Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Ποίηση


Η ιδεαλιστική περίοδος του Κώστα Βάρναλη

Κώστας Παπαγεωργίου, εφ. Ελευθεροτυπία (Βιβλιοθήκη), 16/11/2007

Γεννημένος το 1883 στον Πύργο της Βουλγαρίας (Ανατολική Ρωμυλία), ο Κώστας Βάρναλης ήταν φυσικό να γαλουχηθεί και να διαπαιδαγωγηθεί με το όραμα της Μεγάλης Ιδέας που, αν στον ελλαδικό χώρο αναζωπύρωνε τις ελπίδες του «έθνους» και το βοηθούσε να αποκτήσει συνείδηση της ζωτικότητάς του, στον «αλύτρωτο ελληνισμό» αποκτούσε υπέρογκες και θερμουργές για την ψυχή διαστάσεις· γεννούσε πόθους και διατράνωνε τη βεβαιότητα της φυλετικής μοναδικότητας και μοναξιάς, ενώ παράλληλα δημιουργούσε ένα υπέρτατο αίσθημα νοσταλγίας. Οι ενσαρκωτές, τοποτηρητές και υπέρμαχοι αυτού του οράματος, ο δεσπότης και ο Ελληνας πρόξενος -αρχηγός της Ορθοδοξίας ο ένας, εκπρόσωπος της μεγάλης πατρίδας ο άλλος, και οι δύο μαζί «ο νους και η ψυχή των αλυτρώτων αδελφών»- περιβάλλονταν με την αίγλη του λαμπρού παρελθόντος και του προσδοκώμενου, εξίσου λαμπρού, μέλλοντος. Πόσω μάλλον, όταν ο ένας εξ αυτών, ο πρόξενος, ήταν ο Ιων Δραγούμης, το κήρυγμα του οποίου, μαζί με αυτό του Περικλή Γιαννόπουλου, γοήτευε και συγκινούσε ένα μεγάλο μέρος της αθηναϊκής διανόησης, βρίσκοντας τις «πιο διαφορετικές απηχήσεις στην ποίηση και στον πεζό λόγο», τουλάχιστον ώς τη Μικρασιατική Καταστροφή. («Πατρίς και θρησκεία -γράφει ο Βάρναλης στα «Φιλολογικά Απομνημονεύματά» του, αναφερόμενος στα παιδικά του χρόνια στον Πύργο- ήτανε το κυριότερο περιεχόμενο της εκπαίδευσής μας. Μας μαθαίνανε να θεωρούμε την Ελλάδα για το πιο δοξασμένο και ευγενικό έθνος του κόσμου και το ορθόδοξο δόγμα για την αληθινότερη και τελειότερη πίστη απ' όλες. Μας μαθαίνανε να μισούμε τους άπιστους Τούρκους, που μας πήρανε την Πόλη, τους βάρβαρους Βουλγάρους που μας πήρανε τη Θράκη και τη Μοισία, τους άνομους Εβραίους, που σταυρώσανε το Χριστό. Και μας κάνανε να πιστεύουμε πως όλα αυτά τα μέρη θα τα ξαναπάρουμε πίσω»).

Στην Αθήνα, όπου φτάνει το 1902 για σπουδές, με την υποστήριξη του δεσπότη της Αγχιάλου και της Κοινότητας της Βάρνας, το πνευματικό και το ευρύτερα νοούμενο πολιτισμικό κλίμα είναι πρόσφορο για την περαιτέρω καλλιέργεια, ανάπτυξη και παγίωση του πατριωτικού του οράματος, καθώς, μετά την πρόσκαιρη υποστολή της σημαίας του μεγαλοϊδεατισμού, ύστερα από την ήττα του 1897, το «όραμα» επανακάμπτει και «αναστηλώνεται» δριμύτερο και απαιτητικότερο. Σ' αυτό το κλίμα, ο Βάρναλης βιώνει τις πρώιμες ποιητικές ανησυχίες, βρίσκοντας μάλλον έτοιμο το κατάλληλο έδαφος για να διοχετεύσει την «πληθωρική ζωτικότητά του». Το 1904 δημοσιεύει ποιήματά του στο περιοδικό «Ακρίτας», του Σ. Σκίπη, καθώς και στο σημαντικότερο και αγωνιστικότερο περιοδικό της εποχής, στον «Νουμά»· η δημοσίευση των ποιημάτων του στον «Νουμά» ήταν η αφορμή να γνωριστεί προσωπικά με τον Δραγούμη, όταν ο τελευταίος, συνδρομητής του περιοδικού, τα διάβασε και τον κάλεσε στο γραφείο του να τον γνωρίσει. «Τόνε βρήκα -γράφει αρκετά χρόνια αργότερα, όχι χωρίς κάποια νοσταλγία και με απομεινάρια του θαυμασμού που κάποτε ένιωθε γι' αυτόν- στο γραφείο του πίσω από ένα σωρό βιβλία -πρώτοι και καλύτεροι ο Νίτσε κι ο Μπαρρές. Ηταν η εποχή που οι δύο αυτοί συγγραφείς, ο ένας κήρυκας της σκληρότητας κι ο άλλος κήρυκας του πατριωτισμού, κυριαρχούσανε στην πνευματική αγωγή των νέων της Αθήνας. Μιλήσαμε γι' αυτούς και για το γλωσσικό».

Έναν χρόνο αργότερα (1905) εκδίδει την πρώτη του ποιητική συλλογή, αποτελούμενη από τριάντα ένα ποιήματα, με τίτλο «Κηρήθρες» και με πρόλογο του Στέφανου Μαρτζώκη, ο οποίος, έστω κοινοτοπώντας, δεν παραλείπει να επισημάνει, με διακριτικότητα, τη διαφορά του πρωτοεμφανιζόμενου, με βιβλίο, ποιητή από τους νέους ομοτέχνους του: «Δεν μοιάζει -λέει ανάμεσα στ' άλλα- μ' άλλα ρυάκια, τα οποία δεν έχουν τίποτε δικό τους και, αν τα βλέπουμε να κυλούν, δεν μας παρουσιάζουν άλλο παρά μόνο τη λάσπη, η οποία αποκλειστικώς είναι δική τους. Για να βγούμε από τη μεταφορά, στο νέον αυτό χαμογελά το μέλλον. Εδώ κ' εκεί βλέπει κανείς κάτι, το οποίο φαίνεται σκοτεινό, αλλ' αυτό δεν είναι παρά η επιτυχής συγκέντρωσις της ιδέας, είναι η φιλοσοφική σκέψις, η οποία διαπνέει το έργον του ποιητού». Πράγματι, παρά τις προφανείς επιδράσεις του από τον Παλαμά, τον Σολωμό και άλλους, παρά το γεγονός ότι το «άσμα του» κρίνεται «άνισον», υπάρχουν στιγμές που δείχνουν ότι «ο νέος ποιητής, εις τον οποίον ο Θεός εχάρισε μίαν ψυχήν ευαίσθητον προς τας ωραιότητας του κόσμου, όπου δεν ζητεί με κόπον το υπερπέραν -μία πτωχαλαζονεία πολλών από τους νέους- και όπου δεν θηρεύει μίαν μουσική υποβολήν, την οποίαν δεν κατορθώνει, μας δίδει στίχους αναπνέοντας μίαν ωραίαν ζωήν» (Παύλος Νιρβάνας).

Δεν υπάρχει, λοιπόν, στα πρώιμα ποιήματα του Βάρναλη, η «πτωχαλαζονεία» που χαρακτηρίζει την ποίηση των νέων της εποχής. Μπορεί να μην καινοτομεί θεματικά, αφού και σ' αυτά κυριαρχούν απολύτως προσωπικά αισθήματα, «ένας χαμένος έρωτας, οράματα γυναικών, πόθοι, αναστεναγμοί, μελαγχολίες, ο ίσκιος του θανάτου, μπραβούρες νεανικών ονείρων», υπάρχει, ωστόσο, μια ασυνήθιστη, για νέο ποιητή, καθαρότητα στην έκφραση και μια ρωμαλέα, χωρίς ρητορικές κορόνες, παρορμητικότητα, που τον έκανε να διαφέρει από τους ομηλίκους του, αλλά και από πολλούς μεγαλύτερούς του, ποιητές. Εδειχνε, από τότε κιόλας, ότι ήταν «σαν προωρισμένος για να κεράση τους ευγενικούς συντρόφους του Διονυσιακού συμποσίου το παλιό αψύ και σπιθοβόλο κρασί», καθώς σε μία εποχή διακρυρροούσας ποίησης, «μέσα στην απελπιστική την ψευτορωμαντική μονοτονία των λιγωμένων μονόχορδων των νέων της ηλικίας του [...] ο Βάρναλης έφερνε την υπόσχεση της φόρμιγγας του μεγάλου Πανός» (Ν. Καρβούνης). Και το κάνει αυτό, δείχνοντας εξαρχής την αποστροφή του προς κάθε μορφή ευκολίας, κατορθώνοντας, παρά το «αυθόρμητο και το ασυγκράτητο της ψυχοσύνθεσής του», να «υποταχθεί» στα κελεύσματα ενός ποιητικού ιδανικού, από το οποίο απουσιάζουν ο θρήνος και η ρητορεία, καθώς «πέρα από τα ρομαντικά μοτίβα και θέματα είναι διάχυτο το στοιχείο της τόλμης μιας ρώμης και πρωτοτυπίας». Σε κάποια μάλιστα από τα ποιήματα της τρίτης ενότητας της συλλογής («Τραγούδια του σκότους») αρχίζουν και διακρίνονται οι παρνασσιακές του ροπές, που έμελλε να επικρατήσουν, να παγιωθούν και να χαρακτηρίσουν σχεδόν όλο το μεταγενέστερο ποιητικό του έργο.

Η επίδραση που δέχεται από τη Σχολή των Παρνασσιακών -κατά πολύ ισχυρότερη απ' αυτήν που δέχτηκε από τον Σολωμό και τον Παλαμά-, τον ωθεί στην επίμονη καλλιέργεια της μορφής και τον «προσηλώνει», ιδίως μετά το 1909, στο αρχαιοελληνικό ιδεώδες, το οποίο δεν προσέγγισε με υμνητικές διαθέσεις, απαλλάσσοντάς το από «τα περιττά στολίδια της επίσημης ιστοριογραφίας» διαισθητικά εντοπίζοντας σ' αυτό το πρόσφορο, για την έκφραση της διονυσιακής, ερωτικής του ιδιοσυγκρασίας, πεδίο. Εξάλλου, το κλίμα αισιοδοξίας, που ήταν διάχυτο μετά την επανάσταση του Γουδή, βρίσκει άμεση ανταπόκριση στη θαυμαστική, προς την ελληνική αρχαιότητα, «ρέμβη» του Βάρναλη και τον ενισχύει στο «ξαναζωντάνεμα» του αρχαίου ελληνικού κόσμου, κάτι που επιχειρεί συνεπικουρούμενος από την ερωτότροπη, παγανιστική του φύση, όχι με τον τρόπο που το επιχείρησε «ο ψευτορωμαντισμός του περασμένου αιώνα, αλλά πάνω στη βάση των καινούργιων αντιλήψεων και με κατεύθυνση την αφομοίωση των ζωτικών δυνάμεων που αυτή έκλεινε, για να χρησιμοποιηθούν στις νέες προσπάθειες του έθνους» (Β. Βαρίκας). Συνεπικουρούμενος, επίσης, από τις νεόφερτες, τότε, νιτσεϊκές θεωρίες, κάτω από την επίδραση των οποίων «ο αρχαϊσμός του δημοτικισμού θα εξελιχθεί προς τη ζωντανότερη εκδοχή του: τον Διονυσιασμό», αφήνοντας να εκδηλωθεί, σε όλο της το μεγαλείο, η παιδιόθεν καλλιεργημένη μέσα του, «η πιο παλιά και η πιο αρχέγονη» μέθη, αυτή του «φυλετικού ερεθισμού», που δεν του άφηνε περιθώρια να ασχοληθεί με τα γενικότερα ανθρώπινα θέματα, αποτρέποντας το ενδεχόμενο κάθε ηθικής αμφιβολίας, στρέφοντας αποκλειστικά «το πάθος και το αίσθημά του σε ένα απώτερο παρελθόν ομορφιάς» (Τίμος Μαλάνος).

Την ίδια περίοδο, γύρω στα 1909, αρχίζει να διακρίνεται εντονότερα η παγίωση των αρχών του Παρνασσισμού, προσαρμοσμένων στην ενδιάθετη, διονυσιακής υφής, τάση του Βάρναλη να εκφράσει, με τρόπο ρεαλιστικό, τη λατρεία του προς τη γυναίκα και την Ελλάδα, αντιπαρατιθέμενος στη σεμνοπρέπεια και τον «ολοφυρόμενο ρομαντισμό» της εποχής. Απόδειξη το ποίημα «Γαϊδούρι» -μετέπειτα «Θυσία»-, που έγραψε «επηρεασμένος από την αρχαία φιλολογία, κι από την ψευτοκλασική ποίηση του Ντ' Ανούντσιο με τον έντονο βιταλισμό του -γράφει-, ήμουνα λάτρης της νιότης και της αισθητικής ζωής. Μισούσα και απόφευγα με σύστημα τις λέξεις ψυχή, όνειρο, θάνατος», που οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν για να σκεπάσουν «τη φτώχεια της προσωπικότητάς τους». Αυτό το ποίημα έστειλε για δημοσίευση στο αλεξανδρινό περιοδικό «Γράμματα» και, λόγω της τολμηρότητάς του, υπήρξε η αφορμή της διάσπασης της συντακτικής ομάδας («...έγινε αφορμή να παραιτηθούνε από τη διευθύνουσα επιτροπή του οι πιο "ευ ηγμένοι" λόγιοι της Αλεξάνδρειας. Και ιδρύσανε δικό τους περιοδικό των καλών τρόπων, τη "Νέα Ζωή"»). Αλλά οι βαθύτερες εσωτερικές του αλλαγές αρχίζουν να συντελούνται λίγο αργότερα, σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1910, οπότε, τα ραγδαία ιστορικά και κοινωνικά γεγονότα, τόσο εντός όσο και εκτός Ελλάδας (Βαλκανικοί Πόλεμοι, Α' Παγκόσμιος Πόλεμος) σε συνδυασμό με τις συνεχείς περιπέτειες του ατομικού του βίου (στράτευση, δυσμενείς μεταθέσεις κ.λπ.), αν δεν τον μετακινούν από τις, προσώρας, σταθερές ιδεολογικές και αισθητικές του πεποιθήσεις, πάντως τον προβληματίζουν και τον κάνουν να συνειδητοποιήσει τους σκοτεινούς μηχανισμούς της καταστροφής και της διατήρησης της κοινωνικής ανισότητας και αδικίας.

Ως το 1919, που πηγαίνει -επί κυβερνήσεως Βενιζέλου- με υποτροφία στο Παρίσι, δεν φαίνεται να έχει μετακινηθεί ιδεολογικά. «Τα αποτελέσματα των Βαλκανικών Πολέμων και του Παγκοσμίου αργότερα, προεκτεινόμενα με τη φαντασία του, του έδιναν τη δυνατότητα να πλάσει έναν δικό του κόσμο, που δίνοντάς του το όνομα της Ελλάδας βάλθηκε να τον εξυμνήσει», εξωραΐζοντας και συγχωνεύοντας στη συνείδησή του αρχαία, βυζαντινή και σύγχρονη Ελλάδα, παρουσιάζοντας και τις τρεις περιόδους αδιάσπαστα ενωμένες (Β. Βαρίκας). Αυτό πραγματοποιεί κυρίως με τον «Προσκυνητή», που γράφει το 1919, ζώντας μέσα στην έξαρση των ιδεών, παρακολουθώντας από κοντά τα φιλοσοφικά ρεύματα και τις μεγάλες ιδεολογικές ζυμώσεις που ακολούθησαν τη ρωσική επανάσταση του 1917. Με το ποίημα αυτό ο Βάρναλης αποχαιρετά την ιδεαλιστική του περίοδο· μπορεί ακόμη να διακατέχεται από τα εθνικιστικά του ιδεώδη, ωραιοποιώντας τα και εξιδανικεύοντάς τα, να επιθυμεί την «εδραίωση» της πίστης στις ζωτικές δυνάμεις του Ελληνισμού, να οραματίζεται για τον εαυτό του τον ρόλο του ψάλτη της φυλής του, ανταποκρινόμενος στα αιτήματα και τα αισιόδοξα μηνύματα των καιρών, υπάρχουν ωστόσο ικανές ενδείξεις για την επικείμενη μετακίνησή του στο χώρο της μαρξιστικής ιδεολογίας. Διακρίνεται μία «παράκαμψη» του «εγώ», παράλληλα με μία κίνηση προς το «εμείς», από το άτομο στην ομάδα, καθώς ο ποιητής, μακριά από την Ελλάδα, μοιάζει να «επιστρέφει σαν προσκυνητής-υμνητής του αρχαίου και του σύγχρονου μεγαλείου της», απεμπολώντας ένα μέρος του έμφυτου διονυσιασμού του, προκειμένου να το αντικαταστήσει με μια διάθεση στοχαστική, ώστε να αναζητήσει ένα νέο περιεχόμενο για τον εθνικισμό του· ώστε, σαν μετανιωμένος για το ξένοιαστο και άδολο παρελθόν του, να βρει και να θέσει στη ζωή του έναν νέο σκοπό ευθύνης. Για όλους αυτούς τους λόγους, ο «Προσκυνητής» σημαίνει το τέλος της πρώτης δημιουργικής περιόδου του Βάρναλη. Αμέσως μετά θα πραγματοποιηθεί η ιδεολογική και, συνακόλουθα, η αισθητική μετακίνησή του προς τον χώρο του μαρξισμού και της στράτευσης, με πρώτο καρπό, αυτής του της μετακίνησης, την ιδιαίτερα φιλόδοξη ποιητική σύνθεση «Το φως που καίει» (1922).