Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Πεζογραφία

Το πάθημα γίνεται μάθημα

Σταυρούλα Παπασπύρου, εφ. Ελευθεροτυπία, 9/9/2007

«Για τη Διδώ Σωτηρίου δεν υπάρχουν Ελληνες και Τούρκοι. Υπάρχουν άνθρωποι που υποφέρουν το ίδιο, που αντιδρούν στα γεγονότα κατά τον ίδιο, πανομοιότυπο σχεδόν τρόπο, γίνονται θύματα των ίδιων ψυχώσεων και ζούνε με το ιδανικό της απλής, ήρεμης και ειρηνικής ζωής. Και όμως, οι άνθρωποι αυτοί, κάτω από συνθήκες που δημιουργεί ο πόλεμος, χάνουν τον ανθρωπισμό τους, μεταβάλλονται, χωρίς να το αντιληφθούν οι ίδιοι, σε πραγματικά κτήνη. Ο μεγάλος υπεύθυνος για την τραγωδία του Μικρασιατικού λαού, για τη συγγραφέα, είναι ο πόλεμος και τα συμφέροντα που τον υποκινούν. Και εναντίον του στρέφεται. Τα "Ματωμένα χώματα" είναι ένα έντιμο βιβλίο».

Μ' αυτές τις φράσεις υποδέχθηκε, το 1962, το μυθιστόρημα που θα μοιραστεί φέτος δωρεάν στους μαθητές της ΣΤ' Δημοτικού ο Βάσος Βαρίκας, ένας από τους πιο γνωστούς κριτικούς της εποχής. Ενώ κι ο Δημοσθένης Κούρτοβικ, πολύ πιο πρόσφατα, υπογράμμιζε τη λογοτεχνική ωριμότητα που είχε επιδείξει μ' αυτό το έργο η Διδώ Σωτηρίου: «Περιορίζοντας την αφήγησή της στη μικρασιατική τραγωδία και όσα την προετοίμασαν, περιγράφει τα γεγονότα από τη σκοπιά των απλών ανθρώπων, με μεγάλη κατανόηση και για τις δύο πλευρές και με αξιοσημείωτη ικανότητα εμβίωσης στους χαρακτήρες της».

Η πρωτοβουλία, ωστόσο, της Μαριέτας Γιαννάκου να διατεθούν τα «Ματωμένα χώματα» μαζί με το αμφιλεγόμενο και «διορθωμένο» πλέον σχολικό εγχειρίδιο της Ιστορίας, δεν έγινε δεκτή απ' όλους μ' ενθουσιασμό. Αλλοι μίλησαν για «πυροτέχνημα», άλλοι στηλίτευσαν τη χρήση της λογοτεχνίας «ως ιδεολογικού εντομοκτόνου», άλλοι ισχυρίστηκαν ότι το συγκεκριμένο μυθιστόρημα δεν είναι κατάλληλο για παιδιά έντεκα χρόνων. Κάποιοι προεξόφλησαν, μάλιστα, πως, επειδή το βιβλίο είναι εκτός εξεταστέας ύλης, τότε δεν πρόκειται καν να διαβαστεί από τους μαθητές...

Γεγονός παραμένει πως ένα από τα πιο σημαδιακά και δημοφιλή έργα της νεοελληνικής λογοτεχνίας - αποσπάσματα του οποίου συμπεριλαμβάνονταν στα ανθολόγια του Δημοτικού και του Γυμνασίου ήδη από τη μεταπολίτευση- θα μπει το φθινόπωρο, τυπωμένο από τον «Κέδρο», σε εκατό χιλιάδες σπιτικά.

Στη φιλοτιμία των γονιών και των δασκάλων εναπόκειται το να μην αγνοηθεί από τα παιδιά και να εισπραχθεί η ανάγνωσή του όχι ως καθήκον ή αγγαρεία αλλά ως μια ευκαιρία να μυηθούν στην πρόσφατη ιστορία μας μέσα από τη λογοτεχνική μετάπλαση ενός βιωμένου, συγκλονιστικού υλικού.

Γεννημένη στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας και μεγαλωμένη στη Σμύρνη ώς το 1922 η Διδώ Σωτηρίου (1909-2004) έγραψε το πρώτο της βιβλίο στα 50 της, έχοντας ήδη μια μακρά και αγωνιστική δημοσιογραφική θητεία στο ενεργητικό της. Ηταν το αντλημένο από τα παιδικά της χρόνια «Οι νεκροί περιμένουν», όπου μέσα από το ιστορικό μιας αστικής οικογένειας ζωντανεύει η περιπέτεια του ελληνισμού από τους βαλκανικούς πολέμους ως τις αρχές του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, με επίκεντρο όσα υπέφεραν οι μικρασιάτες πρόσφυγες μετά τον αναγκαστικό τους ξεριζωμό.

Ανάμεσα στους πολλούς αναγνώστες του «Οι νεκροί περιμένουν» ήταν κι ένας πρόσφυγας εγκατεστημένος στην Κοκκινιά, ο Μανώλης Αξιώτης. Ενας μικρασιάτης αγρότης που επιστρατεύθηκε στα Τάγματα Εργασίας του τουρκικού κράτους μεταξύ 1914 και 1918, που στη συνέχεια φόρεσε τη στολή του έλληνα φαντάρου, που βίωσε στο πετσί του την καταστροφή του '22 και την αιχμαλωσία κι έφαγε επί δεκαετίες «πικρό ψωμί» ως λιμενεργάτης, συνδικαλιστής και μαχητής της Εθνικής Αντίστασης. Κατασυγκινημένος απ' όσα του θύμισε με το βιβλίο της η Σωτηρίου, «ήρθε και με βρήκε και μου έδωσε ένα τεφτέρι με τις αναμνήσεις του. Συνταξιούχος, κάθησε με υπομονή και κοπίασε να γράψει με τα λίγα γραμματάκια του τα όσα είδαν τα μάτια του εξήντα τόσα χρόνια». Αυτό το τεφτέρι ήταν η βάση για τα «Ματωμένα χώματα», κι αυτή ήταν η πρόκληση για τη Διδώ Σωτηρίου: να διασώσει τη μαρτυρία του Μανώλη Αξιώτη, μετουσιώνοντάς την σε έργο τέχνης.

Όπως αναφέρει η Σάσα Τσακίρη στη βιογραφία της Σωτηρίου «Από τον κήπο της Εδέμ στο καμίνι του αιώνα μας» (εκδ. «Κέδρος»), η τελευταία δούλεψε σκληρά και μεθοδικά. Μελέτησε αρχεία, διασταύρωσε στοιχεία, συμβουλεύθηκε στρατιωτικούς ώστε να μην περιέχει το γραπτό της ανακρίβειες κι έστησε σιγά σιγά ένα μεγάλο επικό μυθιστόρημα, αρθρωμένο σε τέσσερα μέρη. Στο πρώτο («Ειρηνική ζωή») ξεδιπλώνεται η σκληρή καθημερινότητα των Ελλήνων και των Τούρκων αγροτών στη Μικρά Ασία όπου, μέχρι να κηρυχθεί ο πόλεμος, ζούσαν αδελφωμένοι, το δεύτερο («Αμελέ Ταμπούρια») εστιάζει στα βάσανα που πέρασε ο Αξιώτης φτάνοντας ως την Αγκυρα με τα διαβόητα Τάγματα Εργασίας, τ' αποτελούμενα από άοπλους κι έτοιμους να λιποτακτήσουν χριστιανούς, στο τρίτο μέρος («Ηρθαν οι Ελληνες») παρακολουθούμε τη θριαμβευτική απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη αλλά και το πώς θεριεύει το μίσος ανάμεσα στους δύο λαούς, καθώς «ο φόβος αλλάζει κονάκι», και το βιβλίο καταλήγει στην «Καταστροφή», έχοντας φέρει στο φως τις θηριωδίες που έγιναν και από τις δύο μεριές, υπογραμμίζοντας διαρκώς τον ρόλο που έπαιξαν στις εξελίξεις οι Μεγάλες Δυνάμεις και θέτοντας εύλογα ερωτήματα για τους κινδύνους κάθε «μεγαλοϊδεατισμού».

Τα «Ματωμένα χώματα», με το αντιπολεμικό τους μήνυμα, αγαπήθηκαν όσο λίγα μυθιστορήματα στην Ελλάδα. Στην Κύπρο μάλιστα, όπως διαπίστωσε η Σωτηρίου στα μέσα της δεκαετίας του '80, διδάσκονταν στην Γ' Γυμνασίου εν είδει αναγνωστικού.

Την περίοδο της χούντας βέβαια η κυκλοφορία του βιβλίου απαγορεύθηκε αλλά με τη μεταπολίτευση έγινε περιζήτητο. Οι πωλήσεις του από το 1962 μέχρι σήμερα έχουν φτάσει τα 375.000 αντίτυπα, ενώ τα τελευταία χρόνια η ετήσια κίνησή του είχε σταθεροποιηθεί γύρω στα 7.500. Κι απ' όλες τις χώρες στις οποίες εκδόθηκε -από τη Γαλλία, τη Γερμανία και την Ισπανία ως τη Σερβία, τη Βουλγαρία, την Ουγγαρία ή την Εσθονία- τη μεγαλύτερη επιτυχία εξακολουθεί να σημειώνει στη γειτονική Τουρκία, όπου πρωτοκυκλοφόρησε εν αγνοία της συγγραφέως στις αρχές του '70, χάρη στην πρωτοβουλία δημοκρατικών διανοουμένων που αντιμάχονταν τον εθνικισμό που καλλιεργούσε το στρατοκρατικό καθεστώς. Η Διδώ Σωτηρίου το πληροφορήθηκε με καθυστέρηση μηνών, μέσω μιας επιστολής:

Σχέδια στα χαρτιά

«Το βιβλίο σας το διάβασα μέσα σε δύο νύχτες, με χίλιες αναμνήσεις, χύνοντας δάκρυα και για τις δύο πλευρές. Σας συγχαίρω. Θα 'ρθω να σας βρω θέλοντας να σας αποδείξω πως ζούνε ακόμα οι παλιοί Τούρκοι με τη γενναιοδωρία τους, τον αλτρουισμό και τη λεβεντιά τους» της έγραφε ο τούρκος βιομήχανος και πρόεδρος τότε του Βιομηχανικού Επιμελητηρίου της Πόλης, Ερτογρούλ Σοϊσάλ. Μερικά χρόνια αργότερα ο τουρκικός τύπος θα δημοσίευε και την παρακάτω είδηση: ότι ο πρωθυπουργός Ετζεβίτ καλούσε τον Ελία Καζάν να μεταφέρει τα «Ματωμένα χώματα» στο σινεμά. Αυτή η βολιδοσκόπηση ουδέποτε προχώρησε. Εκείνος που κατόρθωσε ν' αποσπάσει τη συγκατάθεση της Σωτηρίου ήταν ο Κώστας Κουτσομύτης, αλλά και τα δικά του σχέδια έχουν παραμείνει στα χαρτιά...