Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Πεζογραφία

Τ' αλειτούργητα ξωκλήσια της ψυχής

Δημοσθένης Κούρτοβικ, εφ. Τα Νέα, 27/10/1998

Κωστή Παπαγιώργη: ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΔΑΜΑΝΤΙΟΥ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1998, 216 σσ.

Η μελέτη του Παπαγιώργη για τον Παπαδιαμάντη καλείται ν' απαντήσει στο ίδιο δύσκολο ερώτημα με την ομόθεμη, αλλά ριζικά αντίδοξη του Προγκίδη: γιατί είναι τόσο σημαντικός αυτός ο συγγραφέας; Γιατί άραγε, ενώ περιγράφει τον ίδιο κόσμο με άλλους ηθογράφους της εποχής του, μας φαίνεται πως μιλάει για κάτι διαφορετικό, κάτι που αγγίζει βαθύτερες χορδές μας; Σε τι συνίσταται, με άλλα λόγια, αυτό που ο Ελύτης (όχι από τους οξυδερκέστερους αναγνώστες του Σκιαθίτη) ονόμασε «μαγεία του Παπαδιαμάντη» και από τότε έγινε μια έκφραση βολική για όλους, χρησιμεύοντας με την υποβλητική αοριστία της ως άλλοθι για τη νωθρότητα του αναλυτικού στοχασμού;

Τόσο ο Παπαγιώργης όσο και ο Προγκίδης αντιλαμβάνονται πολύ καλά ότι αυτό το ερώτημα δεν μπορεί να βρει απάντηση με αμιγώς λογοτεχνικούς όρους. Διότι ο Παπαδιαμάντης συνοδεύεται αναπόσπαστα από την παπαδιαμαντολογία. Όσο μεγάλος συγγραφέας και αν είναι, δεν τον διαβάζουμε απλώς για χάρη της αναγνωστικής απόλαυσης, αλλά επειδή έχουμε αποδεχτεί ότι στο έργο του βρίσκεται το κλειδί της εθνικής μας ιδιαιτερότητας, του «παράξενου τρόπου των Ελλήνων», όπως έγραψε ο Χρήστος Βακαλόπουλος. Ο Παπαδιαμάντης έχει γίνει η υποχρεωτική αφετηρία, και συχνά επίσης το τέρμα, σχεδόν κάθε προσπάθειας να ορίσουμε ποιοι είμαστε, πού ανήκουμε και πού (πρέπει να) πάμε.

Θα ήθελα ­ και θα έπρεπε ­ να εξετάσω αυτά τα δύο βιβλία παράλληλα, το ένα στο φως του άλλου. Αλλά επειδή τα ζητήματα που θίγουν είναι πολλά και ο χώρος δεν επαρκεί, θα τα συζητήσω κατ' ανάγκην χωριστά.

Θα πω από τώρα, ωστόσο, το εξής. Η άποψη του Παπαγιώργη μού φαίνεται συνολικά πιο πειστική, αλλά η άποψη του Προγκίδη πιο ενδιαφέρουσα (και θα ήθελα να μπορούσα να τη συμμεριστώ). Διαβάζοντας τον Παπαγιώργη κατένευα ολοένα, συχνά θαυμάζοντας τη διεισδυτική ευστοχία παρατηρήσεων που εκθέτονται με υφολογική δεινότητα, αλλά στο τέλος μού έμεινε ένα αίσθημα εγκλεισμού και ασφυξίας. Διαβάζοντας τον Προγκίδη, εκνευριζόμουν κάθε τόσο από τα συλλογιστικά άλματά του (γοητευμένος την ίδια στιγμή και από αυτού τον λόγο, στην υπέροχη μετάφραση του Γιάννη Κιουρτσάκη), αλλά στο τέλος είχα την ευφρόσυνα ανήσυχη διάθεση να διαβάσω περισσότερο ­ ιδίως Παπαδιαμάντη.

Νομίζω, δηλαδή, ότι ο Προγκίδης τιμά (ή και υπερτιμά) την ιδιοτυπία, τη δημιουργική αντιφατικότητα του συγγραφέα Παπαδιαμάντη περισσότερο απ' όσο ο Παπαγιώργης, ο οποίος ψαλιδίζει ό,τι περισσεύει από μια μορφή που πρέπει να εφαρμόσει επακριβώς σε μια ορισμένη, και όχι πρωτότυπη, ιδεολογική ερμηνεία, έστω και αν ο Παπαδιαμάντης συνειδητά μάλλον θα συμφωνούσε με αυτήν.

Από τον Παπαγιώργη δεν λείπει το λογοτεχνικό αισθητήριο. Κάθε άλλο μάλιστα. Αλλά το εισαγωγικό κεφάλαιο του δοκιμίου του δείχνει από μόνο του ότι αναζητεί στον Παπαδιαμάντη κάτι που έχει ήδη βρει. Αυτή η εισαγωγή δεν είναι τίποτα λιγότερο από μια επισκόπηση της νεοελληνικής ιστορίας υπό το πρίσμα της σύγκρουσης ανάμεσα στους δυτικόφρονες εκσυγχρονιστές και τους οπαδούς τής καθ' ημάς ορθόδοξης Ανατολής. Ο Παπαγιώργης θεωρεί ότι αυτή η σύγκρουση ήταν ιστορικά αναπόφευκτο ν' αποβεί υπέρ των πρώτων, αλλά είναι φανερό ότι οι (καινούργιες, πρέπει να πούμε) ιδεολογικές συμπάθειές του τον φέρνουν πιο κοντά στους δεύτερους. Έτσι, ο Παπαδιαμάντης γίνεται οιονεί το θεωρητικό αρχέτυπο του Παπαγιώργη (ή μήπως ισχύει το αντίστροφο;): υμνεί έναν κόσμο για τον οποίο ξέρει ή διαισθάνεται ότι είναι ιστορικά καταδικασμένος.

Ο Παπαγιώργης δεν είναι τυφλός ούτε μπροστά στις αντιφάσεις και τις ιδιορρυθμίες της προσωπικότητας του Παπαδιαμάντη. Αλλά πιστεύει ότι αυτές τον προετοίμασαν καλύτερα για ένα έργο που θα ήταν η ποιητική αποθέωση της ελληνορθόδοξης κοινότητας. Τα πάθη του Παπαδιαμάντη (αλκοόλ κ.λπ.), η νεανική μιμητική θητεία του σε δυτικά πρότυπα, ο ανεσταλμένος ερωτισμός του και πάνω απ' όλα η σχεδόν ισόβια βίωση της θέσης του παράταιρου, του εξόριστου, του «εκτός παιδιάς» ήταν ακριβώς οι δρόμοι που τον οδήγησαν στην ενατένιση της μυστηριακής ενότητας και της αγιότητας ενός συλλογικού σώματος στο οποίο άλλοι έβλεπαν απλώς ένα άθροισμα γραφικών χαρακτήρων, ηθών κι εθίμων.

Κι εδώ, επίσης, μπαίνει κανείς στον πειρασμό ν' αναρωτηθεί μήπως ο Παπαγιώργης ανακαλύπτει παραλληλίες με τη δική του πορεία, οι οποίες τον παρασύρουν ίσως πιο μακριά απ' όσο θα ήταν θεμιτό· μήπως στρογγυλεύει τις αντιφάσεις του Παπαδιαμάντη περισσότερο απ' όσο επιτρέπουν τα διηγήματά του, όπου εισβάλλουν κάθε τόσο και ο ερωτικός παροξυσμός και ο πολιτισμικός διχασμός και η αμφιθυμία απέναντι στην κοινότητα και απομυθοποιητικές παρεμβάσεις του συγγραφέα και απότομες, χωρίς προφανή λόγο αλλαγές θέματος και μυστηριώδεις σκιές των χαρακτήρων του και πολλά άλλα. Διερωτάται κανείς αν χωρίς τέτοια στοιχεία ο Παπαδιαμάντης θα ήταν πολύ συναρπαστικότερος από τον ξάδελφό του, τον Μωραϊτίδη, έστω και διατηρώντας την ορθόδοξη μεταφυσική του.

Απ' όσο μπορώ να δω, η συμβολή του Παπαγιώργη στην παπαδιαμαντολογία (χρησιμοποιώ εδώ αυτή την έκφραση ουδέτερα) εντοπίζεται σε τρία σημεία.

Το πρώτο είναι μια ωραία ανάλυση της γλωσσικής ιδιαιτερότητας του Παπαδιαμάντη. Ο Παπαγιώργης αποφεύγει όρους όπως «μαγεία» ή επικλήσεις της κατανυκτικότητας του παπαδιαμαντικού ιδιώματος. Με βάση τη διαπίστωση ότι «ο τρόπος γραφής, εκτός από ειδική μέθοδος να βλέπουμε τα πράγματα, είναι, πάνω απ' όλα, τρόπος να δημιουργούμε αυτό που βλέπουμε», λέει ότι ο Παπαδιαμάντης χρησιμοποίησε ένα σύστημα «γλωσσικών αναβαθμών» (καθαρεύουσα με αρχαΐζουσες μνήμες, εκκλησιαστική γλώσσα, λαϊκή διάλεκτος) για να δώσει στα πρόσωπά του μια βαθύτερη υπόσταση που δεν υπήρχε στη φυσική εικόνα της σκιαθίτικης κοινότητας. Αυτή είναι και η διαφορά του από τους άλλους ηθογράφους. Ο Παπαδιαμάντης δεν φτιάχνει «ατμόσφαιρα»· προβάλλει πάνω στους ήρωές του επάλληλα στρώματα μιας μακραίωνης και πολυσχιδούς παράδοσης, που τα δικά τους εκφραστικά μέσα δεν ήταν σε θέση ν' αγκαλιάσουν.

Το αν, βέβαια, με αυτό τον τρόπο ανέδειξε τη βαθύτερη αλήθεια του κόσμου που περιέγραψε ή απλώς τον μυθοποίησε είναι άλλο ζήτημα. Την απάντηση του Παπαγιώργη εύκολα τη φαντάζεται κανείς. Άλλοι, με διαφορετικό ιδεολογικό προσανατολισμό, θ' απαντούσαν διαφορετικά.

Η δεύτερη συμβολή του Παπαγιώργη είναι η πολύ εύστοχη επισήμανση ότι ο Παπαδιαμάντης καταξίωσε μια κοινότητα από την οποία ήταν αποκομμένος, τόσο γεωγραφικά όσο και (εν μέρει) ψυχοκοινωνικά. Μετείχε και δεν μετείχε σ' αυτήν. Την προσέγγισε σαν χρονικογράφος και αυτοβιογραφούμενος μαζί. Σ' αυτή τη δίβουλη διάθεση, στην ανολοκλήρωτη προσπάθεια συναίρεσης του «εγώ» με το «εμείς», πιθανολογεί ο Παπαγιώργης ότι οφείλονται οι ατέλειες και τα χάσματα, αλλά και η γοητεία των διηγημάτων του Παπαδιαμάντη.

Ο Παπαγιώργης λέει ότι ο Παπαδιαμάντης «πάσχιζε να θυμηθεί». Αυτή η διατύπωση μπορεί να μας πάει πολύ μακριά. Δίνει στην απόσταση του Παπαδιαμάντη από τη γενέθλια κοινότητα μια χρονική διάσταση, που την κάνει συγκρίσιμη με τη δική μας απόσταση από τις ρίζες μας, και μάλλον αυτό θέλει να υποβάλει ο Παπαγιώργης. Αλλά όταν πασχίζει κανείς να θυμηθεί, οδηγείται από ένα αίσθημα απώλειας που τον κάνει να θυμάται μ' έναν ορισμένο τρόπο και ν' αναζητεί στη μνήμη του συγκεκριμένα πράγματα. Δεν αποκαθιστά την ιστορία του· τη δημιουργεί. Αυτό, λοιπόν, που υπαινίσσεται ο Παπαγιώργης είναι η θεώρηση της ελληνορθόδοξης κοινότητας μέσα από ένα διπλό φίλτρο (του Παπαδιαμάντη και του συμπαθητικού αναγνώστη του) που αφήνει να περάσουν μόνο τα φωτεινά και ζεστά χρώματά της.

Το τρίτο σημείο είναι μια κριτική ανάγνωσης της Φόνισσας. Ο Παπαγιώργης θεωρεί αυτό το έργο αποτυχημένη απόπειρα διαπραγμάτευσης του Κακού. Η λεπτή επιχειρηματολογία του είναι απολύτως συνεπής προς την όλη εικόνα του για τον Σκιαθίτη. Επισημαίνει ότι στον κόσμο που αναπαριστάνει ο Παπαδιαμάντης η ατομική ψυχολογία, η συνειδητή ζωή είναι υποταγμένη στο κοινό ήθος. Οι όποιες μικροαπαραβάσεις αφομοιώνονται τελικά από αυτό. Σ' έναν τέτοιο κόσμο είναι άγνωστη η ηθική κρίση. Δεν μπορούν να υπάρξουν πρόσωπα που ο ψυχισμός, οι ιδέες και η συμπεριφορά τους τα κάνουν ενσάρκωση της αμαρτίας, γιατί αυτό προϋποθέτει έναν βαθμό εσωτερικής εξατομίκευσης που η παπαδιαμαντική οπτική αποκλείει. Η Φραγκογιαννού, που καλείται να παίξει αυτό τον ρόλο, δεν έχει ούτε αποκτά ποτέ συνείδηση των εγκλημάτων της, αντίθετα είναι ώς το τέλος πεπεισμένη ότι δρα ως απόστολος του Καλού. Δεν είναι μια παραβάτις που βασανίζεται από ένα εσωτερικό δράμα, όπως π.χ. οι ήρωες του Ντοστογιέφσκι· είναι μάλλον μια φυσική ανωμαλία, ένα τέρας, που τελικά θα συντριβεί από την ίδια τη φύση και όχι από τη συνείδησή του.

Το συμπέρασμα του Παπαγιώργη από την ανάλυση της Φόνισσας είναι ότι η Φραγκογιαννού «εξεικονίζει τον πειρασμό της ηθογραφίας που πασχίζει, αυτοβασανιζόμενη, να υπερβεί τον εαυτό της». Να περάσει, δηλαδή, από το κοινό ήθος στην εξατομικευμένη ηθική, να μετεξελιχτεί σε μυθιστόρημα. Παραδόξως, ακριβώς το ίδιο πιστεύει και ο Προγκίδης για ολόκληρο το παπαδιαμαντικό έργο. Μόνο που βλέπει αλλού τις κατακτήσεις του Παπαδιαμάντη και τις αξιολογεί αλλιώς.

Δεν είμαι βέβαιος ότι ο Παπαγιώργης στενοχωριέται γι' αυτή την ατέλεστη μεταμόρφωση. Όταν θεωρείς πως η επιτυχία του Παπαδιαμάντη είναι η αναπαράσταση του βίου της κοινότητας με τρόπο που σου αποσπά χαρακτηρισμούς όπως «λαϊκή αγιότητα», «θεία λειτουργία», «προσευχή που αναδύεται από τα σπλάχνα της», είναι μάλλον απίθανο να εύχεσαι κάτι διαφορετικό. Για τον Παπαγιώργη, οι Ρασκόλνικοφ και οι Σταβρόγκιν καταλήγουν εκεί απ' όπου δεν απομακρύνθηκαν ποτέ οι ήρωες του Παπαδιαμάντη.

Να γιατί μίλησα πιο πάνω για αίσθημα εγκλεισμού και ασφυξίας.