Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Ποίηση


«Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές» (Φρανσουά Βιγιόν)

Ηλίας Στεφανάκος, εφ. Πρώτο Θέμα, 10/2/2008

O πρώτος καταραμένος ποιητής της Ιστορίας είναι ο Φρανσουά Βιγιόν

Έβαψε τα χέρια του με το αίμα του ιερέα Φίλιππου Σερμουάζ (όταν σε μια λογομαχία ο Σερμουάζ τού επιτέθηκε, αλλά λίγο πριν πεθάνει ζήτησε την αθώωσή του), συμμετείχε στην κλοπή 500 χρυσών Σκούδων από το μοναστήρι της Ναβάρας, οι παρέες του ήταν φονιάδες, ληστές και πόρνες, συνελήφθη επανειλημμένως, καταδικάστηκε σε θάνατο, εξορίστηκε. Παράλληλα παίρνει τον τίτλο του Δασκάλου των Τεχνών, διατηρεί τις σχέσεις του με τον πνευματικό του πατέρα, εφημέριο της εκκλησίας του Σεν Μπενουά λε Μπιεντουρνέ, κερδίζει σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς και ανοίγει, με τα ποιήματά του, τη νέα εποχή της γαλλικής ποίησης και του μοντερνισμού.

Είναι ο Φρανσουά Βιγιόν, ο πρώτος καταραμένος ποιητής στην Ιστορία. Βρισκόμαστε στο 1431, όταν σε μια άθλια συνοικία του Παρισιού έρχεται στον κόσμο ο δαιμόνιος αυτός καλλιτέχνης του δρόμου, που όσο μεγάλο αποδείχθηκε το ταλέντο του, τόσο η τύχη της ζωής τού έκλεισε την πόρτα. Γεννημένος σε πάμπτωχη οικογένεια, η χήρα μάνα του τον δίνει στα εφτά του χρόνια στον μετρ Γκιγιόμ Ντε Βιγιόν, ο οποίος θα συμβάλλει αποφασιστικά στην παιδεία του. Κακάσχημος όπως ήταν, ερωτεύτηκε χωρίς ανταπόκριση την Κατερίνα Ντε Βοσέλ, για την οποία, αναφέρει ο ίδιος, έφαγε πολύ ξύλο, γεγονός που καταγράφεται παραστατικά στην μπαλάντα με τη μόνιμη επωδό «μακάριος όποιος δεν έχει καμιά». Δεν είναι, όμως, το μόνο ποίημα που έχει αυτό τον προσωπικό χαρακτήρα. Ο Βιγιόν εφευρίσκει αυτόν τον τρόπο έκφρασης σε όλα του τα έργα, από τα οποία αντλούμε άπειρα στοιχεία.

Ο Βιγιόν εμπνέεται, κατά πολύ, από την καθημερινότητα της παρανομίας που στιγμάτισε ένα πολύ μεγάλο μέρος της ζωής του. Ωστόσο καταφέρνει να απευθυνθεί, 600 χρόνια μετά, στον άνθρωπο του 21ου αιώνα εκφράζοντας τις αγωνίες και τις ανάγκες του με τρόπο σκληρό και εξαντλητικά ειρωνικό, σαν σύγχρονός του. Οι επιρροές που άσκησε είναι, βέβαια, αφάνταστα πολλές. Τα τραγούδια του μελοποιήθηκαν σχεδόν σε όλο τον κόσμο. Φτάνει να πούμε ότι πριν από μερικά χρόνια ακόμα, στη χώρα μας, ο Θάνος Μικρούτσικος υπέγραψε έναν ολόκληρο δίσκο-αφιέρωμα σ’ αυτόν τον καταραμένο Παριζιάνο. Ακόμη και ο Μπουλάτ Οκουτζάβα τραγούδησε ποίημά του.

Η ζωή του Φρανσουά Βιγιόν διέθετε όλα τα στοιχεία του μέσου λησμονημένου εγκληματία παρά ενός ευφάνταστου ποιητή. Τίποτε, τότε, δεν έδειχνε ότι ύστερα από έξι αιώνες θα συγκαταλέγεται στους μεγαλύτερους ποιητές όλων των εποχών. Στις 3 Γενάρη του 1463 το Παρλαμέντο μετατρέπει, τελικά, τη θανατική ποινή του σε εξορία. Κι αυτός, τρελός από χαρά που γλίτωσε, για άλλη μια φορά, την κρεμάλα, υποβάλει μια αίτηση σε μορφή μπαλάντας που θα του επέτρεπε να παραμείνει στο Παρίσι για ακόμη τρεις μέρες. Ποτέ, ωστόσο, δεν θα μάθουμε, μετά την αποχώρησή του από την Πόλη του Φωτός, τι κατεύθυνση πήρε, αν έγραψε άλλα έργα, πώς έζησε ή πότε -όπως αναρωτιούνται κάποιοι από τους φανατικούς αναγνώστες του- και πώς έφυγε από τη ζωή.