Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Ποίηση


Ρεπορτάζ στα ξερονήσια του Μεσοπολέμου

Γιώργος Ζεβελάκης, εφ. Ελευθεροτυπία (Βιβλιοθήκη), 16/11/2007

Στην εφημερίδα «Η βραδυνή», της 19ης Οκτωβρίου 1935, διαβάζουμε την είδηση: «Την εσπέραν σήμερον απελαύνονται διά την νησίδα Αγιος Ευστράτιος οι κρατηθέντες 27 εκ των συλληφθέντων προληπτικώς βενιζελοκομμουνιστών».

Μεταξύ των «απελαυνομένων», όπως λέγονταν τότε οι εξοριζόμενοι, πρώτος και καλύτερος ο ποιητής Κώστας Βάρναλης. Στο γνωστό ποίημά του «Στην εξορία» (Οκτώβρης 1935) σε δεκαέξι καταγγελτικά δίστιχα καταγράφει το γεγονός:

...Τυχερέ, κείνο τ' άθλιο δειλινό

σε δέσαν με το Δάσκαλο Γληνό

...Μαζί μας τελευταίοι, με το βαπόρι

πρεζάκηδες, αλάνια, λαθρεμπόροι,

ξεπίτηδες, για να φανεί, πως ίσια

λογιούνται η Λεφτεριά με τα χασίσια...

Αμέσως μόλις γύρισε από τη δίμηνη εξορία συνέχισε τη δημοσιογραφική του δραστηριότητα στην εφημερίδα «Ανεξάρτητος» των αδελφών Πουρνάρα. Στις πρώτες μέρες του 1936, από το φύλλο της 5ης Ιανουαρίου μέχρι την 10η του ίδιου μήνα, σε πέντε συνέχειες φιλοξενήθηκαν, στην πρώτη σελίδα, οι νωπές εντυπώσεις του από τον Αη Στράτη. Η δημοσίευση διακόπηκε απότομα γιατί, όπως ανήγγειλε, τέσσερις μέρες μετά, ο «Ριζοσπάστης» (14.1.36): «Ο ενθουσιώδης φίλος του αγώνα των εργαζομένων, αγωνιστής και ο ίδιος, ο Βάρναλης, άκουσε και πάλι τη φωνή της μάζας και τη φωνή της καρδιάς του» και θα συνεργάζεται από εδώ και πέρα με το δημοσιογραφικό όργανο του ΚΚΕ. Επιπλέον πληροφορούσε τους αναγνώστες ότι «θα εκδοθεί σε βιβλίο -θα 'ναι απάνω από 100 σελίδες- εκείνο που η αρχή του δημοσιεύτηκε στον «Ανεξάρτητο» (βιβλιογραφία Λ. Μαρκεζέλι - Λουκά).

Η αναγγελία του «Ριζοσπάστη» πραγματοποιήθηκε, εν μέρει, δύο μήνες αργότερα. Χωρίς να γίνει αναφορά στα προηγούμενα, στο φύλλο της 7ης Μαρτίου 1936, δημοσιεύτηκε μια επιφυλλίδα του Κ. Βάρναλη με τίτλο: «Αη Στράτης και... σοσιαλιστικός ρεαλισμός (Νεκρικός διάλογος)». Περιείχε συνοπτικές ημερολογιακές σημειώσεις από τις τελευταίες μέρες στην εξορία, αλλά κυρίως έθιγε θεωρητικά ζητήματα τέχνης και ιδεολογίας.

Σκεφτήκαμε ν' αναδημοσιεύσουμε την ξεχασμένη εκείνη μαρτυρία του Βάρναλη, εβδομήντα ένα χρόνια μετά. Είναι, νομίζουμε, ένα σπάνιο ντοκουμέντο για τις συνθήκες διαβίωσης των πρώτων πολιτικών εξορίστων. Ισως αποτελεί και το μοναδικό ζωντανό ρεπορτάζ που γράφτηκε στα χρόνια του Μεσοπολέμου από αναγνωρισμένο λογοτέχνη και διακεκριμένο δημοσιογράφο. Ο ποιητής των «Μοιραίων» καταγράφει, με ήρεμο τόνο και χιούμορ, τα περιστατικά του βίου του συνεχίζοντας, κατά κάποιον τρόπο, τα φιλολογικά του απομνημονεύματα του 1935. Πάντως και σ' αυτά, τα επικαιρικά κείμενα, αναδεικνύονται οι πεζογραφικές του αρετές που διαπιστώσαμε στα προσφάτως εκδοθέντα από τον «Καστανιώτη» χρονογραφήματά του της Κατοχής.

Ο περιορισμένος χώρος μάς αναγκάζει να παρουσιάσουμε δύο μόνον, από τα πέντε δημοσιεύματα. Τα κείμενα που ακολουθούν δημοσιεύτηκαν στις 8 και 9 Ιανουαρίου 1936. Διατηρήσαμε τους αρχικούς τίτλους και την ορθογραφία, στο μονοτονικό βέβαια σύστημα.

Δύο μήνες εξόριστος εις τα νησιά του θανάτου

Του επανελθόντος εκ της εξορίας επιφανούς συγγραφέως και ποιητού κ. ΚΩΣΤΑ ΒΑΡΝΑΛΗ

Ωργανωμένη ζωή

Μήνες και μήνες αφημένοι στ' απόμακρα νησιά τους οι πολιτικοί εξόριστοι θα σαπίζανε ηθικά και πνευματικά, αν τα Γραφεία τους δεν τους απασχολούσανε με τη δουλειά και με τη μόρφωση. Δουλειά κάνανε όλοι για όλους -κάθε είδος υπηρεσία. Και η μόρφωση γινότανε με τα μαθήματα τα ταχτικά και με τις συχνές διαλέξεις. Μα η μορφωτική δράση των Ομάδων δε σταματάει σ' αυτό το σημείο. Προχωρεί πάρα πέρα. Χρησιμοποιεί ακόμα για το μορφωτικό της σκοπό δυο σημαντικώτατα πνευματικά όργανα: τον Τύπο και το Θέατρο.

Θα παραξενευτεί ίσως ο αναγνώστης και θα ρωτήσει: μα τι λογής Τύπος και τι λογής Θέατρο είνε αυτό; Είνε οι εφημερίδες του Τοίχου, που τις συντάσσουν οι ίδιοι οι εξόριστοι· κι είνε και τα σκηνικά έργα, που τα συνθέτουνε (τα περισσότερα) και τα παρασταίνουνε και οι ίδιοι.

Εφημερίδες του Τοίχου στον Αη Στράτη είχαμε δύο: τον «Πολιτικό Εξόριστο» που τονέ γράφανε οι μεγάλοι, και τη «Δράση» που τηνέ γράφανε οι νεολαίοι. Γιατί στην Ομάδα μας υπήρχανε εξορισμένα και καμιά εικοσιπενταριά παιδιά από 20-25 χρονώ! Η αστική δικαιοσύνη και αστυνομία δεν έχουνε κανένα ανθρωπιστικό χαλινάρι. Καθεμιά απ' αυτές τις εφημερίδες «κυκλοφορούσε» ήγουν κρεμαζότανε στον τοίχο μέσα στο ξυλένιο της κάδρο, κάθε δεκαπέντε μέρες, αφού πρώτα διαβαζότανε από κανένα «βοήν αγαθόν» σύντροφο «εις υπήκοον» ολωνώνε. Ετσι κάθε εβδομάδα (κάθε Κυριακή) είχαμε και καινούργια εφημερίδα του Τοίχου.

Και οι δυο αυτές εφημερίδες είχανε και το ταχτικό προσωπικό της σύνταξης και το εθελοντικό. Κάθε σύντροφος προσκαλιότανε να δώσει ύλη της αρεσιάς του απάνου σε κάθε ζήτημα που είχε ενδιαφέρο για την ομαδική μας ζωή. Κάθε σύντροφος μπορούσε να κάνει παρατηρήσεις για όποια έλλειψη παρουσίαζε η οργάνωσή μας· να δίνει γνώμες για το πώς θα διορθωθούνε τα «κακώς κείμενα» και να πειράζει τους άλλους συντρόφους του σε ό,τι αστείο ή κουσούρι είχανε.

Οι εφημερίδες αυτές γραφόντανε με τόση προσοχή, με τόσο κέφι και με τόσην ευσυνειδησία, που αληθινά αποτελούσανε όχι καρικατούρες εφημερίδων, μα γενναίες και φωτεινές εκδηλώσεις της πνευματικής ζωτικότητας του προλεταριάτου. Είχανε το κύριο άρθρο τους για τα σπουδαιότερα πολιτικά γεγονότα του δεκαπενθημέρου εξετασμένα από τη μαρξιστικήν άποψη· είχανε το χρονογράφημά τους· τα διάφορα επίκαιρα σημειώματα· τα αστεία τους. Είχανε και τις γελοιογραφίες τους - και μάλιστα μπόλικες. Αυτές τις έκαμνε κυρίως ο Χρήστος Αγγελόπουλος, ο δικηγόρος, τόσο χαριτωμένες, όσο χαριτωμένος κι αξιαγάπητος είτανε κι ο ίδιος. Κανείς δε θα φανταζότανε, πως ένας ερασιτέχνης, που η γραμμή του δεν είχε τη σιγουράδα των επαγγελματιών σκιτσογράφων, θα παρουσίαζεν τόσην πηγαία ικανότητα στο να βρίσκει το κωμικό μέρος της ζωής μας και να το αποδίδει με τόση καλοδιάθετη καρδιά.

Πρέπει να προσθέσω, πως για τη μόρφωση των εξορίστων χρησίμευε και η ανάγνωση του αστικού Τύπου κάθε φορά που το βαπόρι μάς έφερνε το ταχυδρομείο. Η αρθρογραφία και οι ειδήσεις του αστικού Τύπου γινότανε κι αυτή το βράδυ μετά το προσκλητήριο, με τη διαφορά πως όλα τα εξηγούσανε και τα σχολιάζανε οι αρμόδιοι από τη δική μας άποψη.

Το Θέατρό μας το διεύθυνε άλλος δικηγόρος, ο Κατσουνωτός, με τη χαρακτηριστική βραχνάδα του. Σας βεβαιώ, πως ούτε ο Αγγελόπουλος θα γινότανε γελοιογράφος, ούτε ο Κατσουνωτός σκηνοθέτης, αν η έντονη ομαδική ζωή των εξορίστων με την έντονη προλεταριακή ψυχολογία τους δεν τους έδινε την ευκαιρία ν' αναπτύξουνε ικανότητες, που δεν τις ξέρανε.

Στο βάθος του μεγάλου θαλάμου είτανε η σκηνή. Ολο όλο δυο όρθια καδρόνια κι από πάνω τους ένα οριζόντιο, που έφτανε από τον ένα πλαγινό τοίχο ίσαμε τον άλλονε· κι άλλα δυο οριζόντια κι αυτά και κάθετα στο πρώτο που στηρίζανε τα δυο όρθια στον τοίχο του βάθους. Αυτός ο ξύλινος σκελετός μεταμορφωνότανε σε σκηνή, άμα κρεμούσες από το μεσαίο οριζόντιο καδρόνι μιαν κουβέρτα...

Όλο τον άλλο καιρό η σκηνή είτανε μονάχα σκελετός. Κι από τα οριζόντια καδρόνια της κρεμόντανε για να στεγνώνουν (έξω σχεδόν πάντα έβρεχε) φανέλλες, πουκάμισα, σώβρακα, τσουράπια... Η φτώχεια θέλει βόλεμα.

Μπροστά στη σκηνή είτανε το τραπέζι του γραφείου: ένα μικρό σανιδένιο τραπέζι αμπογιάτιστο, μ' ένα συρτάρι, όπου κλειδωνόντανε τα διάφορα τρομερά ντοκουμέντα της συνωμοτικής μας ζωής, ήγουν ο κατάλογος των ονομάτων μας, ο κοντυλοφόρος του γραμματέα μας κ' ένα δεκάφραγκο, που κάποτες είχε βρεθεί «αδέσποτο» μέσα στο θάλαμο, μα στάθηκε αδύνατο να βρεθεί κείνος, που το έχασε. Κάθισμα του γραφείου ένα... μπαούλο!

Οταν είχαμε θεατρική παράσταση, στριγμώναμε τα γύρω κρεββάτια του θαλάμου για ν' ανοίξουμε τόπο· να κάνουμε «πλατεία». Και κουβαλάγαμε από το μαγειρείο τούς πάγκους για να κάθεται το ακροατήριο. Απ' αυτήν την σκηνή παίχτηκε ένα δραματάκι του Μπασιάκου «Συναδέρφωση», ένα του Βαγιάν Κουτυριέ «Ο καπιταλιστής» και σ' αυτήν τη σκηνή εκτελεστήκανε διάφορα επιθεωρησιακά νούμερα που σατυρίζανε και εμάς τους ίδιους και τους οχτρούς μας. Αυτά τα νούμερα τα συνέθετε ο Κατσουνωτός και έφκιανε και τα τραγουδάκια τους στο ρυθμό και στον ήχο «το γελεκάκι που φορείς...».

Σ' αυτές τις παραστάσεις οι σύντροφοι της εξορίας βρίσκανε μεγάλο γούστο. Καμμιά φορά ερχόντανε και ξένοι από το χωριό να τις παρακολουθήσουνε. Οταν το «νούμερο» είτανε γουστόζικο, οι σύντροφοι φωνάζανε «Ολοοοοο....!» κι αναγκάζανε τους ηθοποιούς να ξαναβγαίνουνε στη σκηνή και να τραγουδάνε κι άλλα τετράστιχα. Θυμούμαι κάτι κομμάτια από το τραγούδι που έλεγε ο... Καλομοίρης χορεύοντας:

Αϊντε τους εργάτες, τους εργάτες/ άιντε τους μαυρίσαμε τις πλάτες./ Αϊντε το τομάρι τους μασσάμε / άιντε και γλεντάμε και γλεντάμε.../ Αϊντε το να μήλο, τ' άλλο ρόιδο/ άιντε και τους πιάσαμε κορόιδο!..

Μορφωτικό σκοπό είχανε κ' οι γιορτές, που κάναμε. Μια τέτοια γιορτή, η μεγαλύτερη για τα προλεταριάτα όλου του κόσμου, είναι η 17 του Νοέμβρη, όταν γιορτάζεται η επέτειος της ρούσικης επανάστασης. Φέτος είτανε τα 18χρονα αυτής της επανάστασης.

Από μέρες ετοιμαζόμαστε για τη γιορτή. Ανήμερα πρωί πρωί βγάλανε από το μεγάλο θάλαμο τα κρεββάτια· σφουγγαρίσανε το πάτωμα· στολίσανε τους τοίχους με εικόνες και επιγραφές. Τοποθετήσανε μέσα στη σκηνή το τραπέζι του προεδρείου και τρεις πάγκους· σκεπάσανε το τραπέζι αυτό (το γνωστό μας σανιδένιο κι αμπογιάτιστο του γραφείου) με μια κόκκινη κουβέρτα και ολοκληρώθηκε ο πλούσιος διάκοσμος της αιθούσης των εορτών!

Απ' αυτό το τραπέζι μιλήσανε οι ρήτορες της ημέρας (καμιά δεκαριά) και τονίσανε τη σημασία της επανάστασης και τις τεράστιες καταχτήσεις του σοσιαλιστικού πολιτισμού στη Σοβιετική Ενωση· και τονίσανε ακόμα ποια είνε τα καθήκοντα του διεθνικού προλεταριάτου μπροστά σ' αυτό το κοσμοϊστορικό γεγονός.

Η γιορτή άρχισε με επαναστατικά τραγούδια και τέλιωσε με το διάβασμα του χειρόγραφου «Ριζοσπάστη» που «δημοσιεύτηκε», φυσικά, παράνομα! Κατόπι «παρετέθη» μέσα στο θάλαμο το επίσημο γεύμα μας. Φάγαμε κρέας, κρέας γίδας με πατάτες (ευτυχία σπανιώτατη!), ήπιαμε κρασί όσο θέλαμε και μας δώσανε και φρούτα: μήλα της... εσχάτης υποστάθμης.

Το βράδυ είχαμε θεατρική παράσταση.

Λησμόνησα να ειπώ, ότι την παραμονή το βράδυ είχε διάλεξη ο Γληνός (από τις καλύτερες που έχει κάνει ίσαμε τώρα) για τις νέες οικονομικές πολιτικές και ψυχολογικές συνθήκες που δημιουργηθήκανε στη Ρωσία μετά την επανάσταση και μεταμορφώσανε σύρριζα το ένα έχτο της ανθρωπότητας.

Υστερ' από όλ' αυτά είχε δίκιο ο σύντροφος που είπε:

-Μονάχα εμείς οι αιχμάλωτοι είμαστε σήμερα... λεύτεροι στην Ελλάδα! Πουθενά αλλού δε γιορτάστηκε η οχτωβριανή επανάσταση, παρά μονάχα στα ξερονήσια μας!

Πνευματική και οικονομική ζωή

Με τα μαθήματα, με τις διαλέξεις, με τις εφημερίδες του τοίχου, με τις θεατρικές παραστάσεις και με τις προλεταριακές γιορτές ατσαλώνει την ψυχή του, φωτίζει το μυαλό του, πλουταίνει και καθαρίζει τον εσωτερικό του κόσμο. Γίνεται συνειδητότερος αγωνιστής της τάξης του. Και με τη στενώτερη γνωριμία του με τους άλλους συντρόφους της δυστυχίας του, με την καθημερινή συναναστροφή και τις κουβέντες μ' αυτούς μαθαίνει να τους εκτιμά και να τον τοποθετεί τον καθένα ανάλογα με το ηθικό του βάθος, με τη μόρφωσή του και την αγωνιστική του πείρα. Μαθαίνει να αποχτά εμπιστοσύνη στο ελληνικό προλεταριάτο -κ' έτσι ν' αποχτά εμπιστοσύνη και στον εαυτό του και στο κίνημα. Η καθημερινή ψυχολογική και πνευματική επαφή με την πρωτοπορεία της εργατικής τάξης τρίβει κ' εξανεμίζει εκείνη την απαισιοδοξία που σπείρανε σε όλα τα στρώματα του λαού οι μπλαζέδες διανοούμενοι και πολιτικοί της αστικής τάξης. Εδώ ανάμεσα στα γενναία και τίμια παιδιά του λαού αποχτά, παίρνει ένα αναστάσιμο λουτρό αισιοδοξίας και πίστη στην υγεία της ελληνικής ράτσας και βεβαίωση για το καλύτερο μέλλον της.

Κι αν τύχει κανένας πολιτικός εξόριστος, θύμα του ασύδοτου χαφιεδισμού, που κυβερνά και ατιμάζει σήμερα το δημόσιο βίο μας, κι έρθει εδώ χωρίς να έχει προσανατολιστεί ακόμα και τοποθετηθεί στον αγώνα, χωρίς δηλαδή να έχει αποχτήσει ταξική συνείδηση, εδώ σιγά σιγά θα ξεκαθαρίσει τη θέση του, θα ταχτοποιήσει τη συνείδησή του. Γιατί εδώ στην εξορία το κράτος με την κατάφωρη αδικία του τού δίνει τις ψυχολογικές προϋποθέσεις και τον απαιτούμενο καιρό να κάτσει, να σκεφτεί και να καταλάβει ποια είναι η βαθύτερη, η γενικώτερη σημασία της ατομικής του περιπέτειας. Κι οι συνειδητοί εργάτες είνε πολλοί για να τον βοηθήσουνε να σκεφτεί και να καταλάβει.

Ας υποθέσουμε ότι ο εξόριστος αυτός είνε κάποιος απεργός από την Καλαμάτα, από το Ηράκλειο, από το Αίγιο. Αυτός βρίσκεται στην εξορία, γιατί ζήτησε να διεκδικήσει το ψωμί το δικό του και της φαμίλιας του με το νόμιμο μέσο της απεργίας. Μα η αστυνομία κι η δικαιοσύνη τόνε χαρακτήρισαν με πολλούς άλλους συντρόφους του για «επικίνδυνο» κομμουνιστή. Ετσι τον βουτήξανε οι χωροφυλάκοι, τόνε σπάσανε στο ξύλο και τον παραδώσανε στη δικαιοσύνη «διά τα περαιτέρω». Αυτή τον καταδίκασε με την ευλογία του Ευσταυρωμένου, που είναι απάνου από τη δικαστική έδρα, «επί τη βάσει του ιδιωνύμου» σε φυλακή και ύστερα σ' εξορία.

Στην εξορία θα βρει κι άλλους ομοίους του από άλλα μέρη της Ελλάδας. Θα ιδεί πως δεν είνε μοναχός του θύμα της κρατικής αδικίας. Θα καταλάβει πως η εκμετάλλευση δε γίνεται μονάχα στο δικό του επάγγελμα, στη δική του δουλειά, μα είναι εκμετάλλευση όλων των ειδών της δουλειάς και όλων των επαγγελμάτων. Τότε θ' αρχίσει να νιώθει πως υπάρχει μια κυρίαρχη τάξη που εκμεταλλεύεται τις μάζες του λαού και τότε θ' αρχίσει να ξεκαθαρίζει ποιος είνε ο ρόλος του κράτους σ' αυτή την πραγματικότητα της εκμετάλλευσης. Κοντά σ' αυτά θα μάθει ποιος είνε ο ρόλος ένα σωρό άλλων κοινωνικών λειτουργιών και ποιος ο σκοπός των «αιωνίων ιδανικών», που μας τα δίνει ο Θεός για να στηρίζουμε την ανθρωπότητα στον καλό δρόμο. Κι έτσι ο απεργός της Καλαμάτας, του Ηρακλείου, του Αιγίου, που έρχεται στην εξορία με θολό το μυαλό και με πολύ βάρος στην ψυχή, θα φωτιστεί, θα ξαλαφρώσει θα πάρει κουράγιο και μπορεί μια χαρά να γίνει ένας από τους καλύτερους αγωνιστές της τάξης του.

Το σύστημα του ξυλοδαρμού με τη φάλαγγα στα αστυνομικά κρατητήρια, των φυλακισμών και των εκτοπίσεων δείχνει σε ποιο βαθμό έχει χάσει την ψυχραιμία της η κυρίαρχη τάξη. Γιατί αυτό το σύστημα δεν την ωφελεί. Δε σταματάει το κίνημα.

Το εναντίο, το μεγαλώνει, του δίνει μεγάλο ηθικό περιεχόμενο. Εξαγριώνει και συνειδητοποιεί τους αγωνιστές και μαζί μ' αυτούς όλα τα μέλη της φαμίλιας τους, που περιμένουνε ψωμί από τους προστάτες τους. Κανένας διωγμός δε μπορεί να σταματήσει την ιστορική εξέλιξη, να στηρίξει και να σταθεροποιήσει ξανά ένα χρεωκοπημένο κοινωνικό σύστημα. «Κι αν καούνε όλα τα μαρξιστικά βιβλία του κόσμου, οι κοινωνικές τάξεις θα εξακολουθούνε να υπάρχουν» (J. Baby). Δηλαδή πάλη τάξεων.

Είδαμε ώς τώρα πώς είναι οργανωμένη η πνευματική μόρφωση και η ηθική αγωγή των εξορίστων. Μένει τώρα να ιδούμε πώς είτανε οργανωμένη η οικονομική τους ζωή.

Οπως ο Αη-Στράτης είνε το καλύτερο νησί εξορίας απ' όλα τ' άλλα, έτσι κ' η κολλεχτίβα του είτανε κ' η... πλουσιώτερη απ' όλες. Πλουσιώτερη σχετικά με τις άλλες. Δηλαδή είχε τα περισσότερα... χρέη γιατί είτανε κ' η πολυπληθέστερη κολλεχτίβα.

Οταν το πρωί της δεύτερης μέρας, που ήρθανε στον Αη-Στράτη, συγκεντρωθήκαμε οι νεοφερμένοι μαζί με τους παλιούς στον κεντρικό θάλαμο και μας μίλησε ο Γραμματέας για την οργάνωση της κολλεχτιβιστικής μας ζωής· για το μορφωτικό σκοπό αυτής της ζωής· για την πειθαρχία και την ηθικότητά της κ.τ.λ. πήρε το λόγο μετά το Γραμματέα ο εξωτερικός διαχειριστής Φλώρος (που οι χωριάτες τονέ λένε... μεταχειριστή) και μας εξήγησε τα οικονομικά της κολλεχτίβας. Και μας είπε πάνου κάτου:

«Ταχτικό μας έσοδο είνε το δεκάδραχμο επίδομα, που παίρνουν οι περισσότεροι εξωρισμένοι. Γιατί είνε και πολλοί, που τα δικαστήρια ή οι Επιτροπές Ασφαλείας τους χαραχτηρίσανε για εύπορους. Αυτοί δεν παίρνουνε πεντάρα. Και ζούνε με το επίδομα των αλλωνών. Αλλα έκτακτα έσοδα είνε τα 50% των χρημάτων, που έχουν απάνω τους οι πρωτοφερμένοι εξόριστοι· καθώς και τα 50% των χρημάτων, που λαβαίνουνε με επιταγές του ταχυδρομείου ή καμιάς Τράπεζας· επίσης όσα βοηθήματα είτε σε χρήματα είτε σε τρόφιμα και είδη ρουχισμού στέλνουνε στην κολλεχτίβα διάφοροι φίλοι ή διάφορες εργατικές οργανώσεις. Το ίδιο 50% δίνει στην κολλεχτίβα κάθε σύντροφος (ξυλουργός, ράφτης, τσαγκάρης, γεωργός κ.τ.λ.) από τα κέρδη που βγάζει δουλεύοντας μέσα στο χωριό. Ενα έκτακτο έσοδο είνε και τα ψάρια, που παίρνει για μερτικό της η κολλεχτίβα στέλνοντας συντρόφους να βοηθάνε στο τράβηγμα της τράτας.

Μ' αυτά τα έσοδά της η κολλεχτίβα δίνει τροφή, ύπνο, φάρμακα, σαπούνι και τσιγάρα στους συντρόφους. Μ' αυτά επίσης κάνει και τα έξοδα του γυρισμού τους στον τόπο τους, άμα τελειώνει η ποινή τους.

Όταν παραλάβαμε τη διοίκηση της κολλεχτίβας μας βρήκαμε ένα παλιό χρέος από 27 χιλιάδες δραχμές. Απ' αυτές σιγά σιγά και με πολλήν οικονομία κατωρθώσαμε να ξεπληρώσουμε ίσαμε σήμερα 15 χιλιάδες. Μας μένουν άλλες 12. Κι αυτές θα τις ξεπληρώσουμε με το καλό, για να έχουμε... άσπρο πρόσωπο στην αγορά και πίστωση ανοιχτή. Δεν ταιριάζει οι μπακάληδες και οι έμποροι να μας στενοχωρούνε και να μας προσβέλνουνε κάθε τόσο γι' αυτά μας τα χρέη».

Η εισήγηση αυτή του σ. Φλώρου απάνου στα οικονομικά της κολλεχτίβας μπορούσε να γεννήσει την απατηλή εντύπωση, πως οι εξόριστοι εκεί στον Αη-Στράτη ή όπου αλλού είχανε λύσει το πρόβλημα της ζωής τους. Είτανε ευτυχισμένοι, αμέριμνοι, χωρίς ανησυχίες για το μέλλον.

Αληθινά έτσι νομίσαμε κ' εμείς. Είτανε καλοκαίρι ακόμα (ο Στρατηγόπουλος κι εγώ εξακολουθήσαμε τα μπάνια μας στη θάλασσα και κοιμόμαστε τ' απομεσήμερα κάτου από κάτι πυκνές βαλανιδιές, πέρα στη ρεματιά). Ολονώνε η υγεία είτανε ακόμα καλή. Και τις πρώτες μέρες τρώγαμε πολύ καλά, γιατί η τράτα δούλευε ταχτικά και το φρέσκο ψάρι: τηγανητό, σούπα, πλακί, δε μας έλειπε. Κ' είτανε και τέλος του μηνός και το Γραφείο είχε εισπράξει τα επιδόματα των παλαιότερων καθώς και τα 50% της... τσέπης μας.

Ωστόσο ο άνεμος αυτός της αισιοδοξίας γρήγορα «κόπασε». Και θα ιδούμε γιατί. Και θα μάθουμε γιατί τα νησιά της εξορίας είνε πραγματικά νησιά θανάτου.