Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Πεζογραφία

Στρατής Δούκας, Ιστορία ενός αιχμαλώτου

Αποσπάσματα

Από την κούραση πείνα δε νιώθαμε, μονάχα η δίψα μας έκοβε. Ξαπλωμένοι σαν άρρωστοι κάτω απ' τα πεύκα, μασούσαμε τα χλωρά πούσια. Και σα φάνηκαν στον ουρανό λίγα σύννεφα, παρακαλούσαμε να βρέξει. Αυτά άπλωσαν, σκοτείνιασαν, κατέβηκαν χαμηλά, και πάλι σιγά σιγά χάθηκαν. Ο ήλιος έριξε την κάψα του τώρα πιο πολλή, κι εμείς απελπισμένοι φωνάζαμε:

- Νερό! Νερό!

Μα κανένας δε μας άκουγε.

Μετά πέντε ώρες, ήρθε ένας ξανθός, καλοντυμένος χότζας, κι εμείς όλοι με μια φωνή τον παρακαλούσαμε:

- Χότζα, Αλλάχ ασκινά, διψούμε, νερό!

Σα να φχαριστήθηκε με τα χάλια μας, είπε:

-Έτσι θέλω να σας βλέπω ως το τέλος, σαν τα φίδια να σερνόσαστε.

Κι έφυγε. (...)

Εφτά μέρες περάσαμε έτσι. Όσοι είχαν λεφτά πίνανε, μα όσοι δεν είχανε πίνανε το κάτουρό τους.

Πολλοί πέσανε ψάθα από πείνα και δίψα. Οι συνοδοί μάς είπανε να βγει από μας αγγαρεία, να τους πετάξουμε. Κι εμείς μαλώναμε ποιος θα πρωτοβγεί γιατί θα' πινε νερό.

Βγήκαν καμιά κοσαριά νομάτοι με τα κάρα και τους πέταξαν μακριά, έξω απ' την πολιτεία...

Μέσα στο νοσοκομείο ήταν και μαγνησαλήδες αιχμάλωτοι που μας έλεγαν πως το συντριβάνι στην αυλή έχει νερό.

Εμείς τ' ακούγαμε και δεν το πιστεύαμε.

Τη νύχτα ξυπνήσαμε από φωνές και μάθαμε πως οι Μαγνησαλήδες έσπασαν το κιούγκι κι ήρθε νερό. Τότε σηκωθήκαμε όλοι και χτυπιόμαστε ποιος θα πρωτοπιεί. Απ' τις φωνές μας οι σκοποί πήρανε είδηση κι άρχισαν να πυροβολούν. Αφού έπεσαν κάμποσα κορμιά, μας έκλεισαν σε συρματόπλεγμα. Εκεί μέσα παίρναμε λάσπη και βυζαίναμε.

Και σ' εφτά μέρες απάνω έρχεται πάλι ο χότζας κι εμείς με φωνές τον παρακαλούσαμε.

-Σωπάτε, μας λέει, γιατί θα φύγω αν φωνάζετε. Ήρθα, να σας σώσουμε.

Στο λόγο απάνω, έφεραν σε καλάθια κουραμάνες. Μας έβαλαν στο ζυγό, δίνοντας στους δυο νομάτους από μισή. Ύστερα με τη σειρά μάς άφησαν στο συντριβάνι να πιούμε νερό.

Εκείνη τη μέρα είχε έρθει άνθρωπος μεγάλος απ' το Αχμετλί, μας έλεγαν οι στρατιώτες, κι από δω κι εμπρός θα περάσετε καλά.

Το βράδυ μάς έγδυσαν. Ό,τι είχαμε απάνω μας, δαχτυλίδια, ρολόγια, μας τα πήρανε. Ως και τα χρυσά δόντια μάς βγάλανε απ' το στόμα.

Το πρωί μάς σήκωσαν. Κι όταν ετοιμαζόμαστε, μαζεύτηκαν απ' έξω οι ζεμπέκηδες, με ζουρνάδες και νταούλια, και βγαίνοντας μας χτυπούσαν με τα όπλα τους. Εκεί, ήρθε άλλος αξιωματικός. Μας παρέλαβε και ξεκινήσαμε.

Έξω απ' τη Μαγνησία, μακριά τρεις ώρες, ήταν ένα μεγάλο αμπέλι, τριγυρισμένο με φράχτη. Εκεί μας έκλεισε μέσα κι έβαλε σκοπούς να μας φυλάν ώσπου να ξημερώσει.

Εμείς σκορπίσαμε στα τρυγημένα κλήματα και τρώγαμε φύλλα με την κουραμάνα.

Κι άμα νύχτωσε, δυο έκαναν να φύγουν. Οι σκοποί τούς έπιασαν και μπροστά μας τους σκότωσαν. Το πρωί μας έλεγε ο λοχαγός:

-Άπιστα σκυλιά! Εγώ κοιτάζω να σας κάνω καλό κι εσείς μου φεύγετε;

Και διέταξε να μας σηκώσουν.

Ώρες βαδίζαμε. Και κει που κάναμε στάση, σ' ένα σταθμό, ήρθαν κάμποσοι τούρκοι πολίτες, κι είπαν του αξιωματικού να τους αφήσει να ψάξουν ανάμεσά μας κι άμα βρουν κάποιον που ζητούσαν, να τον πάρουν.

-Ναι, τους λέει, κοιτάχτε κι άμα τον βρείτε πάρτε τον.

-Άφεριμ, άφεριμ, είπαν και χώθηκαν στο σωρό μας. Τον βρήκαν. Ήταν Αρμένης, ο περβολάρης του σταθμού.

-Βρε κερατά Αρμένη, εσένα γυρεύουμε.

-Τι θέλετε από μένα; τους είπε. Μια ψυχή έχω να παραδώσω.

Και με το κεφάλι ψηλά, σα να 'θελε να τον δούμε όλοι, πέρασε ανάμεσά μας.

-Πάρτε τον! φώναξε ο λοχαγός.

Ο Αρμένης άμα άκουσε έτσι, ρίχτηκε απάνω σε κείνον που πρωτάπλωσε να τον πιάσει και με πάθος του δάγκωσε το λαρύγγι.

Οι άλλοι τον χάλασαν αμέσως. πρόφτασε μόνο κι είπε:

-Κάντε με ό,τι θέλετε, το αίμα μου το πήρα.

Αφήσαμε πίσω μας το ζεστό κουφάρι, που το κλοτσοκυλούσαν ακόμα, και τραβήξαμε για τον Κασαμπά. Εκεί ήταν όλα στάχτη. Σε μια μάντρα μας βάλανε. Από κει βλέπαμε να περνούν άλλους αιχμαλώτους, κι ακούοντας από μακριά τα μαρτύριά τους, δοξάζαμε το Θεό.

 

 

Έφτασε το Μπαϊράμι κι εγώ έτρεμα που δεν ήξερα πως μπαίνουν στο τζαμί. Τ’ απέξω τα είχα μάθει, μα τα μέσα που γινόταν στο τζαμί δεν τα ήξερα.

Αποβραδίς μου λέει το αφεντικό μου:

― Ν’ αρμέξεις πολύ πρωί και να ’ρθεις να προφτάσεις το τζαμί σου.

― Ναι, του είπα πρόθυμα.

Άμα έφυγε, άφησα τον μικρότερο παραγιό να το σκάσει για το χωριό του. Ύστερ’ απ’ αυτόν έφυγε κι ο Χασάν, ο βοσκός, κι έμεινα μοναχός.

Το πρωί, να κι έρχεται ο αφεντικός μου, καβάλα στ’ άλογό του.

― Που είναι οι άλλοι; με ρώτησε.

Εγώ του είπα, κάνοντας τον στεναχωρημένο:

― Κρίμας που δεν μπόρεσα να προσκυνήσω. Έχασα τη σαρακοστή μου.

― Δεν πειράζει, μου λέει, αφού ήρθε έτσι. Και μ’ αγκάλιασε. Τον έσφιξα κι εγώ απάνω μου.

― Μπαϊράμ μουμπαρέκ ολά.

― Αλλάχ ερέζ ολά. Ευχηθήκαμε.

Σαν τραβηχτήκαμε, μου ξανάπε πάλι:

― Πολύ στεναχωρήθηκα, έπρεπε να ’ρθεις.

― Δεν πειράζει, αφεντικό, του απάντησα, αυτά είναι παιδιά, ας γλεντήσουν.

― Όχι, μου λέει, πρώτα ο μεγαλύτερος· ας είναι, άμα θα ’χουμε Κουρμπάν Μπαϊράμ1.

Χαιρετιστήκαμε κι έφυγε.

Κοντά μεσημέρι ήρθε ο μικρός. Ριζά τον λέγανε. Μετά από ώρα ήρθε κι ο Χασάν, ο βοσκός.

Σαν τα είπαμε, αφήσαμε το Ριζά στο κοπάδι και κατεβήκαμε στα Θείρα για σεριάνι2.

Παντού ήταν όμορφα στολισμένα. Στο φρουραρχείο μπροστά ο αγέρας κυμάτιζε τις σημαίες. Στα καφενεία αράδα τα νταούλια κι οι ζουρνάδες. Το βουητό τους μ’ ανατρίχιαζε· αναθυμόμουν τις δικές μας μεγαλοσκόλες3 και τα μάτια μου βούρκωσαν. Η χαρά τους με τη λύπη μου ανακατώθηκαν μέσα μου. Έχασα το κουράγιο μου.

― Πάμε να φύγουμε, είπα του Χασάν.

Εκείνος με τράβηξε μες στο καφενείο να πάρουμε ένα λουκούμι. Μέσα κι έξω χόρευαν οι τσέτες οπλισμένοι· τα όπλα τους, τα μαχαίρια τους, θαρρούσα πως πετούσαν στον αέρα.

― Έλα, μου λέει ο Χασάν, προχώρα να πάρουμε σειρά.

Ο καφετζής καθόταν καβάλα σε μια καρέκλα και φώναζε στον καθένα με τη σειρά.

― Έσύ, με ρώτησε, θα χορέψεις; Πέρνα.

― Όχι, δεν ξέρω, του λέω. Είμαι Μακεδόνας.

― Σα δεν ξέρεις, μην έρχεσαι. Αφού ήρθες, θα χορέψεις. Και με τράβηξε.

Ο Χασάν ήρθε ξοπίσω μου και πιάσαμε το χορό.

― Είδες το μουατζίρ, πως χορεύει; λέγανε γύρω μας.

Στο χορό απάνω, πρόσεξα το περίπολο που μας κοίταζε. Τρόμαξα.

― Πάμε, λέω του Χασάν. Είναι μοναχός ο μικρός, μ’ έναν κάμπο πρόβατα.

― Όχι, μου λέει, θα μείνουμε ως το πρωί.

Εγώ τον άφησα κι έφυγα για το μαντρί. Ο αφεντικός μου ήταν εκεί. Ξαφνιάστηκε που με είδε.

― Γιατί γύρισες; μου είπε.

Και με ξανάστελνε πίσω με το ζόρι.

― Κουράστηκα, αφεντικό, του είπα, αύριο πάλι.

Την άλλη μέρα άρμεξα πρωί, όπως πάντα, τα πρόβατα και σαν τα έβγαλα στη λάκκα με τον παραγιό, γύρισα στο μαντρί να ντυθώ. Πλύθηκα, καλοστολίστηκα και τράβηξα στην πολιτεία.

Όπως περνούσα από το χάνι, βλέπω μπροστά μου τον Σαλή εφέντη τον εισπράκτορα.

Μας ήξερε στο χωριό, γιατί κι εμείς είχαμε πρόβατα, και πολλές φορές έμεινε στο σπίτι μας.

― Το σκυλί, είπα μέσα μου και το ’στριψα.

Εκείνη τη μέρα γύριζα στους δρόμους. Δεν έβρισκα ησυχία όπου κι αν πήγαινα. Θαρρούσα πως πίσω μου ερχόταν ο Σαλή εφέντης.

Ο ήλιος είχε βασιλέψει κι εγώ δεν είχα το θάρρος να γυρίσω. Μια στιγμή τίναξα τα καινούρια μου ρούχα, έβγαλα, έβαλα το φέσι μου και τράβηξα ολόισα στο μαντρί.

Τα πρόβατα έβοσκαν γύρω. Ο Χασάν με ζύγωσε. Δεν του μίλησα. Ξάλλαξα, έβαλα τα παλιά μου ρούχα και ησύχασα.

Ο καιρός περνούσε κι ο αφεντικός μου όλο και πιο καλός γινόταν μαζί μου. Ένα βράδυ μου λέει, καθώς μετρούσαμε το γάλα:

― Ξέρεις, Μπεχτσέτ, τώρα που μπαίνει το καλοκαίρι σκέφτουμαι να μοιράσω το χτήμα, κι απ’ τη μεριά που ’ναι η τουλούμπα1 με το νερό δώδεκα στρέμματα, θα το βάλουμε μποστάνι. Τι γνώμη έχεις εσύ;

― Ο,τι ορίζεις, αφεντικό· χέρια μονάχα χρειάζονται.

― Καλά, μου λέει, αυτό το ξέρω· όλοι μαζί θα δουλέψουμε, κι οι γυναίκες.

Ύστερ’ από μέρες στήσαμε το τσαρδάκι μας καταμεσής στο χτήμα. Ολογυρίς είχαμε τις συκιές που μας έκλειναν μέσα. Ήταν μια χαρά. Οι γυναίκες δούλευαν γερά, και μας βόλευαν από φαΐ μαγερεμένο.

Και μες στις μέρες που περνούσαν με τη δουλειά, ο αφεντικός μου έβαλε στο νου του να με παντρέψει με μιαν ανιψιά του, την κόρη του αδερφού του, που ’χε σκοτωθεί στα Δαρδανέλια.

― Δεν κάνει, του είπα, αφεντικό, εγώ είμαι φτωχός και ξένος, δεν έχω αξία να μπω στο σπίτι σου.

― Όχι, μου λέει, την αξία σου την έχεις. Εγώ θέλω να σε κάνω δικό μου, να μπεις στη θέση του αδερφού μου Σουλεϊμάν, να πάρεις την κόρη του, τη Ζουμπέιντα.

― Αφεντικό, του είπα, πάλι, να με συμπαθάς, μα δεν ξαναπαντρεύουμαι. Μια και στάθηκα άτυχος από τον πρώτο μου γάμο, δεν ξαναμπαίνω στον κόσμο. Έχω και την αδερφή μου, που την έχω αφήσει μόνη στην Προύσα.

Κι οι γυναίκες σαν έμαθαν απ’ τον αφέντη μου την κουβέντα μας, πέφτουν απάνω μου.

―Να σε παντρέψουμε, Μπεχτσέτ, φέρε και την αδερφή σου εδώ, αδερφή μας να την κάνουμε.

― Καλά, πρώτα να πάω να τη φέρω και μια μέρα να παντρευτώ.

― Ας γίνει κι έτσι, μου λέει ο αφεντικός μου. Εγώ μια φορά να ’χω το λόγο σου.

― Καλά, του λέω. Πρώτα να φέρω την αδερφή μου και βλέπουμε.

 

 

Από τότε πέρασε καιρός. Κι ένα βράδυ που ’ρθε τ’ αφεντικό μου απ’ τα Θείρα μου λέει:

−Έλα να σου πω ένα καλό μαντάτο.

−Ας είναι χαϊρλίδικο, του λέω.

−Στο Αϊντίν έπιασαν έναν Γκιαούρη, που ήταν παραγιός σε Τούρκο κι έκανε το μουσουλμάνο.

−Μίλα καλά, του λέω, πώς πιάστηκε το σκυλί; κι η γλώσσα μου τραβήχτηκε κάτω.

−Πήγε στο τζαμί να προσκυνήσει και δεν ήξερε να πλυθεί. Απ’ αυτό κι απ’ άλλα τον κατάλαβε ο χότζας, και στη στιγμή τον πήραν και τον κρέμασαν στην αγορά, στο μεγάλο πλάτανο.

Κι απ’ τα σουσούμια που μου ’δωσε κατάλαβα πως ήταν ο σύντροφός μου. Έτσι, πριν το Μάρτη ακόμα, κάναμε τη νέα συμφωνία με πενήντα μπαγκανότες και τα έξοδα δικά του, όπως και πριν.

Οι μέρες περνούσαν γρήγορα, η μια πίσ’ απ’ την άλλη και γέμιζα από φόβο, που έφτανε η σαρακοστή.

Την πρώτη μέρα πρόσεξα πώς ξύριζαν τις τρίχες τους. Έκανα κι εγώ το ίδιο. ξύρισα το στήθος μου.

−Θεέ μου, συχώρεσέ με, είπα και δάκρυσα. Αυτή τη χρονιά όλοι θα έκαναν σαρακοστή, γιατί είχε φύγει ο Γκιαούρης, ο εχθρός.

−Κι εγώ πρέπει να πιάσω τη νηστεία, λέω του αφεντικού μου.

−Εγώ θα κάνω και για σένα, μου λέει, εσύ δεν έχεις αμαρτία, είσαι στα ξένα κι ο Αλλάχ σε συχωράει.

−Όχι, αφεντικό, έχω χρόνια να νηστέψω, και τώρα που γλιτώσαμε απ’ τον οχτρό, πρέπει όλοι να νηστέψουμε.

−Αφού το θέλεις πιάσε, μου λέει, κι άμα δυσκολευτείς, άσ’ την.

Τα μεσάνυχτα, σα χτύπησε ο γύφτος νταν-νταν το νταούλι, σηκωθήκαμε όλοι μες στο σπίτι. Ετοιμάστηκε ο σοφράς, καθίσαμε γύρω σταυροπόδι κι αρχίσαμε να σιγοτρώμε.

Εγώ έφυγα μες στο θαμποχάραμα για το μαντρί. Οι δυο τσομπάνηδες είχαν βγάλει τα πρόβατα κι έβοσκαν μόνα τους μακριά απ’ την καλύβα. Αυτοί προσευχόνταν πίσω από μια πέτρα. Τους ζύγωσα, γονάτισα, κάνοντας κι εγώ ό,τι έκαναν.

Έτσι πέρασε αυτή η μέρα, ήρθε άλλη, και πάλι άλλη, ώσπου πήρα το χαβά τους κι ανάσανα.

[...]

Πλησίαζε ο Αύγουστος, που τέλειωνε η συμφωνία μας, κι εγώ ετοιμαζόμουν να φύγω. Για πού ούτε ήξερα.

Σαν ήρθε η ώρα, λέω του αφεντικού μου:

−Η κυβέρνηση μαζεύει τους ανυπόταχτους και νοφούσι δεν έχω. Μου χάθηκε στα χρόνια των Γιουνάνηδων.

−Αυτό στενοχωριέσαι; μου λέει. Να δώσουμε ένα αρνί του Μουσταφά αφέντη, κι αύριο κιόλας το έχεις. Δώσε μου το όνομά σου, των γονιών σου και του τόπου σου.

Τα ’γραψε σ’ ένα χαρτί, και την άλλη μέρα, πρωί, κατέβηκε στα Θείρα. Το βράδυ, σα γύρισε, μου το ’φερε.

−Έλα, Μπεχτσέτ, πάρ’ το, μου είπε, και πριν βγει ο μήνας, να συμφωνήσουμε με το χρόνο.

−Εγώ, του λέω, σκέπτομαι να λείψω για λίγον καιρό.

−Πού θα πας; με ρώτησε, σαν ξαφνιασμένος.

−Πρέπει να πάω στην Προύσα, να δω την αδελφή μου, που σας είχα πει. Πάνε δυο χρόνια που λείπω απ’ το σπίτι μου, και δεν ξέρω αν ζει ή πέθανε.

−Να στείλουμε, απόψε κιόλας, τηλεγράφημα κι αύριο θα ’χεις απάντηση. Στην Προύσα έχω γνωστό μου.

−Όχι, του είπα, πρέπει να πάω εγώ ο ίδιος.

−Καλά, πήγαινε, μου απάντησε στεναχωρημένα, κι όλα τα έξοδα δικά μου. Μείνε ως το Σεπτέμβρη. Αν θέλεις να γυρίσεις και πιο μπροστά, η πόρτα του σπιτιού μου, για σένα, θα είναι ανοιχτή.

−Αν δεν πεθάνω, αφεντικό, του λέω, δικός σου είμαι.

−Ευχαριστώ, μου είπε κι έφυγε.

Την άλλη μέρα, το πρωί κιόλας, πήγε στα Θείρα για άλλον τσομπάνο.

Αυτή τη φορά βρήκε αμέσως. Έφερε έναν, Κατήρ τον έλεγαν, μόλις τον είχαν απολύσει οι Έλληνες από αιχμάλωτο. Από κείνον έμαθα όλο το κακό που ’χε γίνει.

Ο αφεντικός μου, σα μ’ είδε πια να ετοιμάζουμαι, μου ’δωσε τα λεφτά μου, εκατόν πενήντα πέντε μπαγκανότες. Οι γυναίκες μού έπλυναν τα ρούχα μου, τα μπάλωσαν, και σε μένα έδωσαν δυο καλάθια να φέρω σύκα απ’ τον μπαξέ. ΄Οταν γύρισα στο σπίτι, δίπλωσαν τα ρούχα μου, τα ’βαλαν σ’ ένα κοφίνι και το έραψαν απάνω με πανί.

−Πάρε κι αυτό το καλάθι με τα σύκα, μου λεν, να το πας πεσκέσι στην αδερφή σου. Και πες της πως την περιμένουμε.

Δεν τους είπα τίποτα, δεν έβρισκα λόγια.

Εκείνο, το τελευταίο βράδυ, φάγαμε όπως και το πρώτο μαζί, και καθίσαμε ως αργά.

Όλη νύχτα έμεινα ξύπνιος, με τα μάτια ανοιχτά. Μου φάνηκε μεγαλύτερη απ’ όλες.

Σαν πήρε η μέρα, σηκωθήκαμε όλοι. τα βήματά μας ακούγονταν πιο πολύ απ’ τις κουβέντες μας. Οι γυναίκες έκαναν τηγανίτες με πετιμέζι και μου ’δωσαν με τον καφέ. Φάγαμε, κι ευχηθήκαμε καλή αντάμωση.

 

 

Είκοσι μέρες δουλέψαμε σ' αυτό το μέρος. Κι απ' την πρώτη μέρα που πήγαμε, βάλαμε με το νου μας να λιποταχτήσουμε, κι αρχίσαμε στα κρυφά να κρατούμε ψωμί, κι ο,τι άλλο βαστούσε απ' το φαγί μας, για το δρόμο.

Τελος ορίσαμε τη μέρα. Παρασκευή μεσάνυχτα να ξεκινήσουμε. Κι όταν ήρθε η ώρα, ξύπνησα το σύντροφό μου, κι ένας με τον άλλο ξυπνήσαμε όλοι. Μα οι άλλοι μετάνιωσαν. Εμείς τούς είπαμε: τ' αποφασίσαμε πια, θα φύγουμε. Και φύγαμε.

Σαν περπατήξαμε καμιά ώρα δρόμο, έξω απ' το χωριό, μπροστά μας βρήκαμε έναν γκρεμό, ρέμα. Το βουητό του δεν ακουγότανε, απ' το πολύ βάθος που είχε. Εκεί σταματήσαμε.

Πλάγι μας ήταν ένα χωριό. Τα σκυλιά του μας μυρίστηκαν κι άρχισαν να γαβγίζουν.

- Θα φανερωθούμε, λέγω στο σύντροφό μου, πρέπει να το περάσουμε απόψε.

- Ναι, μου λέει.

Και σουρτα, πιαστοί στις πέτρες, κατεβαίνουμε. Μα δεν μπορέσαμε. Στο μισοκατήφορο, σταματήσαμε σε μια βραχοσπηλιά. Εκεί ξημερωθήκαμε.

Άμα πήρε η μέρα, απάνω από τον γκρεμό ακούσαμε φωνές. Μας είχαν πάρει στο κατόπι μικροί μεγάλοι και μας κυνηγούσανε με τα σκυλιά τους.

Οι φωνές από ώρα μάκρυναν. Εμείς καθίσαμε ακόμα λίγο, κρυμμένοι, κι ύστερα πήραμε πάλι τον γκρεμοκατήφορο.

Μεσημέρι κοντα έδειχνε με τον ήλιο, που φθάσαμε ως κάτω στο γούπατο.

«Βαι, βάι» είπαμε σαν είδαμε το άλλο μέρος, που θ' ανεβαίναμε. Περπατήσαμε για λίγο, ορθοί, δίπλα στο νερό που κύλαγε χοχλαστό, και μπήκαμε μέσα γλιστροπατώντας απάνω στα τρόχαλα. Το νερό μας έφθασε ως το γόνα.

Όπως προχωρούσαμε, ακούσαμε κοντα μας κροτοχαρχάλεμα. Τρομάξαμε· σμίξαμε κοντα κοντα τα κορμιά μας και βλέπαμε. Από πάνω, χαμηλά, περνούσαν κοράκια, κάνοντας κύκλους. Σκύψαμε κι ήπιαμε νερό, δίχως να διψούμε. Ύστερα βγήκαμε απ' το ποτάμι στάζοντας και πήραμε το ανηφόρι.

Ο ήλιος έπεφτε όταν αναριχτήκαμε, πιάνοντας τις χορτόριζες. Με πολύν κόπο ανεβήκαμε. Μας είχε πάρει το βράδυ.

Σα βγήκαμε στο ίσιωμα, κοιτάξαμε γύρω. Μπροστά μας, λίγο μακριά, φάνηκαν καλύβες γιουρούκικες. Τα σκυλιά γάβγιζαν. Οι τσομπάνηδες φώναξαν αναμεταξύ τους:

- Τα σκυλιά αλυχτούν, άνθρωποι είναι. Και ντουφέκισαν στον αέρα.

Εμείς λοξέψαμε στον γκρεμό και περπατούσαμε σκυφτοί άκρια άκρια, ώσπου πέσαμε σ' ένα ερειπωμένο χωριό. [...]

Κοντα ξημερώματα, πέσαμε στα λιβάδια του Μποζ - Νταγ, όπου έβοσκαν γίδια· τα φύλαγε γυναίκα. Βιαστήκαμε να τα περάσουμε, δεν προφτάσαμε. Μας έζωσε το κοπάδι. Η γυναίκα σκυφτή έπλεκε· δε μας πρόσεξε, περάσαμε.

Την τέταρτη μέρα πέσαμε στο Οντεμίς. Όπως πηγαίναμε, απαντήσαμε ένα μύλο.

- Ε, σύντροφε, του λέω, που θα πάει αυτό, όλο δρόμο, δρόμο; Και του 'δειξα το μύλο, με νόημα.

- Τι, να τον σπάσουμε; μου λέει.

- Ναι, είπαμε κι οι δυο και πάλι μετανιώσαμε.

Από κει βγήκαμε σε δημόσιο δρόμο. Τραβηχτήκαμε στο δάσος να κρυφτούμε. Κοντα μεσημέρι, είδαμε έναν κυνηγό στην απέναντι ράχη. Το σκυλί του γάβγιζε· φοβηθήκαμε.

Μπουσουλώντας, πήγαμε ως δέκα μέτρα και λουφάξαμε πίσω από 'να κορμόδεντρο, παραμονεύοντας τον κυνηγό πότε θα φύγει. Βαρεθήκαμε. Έμεινε ως αργα το βράδυ. Καναμε τότε το σταυρό μας και δρόμο.

Πριν ξημερώσει, είχαμε φτάσει έξω από την πολιτεία Μπανός. Ως το Βαϊντίρι κοντα έφταναν τα λιόδεντρά της. Απ' την πείνα μας, τρώγαμε τις άγουρες ελιές και μας πίκρισε το στόμα.

Άμα μερώσαμε λίγο την πείνα μας, σταθήκαμε και βλέπαμε την πολιτεία. Αντίκρυ μας περνούσε το τραίνο. Πήγε, ήρθε, δυο τρεις φορές. Ο κόσμος που έβγαινε σκορπούσε στούς δρόμους· δεν μπορούσαμε να περάσουμε. Σουρούπωσε κι οι δρόμοι ακόμα ήταν γεμάτοι κόσμο. Φυγαμε αργα, νύχτα.

Απ' το Βαϊντίρι περάσαμε γρήγορα και πέσαμε στο ποτάμι το Μαίαντρο. Το νερό μας ήρθε ως τη μέση. Το περάσαμε.

Βγαίνοντας, μπροστά μας φάνηκαν πρόβατα. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε πίσω, πέσαμε μες στο κοπάδι. Τα σκυλιά μας μούνταραν κι εμείς τα διώχναμε με τα ξύλα π' ακουμπούσαμε. Αυτά, τίποτα· τα μαυλίσαμε και σκυφτοί, σιγά σιγά, τραβηχτήκαμε.

Σα μακρύναμε πολύ απ' το κοπάδι, καθίσαμε. Δεν μπορούσαμε ούτ' ένα βήμα να κάνουμε. Κι ένα μικρό παιδάκι μας έπιανε.

Τέλος φτάσαμε έξω απ' το χωριό μας. Μπήκαμε στο δάσος, κι από κει το βλέπαμε στην κορφη, όπως το ξέραμε. Καμιά πενηνταριά φώτα έκαιγαν. Τα σκυλιά αλυχτούσαν. Ήταν όπως τότες, που ήμασταν εκεί. Κλάψαμε. Μας φάνηκε πως γλυτώσαμε από φυγόστρατοι και γυρίζαμε στα σπίτια μας να ησυχάσουμε.

- Πάμε, μου λέει ο σύντροφός μου, ίσως ακόμα να 'ναι οι δικοί μας, πάμε να δούμε για να πιστέψουμε.

Και ξεκινήσαμε χωριστά, αφού πρώτα ορίσαμε την άλλη μέρα ν' ανταμώσουμε στη σπηλιά. Αυτός τράβηξε σε άλλο μαχαλά, εγώ σε άλλον. Όπου κι αν πήγαμε, όλα ρημαγμένα. Τα σπίτια ανοιχτά, άδεια, οι πόρτες σπασμένες με τα τσεκούρια. Μονάχα στην αγορά έμεναν ακόμα λίγοι Τούρκοι και στην αστυνομία ο σκοπός. Στο σκολειό, που το 'χαν γεμάτο έπιπλα και ρούχα, από μέσα ακουγόταν κουβέντα. Αποτραβήχτηκα και γύριζα όλη τη νύχτα, με το φόβο μου συντροφιά.

Το πρωί π' ανταμώσαμε, μας πήραν τα κλάματα. Εμείς λογαριάζαμε πως κάτι θα βρίσκαμε στο χωριό, αφημένο απ' τούς δικούς μας. Μα δε βρήκαμε τίποτα και στην απελπισιά μας, ριχτήκαμε στους συκομπαξέδες.

Ύστερα από μια βροχή τα σύκα χάλασαν, μα είχαν αρχίσει να ωριμάζουν τα κάστανα κι οι ελιές. Μαζέψαμε όσο καρπό μπορούσαμε και τον βάλαμε στη σπηλιά μας.