Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Πεζογραφία

Πορτοκάλια και πικραλίδες

Δημοσθένης Κούρτοβικ, εφ. Τα Νέα, 2/2/2008

Ο 45χρονος καθηγητής Λευτέρης Μαυρόπουλος έγραψε ένα ερεθιστικό μυθιστόρημα που αναζητά τις ρίζες της ελληνικής τρομοκρατίας αποφεύγοντας τις παγίδες του αριστερού μελό

Για τον Λευτέρη Μαυρόπουλο δεν ξέρω περισσότερα από αυτά που μας λέει το σύντομο βιογραφικό στο «αφτί» του τελευταίου βιβλίου του: γεννήθηκε το 1962 στη Θεσσαλονίκη, είναι φιλόλογος, ζει από το 1987 στο Χρυσό Σερρών και εργάζεται στη Μέση Εκπαίδευση. Τα τρία προηγούμενα μυθιστορήματά του ομολογώ ότι δεν τα έχω διαβάσει. Αλλά αυτό το τέταρτο, παράξενο όσο και ο τίτλος του, συγκράτησε το ενδιαφέρον και τον προβληματισμό μου για αρκετό διάστημα μετά την ανάγνωσή του.

Το άμεσο θέμα του είναι η ιστορία μιας πολιτικής βεντέτας, που απλώνεται σε τρεις γενιές και εφτά δεκαετίες, από το 1936 ώς το 2000. Η αφήγηση ξετυλίγεται με έναν πολύ ασυνήθιστο τρόπο, που μας υποβάλλει κάθε τόσο άλλα, παράπλευρα θέματα: αρχίζει σαν επαρχιακή ηθογραφία, συνεχίζεται σαν κοινωνικό μυθιστόρημα με έντονο πολιτικό χρώμα, έπειτα σαν μυθιστόρημα μαθητείας, ακολούθως σαν αστυνομικό μυθιστόρημα (με αφηγητή τον ίδιο τον δολοφόνο) και τελειώνει σαν αμερικανικό κινηματογραφικό θρίλερ με μεγάλες εκπλήξεις και εντυπωσιακά εφέ.

Εξίσου ασυνήθιστες είναι οι αλλεπάλληλες τομές ή ανατροπές στην αφηγηματική συνθήκη του κειμένου. Αρχικά διαβάζουμε μια ιστορία σε τρίτο πρόσωπο, σαν να την αφηγείται ένας παντεπόπτης εξωδιηγητικός παρατηρητής, όπως σ΄ ένα κλασικού τύπου μυθιστόρημα. Σε μια κρίσιμη στιγμή της ιστορίας, όμως, διαπιστώνουμε ότι μιλούσε ένας από τους πρωταγωνιστές της, ο οποίος συνεχίζει τώρα την εξιστόρηση σε πρώτο πρόσωπο. Αλλά προς το τέλος του βιβλίου μαθαίνουμε ότι στην πραγματικότητα ο αφηγητής δεν είναι ούτε αυτός, μα κάποιος άλλος, που ώς εκείνο το σημείο έπαιζε τελείως επουσιώδη ρόλο στα εξιστορούμενα και του οποίου τη διήγηση ακούει ένα πρόσωπο που προστίθεται τώρα στην υπόθεση. Αυτό το καινούργιο πρόσωπο παίρνει με τη σειρά του τον λόγο και οδηγεί την ιστορία στην έκβασή της. Αν όλα αυτά φαίνονται μπερδεμέ- να, είναι επειδή δεν πρέπει να προδώσουμε τα κρυφά χαρτιά του συγγραφέα, που φανερώνονται στον αναγνώστη στο τελευταίο μέρος του βιβλίου. Στην ουσία, όμως, πρόκειται για ένα απλό σχήμα: τρεις ιστορίες που περιέχονται η μια μέσα στην άλλη σαν τρεις ομόκεντροι κύκλοι.

Η Κατερίνα, γυναίκα του καπνοπαραγωγού Μιχάλη σ΄ ένα χωριό της Ανατολικής Μακεδονίας, έχει ήδη έντεκα παιδιά και φοβάται πως περιμένει ένα δωδέκατο. Εξομολογείται στον παπα-Γρηγόρη, προστάτη της οικογένειας, την πρόθεσή της να κάνει έκτρωση, γιατί δεν μπορεί να θρέψει ένα ακόμα στόμα, ο ιερέας όμως την αποτρέπει. Οι καπνοκαλλιεργητές της περιοχής περνούν δύσκολες στιγμές. Οι μεσίτες τούς εκμεταλλεύονται στυγνά και τους τρομοκρατούν, με όργανο τη χωροφυλακή, που καθοδηγείται από τον αδίστακτο καπνέμπορο Μηνά. Ο Μιχάλης, χωρίς να έχει επαναστατικές πολιτικές πεποιθήσεις, συστρατεύεται με τους αριστερούς συνδικαλιστές για να υπερασπίσει τα δίκαιά του και μπαίνει έτσι στο μάτι του Μηνά. Κατά την αιματηρή εργατική διαδήλωση του Μαΐου 1936 στη Θεσσαλονίκη συλλαμβάνεται από τους χωροφύλακες, βασανίζεται άγρια και πεθαίνει. Λίγο πριν ξεψυχήσει λέει σ΄ έναν από τους βασανιστές του: «Σου υπόσχομαι να σηκωθώ απ΄ το μνήμα μου και να σε σκοτώσω».

Αυτή την υπόσχεση θα αποφασίσει κάποτε να εκπληρώσει το στερνοπαίδι του, που γεννιέται μετά τον θάνατό του και παίρνει το όνομα του πατέρα του. Στο μεταξύ ο μεγαλύτερος γιος βγαίνει στο βουνό με τους αντάρτες (βρισκόμαστε ήδη στον Εμφύλιο), ενώ ο φοβερός Μηνάς εξακολουθεί να κατατρέχει την οικογένεια, ώσπου κάποιοι κατορθώνουν να τον παγιδεύσουν και να τον εκτελέσουν. Φοβούμενος αντεκδίκηση, ο παπα-Γρηγόρης φυγαδεύει τον μικρό Μιχάλη στη Σκόπελο και κατόπιν στην ΄Ανδρο. Ο ίδιος όμως δεν θα γλιτώσει από την εκδικητική μανία του γιου του Μηνά, που με την παρακρατική συμμορία του τον κακοποιεί μέχρι θανάτου.

Μετά την εφηβεία του στην ΄Ανδρο, ο Μιχάλης έρχεται στην Αθήνα, φοιτά στη σχολή εμπορικού ναυτικού και λίγο αργότερα γράφεται στο Πολυτεχνείο. Φαινομενικά είναι ένας φιλήσυχος σπουδαστής, χωρίς προσωπική ζωή και πολιτικές συναναστροφές. Στα κρυφά, όμως, αρχίζει να εφαρμόζει το σχέδιό του: να παρακολουθεί, να παγιδεύει και να εκτελεί χαφιέδες και ασφαλίτες. Η «υπογραφή» που αφήνει πίσω του είναι ένα μισό πορτοκάλι: αναφορά στο μισό πορτοκάλι που περίσσευε για τον πατέρα του, όταν η μητέρα του μοίραζε έξι πορτοκά λια ανάμεσα στα έντεκα παιδιά της.

Τα χρόνια περνούν και ο Μιχάλης συνεχίζει τη δράση του. Στο μεταξύ έχει πιάσει δουλειά σ΄ ένα μηχανουργείο, όπου κερδίζει τη συμπάθεια του εργοδηγού του και τον έρωτα της κόρης του τελευταίου, με την οποία συνάπτει δεσμό. Μόλις κηρύσσεται η δικτατορία του 1967 ο εργοδηγός συλλαμβάνεται και εξορίζεται, ενώ ο Μιχάλης, για να μη γίνει στόχος της Ασφάλειας και αναγκαστεί να σταματήσει το τιμωρό έργο του, παίρνει αποστάσεις από την οικογένεια του επίδοξου πεθερού του. Στο σημείο αυτό γίνεται μια μεγάλη τομή στην αφήγηση και μεταφερόμαστε ξαφνικά στη σύγχρονη εποχή, με τρόπο που, όπως είπαμε, δεν επιτρέπεται να αποκαλύψουμε. Θα πούμε μόνον ότι η ιστορία τοποθετείται σε μια διαφορετική προοπτική και ότι τώρα εμπλέκεται σ΄ αυτή, μεταξύ άλλων αναπάντεχων εμφανίσεων, ο εγγονός του απαίσιου Μηνά, που προορίζεται για τελευταίο θύμα σ΄ αυτό τον ματωμένο κύκλο.

Θα μπορούσε κανείς να νομίσει, κρίνοντας από αυτό το περίγραμμα, πως πρόκειται για ένα αριστερό μελό σαν αυτά που μας μπούχτισαν τις προηγούμενες δεκαετίες. Αλλά δεν είναι έτσι. Οι χαρακτήρες του μυθιστορήματος είναι λεπτά επεξεργασμένοι, η ψυχολογία τους και η συμπεριφορά τους παρουσιάζουν αποχρώσεις που δεν αφήνουν περιθώρια για ιδεοτυπικές σχηματοποιήσεις. Το μέρος, ιδιαίτερα, του βιβλίου που καλύπτει την περίοδο από το 1936 ώς περίπου το 1950 είναι εκπληκτικά ζωντανό, αναπαριστάνοντας την εποχή με πολύ ζεστά χρώματα και συγκινητικές λεπτομέρειες. Σ΄ ένα άλλο επίπεδο, η πορεία της αφήγησης, με τις εναλλαγές οπτικής για τις οποίες μιλήσαμε πιο πάνω, φαίνεται να έχει μια ενδιαφέρουσα αντιστοιχία με την εξέλιξη της ελληνικής πεζογραφίας και του κόσμου που καθρεφτίζεται σ΄ αυτήν: από την ηθογραφία του χωριού και της υπαίθρου στο ρεαλιστικό κοινωνικό μυθιστόρημα των αστικών κέντρων με τις πολιτικές και ταξικές συγκρούσεις τους, από εκεί στους μοναχικούς ήρωες και τις αστυνομικής υφής ιστορίες της σύγχρονης πεζογραφίας, που προσπαθούν να αποδώσουν μια πολύ περίπλοκη και αδιαφανή πραγματικότητα κ.λπ.

Τα προβλήματα του μυθιστορήματος αρχίζουν να εκδηλώνονται από τη στιγμή που ο ενήλικος πλέον Μιχάλης ο νεότερος έρχεται στην Αθήνα και περνάει στην πραγματοποίηση του σχεδίου του. Η δράση του εκτυλίσσεται μέσα σ΄ ένα ψυχικό και κοινωνικό κενό. Ο Μιχάλης, ενώ μας μιλάει σαν φυσιολογικός άνθρωπος (γιατί η αφήγηση παραμένει εδώ πρωτοπρόσωπη), συμπεριφέρεται σαν ψυχοπαθής δολοφόνος, αναίσθητος και ουσιαστικά αδιάφορος για το περιβάλλον του. Με τον τρόπο αυτό, τα κοινωνικά και πολιτικά συμφραζόμενα της ιστορίας υποχωρούν ολοένα και το ενδιαφέρον του συγγραφέα μοιάζει να εστιάζεται στην ευρηματικότητα των μεθόδων του εκτελεστή.

Στο τελευταίο κομμάτι του βιβλίου η μυθοπλασία, παρά τις ανατροπές που υπαινιχτήκαμε, εξακολουθεί να δίνει υπέρμετρη έμφαση σε επινοήσεις τεχνικού χαρακτήρα (και μάλιστα εξεζητημένες αυτή τη φορά), με αποτέλεσμα τον σχεδόν πλήρη πια αποπροσανατολισμό του αναγνώστη. Εκτός από αυτό, ενώ η συνομιλία του εκδικητή, στην τελευταία φάση της ιστορίας, με το κατά μία γενιά νεότερο θύμα του θα μπορούσε να είναι μια συγκλονιστική αντιπαράθεση του παρελθόντος με το παρόν, αφού ο εγγονός του Μηνά έχει αποκηρύξει τις πράξεις τόσο του παππού του όσο και του πατέρα του και ανήκει σ΄ έναν τελείως διαφορετικό κόσμο, στην πραγματικότητα παρακολουθούμε ένα αναπάντητο κατηγορητήριο με ύφος και όρους προκήρυξης τρομοκρατικής οργάνωσης. Το χειρότερο είναι ότι αυτό το κατηγορητήριο οδηγεί στο πρωτάκουστο και πέρα για πέρα αψυχολόγητο συμπέρασμα ότι στοιχειοθετείται η κληρονομική ενοχή, έστω και αν οι εκτελεστές αφήνουν τελικά στο υποψήφιο θύμα τους κάποιες πιθανότητες σωτηρίας.

Εμείς θα βγάλουμε ένα λιγότερο ακραίο, πιστεύουμε, συμπέρασμα από αυτό το μυθιστόρημα: ενώ οι βαθύτερες ρίζες της ελληνικής τρομοκρατίας μπορούν να παρουσιαστούν πειστικά ως ανεξόφλητοι ιστορικοί λογαριασμοί, ο τρόπος που τρέφουν τους βλαστούς τους παραείναι σύνθετος για να αναχθεί εξίσου πειστικά σε ιστορίες προσωπικής εκδίκησης. Από αυτή την άποψη, οι πολύπλοκες επιχειρησιακές μέθοδοι και συσκευές που περιγράφει ο συγγραφέας στο τελευταίο μέρος του βιβλίου του είναι ίσως ένα υποσυνείδητο αντιστάθμισμα για την εκτροπή του προβληματισμού του προς την υπεραπλούστευση.

Το μέρος του βιβλίου που καλύπτει την περίοδο από το 1936 ώς περίπου το 1950 είναι εκπληκτικά ζωντανό, αναπαριστάνοντας την εποχή με συγκινητικές λεπτομέρειες. Ένας από τους πρωταγωνιστές του μάλιστα, καπνοπαραγωγός, συμμετέχει στην αιματηρή εργατική διαδήλωση του Μαΐου 1936 και συλλαμβάνεται από τους χωροφύλακες που τον βασανίζουν άγρια μέχρι που πεθαίνει. Έτσι αρχίζει ο κύκλος της εκδίκησης που αποτελεί έναν από τους άξονες του μυθιστορήματος του Μαυρόπουλου. (Στις φωτογραφίες σκηνές- ντοκουμέντα και η μάνα που ενέπνευσε στον Ρίτσο τον «Επιτάφιο»)