Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Πεζογραφία

Η διαφθορά θριαμβεύει, η αρετή ταπεινώνεται

Διονύσης Καββαθάς, εφ. Το Βήμα, 9/1/2011

Σε νέα μετάφραση η εικονοκλαστική «Ζυστίν» του Μαρκησίου ντε Σαντ, μια δυστυχισμένη συνείδηση που πραγματώνει το απαραίτητο ταμπού του σαδικού ερωτισμού

Ο σαδισμός είναι το χονδροειδές (χυδαίo) περιεχόμενο του σαδικού κειμένου Ρολάν Μπαρτ Για τον Σαντ (1740-1814) έχουν σχεδόν όλα ειπωθεί. Ιδιαίτερα κατά τη χρονική περίοδο της εξέγερσης του Μάη του ΄68 και περίπου ως τα τέλη του ΄70 όπου το θέμα των αγώνων χειραφέτησης συνδέθηκε- καλώς ή κακώς- με εκείνο της σεξουαλικής απελευθέρωσης, ο Σαντ βρέθηκε στο προσκήνιο φιλοσοφικών και θρησκειολογικών (Κlossowski, Βataille), ψυχαναλυτικών (Lacan) και λογοτεχνικο-θεωρητικών (Βlanchot, Sollers) μελετών, η πρόσληψη των οποίων θα προξενούσε ερμηνευτικό ίλιγγο στον σημερινό soft αναγνώστη. Αλλά και γενικότερα, από την εποχή του Διαφωτισμού και της εξαγγελίας του θανάτου του Θεού, δηλαδή από τότε που η σεξουαλικότητα άρχισε να συνδέεται με τη βαθύτερη αλήθεια του ανθρώπου (Φουκό) και η σάρκα να αποτελεί σκοτεινό σημείο του ορθού λόγου, το όνομα του Σαντ επανέρχεται στο επίκεντρο των συζητήσεων, σηματοδοτώντας μέσω της επίκλησής του ό,τι ο κοινός νους αποκλείει ως τερατώδες και ανήθικο. Σε ένα εύστοχο σχόλιό του για τη Νέα Ζυστίν (1797), ο Βlanchot γράφει ότι αν οι βιβλιοθήκες είχαν μια κόλαση είναι εξαιτίας αυτού του βιβλίου του Σαντ, το οποίο καταλαμβάνει στην εν λόγω τελευταία εκδοχή 4.000 σελίδες. Και ο Κlossowski μας εξηγεί τον λόγο: «Από την αρχή μέχρι το τέλος η διαφθορά θριαμβεύει και η αρετή ταπεινώνεται».

Ποια είναι ή μάλλον τι εκπροσωπεί η Ζυστίν (2η εκδοχή 1791) με την οποία εγκαινιάζεται στις εκδόσεις Νεφέλη η νέα σειρά Ερωτική λογοτεχνία από τον ποιητή Δούκα Καπάνταη; Απαντήσεις θα βρει κανείς στις αξεπέραστες μελέτες του γάλλου φιλοσόφου, συγγραφέα και ζωγράφου Κlossowski, τις οποίες μετέφερε στα ελληνικά με ανεπανάληπτο τρόπο ο μελετητής του Δη μήτρης Γκινοσάτης, μεταφραστής επίσης της Ζυστίν.

Φερέφωνο της χριστιανικής ηθικής

Η ενάρετη Ζυστίν και η ακόλαστη αδελφή της Ζυλιέτ αποτελούν μάσκες του σαδικού ελευθέριου πνεύματος, η μεν με το να υφίσταται το κόστος του, η δε με το να το εφαρμόζει στην πράξη· η μεν με το να πληρώνει ακριβά τη πίστη της στη θεία πρόνοια, η δε με το να απολαμβάνει ακόμη και τις χειρότερες συνέπειες της απουσίας του Θεού. Ενδεχομένως, γράφει ο Κlossowski, ο χαρακτήρας της Ζυστίν να χρησίμευσε στον Sade ως μέσον για να εκφράσει την οδύνη και την πικρία της δικής του συνείδησης, συνεπεία των ταπεινώσεων, των κατατρεγμών και των φυλακίσεων επί 30 έτη που υπέμεινε εξαιτίας της ελευθεροστομίας του. Πράγματι, η μοιραία κατάληξη της Ζυστίν, η οποία μέσα στην αφελή ευαισθησία της προσωποποιεί τη χριστιανική ηθική, θα μπορούσε κάλλιστα να αντικατοπτρίζει τη μοίρα εκείνου που, έχοντας εξαγάγει μία προς μία όλες τις ηθικές συνέπειες της δικής του ομολογίας της αθεΐας, έμελλε να βρεθεί εκτεθειμένος σε κάθε είδους διώξεις από την πλευρά μιας φαινομενικά χριστιανικής κοινωνίας. Η Ζυστίν γίνεται η ίδια το πρόσχημα και η αφορμή για την εκτύλιξη όλων των αισχροτήτων, όλων των διαστροφών, όλων των εγκλημάτων, εν ολίγοις όλων των «ανωμαλιών». Η έλξη που αυτή ασκεί σε άνδρες και γυναίκες δεν είναι δίχως αντίτιμο, καθώς αναγκάζεται να υποκύψει κάθε φορά σε πρωτόγνωρες μορφές διαστροφικής συμπεριφοράς. Συνεπώς, η Ζυστίν προσωποποιεί και πραγματώνει το απαραίτητο ταμπού του σαδικού ερωτισμού. Είναι τοδιαρκώς κατατρεγμένο, βεβηλωμένο και πάντοτε απελπισμένο φερέφωνο των κανόνων και θεσμών της χριστιανικής κοινωνίας. Παραφράζοντας ψυχαναλυτικά τον Εγελο, ο Κlossowski ισχυρίζεται ότι η Ζυστίν είναι μια «δυστυχισμένη συνείδηση» επειδή ακριβώς δεν αποδέχτηκε ποτέ την απόλυτη πραγματικότητα του Κακού στην ίδια της τη σάρκα, ούτε την εγγενή διαστροφικότητα της φύσης της: γι΄ αυτήν, δεν θα μπορούσε να υπάρξει χειρότερη ταπείνωση από το να επιτρέψει στον εαυτό της να αντλήσει ηδονή από τις απαγορευμένες απολαύσεις στις οποίες την υποβάλλουν οι δυνάστες της.

Η πρωτοτυπία του συγγραφέα Sade συνίσταται στο γεγονός ότι η περιγραφή αυτού του πειράματος εκδιπλώνεται κατά τέτοιον τρόπο ώστε ο αναγνώστης να είναι σε θέση να παρακολουθεί ανά πάσα στιγμή, σαν συνένοχος, τον αντίκτυπο των εκάστοτε δοκιμασιών στη συνείδηση της ηρωίδας, έως ότου τη δει τελικά, εκτός εαυτού, να βάλλει κατά των ίδιων των αρχών της συνείδησής της: «Καταδικασμένη πάντοτε να παραπαίω ανάμεσα στη φαυλότητα και την αρετή, αναρωτιέμαι μήπως για να βρω επιτέλους τον δρόμο προς την ευτυχία, θα πρέπει να παραδοθώ άνευ όρων στην ακολασία!..».

Το ερωτικό σώμα μετά τον Ντε Σαντ

Ο σημερινός αναγνώστης,έχοντας στη διάθεσή του τις μελέτες για τον Σαντ,μπορεί όχι μόνο να αποφύγει την αγιοποιήσή του, αλλά και να τον εντάξει στο ιστορικό πλαίσιο της εποχής του,αφήνοντας κατά μέρος τις γενικεύσεις περί υπερ-ιστορικών ή πανανθρώπινων αληθειών που υποτίθεται πως διατυπώνονται στο έργο του.O Φουκό,λόγου χάριν,είχε τη διαύγεια να καταγγείλει τη σύνδεση του σαδικού ερωτισμού με τον ναζισμό στις κινηματογραφικές φαντασιώσεις του Παζολίνι (Σαλό) και της Λιλιάνας Καβάνι (Ο θυρωρός της νύχτας),αλλά και το θάρρος να κατονομάσει τα όρια του μεγάλου αυτού ανατόμου του οργανικού σώματος,όταν διατεινόταν ότι ο Σαντ περιέγραψε έναν άκρως μηχανικό και άκαμπτο ερωτισμό που δεσπόζει στην πειθαρχική κοινωνία την οποία έχουμε πλέον εγκαταλείψει.Το νέο ερωτικό σώμα χωρίς όργανα έχει αποποιηθεί τις πειθαρχικές ρυθμίσεις της σαδικής ιεραρχικής κοινωνίας χάριν ενός πιθανοκρατικού λογισμού που υπακούει σε ό,τι ο θεωρητικός του χάους Ρrigogine ονόμασε «μετασχηματισμό του αρτοποιού»: την τεχνική ανοίγματος και αναδίπλωσης του ζυμαριού.Το νέο ερωτικό σώμα αποκτά μια ευκαμψία και ελαφρότητα την οποία ο Φουκό γνώριζε μάλλον από πρώτο χέρι,ο δε Μπαρτ την απέδιδε (λανθασμένα;) ακόμη στον Σαντ,όταν αποφαινόταν ότι η ύψιστη κατάσταση του ερωτικού σώματος είναι η αίσθηση ότι κολυμπάς: όταν το ένα σώμα εισρέει στο άλλο και ενώνεται με αυτό.Ενωση που στη μουσική ορολογία λέγεται «φραζάρισμα».

* Ο κ.Διονύσης Καββαθάς είναι επίκουρος καθηγητής Φιλοσοφίας και Αισθητικής των Μέσων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.