Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Πεζογραφία

«Έρωντας είναι, δεν είναι γέροντας»

Μένης Κουμανταρέας, εφ. Το Βήμα, 27/7/2997

Ο Μένης Κουμανταρέας διαλέγει το διήγημα «Ο έρωτας στα χιόνια» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Και αδιαφορώντας για την «ιεροσυλία», μεταφράζει στα δικά μας σύγχρονα ελληνικά τη γλώσσα του Σκιαθίτη. Έτσι κι αλλιώς μόνο ένας συγγραφέας θα μπορούσε να επιχειρήσει αυτό το τόλμημα αντιπαλεύοντας με τις πολλές δυσκολίες

Μένης Κουμανταρέας, Η ομίχλη της γλώσσας

Όταν νεαρός διάβαζα τον Παπαδιαμάντη και σκόνταφτα σε μερικές λέξεις, ευχόμουν να είχα δίπλα μου κάποιον από τους παλιούς που είχαν μάθει γράμματα στο Σχολαρχείο. Γρήγορα όμως η μουσική της γλώσσας μ' αποκοίμιζε, μπορούσα να κάνω και δίχως τις άγνωστες λέξεις που τις μάντευα και τις εξηγούσα σαν μέσα σε όνειρο. Μα μήπως και με τους ξένους συγγραφείς (που τότε ακόμη δεν υπήρχαν μεταφρασμένοι σε τέτοια πληθώρα) δεν συνέβαινε περίπου το ίδιο;

Πολλές φορές έκτοτε ξαναγύρισα στον Σκιαθίτη σαν σε κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Οχι από κάποια προγονοπληξία, μα ούτε βέβαια σαν όψιμος νεοορθόδοξος. Ολοένα όμως και περισσότερο άκουγα γύρω μου τους νέους να δηλώνουν αδιάφοροι ή να παραπονούνται ότι δεν τον καταλαβαίνουν. Σιγά σιγά τότε γεννήθηκε μέσα μου η ιδέα της ανάγκης μιας μετάφρασης. Όποτε πήγα να εξομολογηθώ αυτή μου τη σκέψη, δέχτηκα τις παρατηρήσεις των φίλων μου: «Ακούς εκεί, πού ακούστηκε ο Παπαδιαμάντης στη δημοτική... Μα δεν είναι ιεροσυλία; Στο κάτω κάτω η γλώσσα του δεν είναι ακριβώς καθαρεύουσα μα μια ιδιότυπα δική του λαλιά».

Παράλληλα μάθαινα ότι οι ιεραπόστολοι νεοελληνιστές μάταια προσπαθούσαν να τον επιβάλουν μεταφρασμένο στο ξένο αναγνωστικό κοινό, που έμενε αδιάφορο. Η πείρα μου από τα ξένα διαβάσματα μου είχε ενδυναμώσει μια πεποίθηση: ότι όσο πιο μεγάλος είναι ένας συγγραφέας τόσο περισσότερες πιθανότητες έχει να περάσει σε μια ξένη γλώσσα, κι ας είναι η μετάφρασή του μέτρια ως κακή. Και είχα πολλά παραδείγματα: τον Ντοστογέφσκι (και δεν μιλώ καθόλου για τις μεταφράσεις του Αρη Αλεξάνδρου), τον Τζόις, με τις άπειρες δυσκολίες, τον Φλομπέρ, που είναι και μεγάλος στυλίστας, και άλλους πολλούς. Γιατί λοιπόν οι ξένοι να μην καταλαβαίνουν τον Παπαδιαμάντη; Είναι, άραγε, μόνο η γλώσσα του αυτή που μαγεύει τον αναγνώστη; Ο Καβάφης, τότε, πώς μπόρεσε να περάσει το φράγμα ­ ποιητής μάλιστα ­ κι απ' όσο ξέρω σε μέτριες μεταφράσεις; Τα ερωτήματα έμεναν αναπάντητα κι όσο τα χρόνια περνούσαν κι άκουγα τους δικούς μας νέους να αδιαφορούν ή να βρίσκουν αξεπέραστο εμπόδιο τη γλώσσα, τόσο μέσα μου μεγάλωνε η επιθυμία να τον δω να μεταφράζεται στα δικά μας σύγχρονα ελληνικά. Ταυτόχρονα σχημάτιζα την αντίληψη ότι μόνο ένας πεζογράφος θα μπορούσε να κάνει αυτό το τόλμημα αντιπαλεύοντας με τις δυσκολίες. Τι ρίσκο, σκεφτόμουν, αλλά και τι μεγάλη ανταμοιβή, αν λόγου χάριν αποφάσιζα να μεταφράσω την υπέροχη νουβέλα του «Στον Χριστό, στο Κάστρο»!

Η παραγγελία του «Βήματος» να παρουσιάσω ένα διήγημα της εκλογής μου (αφού πρώτα μ' έκανε να σκεφτώ τους «Φονιάδες» του Χέμινγκγουεϊ ή την «Εβελιν» του Τζόις που έχω παλιότερα μεταφράσει) τελικά με έστρεψε στην παλιά μου επιθυμία. Τα όρια που μου έθετε η εφημερίδα δεν μου επέτρεπαν να ξανοιχτώ σε ένα από τα μεγαλύτερά του διηγήματα. Τότε θυμήθηκα τον «Ερωτα στα χιόνια» ­ κι ας είναι χριστουγεννιάτικο, τι πείραζε: την ιστορία του μπαρμπα-Γιαννιού που πεθαίνει κάτω από τα παράθυρα της γειτόνισσάς του χωρίς κανένας να τον δει και να τον ακούσει. Γι' αυτόν τον παλιό θαλασσινό που είχε γνωρίσει μέρες δόξας και ασωτείας στα λιμάνια (ένα είδος «Τζίμι Ρόουζ» του Μέλβιλ που επίσης έχω μεταφράσει και αγαπώ πολύ) μου δόθηκε μια πρώτη ευκαιρία να μιλήσω σε μια παλιά εκπομπή του Λάκη Παπαστάθη στο «Παρασκήνιο». Και να που τώρα η τύχη και η μοίρα με κάνουν να επιστρέφω σε αυτό το ίδιο κείμενο, με τη φροντίδα να το γυρίσω μέσα έξω, όπως ένα παλιό αρχοντικό ρούχο που τρίφτηκε λίγο μα που αντέχει πάντα να φορεθεί. Οι δυσκολίες εδώ, οφείλω να ομολογήσω, δεν είναι τόσο μεγάλες όσο σε άλλα κείμενα. Και αυτό από μια άποψη με κάνει να λυπάμαι. Οπως και να 'χει, για μένα παραμένει μια πρόκληση και μια απάντηση στους καθαρολόγους και γλωσσαμύντορες, σε όλους όσοι μένουν προσκολλημένοι στους τύπους και στο παρελθόν, χωρίς να καταλαβαίνουν ότι αργά ή γρήγορα θα υπάρξουν παρόμοια κρούσματα. Στον Παπαδιαμάντη, στον Βιζυηνό αλλά και γι' άλλους λόγους στον Καζαντζάκη και όλους όσους σκεπάζει η ομίχλη της γλώσσας. Κάθε νέα γενιά έχει τις απαιτήσεις της και οφείλουμε να νοιαστούμε γι' αυτές χωρίς να προδώσουμε τα όσα εμείς από μικροί πιστέψαμε και αγαπήσαμε.

Ο έρωτας στα χιόνια

Καρδιά του χειμώνα. Χριστούγεννα. Αϊ-Βασίλης. Φώτα. Κι αυτός σηκωνόταν πρωί, έριχνε στους ώμους τον παλιό του ναυτικό επενδύτη, το μόνο ρούχο που σωζόταν από τα χρόνια προτού ακόμη ευτυχήσει και κατηφόριζε την παραθαλάσσια αγορά μουρμουρίζοντας, καθώς κατέβαινε από το παλιό μισογκρεμισμένο σπίτι, έτσι ώστε να τον ακούει η γειτόνισσα:

­ Καημός είν' αυτός, δεν είναι χυλός... Ερωντας είναι, δεν είναι γέροντας.

Το έλεγε τόσο συχνά, έτσι που κατάντησε οι γειτονοπούλες που τον άκουγαν να του το κολλήσουν παρατσούκλι: «Ο μπαρμπα-Γιαννιός ο Ερωντας».

Γιατί δεν ήταν νέος πια ούτε όμορφος ούτε λεφτουδάκια είχε. Ολα αυτά, μαζί με το καράβι, τα είχε ξοδέψει προ αμνημονεύτων χρόνων, στη θάλασσα, στη Μασσαλία.

Είχε αρχίσει τη σταδιοδρομία του μ' αυτό το πανοφώρι, όταν πρωτομπαρκάρισε ναύτης στην μπομπάρδα του ξαδέλφου του. Από τα μιστά, τα όσα έπαιρνε από τα ταξίδια, αγόρασε μετοχή στο πλοίο, έπειτα απόκτησε πλοίο δικό του, και είχε κάνει καλά ταξίδια. Είχε φορέσει αγγλικές τσόχες, βελούδινα γιλέκα, ψηλά καπέλα, είχε κρεμάσει ρολόγια με χρυσές καδένες, είχε κάνει λεφτά. Μα όλα τα έφαγε προ πολλού με τις Φρύνες στη Μασσαλία και άλλο δεν του 'μενε παρά μόνο ο παλιός επενδύτης που τον φορούσε ριχτόν στους ώμους όταν κατέβαινε πρωί στην παραλία, για να μπαρκάρει συντροφικά σε καμία μπρατσέρα με μικρό ναύλο ή για να πάει με ξένη βάρκα να βγάλει κανένα χταπόδι μέσα στο λιμάνι.

Κανένα δεν είχε στον κόσμο, ήταν έρημος. Είχε παντρευτεί και είχε χηρέψει, είχε αποκτήσει παιδί και είχε αποπαιδοθεί.

Κι αργά το βράδυ, τη νύχτα, τα μεσάνυχτα, αφού κατέβαζε μερικά ποτήρια για να ξεχάσει ή για να ζεσταθεί, ξαναγύριζε στο παλιόσπιτο το μισογκρεμισμένο, ποτίζοντας με τον πόνο του καθετί που τραγουδούσε:

Σοκάκι μου μακρύ - στενό, με την κατεβασιά σου,

κάμε κ' εμένα γείτονα με τη γειτόνισσά σου.

Αλλοτε πάλι παραπονιόταν εύθυμα:

Γειτόνισσα, γειτόνισσα, πολυλογού και ψεύτρα,

δεν είπες μια φορά κ' εσύ, Γιαννιού μου έλα μέσα.

Χειμώνας βαρύς. Ο ουρανός κλειστός για μέρες. Χιόνι πάνω στα βουνά, κάτω στον κάμπο χιονόνερο. Το πρωινό θύμιζε το δημοτικό τραγούδι:

Βρέχει, βρέχει και χιονίζει,

κι ο παπάς χειρομυλίζει.

Κανένας παπάς δεν χειρομύλιζε. Χειρομύλιζε η γειτόνισσα, η πολυλογού και ψεύτρα, όπως έλεγε το τραγούδι του μπαρμπα-Γιαννιού. Γιατί τέτοιο παλιόπραμα ήταν: μια μυλωνού που δούλευε με το χέρι γυρίζοντας τον χειρόμυλο. Σημειώστε ότι εκείνο τον καιρό το αρχοντολόι του τόπου το είχε σε κακό να φάει ψωμί ζυμωμένο με αλεύρι από νερόμυλο ή ανεμόμυλο και προτιμούσε ψωμί αλεσμένο με το χέρι.

Και είχε μεγάλη πελατεία η πολυλογού. Γυαλοκοπούσε όλη, είχε κάτι ματάρες κι είχε κόκκινο στα μάγουλά της. Είχε άντρα, τέσσερα παιδιά κ' ένα γαϊδουράκι μικρό για να κουβαλά τ' αλέσματα. Ολα τ' αγαπούσε αυτή. Τον άντρα της, τα παιδιά της, το γαϊδουράκι της. Μόνο τον μπαρμπα-Γιαννιό δεν αγαπούσε.

Ποιος να τον αγαπήσει αυτόν; Ηταν μόνος κι έρημος στον κόσμο.

Και για να ξεχάσει το καράβι του, τις Λαΐδες της Μασσαλίας, τη θάλασσα και τα κύματά της, τα βάσανά του, τις ασωτίες του, τη γυναίκα και το παιδί του, το είχε ρίξει στον έρωτα με τη γειτόνισσα την πολυλογού. Και για να ξεχάσει τη γειτόνισσα, είχε πέσει στο πιοτί.

Συχνά πυκνά, καθώς ξαναγύριζε το βράδυ, νύχτα, μεσάνυχτα, και η σκιά του μακριά, ψηλή, λιγνή, πρόβαλλε στο μακρύ στενοσόκακο, με τον επενδύτη να φεύγει και να γλιστράει από τους ώμους του, και οι νιφάδες, μύγες λευκές, μπαμπακένιες τουλούπες, στροβιλίζονταν με τον αέρα πέφτοντας καταγής κι έβλεπε το βουνό ν' ασπρίζει μες στο σκοτάδι, έβλεπε το παράθυρο της γειτόνισσας κλειστό, μουγκό, και τον φεγγίτη να λάμπει θαμπά, θολά κι άκουγε τον χειρόμυλο να τρίζει ακόμη, και ο χειρόμυλος έπαυε κι άκουγε τη γλώσσα της ν' αλέθει, κι εκείνη θυμόταν τον άντρα της, τα παιδιά της, το γαϊδουράκι της, που όλα τ' αγαπούσε αυτή, ενώ αυτόν δεν γύριζε μάτι να τον δει· τότε ο μπαρμπα-Γιαννιός καπνιζόταν, όπως καπνίζεται το μελίσσι, φλόμωνε όπως φλομώνει το χταπόδι, κι έπεφτε σε σκέψεις βαθιές και σε ποιητικές εικόνες.

­ Να είχε ο έρωτας σαΐτες... να είχε βρόχια... να είχε φωτιές... Να τρυπούσε με τις σαΐτες του τα παραθύρια... να ζέσταινε τις καρδιές... να έστηνε τα βρόχια του πάνω στα χιόνια... Ενας γερο-Φερετζέλης πιάνει με τις θηλιές του χιλιάδες κοτσύφια.

Φανταζόταν τον έρωτα σαν ένα είδος γερο-Φερετζέλη, που περνά τις μέρες του, πέρα στον ψηλό λόφο που ισκιώνουν τα πεύκα, στήνοντας βρόχια πάνω στα χιόνια, για να συλλάβει τις αθώες καρδιές σαν μισοπαγωμένα κοτσύφια, τα οποία μάταια ψάχνουν ν' ανακαλύψουν μια τελευταία χαμελιά που ν' απόμεινε στον ελαιώνα. Τέλειωσαν οι μικροί μακρουλοί καρποί από τις αγριελιές στο βουνό του Βαραντά. Τέλειωσαν τα μύρτα από τις μυριστικές μυρσίνες στο ρέμα της Μαμούς. Και τώρα τα κελαϊδιστά κοτσυφάκια με το μαυριδερό χνούδι, οι γλυκοί κηρομύτες και οι εύθυμες τσίχλες πέφτουν θύματα της θηλιάς του γερο-Φερετζέλη.

Το επόμενο βράδυ ξαναγύριζε, όχι πολύ πιωμένος, έριχνε ένα βλέμμα στα παράθυρα της πολυλογούς, σήκωνε τους ώμους κι εμουρμούριζε:

­ Ενας Θεός θα μας κρίνει... κ' ένας θάνατος θα μας ξεχωρίσει.

Κι έπειτα πρόσθετε μ' έναν αναστεναγμό:

­ Κ' ένα κοιμητήρι θα μας σμίξει.

Αλλά προτού πάει να κοιμηθεί, του ήταν αδύνατο να μη σιγοψιθυρίσει τα συνηθισμένα του:

Σοκάκι μου μακρύ - στενό, με την κατεβασιά σου,

κάνε κ' εμένα γείτονα με τη γειτόνισσά σου.

Το άλλο βράδυ το χιόνι έστρωνε σεντόνι φαρδύ πλατύ σ' όλο το σοκάκι.

­ Ασπρο σεντόνι... να μας ασπρίσει όλους στο μάτι του Θεού... ν' ασπρίσουν τα σωθικά μας... να μην έχουμε κακή καρδιά μέσα μας.

Φανταζόταν αμυδρά μια εικόνα, μια οπτασία, ένα όνειρο ξυπνητό. Λες και το χιόνι να μπορούσε να ισοπεδώσει και ν' ασπρίσει τα πάντα, όλες τις αμαρτίες, όλα τα περασμένα: το καράβι, τη θάλασσα, τα ψηλά καπέλα, τα ρολόγια, τις αλυσίδες τις χρυσές και τις αλυσίδες τις σιδερένιες, τις πόρνες της Μασσαλίας, την ασωτία, τη δυστυχία, τα ναυάγια, να τα σκεπάσει όλα, να τα εξαγνίσει, να τα σαβανώσει, για να μην παρουσιαστούν όλα γυμνά και ξετραχηλισμένα, σαν να 'βγαιναν μέσα από όργια και ξενικούς χορούς, στα μάτια του Κριτή, του Παλαιού Ημερών, του Τρισαγίου. Ν' ασπρίσει και να σαβανώσει το δρομάκι το μακρύ και το στενό με την κατεβασιά του και τη δυσωδία του, και το σπιτάκι το παλιό κι έτοιμο να καταρρεύσει, και το πανοφωράκι του το λερό και το κουρελιασμένο: να σαβανώσει και να σκεπάσει τη γειτόνισσα την πολυλογού και ψεύτρα, και τον χειρόμυλό της και τις ευγένειές της, την ψευτοπολιτική της, τη φλυαρία της και τα γυαλοκοπήματά της, το βερνίκωμα και τα κοκκινάδια της, και το χαμόγελό της, και τον άντρα της, τα παιδιά της και το γαϊδουράκι της, όλα μα όλα να τα σκεπάσει και να τ' απρίσει, να τα εξαγιάσει!

Το άλλο βράδυ, το τελευταίο, νύχτα - μεσάνυχτα, ξαναγύρισε μεθυσμένος παρά ποτέ.

Δεν έστεκε πια στα πόδια του ούτε σάλευε ούτε ανάσαινε καν. Χειμώνας βαρύς, σπίτι ετοιμόρροπο, καρδιά ρημαγμένη. Μοναξιά, ανία, κόσμος βαρύς, κακός, ανάλγητος. Υγεία κατεστραμμένη. Σώμα βασανισμένο, φθαρμένο, σωθικά λιωμένα. Δεν μπορούσε να ζει πια, να αισθάνεται, να χαίρεται. Δεν μπορούσε να βρει παρηγοριά, να ζεστοκοπηθεί. Ηπιε για να σταθεί, ήπιε για να πατήσει, ήπιε για να γλιστρήσει. Δεν πατούσε στη γη γερά πια.

Βρήκε τον δρόμο, τον αναγνώρισε. Πιάστηκε από τον τοίχο. Κλονίστηκε. Ακούμπησε τις πλάτες, στήλωσε τα πόδια. Μουρμούρισε:

­ Να είχαν οι φωτιές έρωτα... Να είχαν οι θηλιές χιόνια...

Δεν μπορούσε πια να σχηματίσει μια φράση λογικά. Λέξεις κι έννοιες μπερδεύονταν.

Πάλι έχασε την ισορροπία του. Πιάστηκε από τον παραστάτη μιας εξώπορτας. Κατά λάθος άγγιξε το ρόπτρο. Το ρόπτρο έβγαλε ήχο δυνατό.

­ Ποιος είναι;

Ηταν η εξώπορτα της πολυλογούς, της γειτόνισσας. Δεν θα 'χε άδικο κανείς αν πίστευε ­ δικαιολογημένα ή όχι ­ ότι επίτηδες προσπαθούσε ν' ανέβει στο σπίτι της... Πώς όχι;

Στο πάνω πάτωμα σάλευαν φώτα, άνθρωποι. Μπορεί να είχαν ετοιμασίες. Χριστούγεννα, Αϊ-Βασίλης, Φώτα, παραμονές. Καρδιά του χειμώνα.

­ Ποιος είναι;, είπε πάλι η φωνή.

Το παράθυρο έτριξε. Ο μπαρμπα-Γιαννιός βρισκόταν ακριβώς κάτω από το μπαλκόνι, αόρατος στους επάνω. Δεν είναι τίποτε. Το παράθυρο έκλεισε σπασμωδικά. Αχ, μια στιγμή ν' αργοπορούσε!

Ο μπαρμπα-Γιαννιός στηριζόταν όρθιος στον παραστάτη. Δοκίμασε να πει το τραγούδι του, αλλά στο βυθισμένο μυαλό του οι λέξεις τού έρχονταν σαν ναυάγια.

«Γειτόνισσα πολυλογού, μακρύ - στενό σοκάκι...».

Μόλις που άρθρωσε τις λέξεις, ούτε που ακούστηκαν σχεδόν. Χάθηκαν μέσα στο βούισμα του ανέμου και στο στροβίλισμα του χιονιού.

­ Και εγώ σοκάκι είμαι, μουρμούρισε... ζωντανό σοκάκι.

Ξεπιάστηκε από τη λαβή του. Κλονίστηκε, παρασύρθηκε, έγειρε κι έπεσε. Ξαπλώθηκε φαρδύς πλατύς πάνω στο χιόνι, πιάνοντας με το ψηλό του ανάστημα όλο το πλάτος του σοκακιού.

Δοκίμασε μια φορά να σηκωθεί κι έπειτα ναρκώθηκε. Ένιωσε μια θέρμη φρικιαστική πάνω στο χιόνι.

«Είχαν οι φωτιές έρωτα... Είχαν οι θηλιές χιόνια!».

Και το παράθυρο είχε μόλις προ ενός λεπτού κλείσει. Κι αν μια μόνο στιγμή αργοπορούσε, ο άντρας της πολυλογούς θα έβλεπε τον άνθρωπο να πέφτει στο χιόνι.

Μα ούτε αυτός ούτε άλλος κανείς τον είδε. Κι επάνω στο χιόνι έπεσε άλλο χιόνι. Και το χιόνι στοιβάχτηκε, σωρεύτηκε δυο πιθαμές, κορυφώθηκε. Και το χιόνι έγινε σεντόνι, σάβανο.

Και ο μπαρμπα-Γιαννιός άσπρισε όλος κι αποκοιμήθηκε κάτω από το χιόνι, για να μην παρουσιαστεί γυμνός και ξετραχηλισμένος, αυτός, και η ζωή του και οι πράξεις του, μπροστά στον Κριτή, του Παλαιού Ημερών, του Τρισαγίου.