Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Πεζογραφία

Ξαναδιαβάζοντας τον Χέμινγουεϊ

Κώστας Καρακωτιάς, εφ. Ελευθεροτυπία (Βιβλιοθήκη), 29/7/2005

Ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ ανήκει, αναμφίβολα, στους κλασικούς συγγραφείς του 20ού αιώνα. Το πλούσιο έργο του τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ και γνώρισε τεράστια αναγνωστική και κριτική αποδοχή, ενώ ο πολυκύμαντος βίος του και ο τρόπος ζωής του προσέδωσαν στο πρόσωπό του μια σχεδόν μυθική αίγλη. Σήμερα όμως, μετά τις τόσες πολιτικοκοινωνικές και αισθητικές αλλαγές, τις αμφισβητήσεις των κάθε είδους προτύπων και τις ποικίλες ανατροπές στο εσωτερικό της λογοτεχνίας, ποια είναι η πρόσληψη του έργου και της ζωής τού Χέμινγουεϊ; Η αφήγηση και η προσωπική του φιγούρα αγγίζουν το σημερινό αναγνώστη; Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά βρίσκεται, φυσικά, στα ίδια τα κείμενα και την εικόνα τού Χέμινγουεϊ και στην αντοχή τους στη σύγκριση με τη σύγχρονη λογοτεχνική συνθήκη και τα τωρινά αξιακά πρότυπα.

Ο Ερνεστ Χέμινγουεϊ γεννήθηκε το 1899 στο Οουκ Παρκ του Σικάγου. Στην οικογένειά του κυριαρχούσε ασφυκτικά η δεσποτική μητέρα του, ενώ ο γιατρός πατέρας του, άβουλος και υποχωρητικός, έβρισκε διαφυγή στο κυνήγι και το ψάρεμα, δραστηριότητες που αγάπησε και ο ίδιος ώς το τέλος της ζωής του. Η ανισορροπία αυτή στην οικογένεια επηρέασε και καθόρισε σημαντικά τον ψυχισμό και το έργο του. Η διάθεσή του να αποδράσει από το πνιγηρό περιβάλλον του σπιτιού του και η από νωρίς εκδηλωμένη τάση του για την περιπετειώδη ζωή τον οδήγησαν στη συμμετοχή του στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Το 1918 φτάνει στην Ιταλία και κατατάσσεται στον ιταλικό στρατό ως οδηγός ασθενοφόρου. Τραυματίζεται όμως σοβαρά και επιστρέφει στην πατρίδα του, όπου και αποφασίζει να ασχοληθεί αποκλειστικά με τη συγγραφή. Το 1920 εγκαθίσταται και δημοσιογραφεί στο Σικάγο, γνωρίζεται με το συγγραφέα Σέργουντ Αντερσον και μ' άλλους λογοτέχνες, παντρεύεται και λίγο αργότερα πηγαίνει στο Παρίσι σαν ανταποκριτής της εφημερίδας «Τορόντο Σταρ» στην Ευρώπη. Γίνεται δεκτός στο σαλόνι της Αμερικανίδας συγγραφέα Γερτρούδης Στάιν και συναναστρέφεται τον Εζρα Πάουντ, τον Τζέιμς Τζόις, τον Σκοτ Φιτζέραλντ, τον Τζον Ντος Πάσος και άλλους που ζούσαν τότε στο Παρίσι. (Τις αναμνήσεις της εποχής εκείνης τις περιγράφει στο αυτοβιογραφικό χρονικό του «Μια κινητή γιορτή», το οποίο κυκλοφόρησε μετά το θάνατο του.) Την ίδια περίοδο, αρχίζει να δημοσιεύει διηγήματα και ποιήματα σε διάφορα περιοδικά και το 1923 εκδίδει το πρώτο του βιβλίο με τον τίτλο «Τρία διηγήματα και δέκα ποιήματα».Τα αμέσως επόμενα χρόνια ακολούθησε η, εξαιρετικά σημαντική για την κατανόηση της προσωπικής και συγγραφικής διαμόρφωσής του, συλλογή διηγημάτων «Στην εποχή μας» και η σάτιρα «Οι χείμαρροι της άνοιξης».Το 1926 όμως με το πρώτο του μυθιστόρημα, το «Κι ο ήλιος ανατέλλει», γνωρίζει μεγάλη επιτυχία και καθιερώνεται πλέον ως λογοτέχνης. Χωρίζει την πρώτη του γυναίκα, ξαναπαντρεύεται, επιστρέφει στην Αμερική και δημοσιεύει τη δεύτερη συλλογή διηγημάτων του «Ανδρες χωρίς γυναίκες». Αν και την περίοδο αυτή δέχτηκε ένα τρομερό πλήγμα με την αυτοκτονία του πατέρα του, η δημιουργικότητά του δεν σταματά. Το 1929 εκδίδει το μυθιστόρημα «Αποχαιρετισμός στα όπλα», η επιτυχία του οποίου είναι τεράστια. Ο Χέμινγουεϊ αρχίζει σταδιακά, με τον τρόπο ζωής του, να αποκτά μεγάλη φήμη. Με έδρα το Key West, στη Φλόριντα των ΗΠΑ, ταξιδεύει, πηγαίνει για ψάρεμα με το σκάφος του, κυνηγά, δημοσιεύει άρθρα με ανάλογες περιπέτειες και «κατασκευάζει» μια εικόνα του εαυτού του με όλα τα κλασικά ανδρικά ηρωικά στερεότυπα. Γράφει το «Θάνατος το απομεσήμερο», με θέμα τις ταυρομαχίες και τις τελετουργίες τους, και τη συλλογή διηγημάτων «Ο νικητής δεν παίρνει τίποτα». Υστερα από ένα σαφάρι στην Αφρική γράφει το αφήγημα-χρονικό «Οι Πράσινοι Λόφοι της Αφρικής » και έναν χρόνο αργότερα, το 1936, το εξαιρετικά σημαντικό διήγημα «Τα χιόνια του Κιλιμάντζαρο». Ένα ακόμα μυθιστόρημα, το «Να έχεις και να μην έχεις», συμπληρώνει τη σοδειά αυτής της αρκετά γόνιμης περιόδου του. Ομως ο μεσοπόλεμος έφτασε στο τέλος του. Το 1936 ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος στην αγαπημένη του Ισπανία και έσπευσε να τον καλύψει ως ανταποκριτής. Υποστηρίζει σθεναρά τον αγώνα των Δημοκρατικών, γράφει το σενάριο και συμμετέχει στην παραγωγή της αντιφασιστικής ταινίας «Ισπανική γη». Η εμπλοκή του στον ισπανικό εμφύλιο έχει ως λογοτεχνικό αποτέλεσμα ένα από τα πιο σημαντικά του μυθιστορήματα, το «Για ποιον χτυπά η καμπάνα». Μετά την έκδοση του μυθιστορήματος χώρισε και αμέσως παντρεύτηκε για τρίτη φορά. Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου βρίσκεται ξανά στην Ευρώπη, τραυματίζεται και πάλι, παίρνει μέρος στην απόβαση της Νορμανδίας και είναι από τους πρώτους που μπαίνει στο Παρίσι, μετά την αποχώρηση των Γερμανών. Το 1945, αφού έχει χωρίσει και παντρευτεί ξανά, για τέταρτη φορά, εγκαθίσταται στο κτήμα που είχε αγοράσει στην Αβάνα και γράφει το μυθιστόρημα «Πέρα από το ποτάμι και μέσα στα δέντρα», το οποίο δεν είχε ευνοϊκή απήχηση. Το 1952 όμως, με το «Ο γέρος και η θάλασσα», γνώρισε και πάλι μεγάλη επιτυχία και έλαβε κιόλας και το βραβείο Πούλιτζερ. Την επόμενη χρονιά ξαναπήγε στην Αφρική και πήρε μέρος πάλι σε σαφάρι. Εκεί ενεπλάκη σε δύο απανωτά αεροπορικά ατυχήματα, στα οποία τραυματίστηκε σοβαρά και μάλιστα οι εφημερίδες ανακοίνωσαν το θάνατο του. Η απονομή του Βραβείου Νόμπελ το 1954 επικύρωσε τη θέση του Χέμινγουεϊ στην παγκόσμια λογοτεχνία . Η υγεία του όμως είχε ήδη επιδεινωθεί αρκετά. Ετσι, μοιράζει το χρόνο του ανάμεσα στο κτήμα του στην Κούβα και στο σπίτι του στο Κέτσαμ του Αϊντάχο, εκτός από κάποια ταξίδια στην πάντα αγαπημένη του Ισπανία. Η κατάσταση της υγείας του, η σωματική του κατάρρευση, η αδυναμία να επαναλάβει τις συγγραφικές επιτυχίες του παρελθόντος και η επακόλουθη κατάθλιψη τον οδηγούν το 1961 στην αυτοκτονία μ' ένα κυνηγετικό όπλο.

Η σχετική επιμονή στην παράθεση της βιογραφίας τού Χέμινγουεϊ δεν είναι βέβαια τυχαία. Ο Χέμινγουεϊ είναι ένας κατεξοχήν αυτοβιογραφικός συγγραφέας. Διαχειρίστηκε δε τη βιογραφία του μ' έναν διττό και συχνά αντιφατικό τρόπο. Η ζωή του και οι πλούσιες εμπειρίες του ήταν, αφ' ενός, οι πηγές άντλησης των θεματικών και των μυθοπλασιών του και αφ' ετέρου, το πεδίο άσκησης και υπόδυσης ενός ορισμένου ρόλου και «κατασκευής» μιας ιδιαίτερης φιγούρας. Ο Χέμινγουεϊ όχι μόνο υπήρξε κυνηγός, ψαράς, ταυρομάχος, πότης, γυναικάς και ήρωας πολέμου, αλλά φρόντισε να υπερπροβάλει τις ιδιότητές του αυτές, να αποκτήσει μια ιδιαίτερη φήμη και να αναπαραγάγει όλα τα στερεότυπα του ανδρισμού. Ολα αυτά όμως είναι χαρακτηριστικά μιας ξεπερασμένης και απομαγευμένης πλέον ηρωικής εποχής και μάλλον φαίνονται γραφικά στους σημερινούς αναγνώστες. Ορισμένες δε εκδοχές της φιγούρας του, όπως οι γεμάτες αυταρέσκεια και υπερηφάνεια πόζες δίπλα σε σκοτωμένα ζώα, μάλλον προξενούν αισθήματα φρίκης και οργής. Αντιθέτως, η αφηγηματική διαχείριση των περιπετειών και των εμπειριών του και το μυθοπλαστικό αποτέλεσμα είναι σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση. Ο Χέμινγουεϊ, όταν γράφει, αφήνει την εξωτερική του εικόνα και δεν αφηγείται βιωματικά, αλλά κρατά μια απόσταση και έχει μια συγκεκριμένη λογική, στοιχεία της οποίας, όπως τα εκθέτει ο ίδιος, είναι: «Πρώτα πρώτα πρέπει να υπάρχει ταλέντο, πολύ ταλέντο. Ταλέντο σαν κι αυτό που είχε ο Κίπλινγκ. Επειτα, πρέπει να υπάρχει πειθαρχία. Η πειθαρχία τού Φλομπέρ. Υστερα, πρέπει να υπάρχει η σύλληψη αυτού που μπορεί να γραφτεί και η απόλυτη συνείδηση, τόσο αναλλοίωτη όσο και το πρότυπο μέτρο, για να αποτρέψουμε τις απομιμήσεις. Επειτα, ο συγγραφέας πρέπει να είναι ευφυής και αποστασιοποιημένος» («Οι Πράσινοι λόφοι της Αφρικής », σελ. 43, εκδ. «Καστανιώτη», μτφ. Αννα Παπασταύρου). Ο Χέμινγουεϊ με το λιτό, τραχύ πολλές φορές και απογυμνωμένο από οποιοδήποτε φτιασίδι ύφος εκφέρει τις συνήθως κλασικότροπες αφηγήσεις του, οι οποίες εκτυλίσσονται στα μέτωπα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου στη Β. Ιταλία, στα καφέ του μεσοπολεμικού Παρισιού, στις αρένες και τα κακοτράχαλα βουνά της Ισπανίας, στις σαβάνες της Αφρικής, στα νερά του Γκολφ Στριμ. Αποδίδει, στις περισσότερες και στις πιο σημαντικές απ' αυτές, τα πολιτισμικά αποτελέσματα της πρώτης μεγάλης σύρραξης του 20ού αιώνα και της περιόδου που την ακολούθησε, συλλαμβάνει τη γενικευμένη αίσθηση της ατομικής και της συλλογικής αποτυχίας, εκθέτει μια απαισιόδοξη οπτική των πραγμάτων. Σ' αυτή την αφηγηματική, αλλά και πραγματική, περιρρέουσα ατμόσφαιρα, δρουν και κινούνται οι ήρωές του, οι οποίοι διαφέρουν ριζικά από τη φιγούρα και το, εξωτερικό τουλάχιστον, πρότυπο που διαμόρφωσε για τον εαυτό του ο ίδιος. Πολίτες του κόσμου, όπως βέβαια και ο Χέμινγουεϊ, ιδεαλιστές, μπλέκουν σε υποθέσεις οι οποίες δεν τους αφορούν άμεσα, σκεπτικιστές και μελαγχολικοί, συχνά στοιχειωμένοι από τραυματικές μνήμες, αμήχανοι ή θαρραλέοι μπροστά στην εμπειρία τού θανάτου, συνήθως losers, ευαίσθητοι και μετέωροι σ' έναν εξίσου μετέωρο κόσμο, αναζητούν ένα νόημα στη ζωή τους. Έτσι, ο Τζέικ Μπαρνς, ο ήρωας του μυθιστορήματος «Κι ο ήλιος ανατέλλει», Αμερικανός δημοσιογράφος που ζει στο Παρίσι, τραυματισμένος στον πόλεμο στα γεννητικά του όργανα, πολλαπλά ευνουχισμένος και αρχέτυπο της χαμένης γενιάς τού μεσοπολέμου, προσπαθεί, μαζί με τους φίλους του, να κατανοήσει τον νέο κόσμο. Ο Φρέντερικ Χένρι, Αμερικανός κι αυτός, στο «Αποχαιρετισμός στα όπλα», ενώ κατατάσσεται εθελοντικά στον ιταλικό στρατό αρχικά, όταν βλέπει και βιώνει τη φρίκη του πολέμου, απαρνείται τις παραδοσιακές αξίες και μαζί με την αγαπημένη του λιποτακτούν στην Ελβετία. Στο αριστουργηματικό διήγημα «Τα χιόνια του Κιλιμάντζαρο» ένας συγγραφέας, ενώ βλέπει το θάνατό του να πλησιάζει, αναλογίζεται τη διαδρομή του και τις διαψεύσεις των λογοτεχνικών προσδοκιών του. Ο ήρωας του «Για ποιον χτυπά η καμπάνα», Αμερικανός και πάλι, πολεμά στο πλευρό των Δημοκρατικών στον ισπανικό εμφύλιο, ιδεαλιστής και με ευαίσθητες προσωπικές πλευρές, αντικρίζει κι αυτός στο τέλος το θάνατο. Ο γέρος ψαράς στο πασίγνωστο «Ο γέρος και η θάλασσα» έρχεται αντιμέτωπος με τη φύση και συναισθάνεται τα όρια του ανθρώπου απέναντί της. Τα ανδρικά μυθοπλαστικά πρότυπα του Χέμινγουεϊ ταιριάζουν περισσότερο με τις σημερινές αναπαραστάσεις τους παρά με εκείνες που ο ίδιος επέλεξε και αναπαρήγαγε για τον εαυτό του. Και οι γυναίκες όμως των αφηγήσεών του εμφανίζουν αρκετές πρώιμες απελευθερωτικές πρακτικές. Η Μπρετ στο «Κι ο ήλιος ανατέλλει» διαχειρίζεται ελεύθερα τη σεξουαλικότητα της, η Κάθριν στο «Αποχαιρετισμός στα όπλα» υπομένει με δύναμη και υπευθυνότητα τα αποτελέσματα των επιλογών της, ενώ στο «Για ποιον χτυπά η καμπάνα» αρχηγός ουσιαστικά της ομάδας των ανταρτών είναι μια γυναίκα, η Πιλάρ. Οι μυθοπλασίες, επιπλέον, του Χέμινγουεϊ, όπως και ο ίδιος άλλωστε, χαρακτηρίζονται από μια νομαδική συμπεριφορά και κουλτούρα, με την εκτύλιξή τους σε διάφορα μέρη του κόσμου και την υπερτοπική προβληματική τους.

Ο Χέμινγουεϊ, ως συγγραφέας, λειτούργησε αντίθετα με το, αναχρονιστικό πια, πρότυπο που δημιούργησε και ανέδειξε για τον εαυτό του. Το έργο του παραμένει ζωντανό και προσλαμβάνεται άνετα και με απόλαυση και σήμερα, γιατί τα μοτίβα του, οι ήρωες, η προβληματική του και η αφηγηματική τους διαχείριση είναι απολύτως συμβατά με τη σύγχρονη πολιτισμική και λογοτεχνική συνθήκη.