Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Ποίηση


Με τα εύρετρα της ποιητικής τέχνης για κτερίσματα από άλλες εποχές

Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, εφ. Ελευθεροτυπία, 4/12/2010

Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου, Πώς αυτοκτονούν οι Ασσύριοι, εκδόσεις Πατάκη, σ. 104, ευρώ 10,55

Ουράνια σώματα που λειτουργούν ως προκλήσεις ή προσκλήσεις της θνητής φύσης της ποιήτριας για/σε παράδοξες υπερβάσεις, κατά τη διάρκεια των οποίων της παρέχεται η δυνατότητα να ψαύσει ή να διαισθανθεί σκοτεινές πτυχές της πνευματικής της υπόστασης (κι αν τις χαρακτήρισα παράδοξες, είναι επειδή, ενώ ώς τώρα θεωρούσα την υπέρβαση συνώνυμο της αναβάσεως, διαβάζοντας τα ποιήματα της Δήμητρας Χ. Χριστοδούλου, συχνά την αισθάνθηκα -την υπέρβαση- να πραγματοποιείται διά της καταβάσεως). Συμπαντική αντίληψη της ζωής και του κόσμου (η οποία δημιουργείται από την κατόπτευση επιμέρους στοιχείων της μιας και του άλλου), με όλα να τελούν υπό την εποπτεία ενός επίβουλου και επίφοβου Αγνώστου. Μπεκετικές εκδοχές γύρω από το ζήτημα της ύπαρξης και της ανυπαρξίας, με τις δύο αυτές να εναλλάσσονται, όχι αντιμαχόμενες, αλλά σαν συναποφασισμένες να διασαλεύουν και να θέτουν σε δοκιμασία την εσωτερική τάξη τού μονίμως εν απορία διατελούντος ανίσχυρου υποκειμένου. Διασάλευση των, ούτως ή άλλως, συγκεχυμένων διαχωριστικών ορίων ανάμεσα στο ύψος και το βάθος -ή μήπως θα ήταν καλύτερα να πω ανάμεσα στο ύψος και στον βυθό του;-, ανάμεσα στο εν μέρει γνωστό και ανοίκειο εδώ και στο διαισθητικά συλλαμβανόμενο, άγνωστο, κι όμως περισσότερο οικείο, εκεί.

Αυτές είναι μερικές μόνον από τις σκέψεις που έκανα διαβάζοντας τα ποιήματα της πρόσφατης ποιητικής συλλογής της Χριστοδούλου, ενώ, παράλληλα, ένιωσα να επιβεβαιώνονται όσα είχα σημειώσει για την υφολογική της ιδιαιτερότητα, αναφερόμενος στην αμέσως προηγούμενη συλλογή της, Λιμός (2007): «Πρόκειται για έναν λόγο εντελώς ιδιαίτερο και αναγνωρίσιμο -παρατηρούσα-, έτσι καθώς διατυπώνεται-εκδιπλώνεται σαν προστατευτικός του δονούμενου σώματος και της ακατάπαυστα ταλανιζόμενης σκέψης του ποιητικού υποκειμένου. Χωρίς να είναι χαμηλόφωνος, ελάχιστα απέχει από τη σιωπή· σχεδόν την αγγίζει, ενστερνίζεται την αμφισημία της και είναι φορές που, θερμαινόμενος απ' αυτήν, αποκτά κάτι από την υφή του ονείρου. Είναι σταθερός, χωρίς, ωστόσο, η σταθερότητά του να τον εμποδίζει να διαχέεται μουσικά· μοιάζει αβέβαιος, αλλά δεν είναι, δεν κλυδωνίζεται μέσα στην αβεβαιότητα· απλώς διατηρεί το λίκνισμα κάποιων λυγμικών συναισθημάτων, αβίαστα και διακριτικά υποταγμένων στη νόηση, ενώ στις κλειδώσεις των αρμών που τον συνέχουν διακρίνονται ζωηρές ανταύγειες ενός υπερκόσμιου φόβου, αλλά ενός φόβου αποφασισμένου να μην παραδοθεί, ούτε να αφεθεί να παρασυρθεί στα/από τα αίτια που τον προκάλεσαν».

Το πράγμα, ωστόσο, δεν σταματάει εδώ. Υπάρχουν και πολλά πρωτοφανέρωτα -στα νέα ποιήματα της Χριστοδούλου- στοιχεία, τα περισσότερα από τα οποία σχετίζονται με τη βιολογική και, κατ' επέκταση πνευματική της ωρίμανση, η οποία την ωθεί σε ιλιγγιώδεις μετεωρισμούς, ανάμεσα σε αντιθετικά μεταξύ τους δίπολα σχήματα, όπως ζωή-θάνατος, ύπαρξη-ανυπαρξία, φως-σκοτάδι, πραγματικότητα-κόσμος του ονείρου και της φαντασίας, εδώ- επέκεινα κ.λπ., καθώς και με μιαν έντονη διάθεση να επαναπροσδιορίσει πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις που διαδραμάτισαν ή που εξακολουθούν να διαδραματίζουν ρόλο στη ζωή της και να επαναπροσδιοριστεί σε σχέση με αυτά. Υπάρχουν επίσης νέα στοιχεία που οφείλονται στην πρόθεσή της να επανεκτιμήσει ρόλους και θυσίες που επέλεξε και δέχτηκε να κάνει, ενεχυριάζοντας τον εαυτό της στην υπόθεση της ποίησης, παρακινημένη από τη σαγηνευτική ψευδαίσθηση ότι ίσως έτσι θα της δινόταν η δυνατότητα να επικοινωνήσει με το «υπέρτερο»· για να καταλήξει στην επώδυνη απομυθοποίηση των τροφοδοτικών της ποιητικής της διάθεσης ψευδαισθήσεων· ψευδαισθήσεων απολύτως συνυφασμένων με μία ομολογημένη ή τεκμαιρόμενη αίσθηση ανωτερότητας και με έναν αμετάκλητα ματαιωμένο πνευματικό ναρκισσισμό. Και άλλα, ακόμα, ενδεικτικά της προσπάθειάς της να ακινητοποιήσει και να συγκεκριμενοποιήσει στιγμιότυπα-φάσεις της υπαρξιακής αγωνίας που τη διακατέχει μπροστά στα επικείμενα· αγωνίας που την καθηλώνει στη μετέωρη στάση του αποχωρισμού ή του αποχαιρετισμού, που τη στερεί από κάθε κατακτημένη ή νομιζόμενη βεβαιότητα και την ωθεί σε συνεχείς επαναδιαπραγματεύσεις των όρων της ζωής. Βέβαια, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο πρωτεργάτης της αποκαθηλωτικής διαδικασίας των βεβαιοτήτων, η διαίσθηση, όσο κι αν συμβάλλει στη διάβρωση του στερεώματος του ορθού λόγου, δεν κατορθώνει να τον κατακρημνίσει, με συνέπεια ο ίσκιος του, τα έστω συγκεχυμένα και διαρκώς μετακινούμενα όρια του ίσκιου του, να διαδραματίζουν ρόλο προστατευτικό και συγκρατητικό των αισθημάτων και των ενίοτε απειλητικών συγκινησιακών φορτίσεων.

Εχει κανείς την αίσθηση ότι η ποιήτρια, κινούμενη με μοναδικό εφόδιο τις βεβαιωμένες της αβεβαιότητες, κινείται και συμπεριφέρεται ως καλόπιστη, πλην όμως αναποφάσιστη και διχασμένη, οφειλέτρια, που δεν ξέρει πού οφείλει τα περισσότερα και τα ουσιωδέστερα: στη ζωή ή στον θάνατο· στον λόγο ή στη σιωπή. Σε αντίθεση με τον χρόνο, ο οποίος είναι ένας πιστοποιημένα κακόπιστος οφειλέτης, που ποτέ δεν επιστρέφει τα οφειλόμενα, κι αν, καμιά φορά, τα επιστρέψει (ένα «χρεόγραφο κατάστικτο από διαδρομές εντόμων»), είναι τόσο αλλοιωμένα που ο δανειστής αδυνατεί να τα αναγνωρίσει. Η ίδια, ωστόσο, φροντίζει να είναι απολύτως συνεπής απέναντι στον χρόνο· περιβάλλεται υποτακτικά τα δέρματα όλων των ηλικιών που διάνυσε, χωρίς ποτέ καμιά να απαρνηθεί και να εγκαταλείψει απόδειξη ότι η παρούσα, η διανυόμενη ηλικία της, είναι το αξεδιάλυτο -κι ωστόσο με αναγνωρίσιμα τα επιμέρους γνωρίσματα της καθεμιάς- άθροισμά τους. Ευφρόσυνα την αποδέχεται, μολονότι το ξέρει και το διαισθάνεται, ότι σ' αυτήν είναι που ο πόνος θα εγκαθιδρύσει την οριστική δυναστεία του, θα γίνει μόνιμος εγκάτοικος του σώματός της και, σιγά σιγά, ο μοναδικός ιδιοκτήτης του.

Ο χρόνος, ο πόνος και, βέβαια, η φθορά και ο θάνατος -αυτός ο αμείλικτος και αδέκαστος ρυθμιστής των πάντων, που ερευνά, εντοπίζει και ψαύει τις πλέον ευπρόσβλητες πλευρές του καθενός για να εναποθέσει τις προϋποθέσεις του-, μπορεί να τείνουν στην κατάργηση της ζωής, παράλληλα όμως την πιστοποιούν και τη μεγαλύνουν και, το παράδοξο: παρά την παντοδυναμία τους, όχι μόνο δεν μπορούν να στερήσουν τον φθαρτό και καθημερινό άνθρωπο από την ασίγαστη, κάποτε παράλογη, πίστη στο ενδεχόμενο ενός προσωπικού θαύματος, αλλά τον ωθούν προς αυτήν και του την ενισχύουν. Μάλιστα ο ονομαστικός θάνατος, θέλω να πω ο θάνατος ως συντελεσθείσα απώλεια ενός συγκεκριμένου ανθρώπου, επιτελεί και έναν ακόμα, επιπρόσθετο, σημαντικότατο προορισμό: κινητοποιεί τους επιζώντες, γεννώντας, με τον φόβο του, πρόσκαιρα συναισθήματα τρυφερότητας και αλληλεγγύης και ενισχύοντάς τους την, έστω φευγαλέα, βεβαιότητα ότι υπάρχουν. Ο συγκεκριμενοποιημένος θάνατος του ενός στερεώνει τη ζωή των επιζώντων και ξυπνά μέσα τους το ένστικτο ή την αίσθηση του χορτασμένου ζώου.

Τελειώνοντας, θα ήθελα να επισημάνω ότι τα ποιήματα της τελευταίας συλλογής της Δήμητρας Χ. Χριστοδούλου είναι, στην πλειονότητά τους, ποιήματα λυπημένα («και πότε -άλλωστε- δεν ήσαν;»), χωρίς, ωστόσο, να χάνουν την εγκαρδιότητά τους και χωρίς να βυθίζονται στο πένθος και στην ασάφεια των, όχι πάντα προσδιορίσιμων αισθημάτων που τα προκάλεσαν. Ισως γιατί μονίμως ηνιοχούνται από την πρόθεση της ποιήτριας να αποδείξει και να καταδείξει τα βαθύτερα, υπαρξιακής υφής, αίτια που την υποκινούν και την κινητοποιούν ποιητικά. Οι στίχοι της μπορεί να είναι μελαγχολικοί, ο ήχος τους ωστόσο δεν είναι μονοδιάστατα μελαγχολικός· διαπερνάται, εμπλουτίζεται και απαλύνεται από κάτι εντελώς ιδιότυπους, προσωπικούς ιριδισμούς, συναισθηματικούς και της νόησης.

Δεν θα ήταν υπερβολή, αν έλεγα ότι ο τρόπος με τον οποίο στέκεται και εκφράζεται μπροστά στο αχανές των κατακερματισμένων βεβαιοτήτων της, είναι ένας τρόπος καταργητικός του μαύρου· διασταλτικός της συμπαγούς και της αρραγούς ουσίας του, όσο χρειάζεται για τη δημιουργία ρωγμών, από τις οποίες διαπερνούν ακατάπαυστα χρώματα που, ίσως για λόγους σεμνότητας, υποδύονται το γκρίζο, κρύβοντας, αλλά όχι αποβάλλοντας τη χρωματική τους ένταση. Η ποίηση της Χριστοδούλου είναι μια ποίηση ποικίλων χρωματικών αποχρώσεων -της σκέψης και των συναισθημάτων της-, υποσκαπτικών του, νομιζόμενου αμετακίνητου και δεσπόζοντος, μαύρου.