Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Πεζογραφία

«Ρωμιοπούλες», ένα άγνωστο μυθιστόρημα της Πηνελόπης Δέλτα

Εφημερίδα των Συντακτών, 22/12/2013

Κυκλοφορεί στις αρχές του νέου χρόνου από τις εκδόσεις «Ερμής» το πολυαναμενόμενο μυθιστόρημα-τριλογία της Π. Σ. Δέλτα «Ρωμιοπούλες» σε 3 τόμους

Κυκλοφορεί στις αρχές του νέου χρόνου από τις εκδόσεις «Ερμής» το πολυαναμενόμενο μυθιστόρημα-τριλογία της Π. Σ. Δέλτα «Ρωμιοπούλες» σε 3 τόμους. Πρόκειται για ένα ιστορικό και σε μεγάλο βαθμό αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα, με τη δράση του να εκτείνεται από το 1895 με την πτώση της κυβέρνησης Τρικούπη ώς τις εκλογές του 1920 και την πτώση του Βενιζέλου. Η κεντρική ηρωίδα, η Δέσποινα Δαπέργολα, ταυτίζεται με την Π. Σ. Δέλτα και ο βασικός ήρωας, ο Βάσος Γάβρας, είναι μια εξιδανικευμένη μορφή του Ιωνα Δραγούμη.

p-delta-1H δράση τοποθετείται στην Aθήνα. O πρώτος τόμος, «Tο Ξύπνημα», που ακολουθεί αρκετά πιστά τις νεανικές αναμνήσεις της Δέλτα, καταλήγει στον γάμο της ηρωίδας, το 1896. Θέμα του βιβλίου δεν είναι μόνο η ζωή της ηρωίδας αλλά και άλλες Ρωμιοπούλες, με τη δύσκολη κοινωνική τους μοίρα. Tο κεντρικό επεισόδιο, «H Λάβρα», καλύπτει τα πιο δραματικά γεγονότα της ηρωίδας από το 1907 ώς το 1909. O τρίτος τόμος, «Tο Σούρουπο», καλύπτει την περίοδο 1914-1920.

Το ιστορικό πλαίσιο με την έντονη παρουσία του βενιζελισμού διαγράφεται με πλούσια χρώματα και με πολλές παραπομπές στις πηγές της Δέλτα, εφημερίδες της εποχής και άλλα δημοσιεύματα. O ήρωας, ο Bάσος Γάβρας, ο μεγάλος και ανολοκλήρωτος έρωτας της Δέσποινας Δαπέργολα, που ζει τώρα με την Eρατώ Kρεμονέζε, δεν ακολουθεί από την αρχή την πολιτική του Bενιζέλου. Tελικά όμως, αυτός ο παλιός μακεδονομάχος θα πάει να πολεμήσει αεροπόρος στο μακεδονικό μέτωπο. Eκεί, καθώς υπερασπίζεται σε μια συζήτηση με τον νεανικό έρωτα της Δέσποινας την τιμή της, θα πέσει θύμα μιας παράξενης δολοφονίας. Bρίσκονται επάνω του κάποια ενοχοποιητικά στοιχεία, που ωστόσο αυτός ο ίδιος είχε κατορθώσει να αποσπάσει από την ερωμένη του μόλις διαπίστωσε πως ήταν κατάσκοπος του εχθρού και έτσι πολλοί του αποδίδουν προδοσία. H Δέσποινα Δαπέργολα γνωρίζει την αλήθεια, η οποία και θα αποκαλυφθεί. Kαι εκείνη μένει πάντα πιστή στη μνήμη του.

Oι «Pωμιοπούλες» τελειώνουν με την ήττα του Bενιζέλου στις εκλογές της 1ης Nοεμβρίου του 1920. Kαι η Πηνελόπη Δέλτα, ως Δέσποινα Δαπέργολα, θα προχωρήσει σε αυτή την απελπισμένη χειρονομία για άλλη μια φορά, πραγματοποιώντας έτσι την πράξη που δεν μπόρεσε, που δε την άφησαν ώς τότε να ολοκληρώσει και προαναγγέλλοντας τον δικό της, τον πραγματικό θάνατό της, σε μιαν άλλη στιγμή εθνικής καταστροφής.

Δημοσιεύουμε αποσπάσματα από το τελευταίο κεφάλαιο της τριλογίας, που αναφέρεται στις εκλογές του Νοεμβρίου 1920 με την απρόσμενη για πολλούς ήττα του Βενιζέλου και το τέλος της ηρωίδας.

Αλέκος Π. Ζάννας

Επιμελητής του αρχείου της Π. Σ. Δέλτα

………………………………………

Κυριακή. Πρώτη Νοεμβρίου. Εκλογές σε όλη την Ελλάδα. Η Αθήνα ήσυχη, νοικοκυρεμένη, αν και ο πληθυσμός όλος στο πόδι, πηγαίνει στις κάλπες, ψηφίζει ήρεμα, με το χαμόγελο, φιλικά διατεθειμένος ο ένας ψηφοφόρος προς τον άλλο.

Ο καθένας φορεί έναν Βενιζέλο ή μια άγκυρα, το σύμβολο του κόμματος, στην κουμπότρυπα. Πολλοί, επιδεικτικά, δείχνουν πως κρατούν χρυσό σφαιρίδιο «Για τον Βενιζέλο μας», και το ρίχνουν στην κάλπη.

Τάξη παντού, βία καμιά. Ποτέ δεν έγιναν τέτοιες ήσυχες εκλογές.

–«Μπαμπέσικες εκλογές», είπε συλλογισμένος ο Βλαδίμηρος Ιωάννου, ο πρώην βενιζελικός υπουργός, σιγορουφώντας τον καφέ του στης Ρωξάνης Σικελιώτη, που είχε μαζέψει στο απογεματιανό τσάι της όλους τους κορυφαίους βενιζελικούς.

–«Τι λέγει;» αναφώνησε ο Τηλέμαχος Μένανδρος, υψώνοντας τσιριχτά τη φωνή του. «Με τη Συνθήκη των Σεβρών στην τσέπη δε θα πάρει ο Βενιζέλος ενενήντα πέντε τα εκατό ψήφους;»

–«Εγιναν πολλά μετά τις 28 Ιουλίου», είπε ήσυχα ο Ιωάννου. «Η ατμοσφαίρα είναι βαθιά ταραγμένη. Δε μ’ αρέσει αυτή η ησυχία, η δήθεν ομόνοια εμπρός στις κάλπες».

–«Αστειεύεσαι υποθέτω!» φώναξε ο Μένανδρος. «Μα αν τα λες εσύ αυτά, που είσαι του κόμματος, τι θα πουν οι άλλοι, οι αντίθετοι;»

–«Αρα, παραδέχεσαι πως υπάρχουν αντίθετοι», αποκρίθηκε ο Ιωάννου.

–«Υπάρχουν, και είναι, φοβούμαι, πολλοί», είπε συλλογισμένη η Βασιλική Ξανθοπούλου. «Ετυχε προχθές να περπατώ στην Πλάκα, απόγεμα, προς το βράδυ, και να δω μπακάληδες, μικροπουλητές και νοικοκυραίους, καθισμένους στην πόρτα τους και διαβάζοντας εφημερίδα. Περνώντας τις κοίταζα. Ολες ήταν της αντιπολιτεύσεως. Πέρασα από τον Εθνικό Κήπο. Κάθε λίγο, από κανένα παράδρομο, πετάγουνταν μια τσούρμα παιδιά και φώναζαν, “Ελιά! Ελιά! Και Κώτσο Βασιλιά.

Περνούσε η ώρα. Είχε νυχτώσει. Κάπου κάπου ένας έπαιρνε το τηλέφωνο:

–«Τι νέα;»

–«Είναι νωρίς ακόμα να ξέρομε αποτελέσματα», ήταν η απάντηση, «μα τουλάχιστον εβδομήντα πέντε τα εκατό τα παίρνομε».

Και περνούσε η ώρα.

Ενας ένας έφευγε, πήγαινε χαρούμενος σπίτι του ή στη λέσχη για ειδήσεις, ή στα εκλογικά κέντρα.

–«Δεν πάμε και μεις, Δέσποινα;» έκανε ο Δαπέργολας. «Είναι πια και ώρα του τραπεζιού…»

Η πόρτα άνοιξε και η Ειρήνη μπήκε μέσα. Σιωπηλά άνοιξε το γούνινό της επανωφόρι και κάθισε σε μια καρέκλα.

–«Ενας ένας έβγαζε και πετούσε τον Βενιζέλο που φορούσε στην κουμπότρυπα. Και πίσω από το πέτο του ρούχου του, είχε κλαδάκι ελιάς, και το περνούσε στην κουμπότρυπα. Και φωνές! Ζητωκραυγές! Επεσε και ξύλο…»

–«Φαντάζεσαι, Γρηγόρη, πως μπορεί ν’ αποτύχει ο Βενιζέλος;» ρώτησε η Δέσποινα σαν μπήκαν στο αυτοκίνητο.

–«Μου φαίνεται αδύνατο», αποκρίθηκε ο Γρηγόρης, «εκτός αν τρελάθηκε το Γένος».

Με το χέρι στο τιμόνι, γύρισε ο Στάθης, ο αυτοκινητάς, και είπε στον αφέντη του:

–«Εχεις δίκαιο, Κύριε. Τρελάθηκε το Γένος. Θα μάθομε και χειρότερα αύριο. Δε βγαίνει βουλευτής ούτε ο Βενιζέλος…»

Παντού ελιές, το σύμβολο του Γούναρη. Οι βασιλικοί πανηγύριζαν με θόρυβο, με φωνές, μεθυσμένοι, σαν να μην περίμεναν οι ίδιοι την επιτυχία τους. Αυτοκίνητα διέσχιζαν τους δρόμους σκεπασμένα ελιά και εικόνες του Κωνσταντίνου. Ρομβίες, σε κάθε γωνιά του δρόμου, άλεθαν ξεκουφαντικά το «Γιο του Αετού».

Είχε δίκαιο ο Στάθης, είχε τρελαθεί ο ελληνισμός.

Στη λεωφόρο Κηφισιάς γίνουνταν, θα ’λεγες, μάχη. Πυροβολισμοί χωριστοί, μπαταριές απανωτές έπεφταν αδιάκοπα. Εμπρός στην πολυκατοικία της γωνιάς Ηρώδου του Αττικού, ένας υπαξιωματικός είχε μαζέψει στρατιώτες, και με το πιστόλι στο χέρι, με μεγάλους βηματισμούς, πήγαινε κι ήρχουνταν μπροστά τους, παρακινώντας τους να πυροβολούν, ξεφωνίζοντας σαν να τους οδηγούσε σε έφοδο.

–«Φωτιά, παιδιά! Κάτω το χακί!»

Και όλοι μαζί πυροβολούσαν στον αέρα, ξεφωνίζοντας ξελαρυγγισμένοι, ζητωκραυγάζοντας. Ηταν η ηρωική, η πειθαρχική Μεραρχία Κυδωνιών, που είχε ξεφύγει του διοικητού της, που έδινε πρώτη το παράδειγμα της απειθαρχίας και της αταξίας.

Και το άλλο πρωί πήγαν. (…) Στο σπίτι του Βενιζέλου, βρήκαν τον Παύλο, με τον Πέτρο, την Ειρήνη και τη Ρωξάνη Σικελιώτη.

Και ανάμεσά τους, ψηλός, νευρωμένος, ήρεμος, ίσιος, σαν κυπαρίσσι υπερήφανο, στέκουνταν ο Βενιζέλος.

Τους είδε, και πλησίασε με το γοργό ελαστικό του βήμα.

–«Ελάτε στην τραπεζαρία, θα είμεθα πιο ήσυχοι», είπε, ανοίγοντας μια πόρτα. Και πέρασε μαζί τους στο πλαγινό δωμάτιο, αποκλείοντας τον κρότο και τα σύρτα φέρτα.

Θλιμμένα είπε ο Γρηγόρης:

–«Μας εγκαταλείπετε, κύριε Πρόεδρε;»

Τον διέκοψε ο Βενιζέλος με ορμή.

–«Μην τη λέτε αυτή τη λέξη!» αναφώνησε. «Δεν εγκαταλείπω τίποτα, δεν εγκαταλείπω κανέναν. Με διώχνουν».

Εβγαλε ένα χαρτί από την τσέπη του και του το έδειξε. Ηταν γράμμα του Ράλλη. Παραπονιούνταν πως οι Κρητικοί ατακτούν, πως το κόμμα αντιδρά. Τον παρακαλούσε να φύγει. «Δεν μπορώ να κυβερνήσω όσο μένετε εσείς εδώ», του έλεγε.

–«Φεύγω αύριο», είπε ο Βενιζέλος. «Δε θέλω να φέρω δυσκολίες στη νέα κυβέρνηση. Αρκετές δυσκολίες θα έχει ν’ αντιμετωπίσει, εσωτερικές κι εξωτερικές…» Κι επανέλαβε, «ιδίως εξωτερικές…»

–«Δε θα περάσουν έξι μήνες, και θα σας ξανακαλέσουν εκείνοι που σας καταψήφισαν προχθές, κύριε Πρόεδρε», αναφώνησε η Ρωξάνη.

Γύρισε ο Βενιζέλος. Τα γαλανά του μάτια ήταν φορτωμένα σκέψη και θλίψη.

–«Σ’ έξι μήνες, κυρία μου, θα έχουν συντελεστεί καταστροφές τέτοιες, ώστε κανένας δε θα μπορεί να τις επανορθώσει», προφήτεψε.

Πήγαν την επαύριον, Τετάρτη 4 Νοεμβρίου, και αποχαιρέτησαν τον Αρχηγό. Ηταν σταχτί, κρύο, κατσουφιασμένο σούρουπο. Κόσμος στο δρόμο είχε μαζευθεί. Από νωρίς, κυρίες του παλατικού κόσμου είχαν έλθει και είχαν φέρει τα παιδιά τους, με όλο το κρύο, να δουν το «θέαμα» αυτό, το δημιουργό της Μεγάλης Ελλάδας, να φεύγει διωγμένος.

Κατέβηκε ο Βενιζέλος ήσυχος, μπήκε μ’ ένα δυο φίλους του στο αυτοκίνητο, και πέρασε ανάμεσα στις γραμμές των εχθρών του, που μουδιασμένοι, υποταγμένοι, δεν τόλμησαν να τον αποδοκιμάσουν. Πέρασε ανάμεσά τους, αδιάφορος και ασυγκίνητος. Αν μάτωνε η καρδιά του, δεν το έδειχνε.

Οι άντρες συνόδευαν τον Αρχηγό ως το πλοίο, από φόβο μη συμβεί τίποτα κακό.

.. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Μόνη στην κάμαρά της, εκείνη τη νύχτα, μ’ ένα άγγιχτο βιβλίο στα γόνατά της, η Δέσποινα αναπολούσε όσα είχε ακούσει.

Ηταν αργά. Το σπίτι όλο είχε αποκοιμηθεί, και τα φώτα όλα είχαν σβήσει. Μόνο στο τραπεζάκι πλάγι της, έκαιε μια ηλεκτρική λάμπα, και στο τζάκι, δυο κούτσουρα μεγάλα αποκαίουνταν.

Κρύωνε, ήταν κουρασμένη, χτυπούσε η καρδιά της. Και πονούσε, πονούσε το πλευρό της, είχε δυσφορία, το ήξερε πως ήταν προμηνύματα, πως πρέπει να πλαγιάσει, πως πάλι θα της έλθει αιμόπτυση. Μα βαριούνταν να κουνήσει.

Και σαν της έλθει, και τι; Γιατί να παιδευόμαστε, να μακραίνομε ένα βάσανο; Γιατί τι άλλο είναι η ζωή από ένα βάσανο; Ακουσες ποτέ κανέναν να είναι ευχαριστημένος από τη ζωή; Να μην παραπονιέται για τη ζωή;

Σηκώθηκε και άνοιξε το σερτάρι της, πήρε το ημερολόγιό της και άνοιξε την τελευταία γραμμένη σελίδα.

«Ω Πατρίδα, εσύ, η τελευταία μεγάλη αγάπη, που δεν απατάς ποτέ, δεν απογοητεύεις, δεν ελαττώνεσαι, δε μικραίνεις, δεν κλονίζεσαι…»

Δεν ήταν αλήθεια! Κλονίζουνταν και αυτή. Σαν όλες τις αγάπες, μίκραινε και αυτή, απατούσε και αυτή…

Δεν είχε χαράξει από τότε ούτε λέξη στο τετράδιό της. Σαν τον Βενιζέλο, την είχε κλονίσει και αυτή η δολοφονική χειρονομία δυο Ελλήνων αξιωματικών, την ώρα που πραγματοποιούνταν αιώνων όνειρα του ελληνισμού, η «Μεγάλη Ιδέα», το άνοιγμα πάλι της Αγια-Σοφιάς. Απατούσε και αυτή, η τελευταία, η μεγάλη αγάπη. Βεβηλώνουνταν με την ευτελή πράξη, το μίσος δυο γαλονάτων αυλοδούλων.

Της ήλθε στενοχώρια. Μια γουλιά αίμα την έπνιξε. Την έφτυσε στη φωτιά και ζήτησε τις στάλες της.

–«Τρεις, τέσσερις, πέντε…»

Της χρειάζουνταν δέκα. Μα το μποτιλάκι της δεν είχε τις δέκα…

Μα ναι! Στο τραπεζάκι, πλάγι στο άδειο μποτιλάκι, έστεκε άλλο ανέπαφο. Το είχε θυμηθεί η Αννα; Η χρυσή, η ευλογημένη Αννα; Και της είχε φροντίσει τις καθησυχαστικές της στάλες;

Και πονούσε τόσο απόψε! Το είχε φανταστεί και αυτό η Αννα; Δέκα στάλες…; Δεκαπέντε; Είκοσι; Τι πείραζε;

Θυμήθηκε τον ξένο γιατρό, και τον τρόπο που την κοίταζε και τη μελετούσε.

–«L’horrible nécessité de vivre…»1

Ποιος την υποχρέωνε; Τι τη βαστούσε στη ζωή;

Της είχε πει ο άλλος μια φορά, με τη χαμηλή, λίγο σκιερή φωνή του, «μη μ’ αφήνεις μόνο στη ζωή».

Μα την είχε αφήσει εκείνος. Και ζούσε τώρα εκείνη, ένα χρόνο και πάνω, μόνη, κατάμονη κι έρημη, χωρίς άλλο φως από τη λάμψη της δόξας της εθνικής.

 p-delta-2

Πήρε την πένα της, και με σφιγμένα δόντια, κάτω από την τελευταία γραμμένη γραμμή, χάραξε δυο λέξεις: «Finis Greciæ». Και πρόσθεσε μιαν ημερομηνία: «1 Νοεμβρίου 1920».

Σήκωσε το χέρι να πάρει το στυπόχαρτο, και σκόνταψε το άθικτο μποτιλάκι με τις ανακουφιστικές στάλες.

… Πειρασμός ή απόφαση;

Ανοιξε το μποτιλάκι, το άδειασε ολόκληρο σ’ ένα ποτήρι, και το ήπιε ως την τελευταία ρανίδα.

Τι έβλεπαν άραγε τα μάτια αυτά, τα θαμπωμένα στο θάνατο;…

Τι επαφή να έχουν οι πεθαμένοι με τους ζωντανούς;…

Το ήξερε άραγε, πέρα που ήταν, πως αυτοκτόνησε προχθές το έθνος; Το έθνος, που τόσο μόχθησε αυτός να το ενώσει και να το απολυτρώσει;

… Μα υπάρχει ακόμα τρόπος! Ναι, υπάρχει ακόμα τρόπος…

–«Στάσου, άκου, Βάσο…»

Δεν άκουσε κείνη τη φωνή της, ούτε και τη δική του, που κάτι της απαντούσε το σωπασμένο του πια στόμα.

Πήγε να του πει να το επαναλάβει. Της ξέφευγαν οι λέξεις. Θέλησε να τις κυνηγήσει, να τις αρπάξει. Ολες μπερδεύουνταν, αναβόσβηναν, χλώμαιναν, πετούσαν μια λάμψη και χάνουνταν.

–«Ακου… Βάσο…»

Ανακατώνουνταν και ο λογισμός της. Τον έχανε. Εκανε να τον προφθάσει. Της ξέφευγε…

Μα και τα χείλη της πάγωναν… Κρύο! Κρύο! Το τζάκι…;

Ξαφνικά μπατάρησε η σκέψη της, ναυάγησε.

Και βούλιαξε και χάθηκε στο σκοτάδι το παντοτινό.

ΤΕΛΟΣ

Δεκέμβριος 1939 Π. Σ. Δέλτα.