Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Πεζογραφία

Μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη

Γιώργος Βιδάλης, εφ. Ελευθεροτυπία, 8/1/2011

«Σαν να 'χαν ποτέ τελειωμό τα πάθια κ' οι καημοί του κόσμου»

Εκατό χρόνια ακριβώς συμπληρώθηκαν από τότε που ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, στα εξήντα, άφησε την τελευταία πνοή του στη γενέτειρά του Σκιάθο (2 Ιανουαρίου 1911). Επίσης, 160 χρόνια κλείνουν φέτος από τη γέννησή του (4 Μαρτίου 1851).

Η αύρα της λεπτής πνοής που άφησε με τα γραπτά του έχει συντροφέψει γενιές και γενιές. Χρέος μας να τον μνημονεύσουμε στη μνημονιακή εποχή και ζοφερή «κατοχή» που ζούμε, αφού ο λόγος του παραμένει βάλσαμο. Μας παροτρύνει άλλωστε στο «Αξιον Εστί» ο νομπελίστας ποιητής μας Οδυσσέας Ελύτης: «Όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί όπου και να θολώνει ο νους σας, μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη».

Διαμάντια παντοτινά οι ιστορίες του, βγαίνουν και ξαναβγαίνουν σε διάφορες ανθολογίες: χριστουγεννιάτικα διηγήματα, πασχαλινά διηγήματα, ερωτικά διηγήματα, σκοτεινά διηγήματα, αθηναϊκά διηγήματα, κ.λπ. «Η νοσταλγός», «Ερως-ήρως», «Φώτα, ολόφωτα», «Το μυρολόγι της φώκιας», «Ονειρο στο κύμα», «Ρεμβασμός τ' Αυγούστου», «Ο Χριστός στο κάστρο» (ενδεικτικές ονομασίες ορισμένων αξέχαστων διηγημάτων του). Η πληρέστερη έκδοση των Απάντων του με διηγήματα, μυθιστορήματα, ποιήματα, άρθρα και επιστολές του είναι η εξάτομη των εκδόσεων «Δόμος» σ' επιμέλεια του αφιερωμένου φιλολόγου-ερευνητή Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλου. Κάποιες ιστορίες του κατά καιρούς παρουσιάστηκαν διασκευασμένες μ' επιτυχία στο θέατρο από σκηνοθέτες όπως οι Σωτήρης Χατζάκης, Στάθης Λιβαθινός, Δήμος Αβδελιώδης, Γιώργος Μπινιάρης, Μίρκα Γεμεντζάκη.

Ο Παπαδιαμάντης διαθέτει ένα μοναδικό προσωπικό αλφάβητο, αντλώντας γόνιμα από τους φανερούς και χαμένους θησαυρούς της ελληνικής γλώσσας. Εμπειρος γνώστης και δεινός τεχνίτης της λόγιας και της δημοτικής. Η γλώσσα του είναι μαγεία.

Λένε ότι ξενίζει κι απωθεί στην εποχή της λεξιπενίας, της κυριαρχίας της εικόνας και της τεχνολογίας. Χρειάζεται προσπάθεια, υπομονή και μια σχετική ωριμότητα για να μυηθείς στο λογοτεχνικό του σύμπαν (η μητέρα του γράφοντος, αν και της Δ' Δημοτικού, λόγω του πολέμου, έχει διαβάσει κι έχει «ταξιδέψει» με πολλά διηγήματά του έστω κι αν αγνοεί τη σημασία πολλών λέξεων, έστω κι αν δεν γνωρίζει ορθογραφία). Ο λόγος του Παπαδιαμάντη είναι ιαματικός. Με την ανάγνωσή του αισθάνεσαι «θάλπος και γλυκύτητα άφατον».

Τα περισσότερα διηγήματά του εκτυλίσσονται στο νησί του, τη Σκιάθο (μερικά αναφέρονται στην Αθήνα). Η φύση είναι πανταχού παρούσα όπως και ο νησιώτικος μικρόκοσμος. Πτωχοί και καταφρονεμένοι, μεροκαματιάρηδες, αλαφροΐσκιωτοι, ιερείς, ψαράδες, ναυτικοί, βοσκοί, αγρότες. Γερόντισσες, μανάδες, χήρες, νύφες, παιδία και κοράσια, νέες θελκτικές, έφηβοι ονειροπόλοι. Αγροί, παραλίες, θάλασσες γαλήνιες και φουρτουνιασμένες. Ξωκλήσια, μοναστήρια, ναΐσκοι.

Η αρχιτεκτονική γραφή του «με λίγες γραμμές ορίζει και τα κτίσματα και την ψυχή και τη φύση του Ελληνα», αναφέρει ο Ελύτης στο δοκίμιό του «Η μαγεία του Παπαδιαμάντη», τονίζοντας την καθαρότητα, τη λιτότητα, την ευγένεια, το ήθος της γραφής του, το φως της ψυχής του.

«Ο Παπαδιαμάντης είναι ψυχή ποιητική. Μιλάει για το Θεό, για τον άνθρωπο και για τη φύση... Εχει ευσπλαχνία απέναντι στους ήρωές του, δυσκολεμένους, πονεμένους, αδικημένους, μοναχικούς. Ακόμη και στους πιο αρνητικούς φέρεται με συγκατάβαση, με κατανόηση, μ' αγάπη. Στα έργα του κυριαρχεί η κοινότητα... Αφήνει τα πράγματα από μόνα τους να μιλήσουν... Ο Παπαδιαμάντης λειτουργεί ψυχοθεραπευτικά. Διαβάζοντάς τον ο άλλος γαληνεύει, ηρεμεί, συνέρχεται», σημειώνει στο βιβλίο του «Παπαδιαμαντικοί λόγοι» ο ιερέας Ανανίας Κουστένης.

Γαλήνιος παρατηρητής του ανθρώπινου και φυσικού τοπίου, λόγιος και λαϊκός, γήινος και ρεμβώδης, φωτεινός και σκοτεινός, καρτερικός και συμπονετικός, λεπταίσθητα σκωπτικός, αισθαντικός και τρυφερός, πιστός χριστιανός, βαθύτατα ρωμιός και ασυναίσθητα οικουμενικός, αφήνει συχνά στο τέλος των θεσπέσιων ιστοριών του μια γλυκόπικρη γεύση, μια αίσθηση χαρμολύπης.

«Ενόσω ζω και αναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω πάντοτε, ιδίως κατά τας πανεκλάμπρους ταύτας ημέρας, να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ' έρωτος τη φύσιν και να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια ελληνικά ήθη» γράφει στο διήγημά του «Λαμπριάτικος ψάλτης» (1893).

ΔΝΤ... Βενετίας και εργολαβίες βουλευτών

Ο πολιτικός του λόγος, σχεδόν άγνωστος, είναι οργισμένος και εντελώς σημερινός. Εγραφε το 1896: «Τα ερείπια τα έπλασαν οι ανίκανοι κυβερνήται της Ελλάδος» Η πολιτικο-κοινωνική κριτική του Σκιαθίτη κοσμοκαλόγερου στα γραπτά του είναι ίσως η πιο αφανής πλευρά του.

Το παλιό λιμάνι του νησιού του, που υπήρξε πηγή έμπνευσής του Μένεις έκθαμβος όταν περιγράφει το... ΔΝΤ της μεσαιωνικής εποχής και την κατακτητική πολιτική του. Οταν στηλιτεύει τους Ελληνες πολιτικούς για κομπίνες, λοβιτούρες, εξυπηρέτηση «δικών» τους, για επιδιωκόμενες εργολαβίες μεγάλων έργων. Δεν ξεχνάει να επικρίνει αιώνια ελαττώματα του Ελληνα, όπως ο ξενισμός και ο πιθηκισμός του. Ο πολιτικός λόγος του επίκαιρος όσο ποτέ για τους... εμπόρους των εθνών, για τους ανάλγητους κι ανεύθυνους πολιτικούς μας.

Από το άρθρο του «Οιωνός» στην εφημερίδα «Ακρόπολις» (1η Ιανουαρίου 1896):

«Εις οιωνός άριστος. Αλλά τις έβαλεν εις πράξιν την συμβουλήν του θειοτάτου αρχαίου ποιητού; Εκ της παρούσης ημών γενεάς τις ημύνθη περί πάτρης;

Ημήνθυσαν περί πάτρης οι άστοργοι πολιτικοί, οι εκ περιτροπής μητρυιοί του ταλαιπώρου ωρφανισμένου Γένους; Αμυνα περί πάτρης δεν είναι αι σπασμωδικαί, κακομελέτητοι και κακοσύντακτοι επιστρατείαι, ουδέ τα σκωριασμένης επιδεικτικότητος θωρηκτά. Αμυνα περί πάτρης θα ήτο η ευσυνείδητος λειτουργία των θεσμών, η εθνική αγωγή, η χρηστή διοίκησις, η καταπολέμησις του ξένου υλισμού και του πιθηκισμού, του διαφθείραντος το φρόνημα και εκφυλίσαντος σήμερον το έθνος, και η πρόληψις της χρεοκοπίας.

Τις ημύνθη περί πάτρης; Και τι πταίει η γλαυξ, η θρηνούσα επί ερειπίων; Πταίουν οι πλάσαντες τα ερείπια. Και τα ερείπια τα έπλασαν οι ανίκανοι κυβερνήται της Ελλάδος.

Και σήμερον, νέο έτος άρχεται. Και πάλιν τι χρειάζονται οι οιωνοί; Οιωνοί είναι τα πράγματα. Μόνον ο λαός λέγει: "Κάθε πέρσι καλύτερα". Ας ευχηθώμεν το αρχόμενον έτος να μη είναι χειρότερον από το έτος το φεύγον».

Α πόσπασμα από το ιστορικής υφής μυθιστόρημά του «Οι έμποροι των εθνών», που διαδραματίζεται στο Αιγαίο Πέλαγος την εποχή της κυριαρχίας των Βενετών εν έτει 1199 (πρώτη δημοσίευση στην εφημερίδα «Μη Χάνεσαι», 5 Νοεμβρίου 1882 - 8 Φεβρουαρίου 1883).

«Τι εζήτει η Βενετία πέμπουσα τους στόλους τούτους εις το Αιγαίον; Ο,τι ζητεί ο σφαγεύς παρά του θύματος, τας σάρκας αυτού, ίνα κορέση την πείναν του. Διατί αι ιδιωτικαί αύται και κεκυρωμέναι με τα σήματα του Αγίου Μάρκου επιχειρήσεις; Διατί οι τοσούτοι εργολάβοι των κατακτήσεων, των ως διά δημοπρασίας εκτελουμένων;

Η Βενετία προσηγόρευεν εαυτήν Πολιτείαν, και είχεν υιούς τυράννους. Τοις έδιδε το χρίσμα της και τους έπεμπεν ίνα κατακυριεύσωσι της γης. Η γενεαλογία της πολιτικής είναι συνεχής και γνησία κατά τους προγόνους. Η αργία εγέννησε την πενίαν. Η πενία έτεκε την πείναν. Η πείνα παρήγαγε την όρεξιν. Η όρεξις εγέννησε την αυθαιρεσίαν. Η αυθαιρεσία εγέννησε την ληστείαν. Η ληστεία εγέννησε την πολιτικήν. Ιδού η αυθεντική καταγωγή του τέρατος τούτου. Τότε και τώρα, πάντοτε η αυτή. Τότε διά της βίας, τώρα διά του δόλου... και διά της βίας.

Πάντοτε αμετάβλητοι οι σχοινοβάται ούτοι, οι Αθίγγανοι, οι γελωτοποιοί ούτοι πίθηκοι (καλώ δε ούτω τους λεγομένους πολιτικούς). Μαύροι χαλκείς κατασκευάζοντες δεσμά διά τους λαούς εν τη βαθυζόφω σκοτία του αιωνίου εργαστηρίου των».

Α πό το εκτενές διήγημά του «Οι Χαλασοχώρηδες» (πρώτη δημοσίευση στην εφημερίδα «Ακρόπολις» 12-22 Αυγούστου 1892). Σ'αυτό καταγράφει τα εκλογικά ήθη της εποχής, την υφαρπαγή ψήφων με υποσχέσεις, ρουσφέτια, εκβιασμούς, περιγράφοντας παράλληλα κομματάρχες και υποψήφιους βουλευτές.

«Ο Λάμπρος ο Βατούλας και ο Μανώλης ο Πολύχρονος είχαν το λύειν και το δεσμείν εις τα δύο κόμματα, έταζαν "φούρνους με καρβέλια"... Πέφτουν με τα μούτρα στη λαδιά, ηξεύρουν πώς να κυνηγούν το πλιάτσικο...

Κατά την πρώτην σύνοδον της Βουλής, ο Γεροντιάδης εφρόντισε να διορίση εις μικράς ή μεγάλας θέσεις όλους τους ανεψιούς του, επτά τον αριθμόν, καθώς και δύο εξαδέλφους του και τρεις δεύτερους εξαδέλφους του, ως και δύο κουμπάρους, και τον υιόν της κουμπάρας του, και τον αδελφόν της υπηρετρίας του, και άλλους.

Κατά την δευτέραν σύνοδον κατώρθωσε να ακυρώση δικαστικώς όλα τα ενοικιαστήρια των οικιών των αντιπάλων του, ως δημοσίων γραφείων, και να ενοικιάση την μίαν οικίαν του ως επαρχείον, την άλλην ως ελληνικόν σχολείον, καθώς και της τρίτης μεγάλης παραθαλασσίας οικίας του, το μεν άνω πάτωμα ως εφορίαν, το δε κάτω πάτωμα ως λιμεναρχείον...

Κατά την τρίτην σύνοδον επρόφθασε κ' έβαλε δύο εκ των υιών του υποτρόφους δύο διαφόρων κληροδοτημάτων... Οσον δια την κόρην του, αυτήν την εισήγαγε εις το "Σκολειό της Αμαλίας", ως ασφαλέστερον... Και άλλα ακόμη θα κατόρθωνε, διότι η Βουλή εκείνη παραδόξως εφαίνετο έχουσα "μέρες απ' το Θεό" δια να ζήση. Δυστυχώς, και παρ'ελπίδα, διελύθη, τέταρτον μήνα της Γ' συνόδου άγουσα...

Ο,τι απετέλει την δύναμιν του Αλικιάδου ήτο ο πόθος υφ' ου εφλέγετο να φανή χρήσιμος εις την εκτέλεσιν των δημοσίων έργων της επαρχίας. Εν πρώτοις, υπήρχεν η εθνική οδός, η προκηρυσσομένη εκάστοτε ως μέλλουσα να κατασκευασθή παρά την πρωτεύουσαν της επαρχίας πόλιν.

Εκείθεν, αν εξελέγετο βουλευτής, θα είχε τη μερίδα του λέοντος. Από τώρα είχεν αρχίσει να συνεταιρίζεται κρυφά με τους εργολάβους. Κατά την πρώτην βουλευτείαν του ολόκληρον δάσος το είχε κάμει ιδικόν του, δικαιώματι κατακτήσεως. Με τον έφορον, τον οποίον είχε φέρει εις την επαρχίαν του, είχε προεξηγηθή σαφέστατα: "Θα σε διορίσω, αλλά φόρον δεν θα βεβαιώσης από την ξύλευσιν του δάσους"».

Α πό το άρθρο του «Ιερείς των πόλεων και ιερείς των χωρίων» (1896).

«Η λεγομένη ανωτέρα τάξις να μη περιφρονή αναφανδόν ό,τι παλαιόν, ό,τι εγχώριον, ό,τι ελληνικόν. Να καταπολεμηθή ο πιθηκισμός, ο φραγκισμός... Να μη χάσκωμεν προς τα ξένα. Να στέργωμεν και να τιμώμεν τα πάτρια. Είναι της εσχάτης εθνικής αφιλοτιμίας να έχωμεν κειμήλια, και να μη φροντίζωμεν να τα διατηρήσωμεν. Ας σταθμίσωσι καλώς την ευθύνην των οι έχοντες την μεγίστην ευθύνην».

Τα αισθησιακά όνειρα ενός κοσμοκαλόγερου

«Τις δύναται να εξιχνιάση της γυναικείας ιδιοσυγκρασίας τα μυστήρια;» (από το διήγημά του «Η νοσταλγός»). Οι γυναίκες στην ανθρωπογεωγραφία του λογοτεχνικού σύμπαντος του Παπαδιαμάντη παίζουν καθοριστικό ρόλο.

Η Άννα-Μαρία Παπαχαραλάμπους στην ταινία του Ευθύμιου Χατζή «Τα ρόδινα ακρογιάλια»

«Γυναίκες πονεμένες και αδικημένες, καμένες και στερημένες... Αγέρωχα πένθιμες, υπέροχα μυστηριώδεις, ανέμελα σοβαρές... Γερόντισσες σεβάσμιες, πρόσωπα της αγρύπνιας και της μέριμνας... Κουβαλούν το σταυρό τους με βαθιά υπομονή, με ελπίδα, με πόνο, όχι όμως με φόβο. Κορίτσια σεμνά και όμορφα. Πλάσματα γήινα, κάποτε ποθητά, κάποτε όντα ονειρικά. Ερατεινές υπάρξεις, που εμψυχώνουν χλοερούς και διανθείς κάμπους, όνειρα στο κύμα» (Αγγελος Μαντάς στον πρόλογο της ανθολογίας «Γυναίκες της προσμονής και του καημού», εκδόσεις «Αρμός»).

Γυναίκες των βασάνων, του μόχθου, της υπομονής: η Φραγκογιαννού («Φόνισσα»), η θειά Αχτίτσα («Σταχομαζώχτρα»), η Χριστίνα η δασκάλα («Χωρίς στεφάνι»), η Ακριβούλα («Το μυρολόγι της φώκιας»), η Πλανταρού («Φώτα ολόφωτα»).

Στον αντίποδα της νιότης, του κάλλους, του ερωτικού καημού: Η Λιαλιώ («Η νοσταλγός»), η Ματή «(Ερως-ήρως»), η γειτόνισσα Πολυλογού («Ο έρωτας στα χιόνια»), η Πούλια («Τ' αστεράκι»).

Εδώ παραθέτουμε αποσπάσματα από δύο αντιπροσωπευτικά διηγήματά του για τη νοσταλγία των εφηβικών χρόνων, το πρώτο σκίρτημα του έρωτα, τον τρυφερό θαυμασμό για την κρουστή θηλυκή ομορφιά.

* Στο «Ολόγυρα στη λίμνη» (1892) κάποιος θυμάται τα παιδικά του χρόνια. Τότε που δεκατετράχρονος με το συνομήλικο φίλο του Χριστοδουλή ήταν ερωτευμένοι αμφότεροι με τη λίγο μεγαλύτερή τους Πολύμνια. Να πώς περιγράφει την περικαλλή μορφή της όταν τους πλησίασε με τον μικρότερο αδελφό της ζητώντας τους να της βρουν «λίγα ίτσια» (μενεξέδες) και τα δύο αγόρια ξαμολήθηκαν για να της τα μαζέψουν.

«Οποίον λεπτοφυές σώμα εσκέπαζεν η λειομέταξος ορφνή εσθής! Πώς διεγράφετο αρμονικώς η μορφή της με χνοώδη πάλλευκον χρώτα και τα ερυθρά μήλα των παρειών, με τον μελίχρυσον λαιμόν και με το ελαφρώς κολπούμενον στήθος της! Πόσον αβραί ήσαν αι χείρες, και πόσον μελωδική έπαλλεν εις το ους σου η θεσπεσία φωνή της!

Η ξανθοπλόκαμος κόμη ατημέλητος ολίγον, ως να εβιάσθη να καλλωπισθή διά να εξέλθη και απολαύση την θαλασσίαν αύραν και τον τερπνόν της αμμουδιάς περίπατον, αερίζετο από την πνοήν του Βορρά, και το όμμα της, με τα μακρά ματόκλαδα ως πτεροφόρος οϊστός, σ' εσαΐτευε γλυκά εις την καρδίαν.

Ενθυμείσαι! Οποίον αίσθημα εδοκίμασες τότε, και πώς, δεκατετραετής μόλις, ηρωτεύθης ήδη; Η Πολύμνια σου ωμίλησεν! Η Πολύμνια σ' εκάλει ονομαστί! Οποία παιδική μέθη...».

* Στο «Όνειρο στο κύμα» (1900) ενήλικος δικηγόρος ενθυμείται τα εφηβικά του χρόνια όταν ήταν βοσκός στο νησί του. Μια σεληνόφωτη νύχτα του Αυγούστου ψάχνοντας μια χαμένη κατσίκα βλέπει τυχαία από ένα λοφίσκο τη νεαρή Μοσχούλα να κολυμπά γυμνή στη θάλασσα.

«Ήτον απόλαυσις, όνειρον, θαύμα. Είχεν απομακρυνθή ώς πέντε οργυιάς από το άντρον, και έπλεε, κ' έβλεπε τώρα προς ανατολάς, στρέφουσα τα νώτα προς το μέρον μου. Εβλεπα την αμαυράν και όμως χρυσίζουσαν αμυδρώς κόμην της, τον τράχηλόν της τον εύγραμμον, τας λευκάς ως γάλα ωμοπλάτας, τους βραχίονας τους τορνευτούς, όλα συγχεόμενα, μελιχρά και ονειρώδη εις το φέγγος της σελήνης.

Διέβλεπα την οσφύν της την ευλύγιστον, τα ισχία της, τας κνήμας, τους πόδας της, μεταξύ σκιάς και φωτός, βαπτιζόμενα εις το κύμα. Εμάντευα το στέρνον της, τους κόλπους της, γλαφυρούς, προέχοντας, δεχομένους όλας της αύρας τας ριπάς και της θαλάσσης το θείον άρωμα. Ητο πνοή, ίνδαλμα αφάνταστον, όνειρον επιπλέον εις το κύμα· ήτον νηρηίς, νύμφη, σειρήν, πλέουσα, ως πλέει ναυς μαγική, η ναυς των ονείρων... Είχα μείνει χάσκων, εν εκστάσει, και δεν εσκεπτόμην πλέον τα επίγεια».

Του έδιναν 150 δραχμές, έπαιρνε 100

Ζώντας «εις έντιμον πενίαν», λιτοδίαιτος, εσωστρεφής και μονήρης, ο κυρ Αλέξανδρος τα έβγαζε κουτσά-στραβά στην Αθήνα χωρίς να βαρυγκομεί. Του αρκούσε συχνά να τρώει ελιές και τυρί, να πίνει κρασί σε φτωχικά καπηλειά, να επισκέπτεται τον ναΐσκο του αγίου Ελισσαίου στην Πλάκα προσευχόμενος και ψάλλων.

Ο Παπαδιαμάντης φωτογραφημένος το 1906,  από τον Παύλο Νιρβάνα

Εργαζόμενος ανελλιπώς σ' εφημερίδες («Αστυ», «Ακρόπολις», «Εφημερίς»), γράφει διηγήματα σε συνέχειες, επιφυλλίδες, άρθρα, μεταφράζει συγγραφείς (Ντοστογιέφσκι, Τσέχοφ, Χαρτ κ.ά.) Από τις εκδόσεις «Κίχλη» πέρσι κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα του Ε.Χ. Ουέλς «Ο αόρατος» και φέτος θ' ακολουθήσει ο κλασικός «Δράκουλας» του Μπραμ Στόουκερ με τίτλο «Ο πύργος του Δράκουλα» σε δικές του ξεχασμένες αριστοτεχνικές μεταφράσεις.

Δύο περιστατικά της καθημερινότητάς του δείχνουν το σπάνιο ήθος και την ξεχωριστή ευαισθησία του εργασιομανούς αυτού ανθρώπου, που «δεν είχε καιρόν ν' αποκτήση χρήματα». Τα καταγράφει ο Στέλιος Παπαθανασίου στο βιβλιαράκι του «Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στα άδυτα της δημοσιογραφίας», αντλώντας από τον συγγραφέα Παύλο Νιρβάνα, που έζησε την ίδια εποχή με τον ταπεινό Σκιαθίτη (έκδοση Μορφωτικού Ιδρύματος της ΕΣΗΕΑ).

* Το 1899, όταν επρόκειτο να αναλάβει καθήκοντα τακτικού μεταφραστή στην εφημερίδα «Αστυ» του Δημητρίου Κακλαμάνου, ετέθη μεταξύ άλλων και το θέμα της αμοιβής του. «Ο μισθός σας θα είναι εκατόν πενήντα δραχμές», του είπε ο ιδιοκτήτης της εφημερίδας. Ο παρών Παύλος Νιρβάνας, ο οποίος εκτελούσε χρέη χρονογράφου στην ίδια εφημερίδα, διηγείται:

«Τότε άκουσα απ' τα χείλη του Παπαδιαμάντη τη μοναδικώτερη απάντηση που θα μπορούσε να δώση άνθρωπος σε τέτοια στιγμή. -Πολλές είναι οι 150... είπε. Μου φτάνουν 100... Και έφυγε βιαστικός και ντροπαλός, χωρίς να προσθέση λέξη». Κατά τον Νιρβάνα πάντοτε, ο Παπαδιαμάντης κανόνισε τη μισθοδοσία του σύμφωνα με τις ανάγκες του, και όχι ανάλογα με την αξία της εργασίας του.

** «Ήτον ένα δειλινόν φθινοπώρου και ο Ήλιος έδυε μελαγχολικός οπίσω από τον βράχον της Ακροπόλεως. Είδα τότε τον Παπαδιαμάντη να βαδίζη βιαστικός προς τους στύλους του Ολυμπίου. Και είχα την ανοησίαν να τον καλέσω. Εκείνος χωρίς να σταθή καθόλου μου είπε με μίαν πικρίαν απολύτως τραγικήν...

- Άφισέ με! Πηγαίνω να προφθάσω τον Ήλιον, πριν δύση. Είναι ένας μήνας που έχω να τον ιδώ. Και ποτέ δεν τον προφθαίνω.

Κλεισμένος έως το δειλινόν μέσα εις τα γραφεία της εφημερίδος του, όταν άφινε το γραφείον του, δεν εύρισκε πλέον τον Ηλιον εις τας Αθήνας. Και έτρεχε να τον προφθάση εις τον ανοικτόν ορίζοντα, να τον αντικρύση οπίσω από την Ακρόπολιν, να τον χαιρετίση εις την κορυφήν του μακρυνού βουνού. Και έτρεχεν οπίσω από τον Ήλιον, χωρίς να τον προφθάνη».