Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Πεζογραφία

Ο νατουραλισμός που γίνεται αισθητισμός

Βαγγέλης Αθανασόπουλος, εφ. Ελευθεροτυπία (Βιβλιοθήκη), 11/5/2007

Η αφηγηματική φωνή και η αφηγηματική ματιά

ΜΙΧΑΗΛ ΜΗΤΣΑΚΗΣ, Αφηγήματα και Ταξιδιωτικές εντυπώσεις, ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΜ.: ΜΑΝΟΛΗΣ Γ. ΣΕΡΓΗΣ, «ΙΔΡΥΜΑ ΚΩΣΤΑ ΚΑΙ ΕΛΕΝΗΣ ΟΥΡΑΝΗ», Τ. Α', ΣΕΛ. 755

Ο πεζογράφος Μιχαήλ Μητσάκης αποτελεί μία από τις ελληνικές εκδοχές της αρχετυπικής εικόνας του τρελού ποιητή. Σχιζοφρένεια παρανοϊκής μορφής διέγνωσαν οι γιατροί του «Δρομοκαΐτειου» στα μισά της τέταρτης δεκαετίας της ζωής του. Στα δέκα χρόνια που μεσολάβησαν έως τον θάνατό του, έμπαινε κι έβγαινε από το φρενοκομείο, περιφερόταν σαν ένας άκακος τρελός που γίνεται στόχος εκείνων που είναι έτοιμοι να γελάσουν με την υπαρκτή εκδοχή του τραγικού, και επαιτούσε μια εύθραυστη -και γι' αυτό πολύτιμη- ζωή παρία, κάθε φορά για μία ακόμη μέρα.

Ο Μιχαήλ Μητσάκης και ο κ. Μητάσκης

Σε ποιο βαθμό μπορεί να συνδυάζεται η σχιζοφρένεια με τη συνειδητοποίησή της; Ο Μητσάκης ήξερε πως τώρα θεωρούνταν τρελός, ενώ κάποτε δεν ήταν, και προσπαθούσε να μη σπιλώσει τη σεβαστή εικόνα του συγγραφέα. Η μαρτυρία του Φαλτάιτς είναι χαρακτηριστική: όταν το 1910 τον αναγνώρισε και τον φώναξε με το επώνυμό του, εκείνος απάντησε: «Είμαι ο Μητάσκης. Καμίαν σχέσιν δεν έχω με τον κ. Μητσάκη, τον αγνοώ. Σας επαναλαμβάνω είμαι ο κ. Μητάσκης». Πόση, άραγε, διαφορά λογικής υπάρχει ανάμεσα στον εχέφρονα συγγραφέα που έγραψε για την τρέλα («Αυτόχειρ», «Εις τον οίκον των τρελλών», «Παράφρων», «Τρελλός») και στον παράφρονα που νιώθει την ανάγκη να προφυλάξει την εικόνα του συγγραφέα; Μια τέτοια σχιζοφρένεια, σύμφωνα με την οποία ο παράφρων εκτιμά και σέβεται τον εχέφρονα και ο εχέφρων τον παράφρονα ή γενικότερα την παραφροσύνη, θα μπορούσε να αποτελέσει πρότυπο της σχέσης μας με τον εαυτό μας και με τους άλλους.

Ο συγγραφέας Μητσάκης και ο σχιζοφρενής Μητάσκης δεν ήταν δύο αλλά ένας, και αυτόν τον έναν πρέπει να εντοπίσει η κριτική - παρ' όλη την τρελή τροχιά που διαγράφει η πρόζα του ανάμεσα στη θέση και στην άρση του νατουραλισμού. Προϋπόθεση για ένα τέτοιο εγχείρημα αποτελεί η έκδοση ολόκληρου του έργου του, με τη δημοσίευση των αθησαύριστων και ανέκδοτων κειμένων του. Αυτή η προϋπόθεση καλύπτεται πλέον σε μεγάλο βαθμό από την παρούσα έκδοση, η οποία θα ολοκληρωθεί σε δύο συνολικά τόμους, αλλά και από πρόσφατες, ανάλογες -σημαντικές, αν και μικρότερης κλίμακας- συμβολές, όπως εκείνες του Γ. Παπακώστα και της Δ. Δρακοπούλου.

Στην περίπτωση του έργου του Μητσάκη η συμβολή της φιλολογικής έρευνας είναι καθοριστική για την κριτική αποτίμησή του, επειδή εντοπίζει κείμενα της τελευταίας συγγραφικής περιόδου του που αλλάζουν την εικόνα του ως ηθογράφου. Η σχετική αλλαγή είναι δυνατό να συνοψιστεί σε μια μετάβαση που παρατηρείται: από το «ηθογράφημα» στην «εικόνα» (σε γραμματολογικό επίπεδο), από την αφήγηση στην περιγραφή (στο επίπεδο της τεχνοτροπίας και του ύφους) και από τον νατουραλισμό στον αισθητισμό (στο επίπεδο της ποιητικής και των αντίστοιχων ιστορικών λογοτεχνικών ρευμάτων).

Η σημασία της περιγραφής στην πεζογραφία του Μητσάκη έχει επισημανθεί από την κριτική, αλλά κυρίως ως αιτία της αποσπασματικότητας της αφήγησής του, ή, στην καλύτερη περίπτωση, ως παράγοντας αφηγηματικής ελλειπτικότητας. Η κυρίαρχη στάση της κριτικής γίνεται φανερή από τον χαρακτηρισμό του συγγραφέα ως «αλκοολικού της περιγραφής». Το γεγονός, όμως, και η σημασία του περάσματος προς μια άλλη ποιητική είναι δυνατό να καταδειχθούν μόνο μέσα από μια ολοκληρωμένη εξέταση της περιγραφής και στα τρία παραπάνω επίπεδα. Μέσα από μια τέτοια εξέταση μπορεί να γίνει φανερή η πραγματική αφηγηματική λειτουργία της περιγραφής.

Η περιγραφή ως τρόπος αφήγησης

Το καθαρά -δηλαδή συμβατικά- αφηγηματικό μέρος των κειμένων του Μητσάκη ακολουθεί το πρόγραμμα της ηθογραφίας, και υλοποιείται με τα αθηναιογραφήματά του (όπως τα: «Ανθρωποι και κτήνη», «Ομιλίαι του δρόμου», «Το κάρρον», «Αρκούδα»). Η αφήγησή του, όμως, διαφοροποιείται και προχωρεί ως προς αυτό που συμβατικά αναγνωρίζουμε ως περιγραφικό μέρος της -δηλαδή το μέρος στο οποίο δίνεται η εντύπωση πως γίνεται μια παύση στην ιστορία, καθώς η αναπαράσταση της δράσης μεταπίπτει σε μια αναπαράσταση τόπων και μορφών.

Η αναπαράσταση τόπων και μορφών αναγνωρίζεται από το βασικό εκφραστικό μέσο της, και ονομάζεται σύμφωνα με αυτό: περιγραφή. Με τον όρο αυτόν, αντίθετα από ό,τι συνήθως πιστεύεται, γίνεται αναφορά σε πολλά είδη αναπαράστασης, και όχι μόνο σε εκείνο που τοποθετείται στα μη αφηγηματικά γένη. Για να φανεί η σχετική ποικιλία αρκεί να αναφέρουμε δύο ακραίες περιπτώσεις: την τυπική στατική περιγραφή στο ρεαλιστικό μυθιστόρημα και την περιγραφή που υποκαθιστά τη δράση στο μοντερνιστικό μυθιστόρημα. Αν υπήρχαν μόνον οι παραπάνω δύο λειτουργίες της περιγραφής και έπρεπε να προσδιορίσουμε σύμφωνα με αυτές τις περιγραφές του Μητσάκη, θα τις τοποθετούσαμε στη δεύτερη λειτουργία.

Οργανο της αφήγησής του στα αφηγήματα του 1895 (με χαρακτηριστικότερα τα: «Το δάσος», «Νεράιδα», «Αφιξις βασιλέως», «Ο αόρατος», «Χωρι-δάκι», «Τρελλός»), που γράφτηκαν μετά την «κρίση μανίας» που εκδηλώθηκε κατά το δεύτερο ταξίδι του στην Κέρκυρα το 1894, είναι μια ανήσυχη ματιά που παρατηρεί με αγχώδη ταχύτητα και αποκαλύπτει την υπερδιέγερση της αντίληψής του. Πίσω από την αφήγηση δεν ακούμε μια φωνή αλλά διακρίνουμε μια ματιά στην κίνησή της από εικόνα σε εικόνα. Η ανήσυχη αφηγηματική ματιά εντοπίζει και συγκεντρώνει τόσο πολλές, διαδοχικές αλλά και ταυτόχρονες εικόνες, ώστε δεν επιτρέπει την ήρεμη επεξεργασία τους από μια αφηγηματική λογική που ελέγχει την όλη διαδικασία.

Για τον λόγο αυτόν, ανάμεσα στις εικόνες δεν αναπτύσσεται ένας αφηγηματικός -δηλαδή λογικός- ιστός: ακολουθούν ή επαναλαμβάνουν η μία την άλλη μέσα σε έναν χρόνο που αφηγηματικά είναι ακυρωμένος αλλά μουσικά είναι υποβλητικός. Η δράση, επομένως, είναι ελάχιστη, και η περιστολή της επιτυγχάνεται μέσω της αναγωγής της σε μια αναπαράσταση που καθορίζεται από οπτικούς όρους. Αυτό ενισχύει την εικαστική αλλά και τη ρυθμική-μουσική διάστασή της, αφήνοντας έτσι να φανεί μια διαδικασία μετεξέλιξης της πεζογραφίας του Μητσάκη από τον νατουραλισμό στον αισθητισμό.

Στα συγκεκριμένα αφηγήματα υπάρχει μια αδιόρατη πλοκή των εικόνων. Η ιστορία ξετυλίγεται μέσω της περιγραφής με όρους μετωνυμικούς: δεν αναπτύσσεται μέσα στον χρόνο ως κυριολεξία (νατουραλιστική) ή σαν μεταφορά (ρομαντική), αλλά σαν μετωνυμία (αισθητιστική). Ο,τι, επομένως, αναγνωρίζεται ως περιγραφή, είναι αφήγηση που λειτουργεί σαν μια ακολουθία μετωνυμιών, σαν μια μετωνυμία εν χρόνω.

Αν δεν βυθιζόταν στην παραφροσύνη του σε τέτοιο βαθμό, ώστε η ευαισθησία του να αναιρεθεί από αυτή την ίδια και να πάψει να γράφει, θα είχαμε στη διάθεσή μας ένα έργο που θα έδειχνε την προοδευτική μετάβαση από τον νατουραλισμό στον αισθητισμό. Φαίνεται σαν βιογραφική σύμπτωση, αλλά ίσως αποτελεί ψυχολογικό νόμο: η τρέλα ως απορύθμιση της λογικής γίνεται συνθήκη αντίληψης του ωραίου. Στα τελευταία αφηγήματα η εξημμένη αφηγηματική ματιά του βρίσκεται σε αναβρασμό ανάλογο με την εικαστική ματιά του Βαν Γκογκ: οι εικόνες δείχνουν συναρπαστικά την ενέργεια του τοπίου, αποδίδοντας έτσι αναλογικά τους δυνατούς κραδασμούς μιας αντίληψης που έχει φτάσει στα όριά της.