Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Ποίηση


Τα ποιήματα του Νίκου Δήμου ( 1955-2005)

Ισαάκ Σούσης, εφ. Ελευθεροτυπία, 8/1/2010

Δρόμοι και πόλεις

«Πολλά είχε αγαπήσει ο Σίσυφος.

Στο τέλος αγαπούσε μόνο την πέτρα του»

Ν. Δήμου

Ποιήματα 1950-2005Ο Νίκος Δήμου στα ποιήματά του είναι γρήγορος. Σαν τους άντρες που κορτάρουν επιθετικά, ενόσω απευθύνονται, θέλοντας από την αρχή να πάρουν τον αέρα του άλλου για να τελειώνουν με τα διαδικαστικά και να φτάσουνε στα άκρα της ουσίας. Φτάνοντας στην ουσία, που εκφέρεται κατά κανόνα μονολογικά, εξακολουθούν να είναι λιγομίλητοι, να τους τα βγάζεις με το τσιγκέλι. Ο Δήμου καλλιεργεί επιπλέον ένα φλεγματικό χιούμορ, η ειρωνεία όμως που ντύνει φασματικά την ποίησή του δίνει την εντύπωση πως είναι υπεράνω των προθέσεών του, ειρωνεία που αφορά ακριβώς προθέσεις και στρατηγικές μιας ποίησης που στοχεύοντας το κουκούτσι, μένει συχνά με άδεια χέρια, χέρια όμως που εξακολουθούν να γνωμοδοτούν γύρω από το γιατί, το πώς και το εντέλει, αγνοώντας πεισματικά την απώλεια του νοήματος που επέφεραν οι εκλογικεύσεις, εκτελώντας το ποιητικό χρέος με συνείδηση σύστοιχη στη μοίρα του Σίσυφου, που θέλοντας και μη ξαναφορτώνεται και κουβαλά την πέτρα του.

Αρκετά συχνά η ουσία συγχέεται με το περίβλημα, όπως συμβαίνει στα ολιγόστιχα ποιήματα που ο Δήμου αφιέρωσε σε μοντέλα αυτοκινήτων. Η λατρεία της μηχανής συνδέει την κατασκευή με τις ανθρώπινες ιδιότητες και την υπέρβασή τους, η πραγμάτωση, υπαινίσσεται ο ποιητής, ξεπερνά την ιδέα, δεν την αντιγράφει απλώς, όπως θα ισχυριζόταν ένας πλατωνικός. Ιδού ένα πειστικό ποίημα- επιχείρημα:

Ferrari Daytona

Έχει το σχήμα της κίνησης.

Ακίνητη

πάει πιο γρήγορα

Ο Δήμου δευτερολογεί πάνω σε καταθέσεις προγενέστερων -εδώ των φουτουριστών και των υπερρεαλιστών- και επαυξάνει ή αφαιρεί συνειδητά, ακολουθεί πεπατημένες, προτιμώντας να μετρήσει με τοπογραφική ακρίβεια τις παρυφές του ποιητικού να πολιορκούν την πεζή πραγματικότητα. Παραθέτει επί παραδείγματι καταλόγους αριθμώντας γνώμες και προτιμήσεις, αρέσκειες και απαρέσκειές του, προκειμένου η μοναξιά του, στην οποία συχνά αναφέρεται, να μη διαφέρει ριζικά από τη μοναξιά των άλλων, ίδιον και αυτό της επιφυλακτικότητάς του που βρίσκεται διαρκώς σε επιφυλακή, αναζητώντας τα κατακάθια της ποίησης σε μια απομαγεμένη γραφή που το δέος ξεθωριάζει ταυτόχρονα με το σώμα.

Στο «Βιβλίο των Γάτων» (1977) θωπεύει τη ράχη των γατιών με την ίδια επιφυλακτική στάση, αρνείται εξίσου να τους παραδοθεί, εξομοιώνοντας τον εαυτό του μαζί τους, όσο και να τους επιβληθεί, τηρεί κι εδώ μια απόσταση παρατηρητή που όσο οξυδερκής και αν είναι βιώνει την αγάπη ως μια ποικιλία αποστάσεων αφού δεν συνουσιάζεται.

Κρατά σταθερή την προτίμηση του για τους επιγραφοποιούς ποιητές της Παλατινής ανθολογίας -τον Μελέαγρο και τον Καλλίνικο φυσικά αλλά και τον Παλλαδά-, ποιητές που συνδυάζουν τον στωικισμό που ορκίζεται στο αναίμακτο με τον αισθησιασμό που βασίζεται στο εφήμερο, που όσο πιο μάταιο αναγνωρίζεται τόσο καλύτερα προσφέρεται σε ανόθευτες -από απώτερες προσδοκίες- απολαύσεις. Με έναν τρόπο ανάλογο σε αυτόν που ο έφηβος Μυΐσκος αναφέρεται από τον Μελέαγρο με συνεχείς μονότονες αναφορές στο κάλλος του χωρίς να μαθαίνουμε απολύτως τίποτα για την επέμβαση του χρόνου στο εσωτερικό του, ο Δήμου αναφέρεται στην τελευταία συλλογή του το «Γερόντιον» στις επιθυμίες των υπερηλίκων για νεαρές υπάρξεις, που η ασθενής σάρκα ματαιώνει... Κι εδώ η ειρωνεία κρύβει πολύ περισσότερα απ' όσα επιδεικνύει, οι φράσεις είναι έντονες και με απόηχο, αλλά λείπουν οι πινελιές που θα θυσίαζαν το αποφθεγματικό ύφος στο υπαρξιακό βάθος.

Με άμεσες αναφορές στον Ελιοτ και στον Καβάφη ο Δήμου στοχεύει στις συλλογές της ωριμότητάς του την απομύθευση: δεν υπάρχει ελπίδα για τον άνθρωπο, ενόσω ζει τουλάχιστον. Ασκοπες λοξοδρομήσεις είναι και η αταραξία και η παραίτηση από τα εγκόσμια και η αξιοπρέπεια του να μη ζητάς το ανέφικτο, πνευματικές αξιώσεις περίπατοι που πάνε περίπατο και τελειώνουν λαχανιασμένες με αναγεννημένη την ταραχή στο κατώφλι της επιθυμίας.

Οι συλλογές, όπως το συνηθίζει ο Δήμου και σε προγενέστερες επιλογές ποιημάτων του, παρατίθενται σε διάταξη που οδηγεί από την πλέον πρόσφατη στην αρχική, προσφέροντας ένα δυνατό τίναγμα στον αναγνώστη που θα τις διαβάσει σαν μυθιστόρημα προς τα πίσω, όταν έρθει αντιμέτωπος με τον νεαρό Δήμου σε ένα ποίημα σαν αυτό:

Τις αιτίες - δώσε μας τις αιτίες των πραγμάτων,

ή μάθε μας να ζούμε σαν τους τυφλούς στα πεζοδρόμια,

να τρώμε την καθημερινή μας πίκρα και να λέμε : «Δόξα σοι ο Θεός».

Πώς και γιατί διοχετεύτηκε η αιμάσσουσσα αμφιβολία του νεανικού ποιήματος σε ψύχραιμες, επιφυλάξεις; Το κάτωθι απόσπασμα προσφέρει έναν μίτο στη φαντασία του αναγνώστη:

Σ' αγαπώ τρυφερά και σ' αγαπώ άγρια

Περπατώ τη νύχτα ντυμένος τον λεπτό σου ιδρώτα

Στεφανωμένος το άρωμα του γιασεμιού

Και προφητεύω

Αμφισβητώ το ποίημα είναι φτωχό,

Είμαι και γω φτωχός χωρίς εσένα.

Αν ποίημα είμαστε μαζί

Δεν έχω γράψει καλύτερο

μια και πρόκειται για ένα από τα λίγα ερωτικά ποιήματα του Δήμου που η παρουσία του Αλλου διασώζεται στο ακέραιο.

ΥΓ. : Απολογία

Θα ήθελα πολύ να είχα στη διάθεσή μου μια σελίδα όπως αυτή της κ. Λαϊνά και να την ονομάζω, αντί για «Πεντάλ», «Βάδην». Βάδην σαστισμένο, σκοτισμένο από τις αντίθετες και παράλληλες κατευθύνσεις και τους δρόμους που εξαντλείται η Ρώμη μας. Αντί για παραθέματα από ποιήματα και αφορισμούς να είναι γεμάτη από ατελείς καθημερινές διαδρομές από φράσεις που δεν τελειώνουν και ανθρώπους που σκαλώνουν μεταξύ βόθρου και ουρανού. Ξεγελασμένοι από τους μεσίτες που είμαστε συνηθέστατα όσοι αναλαμβάνουμε, έστω με βαριά καρδιά και δίκην εργασίας, την κρίση και την άποψη για βιβλία και οτιδήποτε. Μεσίτες αμφίθυμοι, παραπληροφορημένοι και οι ίδιοι και παραπειστικοί. Ελάχιστοι οι προϊδεασμένοι, που καταφέρνουν να εισχωρούν με αφορμή μια δουλειά σαν και αυτή, δουλειά όπως όλες, σε μια αυτοπραγμάτωση και αναμένουν ουσιαστικά άνεργοι σε μια κοινωνία θεάματος μάταια να μεταλλαχθεί σε κοινωνία βιώματος, για να τους ανατεθεί αυτό το οποίο επιθυμούν μέσω αυτού από το οποίο συντηρούνται, το να σπέρνουν την πτώση βαθιά σε αντανακλάσεις της αιτίας μας, αντ' αυτού παραμένουν και οι ίδιοι παρατηρητές της κατάπτωσης.

Ανάμεσα στους άνεργους λοιπόν της γνώσης οι ποιητές. Οι ποιητές που οι συντριπτικά περισσότεροι πληρώνουν για να εκδώσουν τα ποιήματά τους, σαν να προμηθεύονται κεράσματα για τα γενέθλιά τους. Κατά κανόνα τα κεράσματα περισσεύουν, οι καλεσμένοι οι περισσότεροι δεν έρχονται καν, οι υπόλοιποι δεν επαρκούν για τόση γενναιοδωρία. Ετσι αυτό που προέρχεται από την εξαίρεση και την πύκνωση του βιώματος καταλήγει αραιό και εθιμικό: να έρθεις για να έρθω, να με διαβάσεις, να σε διαβάσω, να με εγκρίνεις, να σε εγκρίνω. Ενα οφθαλμόν αντί οφθαλμού δηλαδή της πληροφόρησης και της επικοινωνίας, με το οποίο ο σπινθηροβόλος Διάβολος τιμωρεί τις προθέσεις των ανθρώπων, κυρίως αυτών που ξέρουν αλλά επιμένουν να αγνοούν τον επίγειο κανόνα του, αυτόν που ορίζει ότι ο άνθρωπος μόνο τυχαία επιτρέπεται να γνωρίζει, η όποια συνειδητότητά του αντιστρατεύεται την παραγωγή, την απόσταση μεταξύ επιλογών, τη ζωή την ίδια. Ο Ερμαν Εσσε το διατύπωσε σε αυτή τη φράση «Ποιητής είναι κάτι που επιτρέπεται να είσαι, αλλά απαγορεύεται να γίνεις».

Πάλι καλά όμως ο Διάβολος δείχνει έναν οίκτο που ακόμα και στον Θεό προξενεί περιέργεια και όσο και να τιμωρεί τους ποιητές με αφάνεια -τους ίδιους ή ακόμα χειρότερα τα ποιημάτά τους αυτοπροσώπως- τουλάχιστον δεν τους καταδικάζει σε αξιολόγηση με αστεράκια - όπως τους σκηνοθέτες, τους συνθέτες και τους στιχουργούς, για παράδειγμα. Γι' αυτό εξάλλου και αυτός που αναλαμβάνει να κρίνει την ποίηση -που είναι η ζωή των άλλων- εξ ορισμού δεν είναι Θεός, αντιθέτως υπακούει εντολές που δίνονται από ανθρώπους: μία παράγραφο για τον πρωτοεμφανιζόμενο, δύο γι' αυτόν που την παλεύει χρόνια, τρεις και βάλε για τον φτασμένο. Εντολή που αν αγαπά την ποίηση θα την παραβιάσει.

Δεδομένου ότι κάθε συλλογή αποσκοπεί στη σκιαγραφία ενός ανθρώπου και το επιτύμβιο αίτημά της, δεν γίνεται παρά να σταθείς σε συλλογές που σου ξυπνούν την επιθυμία, και όσο κι αν συνιστά θεμελιακή προϋπόθεση της διαδικασίας να απιστείς αδιακρίτως προκειμένου να διεκπεραιώνεις τον σωρό των αιτημάτων, ένας τίτλος, ένας στίχος, μια φωτογραφία, ένα εξώφυλλο ακόμα μπορεί να σου δημιουργούν ξαφνική αδιαθεσία και διάθεση να διακόψεις.

Οπως όλοι ψάχνονται από τον δάσκαλό τους, έτσι και ο υπογράφων σε έντυπα την παρουσίαση της ποίησης ψάχνεται να βρεθεί από τον Ποιητή του -έστω και αν αναφέρεται επιπόλαια σαν ποιητής και ο ίδιος- στην καμπή εκείνη της τυχαιότητας που η αποκάλυψη θα του στερήσει την κρίση, για να τελειώνει επιτέλους με τη γνώμη του εκφράζοντας την αφοσίωσή του. Ψάχνεται να βρεθεί από τον Ποιητή τον διαμοιρασμένο σε όλους τους χρόνους και τα επεισόδια της ποίησης, τον ανερμάτιστο που κλείνεται όμως ολόκληρος σε μια απόφαση. Ετσι κι ελόγου μου ξεκινάω σήμερα μόνο για να τελειώσω κάποτε, αποδίδοντας ευθύνη στο να βρίσκομαι παγιδευμένος να γράφω για άλλους, στον εαυτό μου αποκλειστικά και τη μακάρια άγνοιά του. Για μια ανάλογη αρχή για ανάλογα λάθη τραγουδούσε ο Δήμος Μούτσης στο «Ενέχυρό» του το 1983, σε μια απολογία για κάθε εποχή, με κάθε αφορμή:

Κάθε φορά που η αγάπη μου ξεκίναγε να φύγει, κατέβαινε στη θάλασσα καράβι για να βρει, μα πλοίο δεν φαινότανε κι η αγάπη μου επέστρεφε , παρέμεινε κι ακόμα εντός μου ζει. Ηρεμα κούκλα μου, ήρεμα κι απλά, τα λόγια είναι λίγα μα της καρδιάς πολλά.

Φυλαχτό μου αυτοί οι στίχοι.