Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Πεζογραφία

Ο Μακρυγιάννης έξω από το εικονοστάσι

Μικέλας Χαρτουλάρη, εφ. Τα Νέα, 21.12.2012

Έντιμος λαϊκός ήρωας ή τοκογλύφος, ανακατωσάρης, συνωμότης;

«…Τα καπετανλίκια ήταν κλέφτικα πράματα, όταν ήταν οι Τούρκοι στην πατρίδα μας αφεντάδες. Εμείς όμως παιδευόμαστε διά λευτεριά και δι' αυτό μας κερνούν ολόρθοι οι κάτοικοι κ' έχουν τις ελπίδες τους σ' εμάς· και μας πλερώνουν και μας ταγίζουνε· και τους βάνομε ομπρός εις τον πόλεμον και σκοτώνονται αυτείνοι και δοξαζόμαστε εμείς»

τα παραπάνω λόγια αποτυπώνουν τη σύγκρουση δύο αντίθετων νοοτροπιών στην καρδιά του Αγώνα για την ελληνική Ανεξαρτησία, που εκφράστηκαν στον ανταγωνισμό ανάμεσα στις παλιές τοπικές ελίτ (ένοπλους και προύχοντες) και στις νέες πολιτικές διοικήσεις τις οποίες εγκαθίδρυσαν οι «εκπρόσωποι του έθνους». Και ανήκουν σε έναν μόλις 25άρη πρώην έμπορο και επιτυχημένο τοκιστή που είχε διοριστεί τότε πολιτάρχης της Αθήνας, αρχηγός δηλαδή της Αστυνομίας, και υπερασπιζόταν την ανάγκη νομιμοφροσύνης προς την Επανάσταση για χάρη του κοινού σκοπού, για την ύπαρξη δηλαδή της πατρίδας. Είναι ο Μακρυγιάννης, έτσι όπως δεν τον έχουμε δει ποτέ έως τώρα. Ενα πολιτικό ζώο της εποχής του, χωμένος στα πάντα, ισορροπιστής και «ανακατωσάρης», που χάρη στον ιστορικό Νίκο Θεοτοκά ξεπροβάλλει ολοζώντανος με όλα του τα σουσούμια, μέσα από την καινούργια βιογραφία του. Και φωτίζει συμπεριφορές και τρόπους του πολιτεύεσθαι που επιβιώνουν μέχρι σήμερα.

Στα χρόνια που διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις για το νεοελληνικό κράτος, στα χρόνια που κρίνεται η δεκτικότητα της ελληνικής κοινωνίας στις νεωτερικές ιδέες οι οποίες εξαπλώνονται στην Ευρώπη, ο Μακρυγιάννης, που γεννήθηκε το 1796 στο Αβορίτι Δωρίδας και πέθανε το 1864 στην Αθήνα, δεν θυμίζει τον εξιδανικευμένο «λαϊκό ήρωα» με την «αυθεντική ψυχή», που περιγράφουν ως πρότυπο τα σχολικά βιβλία ή τα ΜΜΕ και αγαπούν ορισμένοι πολιτικοί. Ο Θεοτοκάς μάς αποκαλύπτει μια πολύ πιο σύνθετη, πιο ενδιαφέρουσα και πιο τρομερή προσωπικότητα. Εναν άνθρωπο του παραδοσιακού κόσμου που θα μπει στην υπόθεση της Επανάστασης του '21, θα προσαρμοστεί στις διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες, θα ξανοιχτεί σε ολότελα καινούργιες προοπτικές, χωρίς ωστόσο να εγκαταλείψει τις αξίες που κληρονόμησε, και τελικά θα συμμετάσχει στο γκρέμισμα του παλιού κόσμου αλλά δεν θα καταφέρει να χωρέσει στον καινούργιο. Θα μπορούσε κανείς να παρομοιάσει αυτή τη διαδικασία με εκείνο που συνέβη στους ανθρώπους του ΕΑΜ, που γύρισαν τον κόσμο ανάποδα και βρέθηκαν απέξω από τον καινούργιο κόσμο. Η ειρωνεία είναι ότι ο Μακρυγιάννης χρησιμοποιήθηκε από τις ιδεολογίες του 20ού αιώνα με τρόπο που η ιστορική του μορφή σχεδόν εξαφανίστηκε, και κατέληξε να γίνει πρότυπο φρονηματισμού.

ΤΟΝ «ΣΤΡΑΤΟΛΟΓΗΣΑΝ». Από τις αρχές του 20ού αιώνα ο πρώτος μελετητής του βίου και των έργων του, ο Γιάννης Βλαχογιάννης, και στη συνέχεια οι αστοί διανοούμενοι της Γενιάς του '30 - ιδίως ο Γιώργος Σεφέρης και ο Γιώργος Θεοτοκάς, θείος του ιστορικού - κι έπειτα οι εαμογενείς διανοούμενοι όπως ο Γιώργος Βαλέτας, ο Γιάννης Ζεύγος ή ο Τάσος Βουρνάς, θέλησαν να ταιριάξουν τον Μακρυγιάννη στο δικό τους ο καθένας πατριωτικό, εθνικιστικό ή λαϊκιστικό καλαπόδι. Και για να τον στρατολογήσουν απέκοψαν τις λέξεις του - όσα είπε και έγραψε για την περιπέτεια της ζωής του - από τα πράγματα στα οποία αναφέρονταν, δηλαδή από τα δεδομένα του καιρού του.

Ο Νίκος Θεοτοκάς, διαφοροποιείται από αυτή την παράδοση (και από τα πιστεύω του συγγραφέα θείου του) και καταρρίπτει ένα-ένα τα στερεότυπα για τον Μακρυγιάννη, επανεντάσσοντάς τον στα πλαίσια απ' όπου ξεπήδησε αλλά και αναδεικνύοντας τις αδιόρατες όψεις της καθημερινότητάς του. Καθηγητής Ιστορικής και Θεωρητικής Κοινωνιολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, πνεύμα ανήσυχο με κριτική ματιά στα πράγματα, αφουγκράζεται το προεπαναστατικό και μετεπαναστατικό κλίμα από την αρχή, και δεν αναλώνεται στο να ξιφουλκεί με τις παλαιότερες απόψεις σχετικά με τον Στρατηγό.  Αφηγείται την πορεία του Γιαννάκη του Λιδωρίκη ο οποίος το 1821 πήρε το παρατσούκλι «μακρυ-Γιάννης» επειδή ήταν ψηλός, πολέμησε δίπλα στον Ανδρούτσο, πέρασε στο στρατόπεδο των «δυτικοφρόνων» του Κωλέττη και του Μαυροκορδάτου, εκλέχτηκε το 1843 πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου της Αθήνας, καταδικάστηκε το 1853 για εσχάτη προδοσία, αμνηστεύθηκε και κατέληξε να θεωρεί τον εαυτό του επίτροπο της βασιλείας του Θεού. Και μέσα από αυτή την πορεία φωτίζει εντέλει την ελληνική Ιστορία του πρώτου μισού του 19ου αιώνα. Φωτίζει την οικονομική διάσταση των προσδοκιών που επενδύθηκαν στον πόλεμο, φωτίζει το σύμπαν της Επανάστασης και τους εμφύλιους που σφράγισαν το πέρασμα από τα «καπετανλίκια» στα αξιώματα της πατρίδας, τη μοίρα των αδικημένων του Αγώνα, και τη δύσκολη μετάβαση προς την κατάργηση της απολυταρχίας του Οθωνα και προς το Σύνταγμα του 1844.

ΚΡΙΣΕΙΣ ΕΠΙΛΗΨΙΑΣ.Η εικόνα του Μακρυγιάννη προκύπτει σήμερα πλουσιότερη και «πραγματικότερη» από ποτέ, καθώς ο Θεοτοκάς δίνει βάρος όχι μονάχα στα «Απομνημονεύματά» του (που κυκλοφόρησαν το 1909) αλλά και στα παραγνωρισμένα «Οράματα και Θάματα» (που πρωτοκυκλοφόρησαν το 1983). Ο Μακρυγιάννης τα ολοκλήρωσε στα 54-57 του χρόνια. Τότε που οι κρίσεις επιληψίας από τα τραύματά του στη μάχη του 1827 στην Αθήνα ενάντια στον Κιουταχή τον ταλάνιζαν όλο και συχνότερα. Ο Νίκος Θεοτοκάς συνεκτιμά αυτά τα ιστορικά κείμενα μαζί με τις διοικητικές αναφορές του, τα υπηρεσιακά έγγραφα, τον Τύπο της εποχής κ.ο.κ. Ετσι συνθέτει μια εξαιρετικά γλαφυρή βιογραφία του.

Πολέμησε το παλιό, δεν χώρεσε στο καινούργιο*

Ιστορικός με γαλλική παιδεία και λογοτεχνικές ανησυχίες, μαθητής του Σπύρου Ασδραχά, ο Νίκος Θεοτοκάς κυκλοφόρησε μόλις από τις εκδόσεις Βιβλιόραμα μια αιρετική βιογραφία του Μακρυγιάννη που απευθύνεται τόσο στους ειδικούς όσο και στο ευρύτερο κοινό, και διαβάζεται σαν μυθιστόρημα αναφοράς για τη γέννηση της σύγχρονης Ελλάδας και για τις αγκυλώσεις που τη σημάδεψαν.

Ποιος ήταν τελικά ο πραγματικός Μακρυγιάννης, κύριε Θεοτοκά;

Δεν ήταν πάντως ο προορισμένος επαναστάτης, ένας άνθρωπος «έτοιμος από καιρό» να πολεμήσει για την Ανεξαρτησία, όπως προσπάθησαν εκ των υστέρων να το παρουσιάσουν. Κυκλοφορούσε στα περιβάλλοντα των παλιών ελίτ και εκεί προσέλαβε τις ιδέες της Επανάστασης, αν και από πουθενά δεν προκύπτει ότι έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Και τελικά άφησε τη βολή και τα ακίνητά του και πήρε το ρίσκο να συνταχθεί με αυτή την κίνηση επενδύοντας τα χρήματά του, πληρώνοντας ένα «μπουλούκι» -μια ομάδα ενόπλων- από το πουγκί του, και τζογάροντας σε όλη τη διάρκεια της Επανάστασης και μέχρι το τέλος της βασιλείας του Οθωνα για τη διαμόρφωση πολιτικών συσχετισμών. Εκφράζει με άλλα λόγια ο Μακρυγιάννης τον μέσο όρο των ανθρώπων της εποχής του που ήταν δεκτικοί απέναντι στην ιδέα του έθνους, της ρήξης με τις πραγματικότητες του παραδοσιακού κόσμου, της εξόδου από τη συνθήκη του κατακτημένου, του ραγιά. Ωστόσο παραμένει στο μεταίχμιο των δύο κόσμων, και από ένα σημείο κι έπειτα προβάλλει τη μέγιστη αντίδραση στην καταστροφή του παλιού.

Ο «Στρατηγός» δεν ξεκίνησε, λοιπόν, ως επαγγελματίας ένοπλος;

Το αντίθετο. Μέχρι τα τέλη του 1821, στα 25 του δηλαδή, ήταν ένας καλοστεκούμενος έμπορος. Ξεκίνησε κάνοντας βαριές δουλειές, πέρασε στη δούλεψη του Λιδωρίκη, αξιωματούχου του Αλή πασά, και οι πρώτες του επιχειρήσεις ήταν τα «προστύχια»: προαγόραζε την αγροτική παραγωγή σε χαμηλή τιμή και την πουλούσε με μεγάλο κέρδος, κι όταν έπεσε πανούκλα έγινε πάμπλουτος. Στην οθωμανική Αρτα είχε μετρητά, συμμετείχε σε εμπορικές εταιρείες (αγόραζε «μετοχές» στα ταμπάκα κ.ά.) και κυρίως επένδυε στην τοκογλυφία. Και ανέκαθεν αισθανόταν μια αποστροφή προς τις κλέφτικες πρακτικές (της λεηλασίας, λ.χ., των τοπικών πληθυσμών που απελευθερώνονταν), ίσως επειδή και ο πατέρας του, που πρέπει να είχε σχέση με ένοπλες ομάδες, σκοτώθηκε κατά την καταδίωξη της ομάδας του Καλλιακούδα από τον Αλή πασά. Παρότι λοιπόν αναδείχθηκε σε ένοπλο του Αγώνα κοντά σε ισχυρούς αρματολούς όπως ο Οδυσσέας Ανδρούτσος ή, στον πρώτο Εμφύλιο (1824) κοντά στους Κολοκοτρωναίους, κατέληξε στο αντίθετο στρατόπεδο και πολέμησε τους καπεταναίους στο όνομα της Κεντρικής Διοίκησης και της «πατρίδας». Από την εποχή άλλωστε που είχε γίνει «πολιτάρχης» στην Αθήνα οι κάτοικοι τον στήριξαν για να κρατήσει την τάξη και να εμποδίσει το πλιάτσικο από τις ομάδες του Ανδρούτσου και του Γκούρα. Το 1825 συνδέθηκε με τους νοικοκυραίους και παντρεύτηκε την 16χρονη Κατίγκω από το μεγάλο σόι του Χατζή Γεωργαντά Σκουζέ. Από το 1835 μετείχε και στα κοινά της πόλης, είχε κύρος και λέγειν, διέθετε δύο σπίτια στην Αθήνα, ένα στο Ναύπλιο, σημαντική κτηματική περιουσία και μετοχές της Εθνικής Τράπεζας, δεχόταν σπίτι του τους παράγοντες της πόλης και ξένους επισκέπτες. Και το 1840 είχε φτάσει πια να εκφράζει ένα δυναμικό δίκτυο δυσαρεστημένων στρατιωτικών και νοικοκυραίων. Ηταν από τους ευνοημένους του Οθωνα αλλά παρέμενε γκρινιάρης και συνωμοτούσε στο όνομα των πολεμιστών του αγώνα που είχαν παραγκωνιστεί.

Η πορεία του φαίνεται αντιφατική και καιροσκοπική στα σημερινά μάτια.

Και όμως δεν είναι έτσι. Με βάση το δικό μας μέτρο φαίνεται οπορτουνιστής, όμως με τα μέτρα του δικού του κόσμου, είναι ένας άνθρωπος που προσαρμόζεται αποτελεσματικά στις νέες πραγματικότητες και στους συσχετισμούς του καιρού του, παραμένοντας φορέας ενός παραδοσιακού πνεύματος και παραδοσιακών αξιών. Το δράμα του ήταν ότι ενώ πολέμησε για να ανατρέψει τον οθωμανικό κόσμο, από τη στιγμή που εδραιώθηκε η εθνική εξουσία και το ελληνικό βασίλειο εκείνος έχασε κάθε δυνατότητα να ξαναβρεθεί λειτουργικά στο παιχνίδι και να παίξει ρόλο στο νέο σύστημα πολιτικής κυριαρχίας. Με άλλα λόγια, ο Μακρυγιάννης διασταυρώθηκε με όλες τις τάσεις, δέθηκε με τους ανθρώπους της ανατροπής, έπαιξε τη ζωή του, αλλά δεν υπήρξε ποτέ φιλελεύθερος συνταγματικός, κι ας πρωταγωνίστησε στο Κίνημα της 3ης Σεπτέμβρη που υποχρέωσε τον Οθωνα να παραχωρήσει Σύνταγμα.Ηταν εκπρόσωπος ενός αρχαϊκού συνταγματισμού που δεν στόχευε παρά στην είσοδο του παλιού κόσμου στους νέους θεσμούς. Ούτε ήταν ποτέ ριζοσπάστης, όπως τον θέλησαν οι εαμογενείς διανοούμενοι. Στη Συνταγματική Συνέλευση του 1843 τάχθηκε μάλιστα με τις συντηρητικές δυνάμεις του αυτοχθονισμού και της Ορθοδοξίας, παραμένοντας βαθιά νομιμόφρων προς τον Θρόνο. Και από το 1844 μιλά για «χρυσές σαΐτες» και «αχτίδες» και μεταπλάθει τις μετατραυματικές επιληπτικές κρίσεις του σε τρόπους εξήγησης του κόσμου. Στο τέλος θα καταλήξει, όπως έλεγε ο Αλέξανδρος Σούτσος, «ο θεολόγος ρήτωρ του Βουλευτηρίου».

Έβγαλε πάντως λεφτά από τον Αγώνα…

Πολλοί έβγαλαν. Ο Αγώνας ήταν ανάμεσα στ' άλλα και οικονομική δραστηριότητα. Ο Μακρυγιάννης πλήρωνε μια δική του ομάδα που ξεπερνούσε τους 100 ενόπλους και η Διοίκηση τον πλήρωνε με μετρητά ή ομολογίες για υπερδιπλάσιους. Αλλοι, πιο ισχυροί καπεταναίοι, κέρδιζαν από τις λεηλασίες των μουσουλμανικών και των εβραϊκών πληθυσμών στις πόλεις που καταλάμβαναν, και από τους χριστιανούς ζητούσαν «δοσίματα», φόρους δηλαδή. Κι όταν οι οπλαρχηγοί κατέλαβαν το κάστρο των Αθηνών, την Ακρόπολη, το κέρδος γι' αυτή την επένδυση των δυνάμεών τους ήταν να πάρουν «τα πράγματα» του κάστρου. Ο Μακρυγιάννης απορρίπτει αυτές τις συνήθεις, παρ' όλα αυτά, πρακτικές, και σημειώνει ότι εκείνη την περίοδο έπαθαν «οι δυστυχείς Αθηναίγοι πολλά δεινά, σκοτωμούς, σκλαβιές και ζημιές πλήθος. Εμείς τους συντρόφους μας τους δένομε και τους φορτώνομε λιθάρια κ' έρχονται οι Τούρκοι και τους ξεφορτώνουν».

Ποιος ήταν ο αντίποδάς του;

Ο ίδιος θεωρούσε τον Κωλέττη, νομίζω όμως ότι ήταν ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ο αρχηγός του «αγγλικού κόμματος», ο αστός που κοιτούσε την Επανάσταση από το μέλλον και υπήρξε ο πιο καθαρόαιμος εκφραστής του οράματος εκσυγχρονισμού του ελληνικού κράτους κατά τα δυτικά πρότυπα. Ο Μακρυγιάννης κοιτούσε την Επανάσταση από το παρελθόν. Δεν ήταν ένας Ροβεσπιέρος, δεν ήταν ένας Λένιν. Ηταν ο παραδοσιακός άνθρωπος που πολέμησε με τους επαναστάτες για να γκρεμίσει τον μόνο κόσμο στον οποίο μπορούσε να υπάρχει.

Πού εντοπίζετε το ενδιαφέρον των γραπτών του Μακρυγιάννη;

Είναι δύο έργα που φωτίζουν από τη μια τις πραγματικότητες της εποχής του και από την άλλη τις αξίες της. Στα «Απομνημονεύματα», που τα έγραφε από τα 33 ώς τα 54 του (1829-1850) ο Μακρυγιάννης αφηγείται τη ζωή του από τα παιδικά του χρόνια, δίνοντας έμφαση στη διαμόρφωσή του μέσα από τον πόλεμο, και παρέχοντας μια υποκειμενική εικόνα για τα γεγονότα του Αγώνα τα οποία μεταφέρει ανάμεικτα με τον θρύλο τους. Μια εικόνα απ' όπου λείπουν όσες εξελίξεις της Επανάστασης διαδραματίστηκαν έξω από το πεδίο της δράσης του, όπως η μάχη στο χάνι της Γραβιάς, η καταστροφή των Ψαρών, οι πολιορκίες και η πτώση του Μεσολογγίου, οι εθνικές συνελεύσεις κ.ά. Ωστόσο, το έργο αυτό είναι πολύτιμο ως ιστορική πηγή καθώς διασώζει τη ματιά της εποχής εκείνης «από μέσα»και αναδεικνύει τη βίωση περιστατικών που διαμόρφωσαν συλλογικές συνειδήσεις. Τα «Οράματα και Θάματα» (1851-52) απ' την άλλη, συμπληρώνουν την εικόνα δίνοντάς μας μέσα από τις εκστατικές εμπειρίες του μια ερμηνευτική βάση για όσα περιγράφονται στα «Απομνημονεύματα», σχολιάζοντας έμμεσα τις επιλογές του. Φωτίζουν το αξιακό σύστημα στο οποίο βασίστηκε ο Μακρυγιάννης, τις παραδοσιακές αντιλήψεις του για τον κόσμο, την ηθική, το δέον και τις επιταγές της Θείας Πρόνοιας. Μαζί αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.

Ένα γνήσιο αλλά πρωτόγονο πολιτικό ον*

Ο Ιωάννης Τριανταφυλλοδημήτρης, που πήρε από τους συναγωνιστές του το παρατσούκλι Μακρυγιάννης (1797-1864) επειδή ήταν πολύ ψηλός, υπήρξε ένα γνήσιο αλλά πρωτόγονο πολιτικό ζώο, που κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα - από τότε που ανακαλύφθηκαν (1900) τα «Απομνημονεύματά» του για το '21 και τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια - αναδείχθηκε ως ο πλέον αυθεντικός εκφραστής της «ελληνικότητας» και αξιοποιήθηκε ιδεολογικά από όλες τις παρατάξεις. Η ογκώδης βιογραφία του που κυκλοφορεί σήμερα είναι η πρώτη που τον προσεγγίζει, όχι ιδεολογικά, αλλά επιστημονικά μέσα από το σύνολο των κειμένων που άφησε πίσω του. Και αναδεικνύει μια προσωπικότητα απίστευτης πολυπλοκότητας, πολύ πιο ενδιαφέρουσα και τρομερή από τη στερεότυπη που γνωρίζαμε. Εμπορος και τοκογλύφος στην Αρτα, ο οποίος επένδυσε το μέλλον του και τα μετρητά του στον Αγώνα και διακρίθηκε στους εμφυλίους ως πολεμιστής της Διοίκησης, ξεκινώντας με τους Κολοκοτρωναίους αλλά καταλήγοντας ενάντιός τους, πήρε μέρος στο κίνημα που επέβαλε το Σύνταγμα στον Οθωνα όμως δεν υπήρξε ποτέ εκπρόσωπος του δημοκρατικού πνεύματος αλλά του αντιδραστικού. Μέσα από την πολύ ζωντανή και γλαφυρή αφήγηση του Θεοτοκά (καθηγητή ιστορικής και θεωρητικής κοινωνιολογίας στο Πάντειο), προκύπτει ανάγλυφα ένας άνθρωπος του παλιού κόσμου, με προεπαναστατική νοοτροπία, αλλά και με απίστευτη δυνατότητα προσαρμογής στα καινούργια πράγματα που έφερε η Επανάσταση. Ενας άνθρωπος με επίγνωση των συσχετισμών, ο οποίος εντέλει συμμετείχε με πάθος στην καταστροφή του δικού του κόσμου αλλά δεν άντεξε την τροπή που πήρε ο καινούργιος. Ο συγγραφέας συνθέτει το πορτρέτο του παίρνοντας υπόψη του όχι μόνο τα «'στορικά» κείμενά του - «Απομνημονεύματα» (1850), «Οράματα και θάματα»  (1851-52) - αλλά και την αρθρογραφία του, τα διοικητικά του έγγραφα και τα µίνι (αυτο)βιογραφικά του.