Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Πεζογραφία

Σαράντα χρόνια από τον θάνατό του: Kόντογλου, ο πολυτάλαντος

Βασίλης Καλαμαράς, εφ. Ελευθεροτυπία, 29/10/2005

Ο τάχατες, όπως υπέγραφε ο Φώτης Κόντογλου (ψευδώνυμο του Φώτη Αποστολλέλη, 8 Νοεμβρίου 1895 - 13 Ιουλίου 1965), είναι ο αγιογράφος της βυζαντινής κλίμακας, ο αφηγητής και παραμυθάς ιστοριών φοβερών και τρομερών, ο καστρολόγος, ο αστρολάβος, ο δάσκαλος του Τσαρούχη και του Εγγονόπουλου, ο εικονογράφος βιβλίων, ο εκδότης περιοδικών, ο μεταφραστής του Βλάσιου Πασκάλ. Φέτος συμπληρώνονται σάραντα χρόνια από το θάνατο ή την κοίμησή του, όπως θα προτιμούσε ο ίδιος.

Ο Φώτης Κόντογλου σε αυτοπροσωπογραφία, αφιερωμένη στο φίλο του Κωστή Μπαστιά

Τον έπαινο του Αϊβαλιώτη ζωγράφου και συγγραφέα τον έχει φιλοτεχνήσει ακριβοδίκαια ο Οδυσσέας Ελύτης: «Την αγάπη μου για ό,τι αποτελεί μια καταφρόνεση της στεγνής λογικής, μια περιπέτεια τοποθετημένη πέρα από τα σύνορα του φρόνιμου και του γνώριμου, το κέντρισμα γι' αυτό το παιχνίδι του "θαυμαστού" που λέω να μην το σταματήσω ποτέ μου, δεν μπορώ να ξεχάσω μού το 'δωσε πρώτη φορά ο Pedro Cazas του Κόντογλου, τότε που μαθητής βυθιζόμουνα με μια παράξενη και αλλόκοτη γοητεία στις σελίδες του».

Η σχολική «Μέλισσα»

Σε ηλικία μόλις ενός έτους χάνει τον πατέρα του και την ανατροφή του Κόντογλου και τριών αδερφιών του (δύο αγόρια και ένα κορίτσι) αναλαμβάνει ο αδελφός της μητέρας του, Στέφανος Κόντογλου, ηγούμενος στο οικογενειακό μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής. Συμμαθητής του Στρατή Δούκα και του κεραμίστα Πάνου Βαλσαμάκη, εκδίδει μαζί τους το σχολικό περιοδικό «Μέλισσα». Το Σεπτέμβριο του 1913, πάλι με τη βοήθεια του θείου του, εγγράφεται στη Σχολή Καλών Τεχνών. Γνωρίζει τον Σπύρο Παπαλουκά και τον Τζούλιο Καΐμη, συγκατοικεί με τον Δούκα, συχνάζει στο παλαιοβιβλιοπωλείο-εντευκτήριο του Βασιλάκη Καμπούγια και προμηθεύεται βιβλία και περιοδικά από τον «Ελευθερουδάκη».

Τα επόμενα δύο χρόνια θα βρεθεί στο Παρίσι, όπου θα συνεχίσει τις εικαστικές του σπουδές και θα συνεργαστεί με το περιοδικό «Ιλουστρασιόν», σε διαγωνισμό στον οποίο θα βραβευθεί για την εικονογράφηση της «Πείνας» του Κνουτ Χάμσουν. Εμφανίζεται στα γράμματα το 1920 με τον «Πέδρο Καζάς»: το βιβλίο εκδίδεται στα τυπογραφεία του «Αιολικού Αστέρα», με έξοδα του Στρατή Δούκα. Στη Μυτιλήνη, στην αίθουσα του Γυμνασίου πραγματοποιεί την πρώτη έκθεσή του μαζί με έργα του Μαλέα (1923).

Ο γάμος του με την Αϊβαλιώτισσα Μαρία Χατζηκαμπούρη γίνεται την ίδια χρονιά (1925) με την έκδοση της «Φιλικής Εταιρίας». Στα πρώτα τεύχη συνεργάζονται οι Κώστας Βάρναλης, Βάσος Δασκαλάκης, Δημήτρης Πικιώνης, Γιωσέφ Ελιγιά, Γιάννης Κεφαλληνός. Μέσα από τις σελίδες του περιοδικού υπερασπίζεται τον Κώστα Βάρναλη για την ποιητική συλλογή του «Το φως που καίει».

Σημαδιακή χρονιά το 1927 γιατί, εκτός από τη γνωριμία του με τον Τσαρούχη, γίνεται τακτικός συνεργάτης στο περιοδικό «Νέα Γράμματα» του Κωστή Μπαστιά, σχεδιάζει τα κοσμήματα του περιοδικού «Νέα Εστία», σκηνογραφεί (σε συνεργασία με τον Παπαλουκά) στο Εθνικό τον «Βασιλικό» και την «Εκάβη».

Το σπίτι του στην Κυπριάδου (οδός Βιζυηνού 16) σχεδιάζεται από τον αρχιτέκτονα Κίμωνα Λάσκαρι, ενώ οι μαθητές του Τσαρούχης και Εγγονόπουλος ζωγραφίζουν το μπροστινό δωμάτιο (1932). Η πρόσληψή του στο Κολλέγιο (1933) τού δίνει την ευκαιρία να συνεργαστεί με τον Κάρολο Κουν: μεταξύ των μαθητών του, ο Αλέξης Σολομός και ο Δημήτρης Χορν. Εκπροσωπεί την Ελλάδα στην 9η Μπιενάλε της Βενετίας (1933).

Στα χρόνια της Κατοχής πουλάει το σπίτι για ένα σακί αλεύρι και ο νέος ιδιοκτήτης του καλύπτει τις νωπογραφίες με λαδομπογιά. Μετακομίζει διαρκώς, έχοντας πάντα στο πλευρό του τον Τζούλιο Καΐμη. Τυπώνει το μυθιστόρημα «Φημισμένοι άντρες και λησμονημένοι» και ξεκινά την αγιογράφηση της Καπνικαρέας (1942).

Το 1948 συνδέεται με τον ποιητή Νίκο Καρούζο και αρχίζει τη συνεργασία του στην εφημερίδα «Ελευθερία» μέχρι το θάνατό του. Ποτέ, ωστόσο, δεν αποφεύγει τη σχέση του με την έκδοση περιοδικών: αναλαμβάνει με το θεολόγο Βασίλη Μουστάκη την επιμέλεια της «Κιβωτού». Τη δεκαετία του '60 έχει έρθει η ώρα να τιμηθεί από την πολιτεία και το σινάφι: του απονέμεται ο ταξιάρχης του Φοίνικος (1960), βραβεύεται από την Ομάδα των Δώδεκα (1963) και τιμάται με το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών της Ακαδημίας Αθηνών (1965).