Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Πεζογραφία

Το αξιοθρήνητο τέλος ενός ερωτικού τρίο

Εφ. Το Βήμα, 20/2/2011

Ο Θανάσης Χειμωνάς, που εφέτος γίνεται σαράντα ετών, στο καινούργιο του μυθιστόρημα ξεδιπλώνει και πάλι μια ιστορία γεμάτη άγριες συγκρούσεις, παρανοϊκή ζήλια και ασυγκράτητο φόβο

Το αξιοθρήνητο τέλος  ενός ερωτικού τρίο

 Το κοινωνικό και οικονομικό περιθώριο, ο παρεμποδισμένος κόσμος των μεταναστών, η παραλυτική μοναξιά, η καλλιτεχνική τρέλα, οι καραβοτσακισμένες ψυχές (με τη συνείδησή τους να ρέπει μονίμως προς το χάος), οι ανερμάτιστοι χαρακτήρες (παγιδευμένοι σ΄ ένα πλέγμα εξωφρενικών αντιφάσεων) και, πρωτίστως, η ανεξέλεγκτη και τυφλή βία σημαδεύουν απ΄ άκρου εις άκρον τη μυθιστορηματική παραγωγή του Θανάση Χειμωνά: από την πρώτη του εμφάνιση, με τον Ραμόν (1998), ως τα κατοπινάΣπασμένα ελληνικά (2000), Ανεξιχνίαστη ψυχή (2003), Η μπλε ώρα (2005) και Ραγδαία επιδείνωση (2008). 

Παρά τις πρώτες εντυπώσεις, που είναι πιθανόν να οδηγήσουν σε παραπλανητικά συμπεράσματα, ο συγγραφέας δεν επινοεί για τη μυθοπλασία του έρμαιες ατομικότητες, αποκομμένες από τον συλλογικό τους περίγυρο. Οι πρωταγωνιστές του συνιστούν, αντιθέτως, αναπόσπαστο κομμάτι της κοινωνίας και της εποχής τους, με τη διαφορά ότι τόσο η κοινωνία όσο και η εποχή ταιριάζουν αφόρητα με την εσωστρέφεια και την καθήλωσή τους, βάζοντας σε προκλητική δοκιμασία τη σχέση αιτίου και αιτιατού και αφήνοντας υποβλητικά αναπάντητο το ερώτημα για το ποιος ήρξατο χειρών αδίκων. Συνέπεια ή εκλυτικός παράγων άλλωστε μιας ανάλογης συνθήκης είναι και το ότι το σύμπαν του Χειμωνά δεν γνωρίζει ηθικά, πολιτισμικά ή, γενικότερα, αξιακά όρια. Συντετριμμένοι από θηριώδεις ταξικούς, φυλετικούς και οικογενειακούς διαχωρισμούς, οι ήρωές του ορμούν ο ένας στον άλλον μέχρι τελικής εξοντώσεως, σπάζοντας τις σιδερένιες μπάρες που τους κράτησαν μακριά από τις πηγές των ψυχικών και των υλικών αγαθών εφ΄ όρου ζωής. 

Με το καινούργιο του μυθιστόρημα Δεν την αγαπάω πια ο συγγραφέας (εφέτος γίνεται σαράντα ετών) ξεδιπλώνει και πάλι μια ιστορία γεμάτη από άγριες συγκρούσεις, παρανοϊκή ζήλια και ασυγκράτητο φόβο, που θα επιφέρουν έναν διπλό θάνατο: πρώτα έναν φόνο και ύστερα μια αυτοκτονία. Επί σκηνής ανεβαίνει ένα ερωτικό τρίο: ο Γιάννης, η Νικόλ και ο Θοδωρής. Ο Γιάννης, ανέστιος εκ πεποιθήσεως, αγαπάει απεγνωσμένα τη Νικόλ, η Παριζιάνα Νικόλ (με καταγωγή από την επαρχία, πάμφτωχη και ερωτικά πλήρως αποτυχημένη) προσπαθεί απελπισμένα να ξεφύγει από την αγκαλιά του Γιάννη, ενώ ο Θοδωρής, επίσης σε σοβαρή απόκλιση από οιανδήποτε έννοια πρακτικού βίου, αγωνίζεται να δροσίσει την ερωτική του έρημο με τη σχεδόν ψυχαναγκαστική αφοσίωσή του στη Νικόλ. Υστερα από μια σύντομη περιπέτεια στην Αθήνα και στο Αιγαίο, κατά τη διάρκεια της οποίας κανείς δεν θα καταφέρει να ανταλλάξει το παραμικρό με κανέναν, τα πάντα θα πνιγούν στο αίμα και το τέλος θα αφήσει πανηγυρικά αδικαίωτους και τους τρεις, δείχνοντας με μεγάλα γράμματα την απορριγμένη τύχη και την υπαρξιακή απροσδιοριστία τους: ένα δράμα χωρίς πραγματικό δράμα ή μια πραγματικότητα παραδομένη στη λαίλαπα του τυχαίου και του ενστίκτου. 

Ο Χειμωνάς μπορεί να μην αλλάζει ρότα με το νέο του βιβλίο, μοιάζει όμως να αφαιρεί από τα πάθη των προσώπων του το αλλοτινό κοινωνικό τους πρόσημο, για να τα οδηγήσει (τώρα είναι γεγονός) σε μια συγκλονιστικά εξατομικευμένη βία, με αρχετυπικά ορμέμφυτα και μυθικές απολήξεις, που βρίσκουν την αποτύπωσή τους στον λόγο τηςΜήδειας του Ευριπίδη (διάχυτος σε όλη την έκταση του κειμένου), για να τον αντιπαραβάλουν με τα ιστορικά τραγούδια της γαλλικής και της ιταλικής εργατικής και αντιστασιακής παράδοσης, τα οποία στην αρχή θα σκιαστούν ανησυχαστικά και εν συνεχεία θα καταβαραθρωθούν μοιραία από τη μαγική δύναμη της κόρης του βασιλιά της Κολχίδας. 

Η αδιαμφισβήτητη επιτυχία της γραφής του Χειμωνά, όπως και στα προηγούμενα έργα του, είναι ότι το αίμα τρέχει από παντού χωρίς να παρουσιάζουν ποτέ οι διάλογοι και η αφήγηση την παραμικρή δόνηση ή έξαρση. Η δράση εκτυλίσσεται σε μια ηθελημένα ψυχρή (θα έλεγα έως και αποστειρωμένη) γλωσσική επιφάνεια, όπου λέξεις και εικόνες πλέουν παρασυρμένες από ένα παντελώς ακύμαντο ρεύμα, το οποίο μόνο την εσχάτη ώρα (κυριολεκτικά στις ακροτελεύτιες αράδες) θα αποκαλύψει τη σαρωτική ορμή του. 

Ο Χειμωνάς είναι συγγραφέας των αδιόρατων εσωτερικών αναταράξεων, που κατορθώνουν να δώσουν έτσι στη σκοτεινή τους ύλη μιαν ακόμη πιο εφιαλτική (σχεδόν ανατριχιαστική) υφή. Κάτι τέτοιο δεν αποκλείεται να δυσκολεύει κάποτε την κατανόηση της βαθύτερης βούλησης της πεζογραφίας του, αλλά δεν αποτελεί λόγο για να αρνηθούμε την αξιοπιστία, την ένταση και, το κυριότερο, την παγερά κοφτερή ματιά της, που μας κάνει συχνά να παρακολουθούμε με κομμένη την ανάσα τις περιπλανήσεις της. 

Ηρωες που θα καταβροχθίσουν τις σάρκες τους, που θα κάψουν την ψυχή του άλλου, χωρίς να λυπηθούν ούτε κατ΄ ελάχιστον και τη δική τους, που θα σβήσουν στην απεραντοσύνη της θάλασσας, πεταγμένοι στο νερό από κακόβουλο χέρι, ή θα φυτέψουν απροειδοποίητα μια σφαίρα στο ήδη τρικυμισμένο κεφάλι τους, για να πεθάνουν βυθισμένοι στην αφάνεια και στην ανωνυμία. Για να φθάσει όμως σε αυτό το σημείο η τριάδα που κυκλοφορεί στις σελίδες του Δεν την αγαπάω πια, θα πρέπει προηγουμένως να υποστεί μια ολοκληρωτική αφαίμαξη ζωής. 

Πώς ακριβώς θα πορευθούν και θα προχωρήσουν στην ιστορία τους ο Γιάννης, η Νικόλ και ο Θοδωρής ώσπου να έρθει το αξιοθρήνητο τέρμα; Μα, θα στερηθούν και την τελευταία ικμάδα της καθημερινότητας εγκλωβισμένοι στο περίτρομο ερείπιο του εαυτού τους: θα φάνε χωρίς να καταλαβαίνουν τι τρώνε, θα κοιτάξουν την αθηναϊκή νύχτα για μία μόνο στιγμή και με μισό μάτι, θα κατεβάσουν τεράστιες ποσότητες αλκοόλ χωρίς ούτε ένα δείγμα χαλάρωσης ή ευεξίας και θα ταξιδέψουν χωρίς να νιώσουν τίποτε από τη χαρά του ταξιδιού. Μια σπουδή θανάτου, μια τελετουργία χωρίς κανένα τελετουργικό στοιχείο, που θα τους προετοιμάσει ιδανικά για τον εναγκαλισμό τους με το κενό.