Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Πεζογραφία

Ψυχολογικοί εκβιασμοί

X. A. Χωμενίδης, εφ. Το Βήμα, 7/8/2005

Αύγουστος Κορτώ, Αυτοκτονώντας ασύστολα, εκδ. Καστανιώτη, 2005, σελ. 271, 13,17 €

Όπου η ακόρεστη Ρόζα Βλάχου πέφτει πάνω στον «σκληρό» Πάβελ σε μια γκροτέσκα και υστερική Ελλάδα

Ανέκαθεν δυσπιστούσα απέναντι στα εκτεταμένα βιογραφικά σημειώματα στα «αφτιά» των λογοτεχνικών βιβλίων. Οι τυχόν άριστες σπουδές, η ενεργή - μέχρι, συχνά, νευρώσεως - συμμετοχή στα πολιτιστικά δρώμενα και ο ευτυχισμένος γάμος του συγγραφέα ελάχιστα επηρεάζουν την απόλαυση ή την ανία του αναγνώστη. H φράση του Φλομπέρ «H μαντάμ Μποβαρί είμαι εγώ» θα έπρεπε να γενικευτεί: Ο,τι αξιόλογο παρουσιάζει ο δημιουργός (δέον όπως) εμπεριέχεται στο έργο του.

Ετούτο βεβαίως δεν σημαίνει ότι στη συμπαθή τάξη των ελλήνων συγγραφέων δεν συναντά κανείς και πρόσωπα με ιδιόρρυθμο ή ταραχώδη βίο - ανθρώπους που με την αναμενόμενη, εντός της προσεχούς εκατονταετίας, ανάκαμψη του ημεδαπού κινηματογράφου θα μπορούσαν να εμπνεύσουν τον σκηνοθέτη ο οποίος θα αποφάσιζε να απεικονίσει την κατά φαντασίαν «μποέμ» λογοτεχνική γενιά του 2000. Αυτοί είναι προφανώς και οι λακωνικότεροι στα βιογραφικά τους. Περί του Αυγούστου Κορτώ, για παράδειγμα, δεν πληροφορούμαστε στο πρόσφατο μυθιστόρημά του Αυτοκτονώντας ασύστολα παρά ότι γεννήθηκε το 1979 στη Θεσσαλονίκη και ότι έχει εκδώσει άλλα δέκα βιβλία.

--------------------------------------------------------------------------------

Ο Αύγουστος Κορτώ. Φωτογραφία της Caroline May από το πέμπτο τεύχος του περιοδικού «να ένα μήλο»

--------------------------------------------------------------------------------

Μέσα σε μία εξαετία

Και όμως αρκεί η σύγκριση δύο φωτογραφιών, τραβηγμένων μέσα σε μία εξαετία, για να μας κεντριστεί το ενδιαφέρον, αν μη τι άλλο εξαιτίας της τρομακτικής - μεταφορικά ή κυριολεκτικά - προόδου που έχει καταγάγει ο εν λόγω νεαρός. Στην πρώτη αντικρίζουμε έναν υπέρβαρο, γενειοφόρο και διοπτροφόρο φοιτητή της Ιατρικής Σχολής της συμπρωτεύουσας, μικροπαντρεμένο, ντροπαλό, ο οποίος νιώθει δέος στην πιθανότητα να διασχίσει τον Ρουβίκωνα που χωρίζει τους φιλότεχνους από τους καλλιτέχνες. Στη δεύτερη, την πρόσφατη, μας κοιτάζει προκλητικότατα ένας τύπος που θα μπορούσε να αντλεί την αυτοπεποίθησή του από τη θέση του στα γράμματα, από τη σχέση του με τη ζωή ή ακόμη και από το τσιγάρο που καπνίζει. Στα έξι τελευταία χρόνια ο Αύγουστος Κορτώ έχασε 60 κιλά, χώρισε, εγκατέλειψε στο πτυχίο την Ιατρική, μετακόμισε στην Αθήνα και άρχισε να βιοπορίζεται από τα γραπτά του.

Το ταλέντο του Αύγουστου Κορτώ είναι, πιστεύω, αυταπόδεικτο. Αρκεί να διαβάσει κανείς μερικές σκόρπιες σελίδες του για να επισημάνει την επινοητικότητα και τη γλαφυρότητα των εικόνων, τον πλούτο και την ευρηματική συχνά χρήση της γλώσσας. H παραγωγικότητά του επίσης εντυπωσιάζει: δεν είναι μόνο ο διψήφιος ήδη αριθμός των βιβλίων του αλλά και το γεγονός πως κανένα τους δεν μοιάζει αισθητά με το προηγούμενο ή με το επόμενό του. Στο παρθενικό Βιβλίο των Βίτσιων έχουμε - λες - την παράθεση ορισμένων φαντασιώσεων του Μαρκησίου Ντε Σαντ που δεν πρόφτασαν να αποτυπωθούν από τον ίδιον στο χαρτί. Στον Γλύπτη του Δρόμου η ατμόσφαιρα φέρνει στον νου τον Τόμας Μαν με ολίγη από Μένη Κουμανταρέα. Στη Λύσσα αποτίεται φόρος τιμής στον Αλμπέρ Καμύ. Στο Αυτοκτονώντας ασύστολα, το οποίο κυκλοφόρησε προ εβδομάδων, ο λόγος παραπέμπει άλλοτε στον Κώστα Ταχτσή και άλλοτε θυμίζει τη σπαρταριστή εκείνη «Προσευχή της Παρθένου» από τα «Παράλογα» του Μάνου Χατζιδάκι, σε στίχους Νίκου Γκάτσου και ερμηνεία Μελίνας Μερκούρη.

«Με είκοσι» λοιπόν «φθινόπωρα και άνοιξη καμία» η Ρόζα Βλάχου εγκαταλείπει, στο κατώφλι της δεκαετίας του '80, την πατρίδα και μεταβαίνει στην Ευρώπη για ντόλτσε βίτα με το πρόσχημα των σπουδών. Τι έχει προηγηθεί; Παιδικά χρόνια στη Θεσσαλονίκη, υπό την επιμέλεια μιας μουρλής μάνας, απόντος του μεσόκοπου, πλούσιου πατέρα. Χριστούγεννα του 1974, η μάνα-Βιόλα αυτοχειριάζεται και η Ρόζα Βλάχου εισέρχεται πλησίστια σε μιαν οργιώδη εφηβεία. Εκείνο που τη χαρακτηρίζει ως προσωπικότητα είναι η βουλιμία της απέναντι στα πάντα, η σεξουαλική παμφαγία και η καταναλωτική μανία. Καθώς όμως δεν διαθέτει τα χαρίσματα εκείνα που θα έκαναν τους άλλους να πέφτουν στα πόδια της και να εκλαμβάνουν τις επιθυμίες της ως διαταγές, η Ρόζα επινοεί ένα τέχνασμα: «Θέλω αυτό το φόρεμα! Είναι ακριβό; E, τότε, θα αυτοκτονήσω!». H επανάληψη της μητρικής τραγωδίας επισείεται συστηματικά από τη Ρόζα Βλάχου ως φόβητρο και οι άντρες - με πρώτο και καλύτερο τον μπαμπά της - λυγίζουν και της ικανοποιούν τα καπρίτσια. Γελοιοποιώντας τον θάνατο εξασφαλίζει μιαν εξίσου ίσως γελοία αλλά πάντως πλούσια ζωή. Τα χρόνια της κυλούν ιλαρά ώσπου συναντά τον μεγάλο έρωτα με τη μορφή του Ρώσου Πάβελ. Και τότε, με έκπληξη μεγαλύτερη και από την οδύνη της, η Ρόζα Βλάχου διαπιστώνει ότι το κόλπο της πλέον δεν πιάνει.

Στο χείλος της απελπισίας

Το Αυτοκτονώντας ασύστολα είναι ο παραληρηματικός μονόλογος της Ρόζας Βλάχου στο χείλος της απελπισίας. Δεν συγκαταλέγεται προφανώς στις προθέσεις του Κορτώ η σε βάθος ψυχογράφηση μιας σημερινής σαρανταπεντάρας ούτε η ενδελεχής καταγραφή των ισχυόντων ηθών - ο κριτικός, κατά συνέπειαν, που θα αντιμετώπιζε το προκείμενο βιβλίο με απαιτήσεις ρεαλισμού θα ομοίαζε με τον γυναικολόγο εκείνον που αναζητεί το φύλο της Ντέιζι Ντακ. H αναγνωστική απόλαυση γεννάται ακριβώς από την παραμορφωμένη θέαση του κόσμου, από το γκροτέσκο των προσώπων και των καταστάσεων, από το «δεν ξέρω πού πατώ και πού πηγαίνω», το οποίο ανέκαθεν αποτελούσε τη βάση του κωμικού αλλά και του τραγικού. Στον βαθμό άρα που το Αυτοκτονώντας ασύστολα χαρίζει γέλιο - και μάλιστα άφθονο, μέχρι δακρύων αρκετές φορές - η κυκλοφορία του δικαιώνεται απολύτως. Τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι το βιβλίο διαβάζεται αποκλειστικά σαν φάρσα. Αν τυχόν ψάξουμε για δεύτερα και τρίτα επίπεδα στο κείμενο, θα επισημάνουμε όχι τον τραβεστισμό της Ρόζας Βλάχου (κατηγορία εύκολη, που θα μπορούσε να προσαφθεί ακόμα και στην Μπλανς Ντυμπουά τού Λεωφορείον ο Πόθος) αλλά μια παραβολή της Ελλάδας ως χώρας και ως κοινωνίας ακόρεστης, με έντονη ροπή προς την υστερία και τους ποικίλους συναισθηματικούς εκβιασμούς.

Βρίσκεται, δηλαδή, ο Αύγουστος Κορτώ στο ζενίθ της δημιουργικότητάς του; Ισα ίσα, τώρα μόλις ξεκινά - πιστεύω - την ουσιαστική του διαδρομή. Αφού συνομίλησε εξαντλητικά με τους μύθους και με τα είδωλα της πρώτης του νεότητας, αφού αυθαδίασε αρκούντως απέναντι σε πρόσωπα και σε θεσμούς - για να διαπιστώσει ότι τα θαύματα και τα σκάνδαλα στην Ελλάδα έχουν εξαιρετικά σύντομη ημερομηνία λήξεως -, δίνει με το Αυτοκτονώντας ασύστολα την αίσθηση ότι αρχίζει πλέον να διαμορφώνει τη δική του φωνή. Μακάρι συν τω χρόνω η φωνή του να γίνεται όλο και πιο δυνατή, όλο και πιο προσωπική.