Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Πεζογραφία

Γοητευτικός και χωρίς τον μύθο του

Δημοσθένης Κούρτοβικ, εφ. Τα Νέα, 18/8/2007

Boia Lucian, Ιούλιος Βερν: Τα παράδοξα ενός μύθου, εκδ. Ηλέκτρα, 2007, σελ. 277

Γοητευτικός και χωρίς τον μύθο του

Ο Ιούλιος Βερν πέθανε με το παράπονο ότι, παρά την τεράστια απήχησή του (όχι μόνο σε εφήβους), δεν αναγνωριζόταν ως μεγάλος, ούτε καν ως σημαντικός λογοτέχνης. Ενώ όμως πολλοί σύγχρονοί του και μεταγενέστεροι συγγραφείς που βρήκαν θέση στον λογοτεχνικό κανόνα δεν διαβάζονται πια, εκείνος παραμένει δημοφιλής. Υπάρχει μάλιστα, από τη δεκαετία του 1970 και δώθε, μια σαφέστατη τάση αναβάθμισής του. Γνωρίσματα του έργου του που στην εποχή του θεωρούνταν σημάδια ελαφριάς λογοτεχνίας (π.χ. η παιγνιώδης, ειρωνική απόστασή του από τις συχνά εξωφρενικές ιστορίες που διηγείται) οδήγησαν κάποιους να τον αναγορεύσουν πρόδρομο του μεταμοντερνισμού! Είναι γνωστό άλλωστε ότι οι μεταμοντέρνοι φιλόσοφοι, με πρώτο και καλύτερο τον Ρολάν Μπαρτ, έτρεφαν μεγάλη εκτίμηση για τον Βερν.

Αφού υπέφερε από υπεραπλούστευση, ο Βερν κινδυνεύει να γίνει αφόρητα πολύπλοκος, διαπιστώνει μυκτηριστικά ο ιστορικός της φαντασιακής λογοτεχνίας Λυσιάν Μποϊά, ο οποίος με γαλατική κομψότητα ύφους και λεπτό χιούμορ απαντάει στους υπεράγαν εγκωμιαστές, αλλά και τους κατά καιρούς επικριτές του Βερν, αντιμετωπίζοντας τον ίδιο τον συγγραφέα και το έργο του κριτικά, αλλά με συμπάθεια. Βάζει έτσι τα πράγματα στη θέση τους. Αφ΄ ενός ανασκευάζει πολλούς μύθους που συνδέονται με τον «πατέρα της επιστημονικής φαντασίας», άλλους απλοϊκούς και ήδη ξεπερασμένους, άλλους πιο δουλεμένους και ανθεκτικότερους. Αφ΄ ετέρου όμως- και αυτό είναι ίσως το πιο ενδιαφέρον στοιχείο του βιβλίου τουπροσπαθεί να ερμηνεύσει τη μόνιμη γοητεία που εξασκεί ο Βερν και αναζητεί το κλειδί της ερμηνείας πέρα από τέτοιους μύθους.

Στον Ιούλιο Βερν έχουν αποδοθεί οι πιο διαφορετικές και πιο αντιφατικές ιδιότητες, συνήθως επιπόλαια ή ιδεοληπτικά, δηλαδή εκβιαστικά. Θεωρήθηκε ριζοσπάστης και σοσιαλιστής (που δεν ήταν ούτε με σφαίρες), αλλά και κομφορμιστής αστός (που ήταν, αλλά... βλέπε παρακάτω)· ανθρωπιστής (κάτι που δεν λέει τίποτα), αλλά και ρατσιστής (κάτι που επίσης δεν λέει τίποτα, γιατί στην εποχή του όλοι οι Ευρωπαίοι ήταν ρατσιστές)· υμνητής της γυναίκας, αλλά και μισογύνης (και τα δύο υπερβολές, απλώς ο κακομοίρης ο Βερν δεν είχε ταλέντο στους γυναικείους χαρακτήρες, και το ομολογούσε ο ίδιος, όπως δεν είχε ιδέα από γυναικεία ψυχολογία)· ηθικολόγος, αλλά και κρυπτομοφυλόφιλος (το τελευταίο με βάση «ενδείξεις» από αυτές που μπορεί κανείς να ανακαλύψει στο έργο και τη ζωή οποιουδήποτε συγγραφέα)· εκφραστής της τεχνολογικής αισιοδοξίας του 19ου αιώνα (ενώ ήταν φύσει σκεπτικιστής σε όλα, εκτός ίσως από την ύπαρξη του Θεού), αλλά και απαισιόδοξος για το μέλλον της ανθρωπότητας (ενώ δεν ασχολήθηκε σχεδόν ποτέ στα βιβλία του με το μέλλον και, εξάλλου, δήλωνε προς το τέλος της ζωής του βέβαιος ότι η Ευρώπη δεν θα γνωρίσει πολέμους στον 20ό αιώνα!).

Ένας από τους παλιότερους και πιο διαδεδομένους μύθους για τον Ιούλιο Βερν τον θέλει προφήτη θαυμαστών εφευρέσεων που έγιναν πραγματικότητα τον 20ό αιώνα (αεροπλάνο, υποβρύχιο, διαστημόπλοια, τηλεόραση κ.λπ.). Ακόμη και λάτρες του Βερν όπως εγώ ήξεραν από πολύ νωρίς ότι αυτό δεν είναι αλήθεια. Οι μηχανές που «προφήτεψε» είτε ήταν ήδη γεγονός την εποχή του (υποβρύχιο) είτε απασχολούσαν ως δυνατότητα όχι μόνο τους επιστημονικούς κύκλους, αλλά και τη λογοτεχνία, πριν από αυτόν μάλιστα. Απλώς ο γοητευτικός χειρισμός αυτών των θεμάτων από τον Βερν και η εκπληκτική δημοτικότητά του έκαναν να ξεχαστούν οι αληθινοί πρωτοπόροι. Η λάμψη του έσβησε τις πηγές που την τροφοδότησαν.

Από ιστορική άποψη αυτό είναι βέβαια άδικο. Από λογοτεχνική όμως άποψη όχι. Οι μηχανές στα μυθιστορήματα του Βερν, αληθοφανείς μάλλον παρά ρεαλιστικές, είναι οχήματα ονείρων, φυγής από την πεζή, ευτελή και αποπνικτική αστική πραγματικότητα. Οι τυπικοί συγγραφείς επιστημονικής φαντασίαςενός λογοτεχνικού είδους του οποίου ο Βερν θεωρείται, αλλά δεν είναι, γενάρχης- παρακολουθούν τις κοινωνικές, πολιτικές, υπαρξιακές συνέπειες επιστημονικών ανακαλύψεων σ΄ ένα μέλλον συνήθως ανησυχητικό, αν όχι ζοφερό. Ο Βερν, όπως είπαμε, δεν καταπιανόταν στα μυθιστορήματά του με το μέλλον και, εντέλει, δεν εμπνεόταν από πολιτικούς ή κοινωνικούς προβληματισμούς. Αυτό που έκανε με τις επιστημονικές ιδέες και την τεχνολογία ήταν κάτι διαφορετικό. Τη στιγμή που ο νεωτερικός πολιτισμός υπονόμευε τη λειτουργία του μύθου και την αίσθηση του μαγικού, ο Βερν τα αναζωογονούσε με μέσο τα χαρακτηριστικά επιτεύγματα αυτού ακριβώς του πολιτισμού.

Για πολύ καιρό πιστεύαμε πως όσο περνούσαν τα χρόνια γινόταν ολοένα πιο κριτικός απέναντι στις κοινωνικές παθογένειες της εποχής του, ολοένα πιο δύσπιστος απέναντι στην ιδέα της προόδου, την ανθρώπινη φρόνηση, την απελευθερωτική εφαρμογή της τεχνολογίας. Στα καμιά δεκαπενταριά μυθιστορήματά του που δημοσιεύτηκαν μεταθανάτια κυριαρχούν σκοτεινοί χαρακτήρες, διαλυτικά κοινωνικά φαινόμενα, ο φόβος του ολοκληρωτισμού και της ωμής βίας, η αδυναμία της ανθρωπότητας να ελέγξει την πορεία της. ΄Ωσπου μάθαμε ότι τα μυθιστορήματα αυτά γράφτηκαν από τον γιο του, τον Μισέλ Βερν, πάνω σε πατρικά προσχέδια με εντελώς διαφορετικό πνεύμα. Ο Μισέλ Βερν, ένας ιδιόρρυθμος, οπωσδήποτε προικισμένος χαρακτήρας με σοσιαλίζουσες ή αναρχικές ιδέες, βρισκόταν στους αντίποδες του πατέρα του: εκείνος ήταν μετριοπαθής και σχετικιστής, αυτός είχε ροπή προς το απόλυτο· σ΄ εκείνον αρκούσε η αφήγηση, αυτός ήθελε θεωρία· ο πατέρας ασχολούνταν με τα άτομα, ο γιος με την κοινωνία· ο πρώτος έγραφε χαλαρά και με φιλοπαιγμοσύνη, ο δεύτερος με σοβαρό και πότε πότε επίσημο ύφος· ο Ιούλιος Βερν αποδεχόταν, αν και μέσα σε όρια, την ιδέα της προόδου, ο Μισέλ Βερν διακατεχόταν από τη χαρακτηριστική για τον 20ο αιώνα ιδέα της οπισθοδρόμησης.

Σαν να μην έφτανε αυτό, ο Μποϊά καταρρίπτει και ένα από τα ισχυρότερα επιχειρήματά μας υπέρ ενός κοινωνικοπολιτικά ανήσυχου και προφητικού Ιουλίου Βερν. Πρόκειται για το μυθιστόρημα Τα 500 εκατομμύρια της Μπεγκούμ, που ανήκει στη μέση περίοδο του συγγραφέα (κυκλοφόρησε το 1879) και διηγείται τον ανταγωνισμό δύο πόλεων, η μία με προφίλ περίπου σοσιαλιστικό και, όπως θα λέγαμε σήμερα, οικολογικό, η άλλη σημαδεμένη από μια ανελέητη βαριά βιομηχανία και ένα αυταρχικό, μιλιταριστικό σύστημα διακυβέρνησης: μια θετική και μια αρνητική ουτοπία που προαναγγέλλουν σαφώς τον 20ο αιώνα. Νά όμως που ο Μποϊά μάς αποκαλύπτει πως ούτε αυτό το έργο γράφτηκε από τον Ιούλιο Βερν! Συγγραφέας του ήταν κάποιος Πασκάλ Γκρουσέ, πρώην κομουνάρος, αυτοεξόριστος στο Λονδίνο, απ΄ όπου έστειλε το χειρόγραφο στον εκδότη του Βερν, τον ΠιερΖυλ Ετζέλ, συμφώνησε μαζί του να παραιτηθεί από την πατρότητα του βιβλίου και τα συγγραφικά δικαιώματα έναντι ενός εφάπαξ και ο Ετζέλ παρέδωσε το χειρόγραφο στον Βερν, για να το επεξεργαστεί ώστε να εκδοθεί με την υπογραφή του.

Τι απομένει, λοιπόν, από τον Ιούλιο Βερν που αγαπήσαμε; Σίγουρα το όνειρο του ταξιδιού, της συνάντησης με το πρωτόγνωρο και εξαίσιο. Σίγουρα, επίσης, μερικοί αξέχαστοι χαρακτήρες- ο πλοίαρχος Νέμο, ο καθηγητής Λίντενμπροκ, ο Φιλέας Φογκ, ο Κύρος Σμιθ, ο Παγκανέλ. Φτάνουν αυτά; Πολλοί θα πουν πως φτάνουν και περισσεύουν. Εμείς όμως, που παραμένουμε αθεράπευτοι βερνολάτρες παρ΄ όλο το κουτσούρεμα του ειδώλου μας, διαισθανόμαστε ότι υπάρχει και κάτι άλλο, ακαθόριστο, αλλά πολύ σημαντικό, κάτι αλώβητο από την αναθεωρητική έρευνα των ιστορικών. Και ο μεσιέ Μποϊά, αφού μας κέρασε φαρμάκι, μας κάνει τη χάρη να δώσει συγκεκριμένο σχήμα σ΄ αυτό το κάτι.

Σε ολόκληρο το έργο του Ιουλίου Βερν υπάρχει η έμμονη ιδέα της φυγής και της απομόνωσης. Διαβάζουμε ολοένα για απόμακρα νησιά, μυστικές σπηλιές, υποβρύχια ή αερόπλοια που αποτελούν αυτάρκεις και αυτόνομους κόσμους. Οι βερνικοί ήρωες όμως δεν καταφεύγουν εκεί μόνοι. ΄Εχουν συντρόφους με τους οποίους μπορούν να συνεννοηθούν και να συνεργαστούν. Δημιουργούν στα απομονωτήριά τους μια ευέλικτη, επινοητική κοινότητα που λειτουργεί λίγο πολύ όπως επιθυμούν και όπως δεν θα μπορούσε ποτέ (φαίνεται να πιστεύει ο Βερν) να λειτουργήσει η κοινωνία. Ιδού, λοιπόν, ένας Ιούλιος Βερν επίκαιρος όσο ποτέ, σήμερα που οι κοινωνίες είναι πολύ πιο χαώδεις, αποπροσανατολισμένες, αλλοτριωμένες, δυσλειτουργικές απ΄ όσο στην εποχή του και ολοένα περισσότεροι άνθρωποι προσπαθούν να οροθετήσουν μια νησίδα σ΄ αυτό το χάος, έναν μικρό δικό τους χώρο όπου να μπορούν να είναι ο εαυτός τους, μαζί με λίγους άλλους που μοιράζονται τις ίδιες αγωνίες και αρχές. Τα τελευταία λόγια του πλοιάρχου Νέμο, η υποθήκη του, ήταν μια λέξη που ο εκδότης του Βερν, ο Πιερ-Ζυλ Ετζέλ- ο οποίος, και αυτό επίσης το γνωρίζουμε σήμερα, επενέβαινε καταλυτικά στη δουλειά του συγγραφέα του, άλλοτε για το καλύτερο και άλλοτε για το χειρότερο- βρήκε σκανδαλώδη και τον ανάγκασε να την αντικαταστήσει με τη φράση «Θεός και Πατρίδα». Η λέξη αυτή, στο αρχικό σχεδίασμα της Μυστηριώδους νήσου, ήταν: Ανεξαρτησία.