Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Πεζογραφία

Ζωή, δράση, γράψιμο

Νίκος Μπακουνάκης, εφ. Το Βήμα, 3/1/2010

50 χρόνια από το θάνατο του Αλμπέρ Καμύ

Το τρίπτυχο της προσωπικής στάσης και ηθικής του μεγάλου συγγραφέα, το έργο του οποίου παρουσιάζεται σήμερα σύγχρονο και ζωντανό, χωρίς ούτε μια ραγισματιά

Στις 4 Ιανουαρίου 1960, λίγο πριν από τις δύο το μεσημέρι, ένα εντυπωσιακό αυτοκίνητο Φασέλ-Βεγκά, που οδηγεί ο εκδότης Μισέλ Γκαλιμάρ, παρεκκλίνει της πορείας του καθώς τρέχει στην εθνική οδό 5. Χτυπάει με δύναμη πάνω σε έναν πλάτανο, πέφτει πάνω σε ένα άλλο δέντρο και διαλύεται. Ο Μισέλ Γκαλιμάρ τραυματίζεται σοβαρά και πέντε ημέρες αργότερα πεθαίνει στο νοσοκομείο. Ο συνοδηγός του σκοτώνεται επί τόπου. Δεν είναι άλλος από τον Αλμπέρ Καμύ. Παράλογος θάνατος. Άλλωστε ο ίδιος ο Καμύ έλεγε στους φίλους του πως «δεν υπάρχει τίποτα πιο σκανδαλώδες από τον θάνατο ενός παιδιού και τίποτα πιο παράλογο από το θάνατο σε τροχαίο δυστύχημα». Ήταν μόλις 47 ετών αλλά είχε προλάβει να γίνει κιόλας η συγγραφική δόξα της Γαλλίας- ίσως ο μεγαλύτερος γάλλος συγγραφέας του 20ού αιώνα-, μια δόξα επικυρωμένη με το βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας που του είχε απονεμηθεί το 1957. Ο Καμύ έπασχε από φυματίωση και ένας γνωστός γιατρός είχε πει, ίσως ως παρηγοριά για τον πρόωρο και άδικο θάνατό του, ότι «είχε τόσο επιβαρυμένους πνεύμονες που δεν θα προλάβαινε να γεράσει». Εκείνο που δεν έχει γεράσει σίγουρα είναι το έργο του. Ούτε μια ραγισματιά στον«Ξένο».Ούτε μια χαραμάδα στην«Πανούκλα».Ζωντανές οι ιδέες στον«Μύθο του Σισύφου» και στον«Επαναστατημένο άνθρωπο».«Ο Αλμπέρ Καμύ, μέσα από τον λογοτεχνικό ή πολιτικό λόγο ή και ενάντια σε αυτόν, θα αφιερωθεί σ΄ εκείνο που ο Τ.Σ. Ελιοτ ονομάζει αμείλικτη μάχη με τις λέξεις, που σκληραίνουν, ραγίζουν, γλιστρούν, χάνονται» γράφει ο βιογράφος του Ολιβιέ Τοντ. Μόνο που στην περίπτωση του Καμύ οι λέξεις του δεν χάνονται.

Μητέρα Αλγερία

Από τα 47 χρόνια της ζωής του τα 27 τα έζησε στη γενέθλια Αλγερία και τα 20 στη Γαλλία. Η Αλγερία ήταν σίγουρα η μήτρα του συγγραφέα Καμύ. «Οπουδήποτε αλλού θα νιώθω πάντα εξόριστος» έγραφε. Η «συνετή σιωπή» του για τον πόλεμο της Αλγερίας σίγουρα στηρίζεται σ΄ αυτή τη σχέση. Γάλλος της Αλγερίας, όπου είχε γεννηθεί στις 7 Νοεμβρίου 1913, και ταυτόχρονα μεσογεια κός ή καλύτερα συγγραφέας της Μεσογείου. Ενα ταξίδι που είχε κάνει πολύ νέος στην Αυστρία και στη Μέση Ευρώπη τον έκανε να συνειδητοποιήσει πόσο μεσογειακός είναι. Και η Μεσόγειος στον Καμύ δεν έχει τίποτα από το φολκλόρ της. Είναι νιτσεϊκή. Και καρδιά και κορμί και αγάπη και εξέγερση και ελευθερία και συνείδηση και θάνατος και αυτοκτονία, όλα τα συστατικά του έργου του Αλμπέρ Καμύ.

«Γιος ενός οιναποθηκάριου και μιας παραδουλεύτρας, ανιψιός βαρελοποιού» συστηνόταν ο ίδιος. Ο πατέρας του πέθανε στον Α Δ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως χιλιάδες άλλοι γάλλοι στρατιώτες της μητρόπολης αλλά και των αποικιών. Τη μητέρα του τη λάτρευε. Της αφιέρωνε τα βιβλία του με την επισήμανση «σ΄ αυτήν που δεν θα μπορέσει να το διαβάσει ποτέ» γιατί ήταν αγράμματη. Ο Ολιβιέ Τοντ περιγράφει συναρπαστικά στη βιογραφία του την Αλγερία του Καμύ: τα αμπέλια, τη θάλασσα, τη νεότητα, τους έρωτες, τους απόμακρους Αραβες.

Για τον Καμύ η Αλγερία είναι τα πάντα: το σχολείο, το πανεπιστήμιο, η κομμουνιστική αφύπνιση αλλά και η απογοήτευση από το κόμμα, το θέατρο, το ποδόσφαιρο, η δημοσιογραφία, η κριτική, το ρεπορτάζ. Συγγραφέας και δημοσιογράφος. Αξεδιάλυτα. Είναι ακόμη ο πρώτος γάμος αλλά και η φυματίωση στα τέλη του 1930, όταν είναι 17 ετών. Από αυτή την ηλικία συνειδητοποιεί τη θνητότητά του και στο νοσοκομείο διαβάζει Επίκτητο. «Η αρρώστια» λέει ο στωικός φιλόσοφος «είναι εμπόδιο για το σώμα αλλά όχι κατ΄ ανάγκη και για τη βούληση». Αν και βρισκόταν πιο κοντά στις αρχαίες αξίες παρά στις χριστιανικές επαγγελίες, το θέμα της διπλωματικής του εργασίας ήταν «Χριστιανική μεταφυσική και νεοπλατωνισμός- Πλωτίνος και Αγιος Αυγουστίνος». Ο δοκιμιογράφος Καμύ και ο φιλόσοφος Καμύ εκδηλώνονται πολύ νωρίς. Αυτή η εργασία θα είναι και το πρώτο του ολοκληρωμένο βιβλίο. Προτού καν κλείσει τα είκοσι. Είναι τότε που διαμορφώνει και την ατομική ηθική του, βασισμένη στο τρίπτυχο: ζωή, δράση, γράψιμο. Αν και βαθιά πολιτικός σε όλο του το έργο και σε όλη τη στάση ζωής του, ο Καμύ απογοητεύτηκε γρήγορα από την πολιτική δράση. Την εποχή που διαγράφεται-παραιτείται από το Κομμουνιστικό Κόμμα Αλγερίας και ενώ στη Γαλλία καταρρέουν οι προσδοκίες του Λαϊκού Μετώπου γράφει στα σημειωματάριά του: «Όσοι έχουν κάποιο μεγαλείο μέσα τους δεν κάνουν πολιτική».

Δημοσιογραφία και φιλοσοφία

Δημοσιογραφία και φιλοσοφία οδηγούν και δικαιολογούν τον συγγραφέα Καμύ. Γράφει ο Ολιβιέ Τοντ: «Πολλοί συγγραφείς γεννιούνται από τη δημοσιογραφία. Αλλοι τόσοι θάβονται απ΄ αυτήν. Ο Καμύ ξεκινάει μια αντίστροφη κίνηση. Ξέρει ήδη να στήνει το σκηνικό, να τοποθετεί τα πρόσωπα. Το δίπλωμα της φιλοσοφίας του είναι χρήσιμο: αναζητεί το νόημα κάτω από τα γεγονότα». «Κάποτε ήταν δημοσιογράφος. Τώρα τι είναι; Συγγραφέας! Δηλαδή, κερδίζει τη ζωή του με τα βιβλία;» είχε δηλώσει δυσαρεστημένη η μητέρα της Φρανσίν Φορ, της γυναίκας που παντρεύτηκε ο Καμύ και με την οποία απέκτησε δύο παιδιά.

Στις 14 Μαρτίου 1940 ο Καμύ έφευγε από το Αλγέρι για το Παρίσι. Θα άρχιζε η ζωή του ξένου, του εξόριστου. Στον Πόλεμο δεν στρατεύτηκε, ως οριστικά απαλλαγείς λόγω φυματίωσης, παρ΄ όλο που είχε εμφανιστεί στην επιτροπή στρατολογίας κατόπιν αιτήσεώς του. Κατέκτησε γρήγορα τη λογοτεχνική σκηνή και γνώρισε αμέσως μεγάλη απήχηση. Το 1957 μιλούσε κιόλας για το τέλος της εποχής των ιδεολογιών. Δεν αγνοούσε τα δράματα του καιρού του και έπαιρνε θέση όποτε μπορούσε και όποτε γνώριζε. Αρνήθηκε τον φανατισμό αλλά όχι τη μαχητικότητα και διακήρυττε ότι δεν μπορεί να υπάρχει πολιτική χωρίς ηθική. Ισως αυτό το τελευταίο να είναι το κλειδί της ερμηνείας της αμφισβήτησής του τόσο από τη Δεξιά όσο και από την Αριστερά. Αλλά ακόμη και σε αυτό ο Καμύ αποδεικνύεται εξαιρετικά σύγχρονος.

Το μεγαλύτερο μέρος των έργων του Αλμπέρ Καμύ κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

Στα νησιά του Αιγαίου

Μαίρη Παπαγιαννίδου, εφ. Το Βήμα, 3/1/2010

Τα ταξίδια στην Ελλάδα. «Ξέρω το γιατρικό - θ΄ αγναντεύω για πολλή ώρα τη θάλασσα» έγραφε

Ο Αλμπέρ Καμύ με την ηθοποιό Μαρία Καζαρές και τον ηθοποιό και τραγουδιστή Σερζ Ρεζιανί Η πρώτη φορά που ήρθε ο Καμύ στη χώρα μας ήταν τον Αύγουστο του 1939, όταν σχεδίασε να ταξιδέψει με μηχανότρατα παρέα με την τότε ερωμένη του Κριστιάν Γκαλιντό. Ηταν βέβαια 27 ετών και το αίμα του έβραζε, αλλά η ευρωπαϊκή περιπλάνησή του είχε ξεκινήσει πολύ νωρίτερα, αφού ως Γάλλος της Αλγερίας αισθανόταν παντού «ξένος». Ακόμη και τη μετοίκησή του στο Παρίσι τη θεωρούσε εξορία. Είχε βρει εκεί τον 35χρονο Μαλρό, με το ατίθασο τσουλούφι και το δερμάτινο μπουφάν, και τον 67χρονο Ζιντ, έναν πιο παραδοσιακό άνθρωπο των γραμμάτων, φαλακρό, ευαίσθητο στο κρύο, που κυκλοφορούσε με μια κάπα ριγμένη στους ώμους, αλλά «για έναν Μαλρό στο Παρίσι, και μερικούς πολύ εντάξει τύπους, πόσοι ψευτοκαλλιτέχνες, χαριτολόγοι και ρηχοί στοχαστές»; Θα ξανάπαιρνε τον δρόμο του ως περιπλανώμενος Ιουδαίος, μοιρασμένος ανάμεσα σε έρωτες, πάθη, πόλεις και φιλενάδες. Πάντως όταν ξεκίνησε με τη μηχανότρατα βρισκόταν σε μια επικίνδυνη και δύσκολη καμπή, αποφασιστική για όλα τα υπόλοιπα: το λογοτεχνικό, φιλοσοφικό και ηθικό τρίπτυχο που τον απασχολούσε έπρεπε να σχηματιστεί, και αυτό θα έβγαινε στο χαρτί. «Είναι ικανός να το κάνει;» διερωτάται ο βιογράφος του Ολιβιέ Τοντ στην κινηματογραφικής απόδοσης βιογραφίαΜια ζωή.

Περισσότερες πληροφορίες για το ταξίδι εκείνο στην Ελλάδα δεν έχουμε, αφού άλλωστε ο Καμύ φρόντιζε να μιλάει ελάχιστα για την προσωπική του ζωή. Οπως μας πληροφορεί τώρα ο βιογράφος του, στο σημείο εκείνο ο συγγραφέας θεωρούσε ότι έκλεινε τον πρώτο κύκλο της δημιουργίας του: «Δεν μπορώ να βγάλω απ΄ το μυαλό μου τονΚαλιγούλα. Πρέπει να είναι επιτυχία. Με το μυθιστόρημά μου και το δοκίμιό μου για το παράλογο, κλείνει ο πρώτος κύκλος αυτού που σήμερα δεν φοβάμαι πλέον να αποκαλέσω “το έργο μου”».

Είχε προλάβει στο μεταξύ να προσχωρήσει στο κομμουνιστικό κόμμα, να αποχωρήσει από αυτό δύο χρόνια μετά την εγγραφή του, να παντρευτεί και να χωρίσει στην Αλγερία. «Αδιαφορώ για την ευτυχία. Αυτό που θέλω είναι το μεγαλείο» είχε ξεκαθαρίσει νωρίς τη θέση του απέναντι στις γυναίκες. Η ίδια περίπου αντίληψη διαπερνούσε και τις πολιτικές του θέσεις: δεν ήταν ενεργό μέλος κάποιου κόμματος αλλά εξακολουθούσε να ενδιαφέρεται για την πολιτική και είχε ενεργό δράση που δεν περιοριζόταν απλώς σε επιστολές και διαμαρτυρίες στον πυρήνα των διανοουμένων. Η λογοτεχνία μπορούσε να τον λυτρώσει από την πολιτική. «Το μόνο πράγμα για το οποίο έχω κάποιες αμφιβολίες είναι κατά πόσον είμαι σε θέση να δώσω υπόσταση στον κόσμο που ζει μέσα μου» ήταν και πάλι η κατάληξη για τον φυματικό Δον Ζουάν, ο οποίος ήξερε να υπερπηδά όλα τα εμπόδια.

Ο Καμύ δεν σταμάτησε ποτέ την πάλη ενάντια στα ιδεολογήματα που αποστρέφονται την ανθρώπινη φύση. Παρ΄ ότι βρισκόταν συχνά υπό ανάρρωση λόγω της ενεργού φυματίωσης που τον ταλάνιζε από νωρίς, εργαζόταν με εντατικό ρυθμό, για την ακρίβεια δούλευε «σαν απελπισμένος». Μπροστά σε ακροατήριο, γινόταν δεινός, εύγλωττος και συναρπαστικός ομιλητής. Μπροστά σε μια γυναίκα, εφάρμοζε «την τεχνική του πιλότου του καταδιωκτικού-βομβαρδιστικού: ορμάει καταπάνω της και συνήθως η επιχείρηση επιτυγχάνει. Μετά φεύγει γρήγορα». Ο δεύτερος γάμος του και τα δίδυμα που ήρθαν το 1945 δεν μετέβαλαν την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης διόλου. «Είμαι αποκαμωμένος. Μονίμως καθυστερημένος σε όλα... Για να τα κάνω όλα, μου χρειάζονται τρεις ζωές» είχε πει λίγο προτού αποφασίσει να ανταποκριθεί στην πρόσκληση του Γαλλικού Ινστιτούτου της Αθήνας το 1955. «Μα έτσι κι αλλιώς δεν μπορούμε να λιποτακτήσουμε...».

Το ένδυμα της οδύνης

Ηταν πια 42 χρόνων, το κεντρικό πρόσωπο μιας ανταλλαγής απόψεων γύρω από «Το μέλλον του ευρωπαϊκού πολιτισμού», όπου συμμετείχαν, μεταξύ άλλων, οιΚωνσταντίνος Τσάτσος,Ευάγγελος Παπανούτσος, Φαίδων Βεγλερής, Γιώργος Θεοτοκάς, Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας και στην οποία προέδρευε οΑγγελος Κατακουζηνός .«Υπάρχει μια Ευρώπη αστική, ατομικίστρια, εκείνη που σκέφτεται τα ψυγεία της, τα γαστρονομικά της εστιατόρια, που λέει “εγώ δεν ψηφίζω...εμείς δεν θέλουμε ούτε ρομαντισμό ούτε υπερβολές,δεν θέλουμε να ζήσουμε στα όρια ούτε να γνωρίσουμε τη διάσπαση”... Πράγματι υπήρξε μια γαλλική εθνική αλληλεγγύη και υπήρξε επίσης μια ελληνική εθνική αλληλεγγύη:η αλληλεγγύη της οδύνης. Αυτή την αλληλεγγύη μπορούμε να την ξαναβρούμε κάθε στιγμή και όχι μόνο με το ένδυμα της οδύνης...»τον άκουσε το εκλεκτό κοινό του να λέει στην Αθήνα στις 28 Απριλίου του 1955. Αυτή η συζήτηση, καταγραμμένη από το μαγνητόφωνο του Ανδρέα Εμπειρίκου, μεταφράστηκε και κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στην Ελλάδα με τίτλοΑλμπέρ Καμύ. Το μέλλον του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Μια συζήτηση στην Αθήνα, 1955(πρόλογος- μετάφραση Τατιάνα Τσαλίκη-Μηλιώνη, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2004).

Ο προεδρεύων της συνάντησης Αγγελος Κατακουζηνός ανήκε και αυτός «στην παρέα του Παρισιού». Είχε σπουδάσει Ιατρική στο Μομπελιέ, είχε εκλεγεί καθηγητής Ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού, μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας και της Λεγεώνας Τιμής, ήταν από τους πρώτους που χρησιμοποίησαν τη ναρκοαναλυτική μέθοδο και σύντομα απέκτησε διεθνή φήμη και είχε πολλούς πελάτες από το Παρίσι και το Λονδίνο στο ιατρείο του στην Αθήνα, όπως τον Γουίλιαμ Φόκνερ και τον Αριστοτέλη Ωνάση. Ως διάσημος ασθενής και φιλοπερίεργος, ο Αλμπέρ Καμύ δεν θα αποτελούσε εξαίρεση. Μπορούμε να τον φανταστούμε μετά τη διάλεξη στο σπίτι των Κατακουζηνών στη λεωφόρο Αμαλίας 4, με θέα τον Εθνικό Κήπο και την Ακρόπολη, να απολαμβάνει την ατμόσφαιρα, τη θέα, την εκλεκτή παρέα και τη συναρπαστική κουβέντα. Εκεί συγκεντρώνονταν στην κορύφωση της δεκαετίας του ΄60 ποιητές, συγγραφείς, καλλιτέχνες και επιστήμονες, που σημάδεψαν με τη σκέψη και το έργο τους τη σύγχρονη Ελλάδα, αλλά και πολλοί επιφανείς ευρωπαίοι και αμερικανοί καλλιτέχνες και διανοούμενοι. Η επίσκεψη του μεγάλου συγγραφέα στην Αθήνα έδωσε την ευκαιρία στη Λητώ Κατακουζηνού, η οποία είχε πάρει μέρος στην αντίσταση κατά της γερμανικής κατοχής και ακολούθησε ενεργό λογοτεχνική σταδιοδρομία, να γράψει το βιβλίο Συντροφιά με τον Αλμπέρ Καμύ (Καστανιώτης, 2004) που δείχνει πόσο πολύ αγαπούσε ο συγγραφέας την Ελλάδα. Γι΄ αυτόν, ακόμη και πριν από την αλγερινή εξέγερση, ένας διανοούμενος οφείλει να υποστηρίζει παντού αυτούς που διώκονται από την εξουσία, ανεξάρτητα από το κυρίαρχο ρεύμα και τους κρατούντες τής κάθε εποχής. Ηταν γνωστό το ενδιαφέρον του κατά τα οδυνηρά χρόνια του ελληνικού Εμφυλίου για τις άνευ στοιχείων θανατικές καταδίκες, εκτελέσεις και εκτοπισμούς αριστερών, αλλά και η αλληλεγγύη του στον αντιαποικιακό αγώνα των Κυπρίων το 1955. Και ας μαινόταν ο πόλεμος στην Αλγερία.

Η ανθρώπινη κατάσταση

Δύο χρόνια προτού του αποδοθεί το Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1957, τρία χρόνια προτού κάνει το τελευταίο μεγάλο ταξίδι του στην Ελλάδα, είχαν ήδη προστεθεί σε όλα τα παραπάνω τα ενοχλητικά παρεπόμενα της δόξας. Τι τον έκανε να αφήσει το Παρίσι τη χρυσή εποχή των καφέ, του «Dome», του «Coupole» και του «Ρalette» στο Μονπαρνάς και να περιπλεύσει για άλλη μία φορά εν έτει 1958 με σκάφος τα ελληνικά νησιά, παρέα με τον εκδότη του Μισέλ Γκαλιμάρ και τον ζωγράφο Μάριο Πράσινο; «Η ζωή μου βασίζεται στην ιδέα ότι έχω κάτι να πω και ότι θα απελευθερωθώ απ΄ όλα όταν θα το έχω πει» δήλωνε ξανά. Νέο ταξίδι στο φως και στο περιβάλλον της Ελλάδας που τον συνέπαιρναν. Φαινομενικά όσο εκείνος έγραφε για τα αιγαιοπελαγίτικα νησιά, ο Πράσινος τα ζωγράφιζε, ενώ η παλιά φλογερή ερωμένη του, η ηθοποιός Μαρία Καζαρές, τους έκανε συντροφιά. Στην πραγματικότητα όμως ο νους του ήταν για μία ακόμη φορά στην ανθρώπινη κατάσταση. «Εχω χριστιανικές ανησυχίες, αλλά η φύση μου είναι μάλλον παγανιστική» είχε πει. Ενιωθε άνετα με τους Ελληνες, ιδίως με τους προσωκρατικούς, τον Ηράκλειτο, τον Εμπεδοκλή, τον Παρμενίδη. Πίστευε σε ορισμένες αξίες της αρχαιότητας. Ηθελε ίσως να ολοκληρώσει το τελευταίο έργο του «Ο πρώτος άνθρωπος». Στον Ζαν Μεζονσέλ έλεγε: «Εχω γράψει μόλις το ένα τρίτο του έργου μου. Στην πραγματικότητα το αρχίζω με αυτό το βιβλίο».

Θα έκανε μια νέα εκκίνηση από τα νησιά του Αιγαίου; Παρ΄ ότι πολλές φορές ήταν εξαντλημένος και κάτωχρος, ήταν φανερό πως δεν σκόπευε να εγκαταλείψει την προσπάθεια. Ξανά και ξανά ομολογούσε την ανάγκη του να ζει έντονα. «Αλλά γιατί να μη δώσω ένα όνομα σε τούτη την επιθυμία που κατακλύζει την καρδιά μου και σε τούτη την ασυγκράτητη ανάγκη να ξαναβρώ την ανυπόμονη καρδιά των είκοσι χρόνων μου. Ξέρω όμως το γιατρικό- θ΄ αγναντεύω για πολλή ώρα τη θάλασσα». Στις 4 Ιανουαρίου 1960 ο Καμύ θα έβρισκε τον θάνατο σε ένα αυτοκινητικό δυστύχημα στο Βιλμπλεβέν της Υόννης στη Γαλλία. «Να χάσεις τη ζωή σου είναι κάτι ασήμαντο και θα είχα το κουράγιο να το κάνω όταν χρειαστεί. Αλλά να βλέπεις να συντρίβεται το νόημα αυτής της ζωής, να εξαφανίζεται η αιτία της ύπαρξής σου, να κάτι που είναι ανυπόφορο. Δεν μπορείς να ζήσεις χωρίς μια αιτία». Εκείνος τουλάχιστον έζησε 47 χρόνια με αιτία.

Συνοδοιπόροι και αντίπαλοι

Αναστάσης Βιστωνίτης, εφ. Το Βήμα, 3/1/2010

Η σχέση αγάπης-μίσους με τον Ζαν Πολ Σαρτρ. Η φιλία, ο θαυμασμός, η σύγκρουση, οι πολιτικές διαφορές, το βάρος της φιλοσοφίας και τα φροϋδικά απωθημένα

Ο Σαρτρ και ο Καμύ συναντήθηκαν για πρώτη φορά τον Ιούνιο του 1943 στο Παρίσι, στην πρεμιέρα του θεατρικού έργου του πρώτου Οι μύγες, εμπνευσμένου από την Ορέστειακαι με ποικίλους συμβολισμούς όσον αφορά την αντίσταση στους γερμανούς κατακτητές. Ο Σαρτρ, σύμφωνα με τη Σιμόν ντε Μποβουάρ, βρισκόταν στο λόμπι του θεάτρου όταν τον πλησίασε ένας νέος μελαχρινός άντρας που του συστήθηκε:«Είμαι ο Καμύ»είπε. Ο Σαρτρ ήταν τότε 38 και ο Καμύ 30 ετών. Και οι δύο πασίγνωστοι. Ο Σαρτρ για το μυθιστόρημά τουΗ ναυτίακαι οΚαμύ για το μυθιστόρημά τουΟ ξένος,που είχε κυκλοφορήσει την προηγούμενη χρονιά προκαλώντας τεράστια εντύπωση, όπως συνέβη και με το αμέσως επόμενο βιβλίο του, έξι μήνες αργότερα, το φιλοσοφικό δοκίμιοΟ μύθος του Σισύφου.

Οι δύο άντρες συμπάθησαν ο ένας τον άλλον από την πρώτη στιγμή. Ετσι η συνάντηση αυτή σηματοδότησε την απαρχή μιας φιλίας, η οποία εν τούτοις θα γνώριζε διακυμάνσεις και επτά χρόνια αργότερα θα κατέληγε σε ανοιχτή σύγκρουση. Η αρχική συμπάθεια εξελίχθηκε σε θερμή φιλία λίγους μήνες αργότερα, όταν ο Καμύ θα αναλάμβανε σύμβουλος (αναγνώστης) στον εκδοτικό οίκο Gallimard που εξέδιδε τόσο τα δικά του όσο και τα βιβλία του Σαρτρ. Οι δυο τους ωστόσο ήταν διαφορετικοί χαρακτήρες. Ο Σαρτρ, θορυβοποιός εκ συστήματος, περιστοιχιζόταν από έναν εσμό αυλοκολάκων και ανάμεσα στην παρισινή διανόηση υπήρχαν πλήθος «μουτζαχεντίν» έτοιμοι να υπερασπιστούν με πάθος τις ιδέες του και σε ένα νεύμα του να επιτεθούν εναντίον των αντιπάλων του δημοσιεύοντας βιτριολικά άρθρα στα περιοδικά και στις εφημερίδες. Ο Καμύ, μολονότι συμμετείχε ενεργά στην πολιτική και πολιτιστική ζωή, δεν είχε αυλή γύρω του. Στο Αλγέρι, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε, ανήκε στους κύκλους της Αριστεράς αλλά ποτέ στις ιδέες του δεν επέδειξε τον σαρτρικό φανατισμό. Απλοποιώντας τα πράγματα, θα λέγαμε ότι για τον Σαρτρ το πολιτικό ζήτημα ήταν πάντοτε το μείζον, ενώ στον Καμύ προείχε η ηθική πλευρά. Μολονότι ουδείς αμφισβητεί το σημαντικό λογοτεχνικό έργο και των δύο, ο Καμύ ήταν περισσότερο συγγραφέας και λιγότερο φιλόσοφος, ενώ ο Σαρτρ υπήρξε το ακριβώς αντίθετο. Γι΄ αυτό άλλωστε στο λογοτεχνικό πάνθεον, όπως διαμορφώνεται με τα σημερινά δεδομένα, η θέση του Καμύ είναι αναμφισβήτητα σημαντικότερη. Παρά την κοινοτοπία ότι ο χρόνος έχει τα δικά του κριτήρια (και άρα ενδέχεται το ενδιαφέρον για το σαρτρικό έργο να αναζωπυρωθεί στο μέλλον), είναι αμφίβολο αν έπειτα από κάποια χρόνια το έργο αυτό θα προκαλεί έστω και το ένα τρίτο του ενδιαφέροντος που προκαλούσε ο συγγραφέας του όσο ζούσε.

Αναπόφευκτη σύγκρουση

Ο Σαρτρ και ο Καμύ ήταν σχεδόν αναπόφευκτο να συγκρουστούν, ενώ η τρίτη μεγάλη φυσιογνωμία του γαλλικού ανθρωπισμού στον 20ό αιώνα, ο Αντρέ Μαλρό, αμέσως μετά τον πόλεμο εντάχθηκε στην γκωλική Δεξιά και τράβηξε τον δικό του, μοναχικό όπως αποδεικνύουν τα μεγάλα έργα του, δρόμο.

Ο Καμύ εκτιμούσε τον Σαρτρ αλλά δεν τον θαύμαζε. Ο σύγχρονός του γάλλος συγγραφέας που θαύμαζε ήταν ο Μαλρό. Τα μεγάλα παραδείγματα όμως για τον ίδιον- και κατ΄ εξοχήν όσον αφορά τη λογοτεχνία- υπήρχαν εκτός Γαλλίας. Οι μείζονες συγγραφείς που τον επηρέασαν δεν ήταν λ.χ. ο Μπαλζάκ ή ο Φλομπέρ αλλά ο Ντοστογέφσκι και ο Κάφκα. Ο Κάφκα άσκησε μεγάλη επίδραση και στον Σαρτρ στην πρώιμη συγγραφική του περίοδο (ιδιαίτερα στο κορυφαίο λογοτεχνικό του έργο, τηΝαυτία), αλλά ο τελευταίος γρήγορα στράφηκε αλλού. Στη μεταπολεμική του μυθιστορηματική τριλογία (που είναι μια ημιτελής τετραλογία βέβαια), τουςΔρόμους της ελευθερίας, το πρότυπό του (ο Τζον Ντος Πάσος) βρίσκεται στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, τις Ηνωμένες Πολιτείες, τις οποίες ο Σαρτρ απεχθανόταν. Το ερώτημα όμως τι- και αν- αγαπούσε ο Σαρτρ πέρα από τον εαυτό του παραμένει ένα μυστήριο. Ο Σαρτρ ανακάλυψε τον Ντος Πάσος όταν ο τελευταίος είχε αρχίσει να στρέφεται προς τα δεξιά, όπως «ανακάλυψε» την Κίνα στην περίοδο της Πολιτιστικής Επανάστασης, τέσσερις δεκαετίες μετά τον Μαλρό, ο οποίος γνώριζε την Κίνα απέξω κι ανακατωτά και άρχισε να γράφει γι΄ αυτήν στη δεκαετία του ΄20, στην περίοδο του Κουομιντάνγκ, όταν ελάχιστοι στη Δύση γνώριζαν τι ακριβώς συνέβαινε εκεί, προβλέποντας τη νίκη της επανάστασης. Ο Σαρτρ σαράντα και πλέον χρόνια μετά τον Μαλρό αναλύθηκε σε ύμνους για την Κίνα, όχι όμως για την Ουράνια Αυτοκρατορία αλλά για τη θερμιδωριανή Κίνα της δεκαετίας του ΄60, στην περίοδο της κινεζικής Τρομοκρατίας, δηλαδή της Πολιτιστικής Επανάστασης.

Ο Καμύ δεν ασχολήθηκε με τέτοια ζητήματα μένοντας σταθερά προσηλωμένος στις προκλήσεις και στα ερωτήματα που έθετε ο πολιτισμός της Ευρώπης. Μολονότι το αποικιακό παρελθόν της Γαλλίας δεν τον άφηνε αδιάφορο, έχοντας γεννηθεί και μεγαλώσει σε γαλλική αποικία, την Αλγερία, γνώριζε εκ των έσω πόσο περίπλοκο ήταν το ζήτημα της λεγόμενης αποαποικιοποίησης, γι΄ αυτό και την αλγερινή επανάσταση την είδε με άλλο μάτι, όπως και τη στάση της Γαλλίας, η οποία, ενώ την καταδίκαζε, δεν απέδιδε όλα τα δίκαια στην άλλη πλευρά καταδικάζοντας κάθε μορφή βίας. Ηξερε από πρώτο χέρι πως η Αλγερία ήταν μια χώρα ουσιαστικά διηρημένη. Τα όσα συμβαίνουν σήμερα εκεί, με άλλα λόγια η ανάπτυξη του φονταμενταλισμού, μοιάζουν να τον δικαιώνουν πενήντα χρόνια μετά τον αδόκητο θάνατό του.

Ο Γάλλος Σαρτρ, ο Ευρωπαίος Καμύ

Στο σπίτι του συγγραφέα Μισέλ Λερίς, στις 19 Μαρτίου 1944. Καθισμένοι ο Ζαν Πολ Σαρτρ (αριστερά), ο Αλμπέρ Καμύ, ο Μισέλ Λερίς, ο Ζαν Αμπιέ. Ορθιοι ο Ζακ Λακάν (αριστερά), η Σεσίλ Ελυάρ, ο Πιερ Ρεβερντύ, η Λουίζ Λερίς, ο Πάμπλο Πικάσο,η Φανί ντε Καμπάν (πίσω από τον Πικάσο),η Βαλεντίν Ουγκό, η Σιμόν ντε Μποβουάρ Ενώ ο Σαρτρ ήταν γάλλος μέχρι μυελού οστέων, ο Καμύ συμπεριφερόταν πρωτίστως ως Ευρωπαίος. Ηταν επιπλέον μεσογειακός ως ευαισθησία και σε μεγάλο βαθμό κεντροευρωπαίος ως συνείδηση. Γι΄ αυτό και στονΞένοκατάφερε κατά εκπληκτικό τρόπο- και σε ένα πολύ μικρό βιβλίο- να μεταφέρει την κληρονομιά του φροϋδικού Αngst μέσα στο μεσογειακό φως και να δημιουργήσει κάτι το πρωτοφανές: έναν ήρωα που σκοτώνει από άγχος, ομόλογο του οποίου είναι η αδιαφορία.

Αλλά στο παρισινό πολιτισμικό και ιδεολογικό τοπίο, όπου ο Σαρτρ κυριαρχούσε μεταπολεμικά, ήταν αδύνατον να ανεχθεί αναστήματα που θα αμφισβητούσαν την κυριαρχία του ή που φανταζόταν ότι θα έθεταν σε κίνδυνο την πρωτοκαθεδρία του. Η θεαματική άνοδος του Καμύ στο λογοτεχνικό και φιλοσοφικό στερέωμα, ο συνδυασμός καλλιτέχνη και διανοουμένου που ήταν το ιδεωδέστερο πρότυπο του συγγραφέα αιχμής κατά τα γαλλικά πρότυπα, δεν μπορούσε να είναι ανεκτά από τον Σαρτρ ή από το ζεύγος Σαρτρ- Μποβουάρ. Τότε ο Μαλρό βρισκόταν στην άλλη όχθη, οι φιλελεύθεροι διανοούμενοι χλευάζονταν στην αριστερή όχθη του Σηκουάνα από τους οπαδούς του ζευγαριού και άρα μόνον ο Καμύ ήταν ο αντίπαλος που ο Σαρτρ φοβόταν. Οσο για τη στάση της Μποβουάρ, τα πράγματα ανάγονται σε πιθανές φροϋδικές ερμηνείες, δεδομένου ότι η ηγερία του Σαρτρ εί χε πει στον Καμύ ότι αν ήθελε να του δοθεί, εκείνη θα το έκανε πολύ ευχαρίστως. Ωστόσο ο Καμύ, γόης και περιζήτητος ανάμεσα στις γυναίκες της εποχής που συναναστρέφονταν την παρισινή ιντελιγκέντσια, αρνήθηκε- ευγενικά, λέγεται, αλλά ποιος μπορεί να ξέρει; Λέγεται μάλιστα ότι ο Σαρτρ δεν ενοχλήθηκε από την πρόταση της Μποβουάρ αλλά προσεβλήθη από την άρνηση του Καμύ! Πέραν εν τούτοις των φημολογιών με τις οποίες το ζεύγος Σαρτρ- Μποβουάρ φρόντιζε να τρέφει τους διανοούμενους, τους διανοουμενίζοντες και τους παρατρεχάμενους που τους περιτριγύριζαν στην αριστερή όχθη του Σηκουάνα, χρειάζεται να προσθέσουμε ότι και ο ίδιος ο Καμύ δεν αισθανόταν καλά με τη σκέψη πως πολλοί τον θεωρούσαν προέκταση του σαρτρικού υπερεγώ. Αντιλαμβανόταν ότι η ιδέα πως μπορούσε να εκληφθεί ως δημιούργημα του Σαρτρ θα επιδρούσε αρνητικά στο έργο και στην προσωπικότητά του. Γι΄ αυτό και σχετικά νωρίς σε συνέντευξή του είχε σπεύσει να δηλώσει πως η θεωρία του για το παράλογο ουδεμία σχέση είχε με τον υπαρξισμό του Σαρτρ.

Ο Σαρτρ διέθετε το δικό του ιδεολογικό όργανο, το περιοδικόLes Τemps Μodernes (Μοντέρνοι καιροί, τίτλος που απηχεί την ομώνυμη ταινία του Τσάρλι Τσάπλιν του 1936), το οποίο ιδρύθηκε το 1945 από τον ίδιο, τη Σιμόν ντε Μποβουάρ και τον Μορίς Μερλό Ποντί και ασκούσε τεράστια επίδραση για πολλά χρόνια όχι μόνο στη Γαλλία αλλά και σε όλον τον δυτικό κόσμο. Μολονότι πολλοί αγγλοσάξονες, όπως και αρκετοί γερμανοί συγγραφείς και διανοούμενοι πρώτης γραμμής, δεν είχαν και την καλύτερη ιδέα για τον Σαρτρ, ο συγγραφέας τούΕίναι και το μηδένήταν ένα πρόσωπο με τεράστιο κύρος, ένα υπερεγώ, ένας γκουρού ή, ας πούμε, ένα είδος Βολταίρου του 20ού αιώνα, σύμφωνα με την ευφυή διατύπωση του Ντε Γκωλ.

Το τέλος μιας φιλίας

Το 1948 ο Τζορτζ Οργουελ ανέλαβε να γράψει κριτική για ένα βιβλίο του Σαρτρ που στην Αγγλία εκδόθηκε από τον ίδιο εκδότη ο οποίος εξέδιδε και τα βιβλία του Οργουελ. Οταν διάβασε το βιβλίο, ο Οργουελ έγραψε στον εκδότη του τα εξής:«Νομίζω ότι ο Σαρτρ είναι ένα ασκί γεμάτο αέρα και θα του δώσω μια καλή κλωτσιά». Και αυτό έκανε. Οι αμφισβητήσεις των Αγγλοσαξόνων ωστόσο δεν επέφεραν καμία αλλαγή στο τεράστιο πεδίο επιρροής που κάλυπτε εκείνα τα χρόνια η γαλλική κουλτούρα. Και προοδευτική σκέψη εκτός σαρτρικού πλαισίου (το οποίο προσαρμοζόταν κατά τις περιστάσεις) στη Γαλλία ως τα τέλη της δεκαετίας του ΄70 ήταν αδιανόητο να υπάρξει. Ετσι, όταν ο Καμύ δημοσίευσε τονΕπαναστατημένο άνθρωποτο 1952, η αντίδραση του Σαρτρ και των συν αυτώ ήταν εξαιρετικά βίαιη. Η επίθεση στοΤempes Μodernesεναντίον του Καμύ ήταν ανελέητη. Τόσο από τον ίδιο τον Σαρτρ όσο και από τον πιστό του Φρανσίς Ζανσόν. Ο Σαρτρ, ο οποίος εξέλαβε το βιβλίο του Καμύ ως έμμεση επίθεση εναντίον του, δημοσίευσε μια εικοσασέλιδη κριτική γεμάτη όξον και χολή, και άλλες τριάντα σελίδες έγραψε ο Ζανσόν, όπου εξηγούσε γιατί η εν λόγω κριτική ήταν δίκαιη απέναντι στο έργο του Καμύ. Ο Καμύ έγραψε μιαν απάντηση που δεν την έστειλε στο περιοδικό ποτέ. Επέλεξε τη σιωπή, όπως έγραψε νεκρολογώντας τον ο Σαρτρ, ο οποίος αναρωτιόταν«πότε άραγε θα αποφάσιζε να μιλήσει». Το τυπικά σαρτρικό ως προς τη νοοτροπία ερώτημα- τουτέστιν πως όποιος δεν μιλάει και δεν κάνει φασαρία είναι σαν να μην υπάρχει- φαντάζει ως ευφημισμός, ειδικά για τον Καμύ που είχε πει πως το σημαντικό έργο του δεν ήταν αυτό που είχε ήδη καταθέσει αλλά το εν αναμονή έργο του, εκείνο το οποίο επρόκειτο να γράψει. Που σημαίνει ότι ισχυρότερα από το αίσθημα της συμμετοχής στο πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι θεωρούσε τη συνέχεια και τον ποιοτικό αναβαθμό των γραπτών του.

Μια συγκινητική νεκρολογία

Τι συμβαίνει και σήμερα ο Καμύ επιστρέφει, και μάλιστα κατά τρόπο θεαματικό, στο προσκήνιο, ενώ ο Σαρτρ κινδυνεύει- αδίκως εν πολλοίςνα ξεχαστεί; Μια εξήγηση είναι ότι με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου κατέρρευσε και το ιδεολόγημα του πολιτικού και κοινωνικού διπολισμού πάνω στο οποίο αναπτύχθηκαν απόψεις επί απόψεων και ξοδεύτηκαν ποταμοί μελάνης. Μια άλλη είναι ότι μεταπολεμικά ο Σαρτρ βυθιζόταν όλο και πιο βαθιά στην πολιτική επικαιρότητα επειδή το ταλέντο του έφθινε συνεχώς, ότι δηλαδή ως συγγραφέας και ως φιλόσοφος δεν είχε πλέον να πει τίποτε. Και μια άλλη ότι η ίδια η έννοια της στράτευσης που συνιστά τον πυρήνα του σαρτρικού έργου ήταν εξαρχής καταδικασμένη. Πρότυπο στρατευμένου συγγραφέα θεωρούσε άλλωστε ο Σαρτρ τον Καμύ την περίοδο που η σχέση τους παρουσιαζόταν ανέφελη. Τι σήμαινε αυτό; Οτι σε μεγάλο βαθμό πάνω στον Καμύ ο Σαρτρ προέβαλλε το είδωλο του εαυτού του. Στο πεδίο της κουλτούρας φυσικά αυτό μεταφράζεται σε μία και μόνο λέξη: κηδεμονία. Μόλις όμως ο Καμύ άρχισε να αποποιείται την κηδεμονία, άρχισαν και τα προβλήματα. Αυτή είναι η μία πλευρά της σχέσης αγάπης-μίσους ανάμεσα στους δύο άνδρες. Η άλλη έχει ενδεχομένως διαφορετικές, πιο προσωπικές και διόλου ιδεολογικές διαστάσεις: Ο Σαρτρ, ως φαίνεται, διακατεχόταν πάντοτε από αίσθημα αντιπαλότητας έναντι του Καμύ. Χαρακτηριστικό είναι το περιστατικό που συνέβη ένα βράδυ, όταν και οι δύο ήταν τύφλα στο μεθύσι. Ο Σαρτρ στράφηκε στον Καμύ και του είπε:«Είμαι πιο έξυπνος από σένα,δεν νομίζεις;». Ο Καμύ συμφώνησε. Αλλωστε δεν στοίχιζε και τίποτε.

Νεκρολογώντας τον συγγραφέα τουΞένουο Σαρτρ τον χαρακτήρισε «Ντεκάρτ του παραλόγου». Η νεκρολογία αυτή είναι από τα καλύτερα και συγκινητικότερα κείμενα του (αφήνοντας κατά μέρος κάποια ψήγματα ναρκισσισμού). Ο Σαρτρ ήταν εξαιρετικά ιδιοφυής ώστε να τονίσει όχι μόνο το μέγεθος της απώλειας που σήμαινε για τα γαλλικά γράμματα ο θάνατος του Καμύ αλλά και- κυρίως- τη σημασία ενός έργου το οποίο, ενώ εστιαζόταν στο παράλογο, προέβαλλε στο προσκήνιο τις ηθικές αξίες που δίνουν νόημα στη ζωή, στην ύπαρξη που ο αγώνας της εναντίον του θανάτου τη φωτίζει με ένα ηρωικό φως, το φως του αγώνα, το φως που δίνει σε κάθε πράξη το αληθινό της νόημα.