Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Ποίηση


Γιάννης Βαρβέρης - Η ποπ ελαφρότητα του Πάσχα

Γιάννης Τριανταφύλλου, εφ. Ελευθεροτυπία, 1/4/2010

«Το θαύμα είναι πως ζήσαμε χωρίς το θαύμα»

Η ποιητική του συλλογή «Ο άνθρωπος μόνος» (εκδ. Κέδρος) πραγματεύεται το θέμα της αγωνίας του θανάτου, καθώς και εκείνο της θρησκευτικής πίστης, όπως τη βιώνει ο σύγχρονος άνθρωπος. Ο Γιάννης Βαρβέρης εξηγεί στην «Ε» πώς μπορείς να ζεις αξιοπρεπώς χωρίς να ελπίζεις στην άνωθεν παρέμβαση. Πώς μπορείς να αμφισβητείς, προσφέροντας ταυτόχρονα και άνθη ευλαβείας.

Είναι ο άνθρωπος μόνος;

«Έτσι πιστεύω, αλλά θα 'θελα ο τίτλος του βιβλίου μου να διαβάζεται και μ' έναν άλλον τρόπο: ότι ο άνθρωπος θα πρέπει να συνηθίζει στην υπαρξιακή μοναξιά και να διαθέτει παρρησία απέναντι στο γεγονός ότι είναι αβοήθητος».

Η αδυναμία στρέφει τον άνθρωπο στον Θεό;

«Το γεγονός του θανάτου είναι η σκληρότερη προοπτική του ανθρώπου και ο μόνος προορισμός του. Μπροστά σ' αυτόν, οι άνθρωποι χρειάζονται μια βακτηρία. Κάτι που κατανοώ, ειδικότερα για ανθρώπους που βρίσκονται σε μεγαλύτερη ηλικία. Είναι ένας φυσιολογικός φόβος. Οσο για εκείνους που πιστεύουν με έναν πιο θερμό τρόπο, παύουν και να έχουν αυτή την αγωνία. Γι' αυτούς η πίστη δεν αποτελεί απλώς μια βακτηρία, αλλά και ένα είδος αισιοδοξίας για να προχωρούν στη ζωή και απέναντι στις αντιξοότητες».

Στην εκδήλωση που έγινε για το βιβλίο σας στο Μέγαρο είπατε: «Εχω ανάγκη να ζω αξιοπρεπώς, χωρίς βακτηρίες, χωρίς το θαύμα». Αφαιρεί κομμάτι της ανθρώπινης αξιοπρέπειας η πίστη στο θαύμα;

«Το αντίθετο. Απλώς εγώ λέω ότι είναι πολύ αξιοπρεπής και εκτιμητέα η στάση η οποία θεωρεί θαύμα την ανυπαρξία του θαύματος. Και χαρακτηρίζω γενναίο τον άνθρωπο που προχωρά αποδεχόμενος μεν την ατέλεια της ύπαρξής του, μη βοηθούμενος δε από εξωτερικές μεταφυσικές δυνάμεις. Αλλά δεν αποκλείω τίποτε, γιατί υπάρχει ο κίνδυνος να αναγνωστεί ένα τέτοιο βιβλίο κατά τρόπο ιδεολογικό και όχι ποιητικό. Εγώ δεν είμαι θεολόγος, δεν έχω τις απαραίτητες γνώσεις. Το δικό μου στοίχημα είναι αποκλειστικά ποιητικό».

Στην ποίηση γιατί στρέφεται κάποιος; Επειδή δεν πιστεύει ή επειδή θέλει να πιστέψει αλλά δεν μπορεί;

«Και για τους δύο λόγους. Η ποίηση εκφράζει ελλείψεις, όχι βεβαιότητες».

Υπάρχει κάποιο ποιητικό χωρίο του Ευαγγελίου το οποίο σας ασκεί γοητεία, ανεξαρτήτως του όλου θρησκευτικού πλαισίου;

«Πάρα πολλά. Που είναι σοφά και γλαφυρά και τρυφερά. Δεν μιλώ αρνητικά για το δόγμα όσο για την αδυναμία μου να περιβληθώ το δόγμα. Το βιβλίο δεν είναι καθόλου αντικληρικό. Θα ήταν ένας καθήμενος στόχος να μιλά κανείς εναντίον των ιερέων και της Εκκλησίας. Ωστόσο, σε κάποιο σημείο για τον Παύλο, λέω στο μότο του ποιήματος: "Μπορώ να συζητώ με το φιλόσοφο, εννοώντας τον Ιησού, αλλά όχι και με τον μάνατζερ". Ο,τι ξεκινά και γίνεται επιχείρηση, προϊόν, αυτό είναι που περισσότερο ενοχλεί και που απομακρύνει κιόλας από το δόγμα».

Τη Μεγάλη Εβδομάδα ακολουθείτε κάποια εθιμοτυπία, κάποιες θρησκευτικές συνήθειες;

«Οχι. Και, σας βεβαιώνω, αυτό συνιστά μια πολύ μεγάλη μοναξιά. Γιατί αισθάνεσαι μόνος όχι μόνο απέναντι στον Θεό, αλλά και στους ανθρώπους».

Είναι όμως μια εκούσια μοναξιά, μια επιλογή.

«Είναι μια απόφαση μη κατηγορηματική, ανεξάρτητα αν φαίνεται ως τέτοια μέσα από το βιβλίο. Το οποίο, σε πολλά του ποιήματα, προσπαθεί, πέραν των αρνήσεων, να προσφέρει και ορισμένα άνθη ευλαβείας. Οπως τα ποιήματα που αναφέρονται στην Παναγία, στον Ιούδα ή στο πρόσωπο του Ιησού. Πουθενά στο βιβλίο δεν υπάρχει θέμα βλασφημίας. Αλλά μόνο αμφισβήτησης ή ακόμη και υπαρξιακής αγωνίας, εκφρασμένης με άλλον τρόπο».

Τον φόβο της απώλειας, του θανάτου, πώς τον διαχειρίζεστε;

«Είναι προφανές ότι δεν μπορεί κανείς να τα βάλει με το βέβαιον. Εκείνο που "προσεύχομαι" είναι να αποφευχθούν οι πόνοι. Να αποφευχθεί αυτή η μεγάλη, επιτρέψτε μου τον όρο, διακόρευση του σώματος. Αυτό είναι που εύχομαι σε όλους τους ανθρώπους, είτε πιστεύουν είτε δεν πιστεύουν. Από κει και πέρα, το γεγονός του θανάτου ίσως είναι και η απαρχή μας. Ισως η ζωή μας να είναι μια παρένθεση ανάμεσα σε θάνατο και θάνατο».

Τι θα βρει στο βιβλίο σας ένας άνθρωπος που δηλώνει πιστός;

«Ο πιστός έχει τον κίνδυνο της ιδεολογικής ανάγνωσης του βιβλίου, άρα και της λάθος ανάγνωσης».

Αν, παρά την πίστη του, διατηρεί κι ένα κομμάτι αμφιβολιών;

«Νομίζω ότι τότε θα βρίσκεται πιο κοντά και στο βιβλίο και σ' εμένα τον ίδιον. Αλλά εκείνος που δεν πιστεύει, φοβούμαι ότι θα βρει στο βιβλίο μου έναν ακούσιο σύμμαχο».

Δεν υπάρχει περίπτωση να κλονίσετε τη βεβαιότητα της μη πίστης του;

«Αυτό θα το ευχόμουν. Αλλά δεν θέλω να θεωρηθεί ότι εγώ κάνω μια πράξη προσηλυτισμού. Ισως κάνω μια πράξη διαλόγου, αν μπορώ να την κάνω, πράξη ποιητικού διαλόγου, καταθέτοντας και την προσωπική μου άποψη για κάποια πράγματα. Αλλά δεν θα 'θελα ποτέ, εκείνο που δεν πιστεύει να βρει έναν σύμμαχο σε μένα. Θα 'θελα να βρει έναν συζητητή».

Μήπως όσοι με περισσή αυτοπεποίθηση δηλώνουν άθεοι, προσπαθούν με αυτή την κραυγαλέα δήλωση καλύπτουν -και αυτοί- μια δική τους υπαρξιακή αγωνία;

«Είναι σίγουρο ότι όλοι προσπαθούν να καλύψουν την αγωνία τους. Αλλά, όπως στους πιστούς έτσι και στους μη πιστούς, εκείνο που φοβάμαι περισσότερο είναι ο φανατισμός. Γιατί πιστεύω ότι μέσα σ' αυτή τη ζωή δεν υπάρχει μεταφυσικά κανένας λόγος για να εκτρέφεται κανένας φόβος, αλλά και καμία ελπίδα».

Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο ή ο άνθρωπος έπλασε τον Θεό;

«Αυτά είναι πολύ ολισθηρά θέματα. Μπορώ να πω, όμως, ότι δεν είμαι καθόλου βέβαιος για την ύπαρξη του Θεού και τη δημιουργία του κόσμου από αυτόν, αλλά είμαι βέβαιος για τη δημιουργία του Θεού, ευθύς εξαρχής άμα τη γενέσει του ανθρώπου».

Υπάρχει καλύτερος Θεός από τον δικό μας Θεό;

«Για τον καθένα υπάρχει ένας Θεός που είναι καλύτερος από τον Θεό του άλλου. Ακόμη και τον ίδιο Θεό, αν πιστεύουν σ' αυτόν δύο, δέκα ή εκατό άνθρωποι, ο καθένας τον εκλαμβάνει διαφορετικά και βολεύεται καλύτερα. Υπό την έννοια αυτή, δεν υπάρχει ένας Θεός, καθώς δεν μπορώ να αποκλείσω τον Μωάμεθ ή θεότητες διαφόρων φυλών που δεν έχουν περάσει στον πολιτισμό ή ακόμη και την πολύ πολύ ανθρώπινη φοβία και θεοποίηση του πρωτόγονου ανθρώπου».

Αρα οι πολλές διαφορετικές θρησκείες είναι πολλές διαφορετικές ανθρώπινες ανάγκες, αγωνίες.

«Δεν είναι μόνο οι αγωνίες, είναι και οι τρόποι που διαχειρίζεσαι τις αγωνίες. Διότι μετατοπίζεις το νόημα και την έννοια του Θεού σου ανάλογα με την πνευματική σου κατάσταση, την παιδεία σου, τη συγκυρία στη συγκεκριμένη στιγμή στη ζωή σου. Συνεπώς είναι ένα πράγμα πολύ ρευστό, το οποίο όμως δεν μπορείς να το αρνηθείς στον άνθρωπο. Εγώ προτείνω στον άνθρωπο να περάσει απέναντι, να πετάξει το μπαστούνι και να προσπαθήσει να περπατήσει με τα δυο του πόδια. Το προτείνω - χωρίς να ξέρω όμως αν μπορώ να το κάνω εγώ».

Δύο ποιήματα του Γιάννη Βαρβέρη από την ποιητική συλλογή «Ο άνθρωπος μόνος» (εκδ. Κέδρος)

ΤΟ ΚΕΡΙ

Αυτό το κερί που άναψα

περαστικός από τον οίκο Σου

δεν είναι η προσευχή μου

για να Σε φτάσει εκεί ψηλά

δεν είναι οι παρακλήσεις μου

ούτε βεβαίως καμιά ελπίδα

που εναπέθεσα σε Σένα.

Η καθαρότητα της ύλης του

δε συμβολίζει το ακηλίδωτο

της πρόθεσής μου

και η μαλακή υφή του

καθόλου δεν υπόσχεται

την εύπλαστη μεταστροφή μου

στη μετάνοια

όπως οι αλληγορίες εγγράματων πιστών Σου

ξέρουν να τυλίγουν.

Μπορεί να μοιάζει μ' όλα τ' άλλα

όμως αυτό

ανάφτηκε για να Σου πει

πως ευτυχώς

στέκομαι εδώ αβοήθητος

και πως ακόμα

όσο μπορώ θα λάμπω.

ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

Η πόλη με οβελίες αλλού γιορτάζει.

Σταθμός Πελοποννήσου

κι απομεσήμερο του Πάσχα σε παγκάκι

μόνον εσύ κι εγώ καθόμαστε, μητέρα.

Είμαστε γέροι πια κι οι δυο

κι εγώ αφού γράφω ποιήματα

πιο γέρος.

Αλλά πού πήγανε τόσοι δικοί μας;

Μέσα σε μια βδομάδα

δεν απόμεινε κανείς.

Ηταν Μεγάλη βέβαια

γεμάτη πάθη, προδοσίες, σταυρώσεις-

θέλουν πολύ για να υποκύψουν οι κοινοί θνητοί;

Ετσι ακριβώς, από τα Βάγια μέχρι σήμερα

θα 'πρεπε κάπως να 'χαμε κι εμείς χωρέσει.

Ομως το Πάσχα τέλειωσε, μητέρα.

Κι εμείς τι θ' απογίνουμε

σ' ένα παγκάκι

αθάνατοι

καθώς νυχτώνει;