Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Πεζογραφία

Λεβέντης ή καιροσκόπος;

Σταυρούλα Παπασπύρου, εφ. Ελευθεροτυπία, 30.01.2011

Τι ήταν άραγε ο στρατηγός Μακρυγιάννης; Σημαντική μορφή του '21 ή απλός δευτεραγωνιστής;

Ένας αγνός, παθιασμένος και ανιδιοτελής πατριώτης ή ένας καιροσκόπος που, εν μέσω εμφύλιων συγκρούσεων, άλλαζε στρατόπεδο εν μια νυκτί; Ενας από τους «σημαντικότερους πεζογράφους της νεοελληνικής λογοτεχνίας», ο «πιο ταπεινός αλλά και ο πιο σταθερός διδάσκαλος» του Γιώργου Σεφέρη, ή ένα «αρχέτυπο λαϊκισμού και πτωχαλαζονείας» σύμφωνα με τον Χρήστο Χωμενίδη; Ενας πραγματικός λεβέντης ή ένας κακολόγος των επιφανέστερων αντιπάλων του, όπως τον χαρακτήρισε πρόσφατα ο Θάνος Βερέμης; Εξαρτάται από ποια σκοπιά τον αντικρίζει κανείς.

Χάρη στ' «Απομνημονεύματά» του, αυτός ο αυτοδίδακτος ρουμελιώτης αγωνιστής ταυτίστηκε στις συνειδήσεις μας με την ελληνική ψυχή, ενσαρκώνοντας όσο κανένας άλλος τα ιδανικά της ελευθερίας, της δικαιοσύνης, της ανθρωπιάς, της καλαισθησίας, της γενναιότητας. Στις μέρες μας, ωστόσο, πληθαίνουν οι φωνές που ισχυρίζονται ότι πρόκειται για έναν από τους πιο ανθεκτικούς μύθους της νεότερης Ελλάδας, μια «κατασκευή» της γενιάς του '30, κι ότι η μαρτυρία του για τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα πρέπει να εξετάζεται με κριτήρια όχι λογοτεχνικά ή ιδεολογικά αλλά αμιγώς ιστορικά. Μια συζήτηση που άναψε με το δοκίμιο του Γιώργου Γιαννουλόπουλου «Διαβάζοντας τον Μακρυγιάννη» («Πόλις», 2003) και η οποία ενδέχεται φέτος ν' αναζωπυρωθεί.

Η αφορμή είναι διπλή. Από τη μια, έχουμε την επανέκδοση των «Απομνημονευμάτων» από την «Εστία» σε τρίτομη, χρηστική μορφή, όπου πέρα από τις σημειώσεις και τον πρόλογο του Γιάννη Βλαχογιάννη -στον οποίο χρωστάμε την ανακάλυψη και την αποκρυπτογράφηση του πρωτότυπου χειρογράφου- περιλαμβάνεται και η περιεκτική εισαγωγή του ιστορικού Σπύρου Ασδραχά στην έκδοση του 1957. Κι από την άλλη, γύρω στο Πάσχα αναμένεται η βιογραφία του Μακρυγιάννη από τον Νίκο Θεοτοκά (εκδ. Βιβλιόραμα), όπου ο παλιός μαθητής του Ασδραχά και καθηγητής Ιστορίας σήμερα στο Πάντειο, αντιπαραβάλλει διεξοδικά τ' «Απομνημονεύματα» και τα «Θάματα και Οράματα» με πλήθος άλλων διαθέσιμων ιστορικών πηγών, δίνοντας ένα τεκμηριωμένο πορτρέτο του στρατηγού, μακριά από κατεδαφιστικές διαθέσεις.

Η οικογένεια του Μακρυγιάννη ήταν «κάτι περισσότερο σύνθετο από την εικόνα μιας οικογένειας φτωχών και ειρηνικών αγροτοποιμένων που μας κληροδότησε η σχετική φιλολογία», υποστηρίζει ο τελευταίος. Ασθενείς έστω ενδείξεις, «μας επιτρέπουν να συσχετίσουμε το σκοτωμό του πατέρα του και δύο ακόμα συγγενών του με την καταδίωξη των κλεφταρματολών στη Δωρίδα από τον Αλή πασά». Στην ένταση δε με την οποία ο Μακρυγιάννης αφηγείται τις περιστάσεις που ανάγκασαν τη μάνα του να τον βάλει «δούλο» με το ζόρι κι ανακαλεί το επειδόσιο του ατιμωτικού ξυλοδαρμού που σφράγισε την εφηβεία του, ο Θεοτοκάς διακρίνει μια απόπειρα «αναδρομικής δικαίωσης» της μετέπειτα τοκογλυφικής δραστηριότητάς του, αρνητικά φορτισμένης στον λαϊκό πολιτισμό. Πόσο μάλλον όταν το επιτόκιο έφτανε ώς και το 200 ή το 300%!

Οι παραμονές της Επαναστάσης βρίσκουν τον 24χρονο Μακρυγιάννη σε μια Αρτα που έβραζε, καλοστεκούμενο έμπορο, δανειστή με μεγάλο κύκλο εργασιών, κινούμενο στις παρυφές της Φιλικής Εταιρείας. «Εχει αντιληφθεί τι διακυβεύεται», λέει ο Θεοτοκάς, «κι είναι διατεθειμένος να περάσει από τον κόσμο του εμπορίου σ' εκείνον των όπλων. Ομως, ας τ' ομολογήσουμε: κάθε πόλεμος είναι και μια οικονομική διαδικασία, μια επένδυση. Χρηματοδοτεί λοιπόν το μπουλούκι του, κι όπως όλοι γύρω του, βάζει λεφτά περιμένοντας και να κερδίσει. Αυτό δεν επισκιάζει τη γενναιότητά του. Και την... μπίσνα του κάνει και τη ζωή του παίζει κορόνα γράμματα. Αλλωστε, στην πρώτη κιόλας του μάχη, πληγώνεται άσχημα».

Παρά την έγνοια του να συνυπάρχει με τους εμπειροπόλεμους παλιούς αρματολούς, ο Μακρυγιάννης «αποστρέφεται τα ήθη και τις πρακτικές που συνδέονται με τα καπετανλίκια». Ούτε με την πρακτική του πλιάτσικου συμφωνεί. «Την ανέχεται ή τη δικαιολογεί μόνο εκεί που θεωρεί ότι δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά». Ο ίδιος, στην μαρτυρία του είναι εξαιρετικά φειδωλός ως προς τις εμφύλιες διαμάχες του '21, στη διάρκεια των οποίων αναβαθμίστηκε σε στρατηγό. Οπως όλα δείχνουν, όμως, την ίδια ώρα που συμμετείχε στις επιχειρήσεις των Κολοκοτρωναίων για τον έλεγχο της Τριπολιτσάς, διαπραγματευόταν την προσχώρησή του στο αντίπαλο στρατόπεδο, συμβάλλοντας στη συνέχεια στην καταστολή της ανταρσίας των Πελοποννησίων από τα ρουμελιώτικα στρατεύματα. Ως το τέλος της επανάστασης, επισημαίνει ο Θεοτοκάς, θα συντάσσεται με τους πολιτικούς, δηλαδή την εκάστοτε κυβέρνηση και τους νόμους, πεπεισμένος ότι αυτοί εκφράζουν «το δίκιο της πατρίδας».

Η άφιξη του Καποδίστρια ταυτίζεται γι' αυτόν με την οριστική και αμετάκλητη ανεξαρτησία της Ελλάδας. Κι όσο η εδραίωση της εθνικής εξουσίας συμβαδίζει με την περιθωριοποίηση των παλιών αγωνιστών -και δη των ρουμελιωτών- το αίσθημα της αδικίας θα γιγαντώνεται μέσα του. Αντίστοιχη απογοήτευση θα νιώσει κι επί Οθωνα, ανήμπορος να κατανοήσει τη νέα λογική οργάνωσης του στρατού. Εξ ου και η έντονη δραστηριοποίησή του στους κύκλους για την εκδίωξη των Βαυαρών και την παραχώρηση Συντάγματος. «Στην Αθήνα του 1840, ο Μακρυγιάννης ήταν ένας βολεμένος άνθρωπος, πάντα λίγο πιο πάνω από τους άλλους» λέει ο Θεοτοκάς. «Είχε σπίτια, περιουσία, αξιώματα... Γιατί να γκρινιάζει και να μπλέκεται, ρισκάροντας πάντα, σε συνωμοσίες; Ομως η επανάσταση είχε δημιουργήσει αλληλεγγυότητες. Και πονούσε βλέποντας εκείνον που τον είχε μάθει να πολεμάει να μένει επιλοχίας, ενώ ο ίδιος ήταν στρατηγός».

Για τον καθηγητή του Παντείου, είναι μάταιο ν' αναζητούμε τους «καλούς» και τους «κακούς», τους «μικρούς» και τους «μεγάλους» Ελληνες στην ιστορία του '21. «Πράγματι, σε ορισμένα περιβάλλοντα γίνεται μια προσπάθεια να ξαναστηθεί ένα σχήμα για το "δέον", να ξαναφτιαχτεί ένα κοστούμι για τους προγόνους μας. Δεν χρειαζόμαστε όμως καινούρια παραμύθια. Το ζητούμενο είναι, πατώντας πάνω στα τεκμήρια, να ανιχνεύσουμε τους μηχανισμούς της σκέψης και της δράσης τους και ν' ανασυστήσουμε τον κόσμο στον οποίο έζησαν, κι όχι να επινοούμε σχήματα που θα στηρίζουν σημερινές ιδεολογίες και προβληματισμούς».