Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Πεζογραφία

Ολέθρια παιχνίδια

Φιλίππου Φίλιππος, εφ. Το Βήμα, 23/5/1999

Έχει επιγόνους ο Γιάννης Μαρής; Μπορεί να υπάρξει ελληνικό αστυνομικό μυθιστόρημα; Ο Ανδρέας Αποστολίδης, ο Αργύρης Παυλιώτης και ο Γιάννης Γαϊτάνος δοκιμάζουν τις βεβαιότητές μας.

Το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού και κατ' επέκταση των βιβλιοκριτικών και βιβλιοπαρουσιαστών για το ελληνικό αστυνομικό αφήγημα είναι λίαν περιορισμένο ­ η διαπίστωση τούτη έχει ξαναγίνει από τις σελίδες των «Βιβλίων». Με δεδομένη λοιπόν την έλλειψη ανταπόκρισης, την καχυποψία και τις άλλες αντικειμενικές δυσκολίες, είναι παρήγορο που εξακολουθούν να γράφονται και κυρίως να εκδίδονται βιβλία με αστυνομική πλοκή, προσδοκώντας την προσοχή των εραστών του είδους, οι οποίοι συνήθως προτιμούν να καταφεύγουν στα έργα καθιερωμένων ξένων συγγραφέων.
Και όμως η ελληνική αστυνομική λογοτεχνία, που άνθησε τις δεκαετίες του '50 και του '60 με εισηγητή και κυριότερο εκπρόσωπό της τον Γιάννη Μαρή ­ εφέτος συμπληρώνονται 20 χρόνια από τον θάνατό του ­, έχει αρκετά καλά δείγματα στο ενεργητικό της. Προφανέστατα οι σύγχρονοι έλληνες συγγραφείς έχουν πολλά να προσφέρουν στο μέλλον και είναι ενθαρρυντικό φαινόμενο η αναγνώριση της δουλειάς τους στο εξωτερικό, αν σκεφθούμε ότι το «Νυχτερινό δελτίο» του Πέτρου Μάρκαρη έχει πουλήσει στη Γαλλία 15.000 αντίτυπα μέσα σε έξι μήνες (θα εκδοθεί και σε σχήμα τσέπης) και ετοιμάζεται η έκδοσή του στα γερμανικά.

Η σημερινή πραγματικότητα της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και της επαρχίας, η Ιστορία, η πολιτική, οι κοινωνικές αλλαγές, τα ήθη, οι ιδέες αποτελούν τη δεξαμενή από όπου αντλούν την έμπνευσή τους οι ολίγιστοι που καλλιεργούν το είδος. Εχουν πλέον ξεφύγει από τα παρωχημένα πρότυπα της αγγλικής σχολής, σύμφωνα με τα οποία κάποιο λαγωνικό ­ ικανός αστυνομικός ή προικισμένος ντετέκτιβ ­ προσπαθεί να εξιχνιάσει έναν ή περισσότερους φόνους και να παραδώσει τον δράστη στη δικαιοσύνη. Επηρεασμένοι από την αμερικανική σχολή, όπως τη διαμόρφωσαν οι Χάμετ και Τσάντλερ, προσεγγίζουν το έγκλημα με διαφορετικούς τρόπους, κάνοντας αναφορές στο κοινωνικό γίγνεσθαι, θίγοντας ποικίλα προβλήματα και θέτοντας παντοειδή ερωτήματα.

Τα τρία βιβλία που παρουσιάζονται εδώ θα μπορούσαν να τεθούν υπό την γενική ονομασία «αστυνομικά και θρίλερ», ωστόσο μεταξύ τους υφίστανται σημαντικές διαφορές: ύφους, τρόπου επεξεργασίας των θεμάτων, προθέσεων και αποτελεσματικότητας, βεβαίως. Το πρώτο, οι «Αστυνομικές ιστορίες για πέντε δεκαετίες», είναι του σκηνοθέτη και μεταφραστή Ανδρέα Αποστολίδη (Αθήνα, 1953) που έχει ήδη γράψει δύο αστυνομικά μυθιστορήματα: το «Χαμένο παιγνίδι» (1995) και το «Φάντασμα του μετρό» (1996). Τούτο το βιβλίο, απολύτως διαφορετικό από τα προηγούμενα, στοχεύει στο να φρεσκάρει τη συλλογική ιστορική μνήμη.

Περισσότερο πολιτικά παρά αστυνομικά, τα έξι διηγήματα που περιέχονται σε αυτό συνδέονται με ισάριθμα εγκλήματα και πράξεις πολιτικής βίας που συνέβησαν στην ελληνική επικράτεια τα τελευταία 50 χρόνια. Τα θέματα που πραγματεύεται ο Αποστολίδης είναι: τα Δεκεμβριανά και οι μάχες ανάμεσα στον ΕΛΑΣ και στους Αγγλους· ο εμφύλιος και η δολοφονία του αμερικανού δημοσιογράφου Τζορτζ Πολκ· η μετεμφυλιακή Ελλάδα, τα παράνομα κλιμάκια του ΚΚΕ και οι πράκτορες της Ασφάλειας· η Υδρα της δεκαετίας του '60 και οι ήρωες του Γιάννη Μαρή· η δικτατορία της 21ης Απριλίου και το εμπόριο σάπιων κρεάτων· οι αριστερίστικες και οι παραθρησκευτικές οργανώσεις της δεκαετίας του '80.

Η πολιτική βάση των έξι ιστοριών και το ευτράπελο ύφος που παραπέμπει στο αστυνομικό ρεπορτάζ και στις αντικομμουνιστικές ραδιοφωνικές εκπομπές της εποχής ανήκουν στα θετικά του βιβλίου. Οι ήρωες όμως με τις πράξεις τους και οι περίπλοκες πλοκές ενίοτε μπερδεύουν τον αναγνώστη, που πασχίζει να ανακαλύψει πίσω από τα παραλλαγμένα ονόματα ποιος είναι ποιος. Αυτό υπονομεύει το όλο εγχείρημα, το οποίο σε μια περισσότερο εύληπτη μορφή θα προσέδιδε λογοτεχνικό χαρακτήρα σε σημαντικές στιγμές της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας.

Ο «Αρμαγεδών» του Αργύρη Παυλιώτη (η ηλικία του δεν αναγράφεται στο βιογραφικό του, μαθαίνουμε όμως πως γεννήθηκε στο Ακραίφνιο της Βοιωτίας και ότι εργάζεται ως καθηγητής Φυσικής) είναι το έβδομο βιβλίο του συγγραφέα. Αν στο προηγούμενο μυθιστόρημά του, το «Εγκλημα στον Παρατηρητή» (1997), ο ποινικολόγος Ανδρέας Αναγνώστου αναλαμβάνει να εξιχνιάσει τον φόνο του φιλολόγου και βιβλιοκριτικού Κίμωνα Καλυβοκά, εδώ ο ήρωας του Παυλιώτη επιχειρεί να διαλευκάνει μια σειρά αλλεπάλληλους φόνους: ενός αρχιμανδρίτη, μιας σοουγούμαν, ενός προπονητή μπάσκετ, μιας τρανσέξουαλ και μερικών άλλων. Ενώ η Αστυνομία τα έχει χαμένα, ο ποινικολόγος, ο αμείλικτος διώκτης των παρανόμων ­ το πεδίον δράσης του είναι πάντα η Θεσσαλονίκη ­, ξέρει τον άγνωστο δράστη: είναι ένας σίριαλ κίλερ, ο άντρας που του τηλεφωνεί και τον ενημερώνει κάθε φορά που διαπράττει ένα έγκλημα.

Το μακάβριο παιχνίδι του δολοφόνου ­ σκοτώνει όχι μόνο για να συσσωρεύσει νεκρούς αλλά και να δημιουργήσει υπόπτους ­ με τον ποινικολόγο συνδέεται με τις Δέκα Εντολές του Θεού προς τον Μωυσή: τα θύματα τις έχουν παραβεί. Βαθμιαία το παιχνίδι γίνεται ανάμεσα στον συγγραφέα και στους αναγνώστες του καθώς ο Παυλιώτης χρησιμοποιεί πολλά από τα συστατικά στοιχεία της αστυνομικής λογοτεχνίας: αγωνία, ανατροπές, απρόοπτα, μυστήριο. Οι πολιτικές επισημάνσεις στη διάρκεια της αφήγησης είναι συχνές ενώ στο φόντο του μυθιστορήματος υπάρχουν η αποστολή των Εβραίων της Θεσσαλονίκης στα κρεματόρια και το Ολοκαύτωμα.

Ωτόσο η λύση που επιλέγει ο συγγραφέας για να εντυπωσιάσει τους αναγνώστες που προσπαθούν να ανακαλύψουν τον δολοφόνο είναι εξωπραγματική και δεν πείθει: σχετίζεται με την επιστημονική φαντασία και συγκεκριμένα την κλωνοποίηση. Αυτό το στοιχείο επομένως αποτελεί και την αχίλλειο πτέρνα του βιβλίου, αφού ενδεχομένως να απογοητεύσει όλους εκείνους που γνωρίζουν πως η αστυνομική λογοτεχνία είναι απολύτως ρεαλιστική και ότι σε αυτήν δεν χωράνε γεγονότα που ανάγονται στη σφαίρα της φαντασίας.

Ο Γιάννης Γαϊτάνος (Καβάλα, 1946), μυθιστοριογράφος, δοκιμιογράφος, σεναριογράφος ταινιών μικρού μήκους, στο μυθιστόρημα «Στην καρδιά της σιωπής» πραγματεύεται ένα διεθνούς ενδιαφέροντος πολιτικό θέμα: την άνοδο του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ στην κορυφή της ιεραρχίας της ΕΣΣΔ και την προσπάθεια ορισμένων κύκλων να εμποδίσουν αυτή την προοπτική. Επειδή το ζήτημα έχει συνδεθεί με τη Βουλγαρία, την Πολωνία, την Αλληλεγγύη και την απόπειρα δολοφονίας του Πάπα Ιωάννη Παύλου Β' από το μέλος της ακροδεξιάς οργάνωσης Γκρίζοι Λύκοι Μεχμέτ Αλί Αγκτσά, ο συγγραφέας τοποθετεί τη δράση των ηρώων του στην Κωνσταντινούπολη, στις αρχές της δεκαετίας του '80, όταν την Τουρκία κυβερνούσαν οι στρατιωτικοί.

Κεντρικός ήρωας είναι ο μοναχικός δημοσιογράφος ­ πρώην μέλος ελληνικής αριστερίστικης οργάνωσης, από την οποία διεγράφη ­ Δημήτρης Καπράλος που στέλνεται σε μια μυστική αποστολή: φαινομενικά για να διεξαγάγει μια έρευνα σχετική με την πολιτική κατάσταση της γείτονος χώρας, στην πραγματικότητα όμως για να παραλάβει ένα σημαντικό ντοκουμέντο σε μορφή μικροφίλμ. Περιπλανώμενος στους δρόμους της πόλης, σε μπαρ, ξενοδοχεία, στις πρώην ελληνικές συνοικίες, στις αποβάθρες, στις γέφυρες του Βοσπόρου, συναντάει ένα σωρό μυστηριώδη πρόσωπα, κυρίως πράκτορες: της CIA, της ΜΙΤ, της βουλγαρικής Ασφάλειας. Η ερωτική σχέση του με μια ωραία γυναίκα, μια πράκτορα με πολλαπλές δραστηριότητες, τον εμπλέκει σε άγνωστης έκβασης περιπέτειες και θέτει τη ζωή του σε κίνδυνο.

Το μυθιστόρημα είναι πολιτικό θρίλερ, είδος εν ανεπαρκεία στην Ελλάδα. Από αυτή την άποψη έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον, δεδομένου ότι αναφέρεται σε γνωστά πολιτικά γεγονότα και ανθρώπους που σημάδεψαν τα τέλη του αιώνα. Εν τούτοις, μερικά επεισόδια είναι υπερβολικά και ορισμένες καταστάσεις ακραίες. Ετσι ο αναγνώστης, παρά τη συμπάθειά του προς τον ήρωα ­ είναι ένας αποτυχημένος της ζωής ­, πιθανότατα να σκεφθεί ότι η δράση του ταιριάζει πιο καλά με τον επιτυχημένο πρίγκιπα Μάλκο, το δημιούργημα του Ζεράρ ντε Βιλιέ.