Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Πεζογραφία

Οι νεωτερικές τάσεις της «Αργώς»

Αλεξάνδρα Σαμουήλ, εφ. Το Βήμα, 14/8/2005

Η επιθυμία του να αναπαραστήσει στο έργο του ένα ευρύτατο φάσμα ανθρώπινης ζωής αποτελεί μια απομάκρυνση από την προμοντερνιστική αισθητική του μυθιστορήματος, η οποία υπαγόρευε σαφή και ομοιογενή επιλογή από το πλήθος των αντιφατικών στοιχείων τα οποία έχει στη διάθεσή του ο συγγραφέας

--------------------------------------------------------------------------------

28 Μαρτίου 1925, σε ένα παραλιακό κέντρο στην Αττική. Ο Γιώργος Θεοτοκάς, στο μέσον, με δύο φίλους του, τον Αλέκο Καλοβιδούρη (αριστερά) και τον Γιάννη Οικονομίδη. Στη φωτογραφία δεξιά, το εξώφυλλο του μυθιστορήματος «Αργώ», το οποίο ο Θεοτοκάς τελείωσε το 1936. Ο ίδιος ο συγγραφέας χαρακτήριζε το έργο του ως «τέσσερα μυθιστορήματα συμπυκνωμένα σε ένα» καθώς το συνέθεσε με τρόπο ώστε τα επεισόδια να μην είναι τίποτε άλλο παρά αποσπάσματα μιας «απροσδόκητης, ασυνάρτητης και αντιφατικής πραγματικότητας»

--------------------------------------------------------------------------------

Παρ' ότι η Αργώ του Γιώργου Θεοτοκά (1933 α' μέρος, οριστική μορφή 1936) θεωρήθηκε το πιο φιλόδοξο μυθιστόρημα της γενιάς του '30 και διαβάστηκε όσο λίγα νεότερα πεζογραφήματα, αντιμετωπίστηκε τις περισσότερες φορές συγκρατημένα, ακόμη και αρνητικά από την κριτική. Η αντιμετώπιση αυτή φαίνεται υπερβολικά αυστηρή, αν συγκρίνουμε την Αργώ με τα υπόλοιπα μυθιστορήματα της γενιάς του '30, πολλά από τα οποία, αν και κατώτερα, δεν έχουν γίνει αντικείμενο τόσο επιφυλακτικής υποδοχής. Η εξέταση των χαρακτηριστικότερων από τις επιφυλάξεις που διατύπωσαν οι σημαντικότεροι κριτικοί αναδεικνύει, πιστεύω, ορισμένες νεωτερικές τάσεις της Αργώς, η επισήμανση των οποίων καθιστά λιγότερο ισχνά, απ' ό,τι πιστεύεται, τα σημεία επαφής της πεζογραφίας της γενιάς του '30 με την ευρωπαϊκή πεζογραφία του μοντερνισμού. Οι επιφυλάξεις αυτές συνθέτουν μια κλίμακα, στο ένα άκρο της οποίας βρίσκονται διαπιστώσεις περί αποτυχίας «του πρώτου τουλάχιστον μέρους της» (Πηνιάτογλου, 1934), που γίνονται πιο συγκεκριμένες με φράσεις όπως «ο Θεοτοκάς δε δημιουργεί ζωές, μα συνθέτει ψυχρά και άτακτα χρονικά, σχεδόν εφημεριδογραφικά» (Καραντώνης, 1937), και στο άλλο άκρο της ενδοιασμοί «σχετικά με την εσωτερική οικονομία του συνόλου», παρ' ότι πρόκειται για «ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον και σημαντικό έργο» (Αργυρίου, 2001).

Περιγράφοντας την Αργώ ως μια άτακτη και ψυχρή συρραφή χρονικών, ο Καραντώνης επικρίνει τον Θεοτοκά για δύο τουλάχιστον πράγματα: αφενός ότι περιέλαβε στο έργο του ένα τεράστιο, ανομοιογενές υλικό, πολλές και ποικίλες ιστορίες ζωής («τέσσερα μυθιστορήματα συμπυκνωμένα σε ένα», είναι ο χαρακτηρισμός του ίδιου του Θεοτοκά για την Αργώ) και αφετέρου ότι δεν κατάφερε να μεταπλάσει αυτό το υλικό σε μια οργανική σύνθεση (αντίστοιχες επιφυλάξεις σχετικές με την οργανικότητα του έργου διατηρεί και ο Αργυρίου).

Ρηξικέλευθη πρωτοβουλία

Ο Θεοτοκάς, ωστόσο, γράφοντας ένα μυθιστόρημα στο οποίο διασταυρώνονται πολλοί ήρωες και αντιφατικές ψυχικές διαθέσεις, ήθελε να αμφισβητήσει την ψευδή συνοχή του υλικού που επέβαλλε η παραδοσιακή μυθιστορηματική τέχνη. Η επιθυμία του να αναπαραστήσει στο έργο του ένα ευρύτατο φάσμα ανθρώπινης ζωής αποτελεί, ως έναν βαθμό, μια απομάκρυνση από την προμοντερνιστική αισθητική του μυθιστορήματος, η οποία υπαγόρευε σαφή και ομοιογενή επιλογή από το πλήθος των αντιφατικών στοιχείων τα οποία έχει στη διάθεσή του ο συγγραφέας. Από την άλλη, η, κατά τον Καραντώνη, έλλειψη οργανικότητας του μυθιστορήματος, το γεγονός δηλαδή ότι οι διαφορετικές ιστορίες που συνθέτουν το έργο δεν αναπτύσσονται προοδευτικά και σε συνοχή η μία με την άλλη και δεν υποτάσσονται σε μια αρμονική αλληλουχία («τίποτα το ουσιαστικό δε συνδέει μεταξύ τους τα κεφάλαια της Αργώς»), αποτελεί μια επίσης καινοτομική απόφαση του Θεοτοκά να μην επιβάλει «σ' αυτό το φανταστικό σύνολο μια ιστορία που να το κλείσει σε φυλακή, δηλαδή αρχή, μέση και τέλος, λογική σειρά» (Θεοτοκάς, 1939). Ενώ δηλαδή ο συγγραφέας του 19ου αιώνα συλλαμβάνει την πραγματικότητα σαν μια αλληλοδιαδοχή αιτίων και αποτελεσμάτων, με αποτέλεσμα να ενοποιεί και να «εναρμονίζει» σε ένα λογικό σύνολο τα επεισόδια του έργου του, ο Θεοτοκάς, απορρίπτοντας αυτόν τον πεπαλαιωμένο κατά τον 20ό αιώνα ντετερμινισμό, συνθέτει ένα έργο όπου τα επεισόδια δεν είναι τίποτε άλλο παρά αποσπάσματα μιας «απροσδόκητης, ασυνάρτητης και αντιφατικής», όπως τη χαρακτηρίζει ο ίδιος, πραγματικότητας. «Η τέχνη», συνεχίζει ο Θεοτοκάς, «που έχει σκοπό να εκφράσει το βαθύτερο νόημα της ζωής, οδηγεί το απροσδόκητο, το ασυνάρτητο, το αντιφατικό της καθημερινής ζωής στα άκρα, στις τελευταίες συνέπειές του, για να συλλάβει την ουσία» (Θεοτοκάς, 1939).

Φυσικά αυτή η αντίληψη μιας πραγματικότητας θραυσματικής και αντιφατικής υπαγορεύεται από την κρίση που διέρχεται η έννοια της πραγματικότητας κατά τον 20ό αιώνα, η οποία στο πεδίο του νεωτερικού μυθιστορήματος θα αποτυπωθεί, μεταξύ άλλων, και με τον πολλαπλασιασμό των οπτικών γωνιών. Εστιάζοντας διαδοχικά σε διαφορετικούς ήρωες, που πρωταγωνιστούν ο καθένας με τη σειρά του στα αυτοτελή κεφάλαια του βιβλίου του, ο Θεοτοκάς επιχειρεί να δημιουργήσει την αίσθηση μιας γενικευμένης υποκειμενικότητας, η οποία θα μπορούσε να υπερβεί την ψευδαίσθηση της άμεσης πρόσληψης της μίας και μοναδικής πραγματικότητας - οδηγημένη στα άκρα, αυτή η αντιπαραβολή των πολλαπλών υποκειμενικών γωνιών εμφανίζεται αργότερα στο Nouveau Roman. Ακόμη και οι άμεσες παρεμβάσεις στην Αργώ του παντογνώστη αφηγητή της, οι παρεμβάσεις δηλαδή εκείνες όπου ο τριτοπρόσωπος αφηγητής εγκαταλείπει το τρίτο για να μιλήσει σε πρώτο ενικό πρόσωπο, συμβάλλουν και αυτές, τις περισσότερες φορές, στο τέχνασμα του πολλαπλασιασμού των οπτικών γωνιών. Φράσεις του αφηγητή της Αργώς όπως «μα δεν έχω στα χέρια μου σχετικά αποδεικτικά στοιχεία», ή «δεν ξέρω γιατί αυτή η λαϊκή συνοικία μου φαίνεται πιο θλιβερή» ή ακόμη «υποθέτω», υπονομεύοντας την παντογνωσία της τριτοπρόσωπης αφήγησης, προσθέτουν στις οπτικές γωνίες των ηρώων μία επιπλέον περιορισμένη οπτική γωνία, εκείνη του αφηγητή τους.

Η προβληματικότητα της αλήθειας

Μία ακόμη αρνητική κρίση για την Αργώ περιέχεται στο επίθετο «ψυχρά», που χρησιμοποιεί ο Καραντώνης για να χαρακτηρίσει «τα άτακτα χρονικά», τα οποία, κατά τη γνώμη του, απαρτίζουν το έργο του Θεοτοκά. Η ψυχρότητα, σύμφωνα με τον Καραντώνη, απορρέει από την αποτυχημένη μέσα στο μυθιστόρημα υλοποίηση της επιθυμίας του Θεοτοκά για αντικειμενικότητα, αντικειμενικότητα η οποία, κατά τον Αγρα (1935), μετετράπη στην Αργώ σε «καθολικό σχετικισμό» και «αγνωστικισμό». Ο συνδυασμός των δύο όρων «ψυχρότητα» και «αντικειμενικότητα» για να επικριθεί το μυθιστόρημα του Θεοτοκά εμφανίζεται και στην κριτική του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου (1943), ενώ η νεότερη κριτική αντικαθιστά την αντικειμενικότητα με τους προσφυέστερους όρους «αποστασιοποίηση» και «αμέτοχη εποπτεία του υλικού» (Vitti, 1977).

Η διαπίστωση της επιθυμίας του Θεοτοκά για αντικειμενικότητα είναι ορθή, υπό την προϋπόθεση ότι γνωρίζουμε ότι για τον συγγραφέα της Αργώς τόσο η έννοια της πραγματικότητας (αν με αντικειμενικότητα θεωρούμε κρίσεις που βασίζονται στην πραγματικότητα) όσο και η έννοια της αλήθειας (που συνήθως προσδιορίζεται ως «αντικειμενική») είναι προβληματικές. «Μην τους πιστεύετε όταν σας προσφέρουν πολύ αληθοφανείς ερμηνείες του κόσμου και της ανθρωπότητας» γράφει ο Θεοτοκάς στο Ελεύθερο πνεύμα και σε άλλο σημείο του σημειώνει: «γυρεύουν την απόλυτη Αλήθεια, δηλαδή μια φυλακή» (για την ασυναρτησία και την αντιφατικότητα της πραγματικότητας κάναμε ήδη λόγο). Εγκαταλείποντας λοιπόν τις αξιώσεις κάποιας συνολικής και απόλυτης αλήθειας και διατηρώντας ταυτόχρονα μια κριτική απόσταση από το υλικό του, όχι εξαιτίας κάποιας συγκινησιακής βραδύτητας αλλά για να αποφύγει τη δημιουργία ενός λυρικού μυθιστορήματος ή ενός μυθιστορήματος με σαφή ιδεολογική θέση, ο Θεοτοκάς, μέσα από τον πολλαπλασιασμό των οπτικών γωνιών, αντιμετωπίζει την αντικειμενικότητα στην τέχνη ως σύνθεση διαφορετικών υποκειμενικών πραγματικοτήτων.

Υπέρβαση του δυϊσμού

Αυτός ακριβώς ο κόσμος της γενικευμένης σχετικότητας της Αργώς, στον οποίο δεν προκρίνεται από τον συγγραφέα κάποια ηθική ή κοινωνική στάση του ενός ή του άλλου ήρωά της, έκανε τον Αγρα να μιλήσει για «καθολικό σκεπτικισμό», καθώς «όλοι οι τύποι του κ. Θεοτοκά έχουν τη δικαίωσή τους! Κ' οι άβουλοι κ' οι κακόβουλοι κ' οι παραστρατημένοι κ' οι επιπόλαιοι». Και, περιέργως, αυτή η σχετικιστική ηθική της Αργώς, η οποία απομακρύνεται από τη δυϊστική λογική της λογοτεχνίας του 19ου αιώνα, που αντιπαρέθετε το κακό στο καλό, φαίνεται ότι ενόχλησε τον Καραντώνη. Περιέργως, γιατί η Αργώ δεν αποτελεί παρά μυθιστορηματική μετάπλαση ορισμένων θεμελιωδών θέσεων του Ελεύθερου πνεύματος, σχετικών με την ανυπαρξία κάποιας οριστικής αλήθειας ή με την πολυμορφία και την αντιφατικότητα του νεοελληνικού χαρακτήρα, τις οποίες στην ίδια μελέτη του 1937, όπου επικρίνει την Αργώ, ο Καραντώνης τις εκθειάζει. Τέλος, η διαπίστωση της ψυχρότητας που, κατά την κριτική, αναδίδει το έργο, θα πρέπει να πούμε ότι αποσιωπά το αίσθημα του συγγραφέα προς μια πολυσχιδή, κατά την άποψή του, πραγματικότητα, αίσθημα που εκδηλώνεται με τον σεβασμό και την προσοχή με τα οποία αντιμετωπίζει ο Θεοτοκάς ακόμη και τους λιγότερο ελκυστικούς ήρωές του, δηλαδή με την αποδοχή της ετερότητας.