Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Πεζογραφία

Μάστορας της υπερβολής, της ασέβειας, του χιούμορ

Κατερίνα Σχινά, εφ. Ελευθεροτυπία, 30/7/2004

Παιδί του Μισισιπή, μεγαλωμένος πλάι στο ποτάμι και ταξιδεμένος με τα ποταμόπλοια, μ' ένα φιλολογικό ψευδώνυμο δανεισμένο από τη ναυτική ορολογία, αλλά ταυτόχρονα υπαινικτικά αναφερόμενο στη διδυμία, στη συνύπαρξη δύο εαυτών στο ίδιο σώμα, ο Σάμιουελ Λάνγχορν Κλέμενς, άλλως Μαρκ Τουέιν, γεννήθηκε στις 30 Νοεμβρίου 1835 -τη μέρα που ο Κομήτης του Χάλεϊ εμφανίστηκε για πρώτη φορά στον ουρανό- στη Φλόριντα του Μιζούρι. Πέθανε στις 21 Απριλίου 1910 -μία μέρα αφ' ότου ο κομήτης ξαναφάνηκε στον αμερικανικό ουρανό. Πάντοτε έλεγε ότι είχε έρθει με τον κομήτη και θα έφευγε μαζί του- η προφητεία του πραγματοποιήθηκε στο ακέραιο. Στο μεσοδιάστημα δούλεψε στα ατμόπλοια, έμαθε την τέχνη της τυπογραφίας, εργάστηκε σαν αρθρογράφος στις εφημερίδες του τόπου του και ποτέ δεν εγκατέλειψε τη δημοσιογραφική πένα. Ρήτορας από τους λίγους, συνδύαζε την εξυπνάδα με το χιούμορ και καθήλωνε το κοινό με τον αστραφτερό του λόγο. Οσο για τη λογοτεχνία του, αυτή αποτέλεσε τομή στα αμερικανικά γράμματα.

Το έργο που τον καθιέρωσε ως γοητευτικό αφηγητή και μεγάλο χιουμορίστα, ήταν μια συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Ο ονομαστός άλτης βάτραχος της κομητείας Καλαβέρας» (1867). Ωστόσο, ήταν οι ταξιδιωτικές του εντυπώσεις από την Ευρώπη που τον έκαναν διάσημο. Το βιβλίο τιτλοφορήθηκε «The innocents abroad, or the New Pilgrims's progress» («Οι αδαείς εις την ξένην, ή Το νέο προσκύνημα», 1869) και ήταν μια ευφυέστατη παρωδία της ιδιαίτερα δημοφιλούς στα μέσα του 19ου αιώνα συναισθηματικής ταξιδιωτικής λογοτεχνίας.

Ο Μαρκ Τουέιν θα κατακτούσε μετά τους μεγάλους και την καρδιά των παιδιών. Πατέρας του Τομ Σόγερ (1876) και του Χόκλμπερι Φιν (1884), θα γράψει μερικά από τα πιο ζωντανά έργα της παιδικής λογοτεχνίας, επιχειρώντας όμως ταυτόχρονα, ιδιαίτερα μέσω του Φιν, του πικαρέσκου ήρωά του, ένα οξύ σχόλιο στη δουλοκτητική κοινωνία και την παρακμή της. «Εκπληκτικό βιβλίο που αναστατώνει», ονόμασε τις «Περιπέτειες του Χόκλμπερι Φιν» η Τόνι Μόρισον, σε μιαν εκλεπτυσμένη της ερμηνευτική ανάλυση, όπου δεν επικεντρώνεται μόνο στη μορφή του νέγρου δούλου Τζιμ που το σκάει μαζί με τον αγράμματο Χοκ, αλλά χαρτογραφεί τον τόπο με τον οποίο τα όρια της γλώσσας του λευκού, δεκατετράχρονου δραπέτη ανοίγουν «ρωγμές» προς την «περιοχή του ανείπωτου», που δεν είναι άλλη παρά ο σκληρός τόπος των φυλετικών διακρίσεων και της σκλαβιάς.

Ο Τουέιν θα καταστήσει την παιδική ηλικία προνομιακό χώρο των συγγραφικών του εξορμήσεων, αλλά δεν θα συνεχίσει να τη βλέπει ώς το τέλος σαν έναν ανέφελο, ευτυχισμένο τόπο. Τα βιβλία του «Χρυσή εποχή» (1873), «Πρίγκιπας και φτωχός» (1881), αφιερωμένο στις δύο κόρες του, «Ενας γιάνκι από το Κονέτικατ στην αυλή του βασιλιά Αρθούρου» (1889), σάτιρα του παλιού κόσμου, της ιπποσύνης, της βασιλείας και του κλήρου, είναι πνευματώδη και χαριτωμένα· όσα όμως ακολουθούν το θάνατο της πρώτης του κόρης, περνούν από την ειρωνεία στη χλεύη και από το χιούμορ στο σαρκασμό, αποκαλύπτοντας την προϊούσα μισανθρωπία και τη βαθύτατη πικρία που γεννά στο «σοφό γερο-Τουέιν» η ανθρώπινη κατάσταση. Σημαντικότερα έργα αυτής της περιόδου, που θα σημαδευτεί από το θάνατο και της δεύτερης κόρης του και της συζύγου του Ολίβια Λάνγκτον, είναι «Η τραγωδία του πεπονοκέφαλου Γουίλσον» (1894), σφοδρή καταδίκη των κοινωνιών που ανέχονται τη δουλεία, «Ο μυστηριώδης ξένος» (1898), ένα ελεγείο στην παιδική αθωότητα, «Ο άνθρωπος που διέφθειρε το Χάιντελμπεργκ» (1900), καταγγελία της υποκρισίας των μικρών αμερικανικών κωμοπόλεων.

Λίγοι θα αντιστρατεύονταν στην ιδέα ότι ο «Μαρκ Τουέιν» υπήρξε ο ίδιος δημιούργημα μεγαλύτερο και από το μεγαλύτερο βιβλίο του, όπως παρατηρούσε πρόσφατα στο περιοδικό «Times Literary Supplement» ο καθηγητής Αγγλικής Λογοτεχνίας στο Κολέγιο Σμιθ Michael Gorra. Μάστορας των τεχνικών της υπερβολής, της ασέβειας και της ολύμπιας αταραξίας, ο Μαρκ Τουέιν υπήρξε ένας μεγάλος χιουμορίστας, ένα κυνικός, του οποίου οι αφορισμοί έμειναν στην ιστορία. Η φήμη του βασίζεται στη γονιμότητα της αφοριστικής του πένας, στη δαψίλεια των ευφυών αποφθεγμάτων που κατέλιπε, ρήσεων που γειτνιάζουν τόσο με το πνεύμα του Τζόνσον όσο και με το πνεύμα του Γουάιλντ. «Οι πάντες μπορούν να τον τσιτάρουν», γράφει ο Gorra, «και μάλιστα για τα πιο ετερόκλιτα θέματα -από τον καιρό ώς τις δυσκολίες της γερμανικής γλώσσας». Και πολύ συχνά να τον τσιτάρουν λάθος, να του αποδώσουν πράγματα που ποτέ δεν είπε. «Αδικο ή όχι, δεν θα δυσαρεστούσε πάντως ιδιαίτερα τον Τουέιν», υποστηρίζει ο καθηγητής -αν και ο ίδιος, προκειμένου να αποφευχθούν τα λάθη, παραπέμπει πάντες τους ενδιαφερόμενους στην ιστοσελίδα www.twainquotes.com. Αλιεύοντας μία από τις πιο χαρακτηριστικές αναφορές του, όπου σε λίγες γραμμές περιγράφεται η διαφορά μεταξύ χιουμοριστικής και κωμικής ιστορίας, δίνω, νομίζω, το στίγμα της αντίληψής του Τουέιν για τη λειτουργία και τον τρόπο άσκησης του χιούμορ: «Η χιουμοριστική ιστορία λέγεται με σοβαρότητα. Ο αφηγητής κάνει ό,τι είναι δυνατόν προκειμένου να συγκαλύψει το γεγονός ότι μπορεί η ιστορία του να έχει κάτι το αστείο. Ο αφηγητής μιας κωμικής ιστορίας όμως τη διηγείται όλο ζήλο και απόλαυση και είναι ο πρώτος που γελάει μόλις τελειώσει. Και μερικές φορές, αν η ιστορία του έχει επιτυχία, είναι πια τόσο χαρούμενος κι ευτυχισμένος, που επαναλαμβάνει την "ατάκα". Είναι ένα θέαμα τουλάχιστον οικτρό». Οι αναγνώστες που δεν μπερδεύουν το χιούμορ με το χοντρό καλαμπούρι θα προσυπέγραφαν ενθουσιωδώς.

Μαζί με τους αφορισμούς του, πάντως, ο Μαρκ Τουέιν μας άφησε τους αξεπέραστους ήρωές του και έναν εξόχως οξυδερκή και παρατηρητικό τρόπο προσέγγισης της κοινωνικής σκηνής. Ιδιαίτερα ευαίσθητος γλωσσικά, εισήγαγε την καθομιλουμένη στο αμερικανικό μυθιστόρημα, γι' αυτό και σήμερα θεωρείται ένας από τους πιο ρηξικέλευθους εκπροσώπους του.