ξεκινούν τον μονόλογο της «Ηλέκτρας» του Σοφοκλή «Άγιο φως τ' ουρανού». Θηρίο ο Ροντήρης: «Ω! άγιο φως τ' ουρανού, ο Γρυπάρης εκτός από σπουδαίος φιλόλογος ήταν και έξοχος μετρικός και μάλιστα συμβολιστής, πιστός στη μουσική της γλώσσας». Ψιλολογείς, θα μου πείτε. Πιθανόν. Όταν σήμερα στις δραματικές σχολές δεν προβλέπεται η διδασκαλία ούτε της Μετρικής ούτε ανάγνωσης ή απαγγελίας ποιημάτων ούτε ιδιωματικών κειμένων («Ερωτόκριτος», Ραγκαβής, Γουζέλης, «Κατζούρμπος» κτλ.). Δώστε σ' έναν ηθοποιό να σας διαβάσει ζακυνθινή σάτιρα, ρουμελιώτικο παραμύθι, ποντιακό δημοτικό, σκώμμα της Αγιάσου και τα λέμε!

Απαγγελία και άρθρωση

Όταν στις αρχές του περασμένου αιώνα για πρώτη φορά δημιουργήθηκε η ανάγκη για καλλιτεχνική θεατρική εκπαίδευση απαγγελίας ποιητικού λόγου διδάχτηκαν οι πρώτοι φιλομαθείς. Ο Βεάκης, η Κοτοπούλη, η Κυβέλη, ο Μυράτ, η Μυρτιώτισσα, ο Σικελιανός μαθήτευσαν στον δάσκαλο απαγγελίας Σιγάλα στο Ωδείο. Την υποκριτική τη μάθαιναν από την πείρα της συντεχνίας στο σανίδι αλλά ανακαλύπτοντας τον ποιητικό θεατρικό λόγο και αφού είχαν ζηλέψει τον άψογο τρόπο άρθρωσης μετρημένου λόγου από τους επισκέπτες μεγάλους ξένους ηθοποιούς, την Ντούζε, τη Ρεζάν, τον αγγλοθρεμμένο Λεκατσά, τον Θωμά Οικονόμου (ευδοκιμήσαντα ηθοποιό στη Γερμανία), τον Μουνέ - Σουλλύ κτλ., αναζητούσαν ειδικές γνώσεις μετρικής, προσωδίας και ρυθμού.

H μεγάλη παρεξήγηση, που αποτέλεσε και την παραπλάνηση, έγκειται στην αντίληψη πως η νεωτερική ποίηση, ο ελεύθερος στίχος δεν διέπεται από τους ποιητικούς νόμους και την πειθαρχία των ρυθμικών συστημάτων. Πόσες φορές οι καχύποπτοι για την παλαιά ποίηση μαθητές μου έμειναν αμήχανοι μπροστά στο ενδεχόμενο (κατά προτροπή μου) να αλλάξουν απλώς τη θέση μιας λέξης σ' ένα στίχο του Σεφέρη, του Ρίτσου, του Ελύτη, του Αναγνωστάκη, της Δημουλά. Τότε διαπίστωναν πως ενώ δεν άλλαζε το νόημα χανόταν η υποβολή, η ροή, η συνοχή του λόγου.

Ακόμη και στον πασίγνωστο στίχο του Σεφέρη που εμμέσως αποσκορακίζει τα ποιητικά ποικίλματα, αν αλλάξει η τάξη των λέξεων αυτό που λέει το νόημα ανατρέπεται: «Θά 'θελα να μιλήσω απλά να μου δοθεί ετούτη η χάρη». Όλο το μυστικό βρίσκεται σε δύο σημεία όπου τα φωνήεντα συνιζάνονται «μιλησωαπλά» «δοθειετουτηηχάρη». Αν εξαλείψω τις συνιζήσεις χωρίς να αλλοιώσω το νόημα θα έχω ρητορεία: «Απλά θά 'θελα να μιλήσω να μου δοθεί η χάρη τούτη»!