Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Πεζογραφία

Ο Ευρωπαίος

Έφη Φαλίδα, εφ. Τα Νέα, 22/12/2001

150 χρόνια από τη γέννησή του

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης 2001. Τι ζητάει ένας συγγραφέας του 19ου αιώνα από τους σύγχρονους αναγνώστες του; Ο ίδιος, προφανώς τίποτα. Ζητάει όμως η ιστορία της λογοτεχνίας μία συνάντηση με το έργο του, μία ευκαιρία να το διαβάσει διαφορετικά, πιο σύγχρονα, πιο δίκαια. Γιατί ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, όπως επεσήμανε και ο Λάκης Προγκίδης, μελετητής του έργου του και εκδότης του γαλλικού λογοτεχνικού περιοδικού «L'Atelier du Roman» στην τρίτη διεθνή συνάντηση του περιοδικού που έγινε τον περασμένο Σεπτέμβριο στη Θεσσαλονίκη, «είναι ένα από τα πιο εξαίρετα κομμάτια της μυθιστορηματικής Ευρώπης».

Με αφορμή λοιπόν την επετειακή συγκυρία φέτος των 150 χρόνων από τη γέννησή του, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης επιστρέφει. Όχι πως έχει φύγει ποτέ από τη λίστα προτίμησης των αναγνωστών, όπως επισημαίνει ο Φώτης Δημητρακόπουλος ως πρόεδρος της Εταιρείας Παπαδιαμαντικών Σπουδών τονίζοντας πως «μέχρι σήμερα κανένας εκδότης δεν ζημιώθηκε εισπρακτικά από τα έργα του Παπαδιαμάντη». Και ξεχωρίζει ανάμεσα στα μπεστ σέλερ των βιβλίων του Παπαδιαμάντη τη «Φόνισσα» (εκδ. Ergo), που μέσα σε ένα μήνα από την πρόσφατη κυκλοφορία της συμπληρώνει την πρώτη έκδοση με 2.000 αντίτυπα, το άγνωστο ιστορικό του μυθιστόρημα «Το Λάβαρον» (εκδ. Καστανιώτη), την πεντάτομη έκδοση των «Απάντων» του από τον οίκο Δόμο σε έκδοση Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλου με τέσσερις επανεκδόσεις σε διάστημα 15 ετών, καθώς και το «Λεύκωμα Παπαδιαμάντη» (επιμέλεια Φώτη Δημητρακόπουλου, εκδ. Ergo) που από το Πάσχα μέχρι σήμερα πούλησε 4.000 αντίτυπα.

Αλλά είναι λόγοι, αισθητικής, λογοτεχνικού ενδιαφέροντος και πολιτισμικού διαλόγου που βγάζουν τον γιο του Αδαμαντίου Εμμανουήλ από την περιορισμένη δυναμική του λογοτεχνικού μνημοσύνου και τον καθιστούν κεντρική φυσιογνωμία των ελληνικών γραμμάτων.

Με λίγα λόγια η εποχή μας ξεχωρίζει το παιδί του ιερέα Αδαμαντίου και της Γκιουλώς, που γεννήθηκε στη Σκιάθο στις 4 Μαρτίου 1854 και βαφτίστηκε ένα μήνα αργότερα από τον αδελφό της μάνας του και τρεις φορές δήμαρχο του νησιού Κωνσταντίνο Μωραΐτη. «Έτυχε δε τότε», γράφουν οι μαρτυρίες για τη ζωή του, (που δημοσιεύει ο Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος στην εισαγωγή του α΄ τόμου των Απάντων του Παπαδιαμάντη), «ενώ ο βαπτίζων αυτόν παπά Νικόλαος έρριπτε το έλαιον εις την κολυμβήθραν, να σχηματισθεί αυτομάτως επί του ύδατος αυτής σταυρός διά του ελαίου· το δε περίεργον τούτο συμβεβηκός εξήγησεν ο παπά Νικόλαος ειπών ότι "αυτό το παιδί θα γίνει μεγάλος"».

Και το παιδί που πήρε το απολυτήριο του Σχολαρχείου από τη Σκόπελο με την παρατήρηση στο βιβλίο πρακτικών «απολυτέος και επαινετέος επαίνου Αου βαθμού» κι έμεινε πάλι στη Σκιάθο γιατί οι οικονομικές δυσχέρειες της οικογένειας δεν του επέτρεψαν να συνεχίσει το Γυμνάσιο, μεγάλωσε. Στα 19 του χρόνια κάνει περιοδεία στο Άγιον Όρος. Στα 23 παίρνει το απολυτήριο του Γυμνασίου από το Βαρβάκειο, γράφοντας και το πρώτο λυρικό του ποίημα για τη μητέρα του, αποφασίζοντας να γραφτεί και στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Συνεπής φοιτητής πλέον ο νεαρός Παπαδιαμάντης, τραβάει την προσοχή του καθηγητή του Κουμανούδη που στον κατάλογό του σημειώνει πως «ο Παπαδαμαντίου ακροάται τακτικώς». Στη συνέχεια του δεύτερου έτους ο Κουμανούδης δεν σημειώνει τίποτα ως παρατήρηση και ο Παπαδιαμάντης δεν θα πάρει ποτέ δίπλωμα. Η θητεία στον στρατό είναι το επόμενο βήμα της ζωής και των εμπειριών του μέχρι τις 13 Ιουλίου 1881. Ένα χρόνο μετά αρχίζει να δημοσιεύει το μυθιστόρημα «Οι Έμποροι των Εθνών» με το ψευδώνυμο Μποέμ στην εφημερίδα «Μη Χάνεσαι». Στη συνέχεια έρχεται «Η Γυφτοπούλα», την οποία γράφει σε συνέχειες για την εφημερίδα «Ακρόπολις» του Γαβριηλίδη, συχνάζοντας τις ελεύθερες ώρες του στο μπακάλικο του Καχριμάνη στου Ψυρή, που γίνεται το στέκι του. Μερικά μέτρα πιο κάτω, στο Μοναστηράκι, στο εκκλησάκι του προφήτη Ελισσαίου, ανακαλύπτει τις αγρυπνίες που γίνονταν εκεί και κάνει τον ψάλτη και τυπικάρη. Στα 1902 κάνει ένα διάλειμμα από τη ζωή στην Αθήνα για να μείνει στη Σκιάθο όπου γεννιέται η «Φόνισσα». Στην πόλη επιστρέφει μετά δύο χρόνια και στις βόλτες του στη Δεξαμενή τον συναντάει ο Νιρβάνας και τον φωτογραφίζει. Τη δεύτερη φωτογραφία του (σ.σ. που δημοσιεύεται εδώ) θα την τραβήξει στα 1908 ο Βλαχογιάννης, λίγο πριν ο Παπαδιαμάντης επιστρέψει στη Σκιάθο για να μείνει μόνιμα εκεί, παίρνοντας ενεργό μέρος στα επεισόδια για την εικόνα της Παναγίας της Κουνίστρας. Στις 29 Νοεμβρίου 1910, ο Παπαδιαμάντης πέφτει άρρωστος στο κρεβάτι και στις 2 Ιανουαρίου του 1911, αφού του έχει δοθεί το παράσημο του Αργυρού Σταυρού του Σωτήρος, πεθαίνει «ημέραν Κυριακήν και ώραν 11ην π.μ. από ινφλουέντζαν (πνευμονία)», όπως γράφει η ληξιαρχική πράξη του θανάτου του.