Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Ποίηση


Οι τρεις απόστολοι του υπερρεαλισμού

Λίζυ Τσιριμώκου, εφ. Τα Νέα, 23/3/2012

«Σκοπός της ζωής μας δεν είναι η χαμέρπεια. Σκοπός της ζωής μας είναι η αγάπη. Σκοπός της ζωής μας είναι το σεσημασμένον δέρας της υπάρξεώς μας»: η «Υψικάμινος» του Εμπειρίκου (1935) γείωνε με αντισυμβατική τόλμη τους πειραματισμούς της αυτόματης γραφής στο ελληνικό πολιτισμικό γίγνεσθαι.

Η χρονιά της «Υψικαμίνου» ξεκινούσε με τη διάλεξη στην Αθήνα του Ανδρέα Εμπειρίκου «Περί Σουρρεαλισμού» (Ιανουάριος 1935) και δικαίως καταγράφηκε ως annus mirabilis του ελληνικού υπερρεαλισμού: αμέσως κατόπιν (Μάρτιος) ακολούθησε η συλλογή των αυτοματικών κειμένων πραγματοποιώντας με αξιοζήλευτο συντονισμό το άλμα της εξωστρέφειας από τη θεωρία στην πράξη και διαμορφώνοντας τους όρους ένταξης και της Ελλάδας στον υπερρεαλιστικό χάρτη, όταν πολλαπλασιάζονταν φυγόκεντρα και γοργά οι υπερρεαλιστικές ομάδες διεθνοποιώντας σε κίνημα κάτι που ξεκίνησε ως ένα παρισινό γεγονός. Παρά τις δυσκολίες του εγχειρήματος να συγκροτηθεί εν Ελλάδι ισχυρή παρεμβατική, συλλογική δράση ενάντια στην κυρίαρχη (μικρο)αστική ηθική και στον περιρρέοντα εθνοκεντρισμό, μολονότι δηλαδή ο υπερρεαλισμός δεν οργανώθηκε εδώ αποτελεσματικά ως κίνημα, οι αγγελιαφόροι του μετέφεραν εγκαίρως τα απελευθερωτικά προτάγματα και τον ρηξικέλευθο τόνο του.

«Και ρύσαι ημάς από τους πονηρούς αστούς / Αμήν»: έτσι κατέληγε λίγο νωρίτερα ένα αναπεπταμένο ποίημα του Εμπειρίκου («Το θέαμα του Μπογιατιού ως κινούμενου τοπίου», 1933)· σε αυτό το εν μέρει αυτοβιογραφικό ποίημα εντοπίζονται ήδη τα συστατικά στοιχεία της ποιητικής του, η εξύμνηση της ερωτικής επιθυμίας, η συνειρμική ροή της αφήγησης, ο σφοδρός επαναστατισμός. Το ποίημα ανήκει σε συλλογή που ετοίμαζε τότε και εξ υστέρου την ονόμασε «Προϊστορία ή Καταγωγή», χρονοθετώντας εμφανώς τα προστάδια της υπερρεαλιστικής έκρηξης της «Υψικαμίνου». «Είμαι φιλήδονος και σοσιαλιστής», θα δηλώσει επιγραμματικά λίγο αργότερα και θα το επαναλάβει αναλυτικότερα: «Αφού ο λόγος δεν είναι λογική / αφού το κάλλος δεν είναι αισθητική / και το καλόν δεν είναι ηθική […] Αφού μόνον ο έρωτας τον θάνατον νικά / θάναι η ποίησις σπερματική / απόλυτα ερωτική / ή δεν θα υπάρχει».

Σε αυτό το «πάθος της αενάου διευρύνσεως των οριζόντων» ο Εμπειρίκος βρήκε συνοδοιπόρους και σύντεχνους τον Νίκη Καλαμάρη (Νικήτα Ράντο ή Nicolas Calas) και τον Νίκο Εγγονόπουλο. Είναι το «τριουμβιράτο» που διαφοροποιήθηκε σθεναρά από τον «εξημερωμένο» μοντερνισμό, προωθημένο από το δίκτυο των «Νέων Γραμμάτων» και τη σεφερογενή ποιητική στα ίδια πάνω-κάτω χρόνια με κατάληξη την παγίωση της «γενιάς του '30», στην οποία οι συνήλικοι υπερρεαλιστές ελάχιστα αξιοδοτήθηκαν από τη συγκαιρινή κριτική. «Η φάτνη αποκοιμίζει τα θηρία», κατά τη ρήση του Εμπειρίκου στην «Ενδοχώρα», γραμμένη στα 1934-1937.

«Αποκλεισμός» από τη Δεξιά και την Αριστερά

Ο υπερρεαλισμός επιχειρεί να μετακενώσει και στην Ελλάδα τον δυναμισμό μιας «άγριας σκέψης» που συναιρεί ποικίλες πολιτισμικές προτάσεις και τάσσεται κατά μιας γενεαλογημένης ομοιομορφίας. Στην προσπάθεια όμως διαμόρφωσης και εδραίωσης ενός συνεκτικού, ελληνόδοξου μοντερνισμού, παρερμηνεύτηκε, αποσιωπήθηκε ή και ακυρώθηκε η παράλληλη απόπειρα του ελληνικού υπερρεαλισμού να διεκδικήσει τη δική του ιστορικότητα, βασισμένη σε μια πλουραλιστική λογική με επίγνωση της αυτοσκηνοθεσίας των επιλογών της. Η ζητούμενη υπέρβαση προς μια χειραφετητική, ολιστική αντίληψη για την ποίηση ως αδιαίρετο σύνολο τέχνης και ζωής έμεινε μετέωρο βήμα στη μεσοπολεμική Ελλάδα και αυτό οφείλεται στο μικρό περιθώριο δράσης που έδωσε η Ιστορία σε αυτό το εναλλακτικό πρόταγμα.

Η ραγδαία μεταβολή των διεθνών και εντόπιων συνθηκών (ισπανικός εμφύλιος, κυρίαρχη σταλινική εκδοχή του μαρξισμού, μεταξική δικτατορία της 4ης Αυγούστου 1936, Β' Παγκόσμιος Πόλεμος) πόλωσε γρήγορα τις διαθεσιμότητες: ο προγραμματικά αντιεξουσιαστικός λόγος των υπερρεαλιστών βρέθηκε αντιμέτωπος με χρόνιες ιδεολογικές αγκυλώσεις, ολοκληρωτικές νοοτροπίες ή, απλούστατα, έλλειψη μιας υψηλού επιπέδου αστικής παιδείας που θα διέθετε την ετοιμότητα να χειριστεί σοβαρά την πρόκληση.

Στον χώρο της «αριστερής» κριτικής δεν υπήρχαν περιθώρια συζήτησης για την αιρετική και εν πολλοίς εριστική δοκιμιογραφία του Κάλας, ούτε δυνατότητα αποδοχής της αυτόματης γραφής ή της απελευθερωτικής δύναμης της ψυχανάλυσης που ευαγγελιζόταν ο Εμπειρίκος - τα μηνύματά τους κρίνονταν αντικανονικά και ανορθόδοξα, ακόμη και σε γλωσσικό επίπεδο. Πολύ λιγότερο ανεκτική στο πνεύμα εξέγερσης και απειθαρχίας που διακινούσαν τα υπερρεαλιστικά «στιχουργικά ταχυκίνητα» ήταν η δικτατορική εξουσία ή η δεξιόστροφη παράταξη που κυβέρνησε μεταπολεμικά και ήταν σε θέση να ελέγχει εκδοτικούς μηχανισμούς, μέσα επικοινωνίας και να επηρεάζει την κοινή γνώμη.

Ενδεικτικό του «αποκλεισμού» που γνώρισε κατά τη στιγμή της εισόδου του στον ελληνικό χώρο ο υπερρεαλισμός είναι το γεγονός ότι δεν στάθηκε δυνατό, παρά τις επίμονες προσπάθειες των πρωτεργατών του, να συσταθεί έντυπο όργανο των ιδεών τους: τα ελληνικά υπερρεαλιστικά κείμενα φιλοξενήθηκαν σε αλλότρια περιοδικά (π.χ. Κύκλος, Νέα Φύλλα, Νέα Γράμματα) - και αυτό δεν έγινε δίχως αβαρία.

Έκρηξη, αμφισβήτηση και αναψηλάφηση του ελληνικού υπερρεαλισμού

Η περιπέτεια του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι δεν λειτούργησε ως αυτοτελές κίνημα, όπως στη Γαλλία, και μολονότι τα κελεύσματά του δεν βρήκαν θετική ανταπόκριση στο πρώτο του κοινό, της μεσοπολεμικής και αμέσως μεταπολεμικής περιόδου, έγινε αισθητή και συνέβαλε στον μετατονισμό μιας ευαισθησίας - δεν εννοούμε μεταβολή του κανόνα. «Εδώ δεν είναι παίξε γέλασε / εδώ είναι Μπαλκάνια», σάρκασε ο Εγγονόπουλος, που μοιράστηκε γενναία τη χλεύη, την απαξίωση και την τακτική της αποσιώπησης ενόσω ο λόγος περί «ελληνικότητας» στερέωνε το οικοδόμημά του στη διάρκεια του Μεσοπολέμου.

Επί των ημερών μας επιχειρείται η τεκμηριωμένη και, κατά το δυνατόν, αμερόληπτη καταγραφή της πρόσληψης του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα. Η έρευνα στα αρχεία των τριών «αποστόλων» (Εμπειρίκου, Κάλας, Εγγονόπουλου), η συστηματική συνανάγνωση των πηγών, η ανάδυση στο προσκήνιο αναξιοποίητων στοιχείων (αλληλογραφίες, ανέκδοτα κείμενα, μαρτυρίες) και η δυνατότητα των πολλαπλών συσχετισμών επιτρέπει την αναδιαπραγμάτευση, την αναψηλάφηση της υπόθεσης του υπερρεαλισμού όπως τη χειρίστηκαν οι πρωτεργάτες του στην Ελλάδα.

Στην προοπτική αυτή εγγράφονται οι δύο παρούσες (και εν πολλοίς παραπληρωματικές) μελέτες του Νίκου Σιγάλα και του Μιχάλη Χρυσανθόπουλου. Με τη διπλή αυτή προσφορά, η καλαισθησία και η σοβαρότητα των εκδόσεων Αγρα συνεχίζουν με αφοσίωση τον διάπλου και την εξερεύνηση του ελληνικού υπερρεαλισμού. Ε la nave va!

Ο Νίκος Σιγάλας, με εκκίνηση την ανασκευή της απαξιωτικής κριτικής που ενίοτε συνοδεύει ακόμη τα γραπτά του Εμπειρίκου και τα πιστώνει στον «αντιδραστικό μοντερνισμό», ξεδιπλώνει το ιστορικό της πορείας και των σχέσεων των υπερρεαλιστών του ελληνικού Μεσοπολέμου. Αυτή η ανασύσταση του ιστορικού ορίζοντα γίνεται μεθοδικά, ψηφίδα την ψηφίδα (τα sur - realia, όπως εύστοχα τα αποκαλεί), και αποκαλύπτει τη διαδραστική στρατηγική των προσώπων που θέλησαν να θεμελιώσουν στην Ελλάδα τον υπερρεαλισμό με όρους κινήματος. Υπογραμμίζει κυρίως την κομβική φιλία και συμπόρευση του Εμπειρίκου με τον Καλαμάρη έως ότου αυτός αναχωρήσει από την Ελλάδα (1938) για τη Γαλλία και, αργότερα, για τις ΗΠΑ. Από τις αρχές της δεκαετίας έως τη στιγμή της ρήξης των σχέσεών τους συντονίζουν με ισότιμο πάθος την έκκεντρη, αποκλίνουσα πορεία του υπερρεαλισμού έναντι της λεωφόρου της παλαμολατρείας ή της νεότευκτης «ελληνικότητας». Ο οιστρήλατος χαιρετισμός του Εμπειρίκου στον Ιβάν (όπως αποκαλούσαν τον Καλαμάρη οι φίλοι του της Αθήνας), αποτυπωμένος στο ανέκδοτο πεζό του «Τα τεκταινόμενα» (1940) αποτίει τη δέουσα αναγνώριση στον πολυτάλαντο, απομακρυσμένο πλέον φίλο.

Ο Μιχάλης Χρυσανθόπουλος εξετάζει αναλυτικά σε εννέα εκτενή κεφάλαια την ελληνική υπερρεαλιστική παραγωγή του Μεσοπολέμου, τη συμβολή της ψυχαναλυτικής θεωρίας και του μαρξισμού στην άρθρωση ενός νέου κριτικού παραδείγματος που αναθεωρεί ριζικά τη σχέση με την παράδοση, σε απόσταση από το σχήμα της εθνικής συνέχειας, και κατασκευάζει νέα πρότυπα για τη λογοτεχνική εξέλιξη. Η ποιητική της επιθυμίας και του ονείρου ή η θεματοποίηση του ασυνείδητου, η κριτική συμβολή του Κάλας στην κατασκευή της λογοτεχνικής παράδοσης με αντιπαλαμικούς τόνους και (πρόδρομη) αναγνώριση της καβαφικής ευαισθησίας (1932), η διάδραση ζωγραφικής και ποίησης στην παραγωγή του Εγγονόπουλου αναδιατάσσουν τις σχέσεις παρόντος - παρελθόντος και προτείνουν άλλα εργαλεία στη στοχαστική και έντεχνη γραφή. Ενα, δυνάμει τουλάχιστον, σύστημα λόγου που χρειάζεται προσεκτική επαναπροσέγγιση ως προς τους όρους της αισθητικής και της ιδεολογίας που το διέπουν.

Μεταπολεμικά, ο υπερρεαλισμός - και στη διεθνή και στην ελληνική εκδοχή του - «χωνεύτηκε», επανέκαμψε με αίγλη σε μεταγενέστερες γενιές που αναγνώρισαν στην ανανεωτική ή και επιθετική ορμή του δικά τους ζωτικά αιτήματα και τρόπους να τα διεκδικήσουν· δικαιώθηκε κατά κάποιον τρόπο και περιβλήθηκε παρά την αποτυχία του (ή και εξαιτίας της) με την αύρα μιας ριψοκινδύνευσης που έλκει πάντα τη νεότητα, έγινε σχεδόν αξία κατεστημένη. Οι εντάσεις, οι τριβές, τα σχίσματα ενόσω ο υπερρεαλισμός ήταν ακόμη ζώσα πραγματικότητα έως τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο κρίνονται τώρα, εκ των υστέρων, συστατικό στοιχείο της πολυσθένειας, της δυναμικής, της αδιάλλακτης εμμονής του στο άνευ όρων και ορίων «ποιητικώς ζην».