Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Πεζογραφία

Σημειώσεις μανιώδους ταξιδευτή

Λίζυ Τσιριμώκου, εφ. Το Βήμα, 1/8/2004

Πρωτοδιάβασα Μητσάκη (1863-1916) στα φοιτητικά μου χρόνια στις μικρόσχημες, καλαίσθητες εκδόσεις Γαλαξία. Ήταν αποκάλυψη, ένας λόγος ηλεκτρικός που δεν είχα διανοηθεί την ύπαρξή του στα συμφραζόμενα της νοικοκυρεμένης γενιάς του '80. Χρόνια αργότερα, όταν έψαχνα «κείμενα υποστήριξης» για τη μελέτη μου Λογοτεχνία της πόλης, τον ξαναθυμήθηκα, διάβασα ό,τι βρήκα διαθέσιμο στη βιβλιαγορά, με συγκεκριμένο τώρα προσανατολισμό, την ποιητική της πόλης, της Αθήνας, και ένιωσα περίπου σαν τον αλλοπαρμένο Χρυσοθήρα του, πως χτύπησα φλέβα μεταλλείου. Αθηναιογράφος πνευματώδης, σπινθηροβόλος, μάτι-κάμερα που αποτύπωνε και σχολίαζε τα πάντα, πραγματικά «ένας αλκοολικός της περιγραφής», όπως τον είπε ο Παρορίτης. Μπορώ να πω ότι έκτοτε δεν τον άφησα από τα χέρια μου: με τη μια ή την άλλη ευκαιρία, επέστρεφα στα κείμενά του, πάντα με την αίσθηση ότι μπαίνω στη μαγική σπηλιά του Αλή Μπαμπά με τους μύριους θησαυρούς. Το έχω ήδη γράψει και το πιστεύω ακράδαντα, ο Μητσάκης μαζί με τον Βιζυηνό και τον Παπαδιαμάντη  είναι η ισχυρή τριανδρία της γενιάς τους στον χώρο της πεζογραφίας. Και οι δύο τελευταίοι είχαν τις σχετικές δυσκολίες τους μέχρις ότου τους περιβάλλει η καθιέρωση και η καταξίωση· κρίθηκαν εξίσου ιδιόρρυθμοι, προβληματικοί και «ανέντακτοι». Ο Μητσάκης, ο οποίος ήδη στην εποχή του εθεωρείτο πολύ αμφιλεγόμενη μορφή, εκπέμποντας κύματα έντονων έλξεων και απωθήσεων, μόλις πρόσφατα άρχισε να «αποκαθίσταται» στη συνείδηση του αναγνωστικού κοινού, έχοντας επί μακρόν καθηλωθεί στην περιοχή της «συμπαθούς γραφικότητας». Το πρόβλημα βεβαίως δεν είναι ο ιδιόρρυθμος Μητσάκης, αλλά η ανοικειότητα της γραφής του, αυτό ήταν και είναι το μέγα σκάνδαλον.

Περιγραφική βουλιμία

Ο Μητσάκης θέλει να κάμει ιδικόν του ύφος.

Αυτό είναι πάρα πολύ. Δεν το χωνεύω.

Είναι καθαρά οίησις

Εμμανουήλ Ροΐδης, 1893

Για να το πούμε γρήγορα, ο Μητσάκης ισούται με την περιγραφή, την αποθέωση του περιγραφικού λόγου: ανύπαρκτη μέριμνα για πλοκή, χαρακτήρες, μύθο. Αυτή η περιγραφική βουλιμία και υπερτροφία, η μανιώδης εξάντληση όλων των περιγραφικών δυνατοτήτων της ρητορικής amplificatio, σε εποχή μάλιστα αδιαμφισβήτητης μονοκρατορίας της αφήγησης και των αφηγηματικών τεχνασμάτων, είναι που προίκισε τα κείμενα του Μητσάκη με τον χαρακτηρισμό «απορρυθμιστικά», «άτεχνα», «ατελή». Επρεπε να μιθριδατιστούμε σταδιακά, στον 20ό αιώνα, με τη «λογοτεχνία του ματιού» και της κάμερας, με την απουσία θεματικού στίγματος και την έλλειψη συνεκτικού αφηγηματικού ιστού ή πρωταγωνιστικών χαρακτήρων (όπως συμβαίνει στο γαλλικό nouveau roman), για να συντονιστούμε με την ανατρεπτική γραφή του Μητσάκη. Ενα δεύτερο πρόβλημα ποιητικής, με το οποίο διασταυρώνεται συνεχώς αυτός ο αιρετικός λόγος, είναι το θέμα της γενολογικής ένταξής του. Πώς χαρακτηρίζει κανείς αυτές τις κειμενικές ψηφίδες; Διηγήματα, χρονογραφήματα, πεζά ποιήματα, αστικά ηθογραφήματα, απλά οδοιπορικά; Στην εποχή του, η γενιά της ευταξίας, που προσπαθούσε να νοικοκυρέψει, όπως είπαμε, τα πράγματα, να αφιππεύσει από τον Πήγασο και να περιορίσει τις υψηλές πτήσεις, αντιμετώπιζε επιφυλακτικά τις καινοτομίες του Μητσάκη. Διηγούνται, λόγου χάριν, την περιπέτεια του συγγραφέα με κάποιον γνωστό του εκδότη Ημερολογίου, που τον παρακαλούσε επίμονα να του δώσει συνεργασία. Ο Μητσάκης τού έστειλε μιαν «Αθηναϊκή σελίδα». Σε λίγες ημέρες παίρνει πίσω το χειρόγραφο με σημείωμα του φίλου του, που στάζει κινέζικη ευγένεια: πολύ καλή η συνεργασία σας, σας ευχαριστώ, είναι κομμάτι εξαίσιο, αλλά ξέρετε, οι αναγνώστες «δεν εννοούν τα πρωτότυπα και ιδιόρρυθμα έργα». Η ξενότητα, λοιπόν, του ύφους του ήταν δεδομένη, ακόμη και για τους θιασώτες του έργου του. Είναι έκδηλη η αμηχανία τους να επιχειρηματολογήσουν για τις αρετές των κειμένων του.

Δεν πρόλαβε (γιατί έσπευσε η αρρώστια να πάρει αποφάσεις ερήμην του) να συγκεντρώσει ο ίδιος τα γραπτά του. Είναι ακόμη διάσπαρτα σε εφημερίδες, περιοδικά, Ημερολόγια, λευκώματα - και αυτός είναι επίσης ένας παράγοντας που έδρασε ανασταλτικά στη δεξίωση του έργου του. Σίγουρα, πρόκειται για έργο πρωτότυπο, πρωτοποριακό, εντελώς σύγχρονό μας, και αυτή τη νεωτερική του διάσταση τη συνειδητοποιούμε όλο και περισσότερο καθώς βγαίνει στο φως μέσα από σκονισμένα αρχεία και δυσανάγνωστα χειρόγραφα. Κάθε εποχή δημιουργεί τους προδρόμους της, επινοεί το παρελθόν και την παράδοσή της, το ξέρουμε καλά μετά τον Μπόρχες. Σήμερα, στον αστερισμό ποικίλων θεωριών της ανάγνωσης, μοιάζει αυτονόητο να λέμε ότι πρέπει να διαβάζουμε και να ξαναδιαβάζουμε συνεχώς το παρελθόν για να επινοούμε το παρόν, να αρμολογούμε τον δικό μας κανόνα. Στο ανάδρομο αυτό ταξίδι στον χρόνο, καλό θα είναι να σταθμεύουμε λίγο περισσότερο σε κομβικές, προβληματικές περιπτώσεις, να διαβάζουμε κάπως προσεκτικότερα τα πράγματα, γιατί πολλές φορές εκεί κάτι παίζεται, έχουν μπερδευτεί οι χρόνοι, κάτι από το μέλλον επικάθεται στο παρόν και το ενοχλεί - και αυτό μας αφορά, εφόσον μέσα σε αυτό το μέλλον, το σφηνωμένο στο παρελθόν, ταξιδεύει κάτι από τη δική μας ευαισθησία. Στον Μητσάκη, στο τέλος του 19ου αιώνα, αναγνωρίζουμε μέγα μέρος από τη νεωτερικότητά μας, τις αναζητήσεις και τις ανησυχίες μας.

Στη νέα σειρά των εκδόσεων Πατάκη, «επί τα ίχνη...», που αναλαμβάνει να ανασύρει από τη λήθη έργα δυσεύρετα, αθησαύριστα και απρόσιτα, παλαιότερων εποχών, ο Γιάννης Παπακώστας κοινοποιεί δύο κείμενα του Μητσάκη: το «Παρά τοις δούλοις», ένα οδοιπορικό στην τουρκοκρατούμενη Ηπειρο, που δημοσιεύτηκε σε πέντε συνέχειες τον Ιούλιο του 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις του Βλάση Γαβριηλίδη, και ένα ανέκδοτο, κολοβό χειρόγραφο με τίτλο «Τα Ιωάννινα», που απόκειται στο «αρχείο» του Μητσάκη στο ΕΛΙΑ, την εργώδη μεταγραφή του οποίου ανέλαβε η Δέσποινα Δρακοπούλου, δεινός αποκρυπτογράφος του μυστήριου συγγραφέα, όπως γνωρίζουμε και από προηγούμενες επιδόσεις της. Ο Παπακώστας εικάζει ότι αυτό το χειρόγραφο πρέπει να ενταχθεί χρονολογικά στην ίδια περίοδο με το οδοιπορικό της Ακροπόλεως, όταν ο Μητσάκης, μανιώδης ταξιδευτής που όργωνε σε κάθε ευκαιρία από τη μία άκρη στην άλλη τον ελλαδικό χώρο, τουρκοκρατούμενο και μη, περιόδευσε στη Δυτική Ελλάδα, καταγράφοντας προσεκτικά, όπως πάντα, τις εντυπώσεις του για όσα έβλεπε, άκουγε, γνώριζε, μάθαινε.

Εκτουρκισμοί...

Μια πρώτη παρατήρηση για το δημοσιευμένο σε εφημερίδα «Παρά τοις δούλοις» απευθύνεται στον διορθωτή του τομιδίου: η αβλεψία του άφησε να περάσουν στο παρόν κείμενο λάθη που απουσιάζουν στην πρώτη δημοσίευση (π.χ. εγκαρίδωσιν αντί εγκαρδίωσιν, εκτρουρκίζονται αντί εκτουρκίζονται, αρκιβεστέρας αντί ακριβεστέρας, ένα ας ψιλούμενο αντί δασυνόμενο, a bout portaut αντί ά bout portant= εξ επαφής, κ.ά.). Μικρολογίες; Δεν θα το έλεγα αν δεν τονιζόταν με έμφαση ότι το κείμενο αναπαράγεται ως έχει στην εφημερίδα και ότι «διορθώθηκαν σιωπηρά κάποια εξόφθαλμα τυπογραφικά λάθη». Μια δεύτερη παρατήρηση είναι ότι στο τομίδιο θα έπρεπε να συμπεριληφθούν δύο μεταγενέστερα κείμενα του Μητσάκη, δημοσιευμένα στη Νέα Εφημερίδα: «Ολίγα τινά εκ της Ηπείρου» (19.3.1889) και «Νεώτερα εκ της Ηπείρου» (5.4.1889). Πράγματι, δύο χρόνια αργότερα, ο συγγραφέας επισκέπτεται εκ νέου την Ηπειρο και διεκτραγωδεί την επί τα χείρω κατάσταση της περιοχής: «Επί των οδών των αγουσών προς τα Ιωάννινα ανά παν βήμα σχεδόν, πράγμα όπερ ουδόλως παρετηρείτο προ διετίας, απαντάτε γέροντας, παιδία, γυναίκας, άνδρας ακμαίους επαιτούντας. Χωρία ολόκληρα στερούνται των προς ζωήν πόρων και η θέσις αυτών είνε δυσχερής». «Η πείνα - η πείνα, αναγνώσατε καλώς - καταμαστίζει κατά γράμμα τον τόπον. Εις το Σούλι ιδίως το ηρωικόν και ιστορικώτατον και εις τα Τσαμοχώρια έφθασεν εις τοιούτον βαθμόν, ώστε οι κάτοικοι κατήντησε να τρέφωνται με χόρτα και να ενδιαιτώνται εις τα δάση ως αγρίμια».

Στα «ηπειρώτικα» κείμενα του Μητσάκη εντοπίζουμε τις πάγιες αρετές της γραφής του: λόγος νευρώδης, ακαριαίος, λογοτεχνικός και δημοσιογραφικός συνάμα, με πλήθος ιστορικών πληροφοριών που μένει να αποτιμηθούν, με διακεκριμένο ύφος, το οποίο πολλά οφείλει στη Μεγάλη του Ροΐδη Σχολή, και ας δυσφορούσε ο συγγραφέας της Πάπισσας. Τα ταξιδιωτικά κείμενα του Μητσάκη (και είναι αρκετά) θα έπρεπε να αναδημοσιευθούν πάραυτα ως υποδειγματικά του οδοιπορικού είδους. Ο Παπακώστας στην κατατοπιστική εισαγωγή του θίγει αρκετά από τα προβλήματα που θέτει στον σημερινό αναγνώστη η περίπτωση Μητσάκη. Ο Δ. Πλουμπίδης, σε πρόσφατο κείμενό του: «Η γαλλική ποίηση του Μιχαήλ Μητσάκη. Λογοτεχνική δημιουργία και τρέλα» (Ο Πολίτης, τεύχ. 121, Απρίλιος 2004), προσεγγίζει άλλες πτυχές της ιδιόμορφης αυτής περίπτωσης των γραμμάτων μας. Ο Μητσάκης επανακάμπτει, λοιπόν, θριαμβευτικά στο προσκήνιο. Χρέος μας είναι να τον υποδεχθούμε με τις δέουσες τιμές και την προσοχή που απαιτούν τα μοναδικά κείμενά του.