Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Πεζογραφία

Ένα ελεύθερο πνεύμα

Νάσος Βαγενάς, εφ. Το Βήμα, 14/8/2005

Μυθιστοριογράφος, θεατρικός συγγραφέας, δοκιμιογράφος, λογοτεχνικός κριτικός, πολιτισμικός κριτικός, πολιτικός στοχαστής, με αδιάλειπτη και έντονη δημόσια παρουσία, ο Γιώργος Θεοτοκάς εξέφρασε εναργέστερα απ' ό,τι οι άλλοι ομότεχνοι της γενιάς του τις αγωνίες και τις αναζητήσεις μιας πολυτάραχης τεσσαρακονταετίας. Μελετητής της φυσιογνωμίας του ελληνισμού, με βαθιά ευρωπαϊκή συνείδηση, στάθηκε πάντα, με νηφάλιο πάθος, αντιμέτωπος σε κάθε δογματισμό που προσπαθούσε να επιβάλει μιαν απλοποιητική προσέγγιση της πραγματικότητας. H συμπλήρωση εκατό χρόνων από τη γέννησή του (σαν σήμερα, Κωνσταντινούπολη, 14 Αυγούστου 1905) θα μπορούσε να γίνει αφορμή για μιαν ακριβέστερη εκτίμηση του έργου του.

--------------------------------------------------------------------------------

Ο Γιώργος Θεοτοκάς στο γραφείο του

--------------------------------------------------------------------------------

Από το πρώτο κιόλας κείμενό του ο Γιώργος Θεοτοκάς έδειχνε ότι είχε ξεκαθαρισμένο μέσα του το είδος του συγγραφέα που θα ήθελε να γίνει. Ο τίτλος τού ουσιαστικά πρώτου δημοσιεύματός του - «H κοινωνική σημασία του έργου του Ψυχάρη», 1925 - φαίνεται να προδηλώνει την κατεύθυνση που θα έπαιρνε και το δικό του έργο. «Μια ματιά στη νεοελληνική πεζογραφία», θα γράψει τέσσερα χρόνια αργότερα, στο Ελεύθερο Πνεύμα, στο πρώτο του βιβλίο, «αρκεί για να καταλάβουμε πώς οι σπουδαιότεροι πεζογράφοι μας, αυτοί που σημειώνουν σταθμό στην πνευματική εξέλιξή μας, που δημιουργούν ρεύματα, που χαράζουν κατευθύνσεις, δεν είναι καθαροί λογοτέχνες αλλά κριτικοί συγγραφείς: Ψυχάρης, Ρόδης. Οταν τους ονομάζω αυτούς κριτικούς λογοτέχνες δεν θέλω να υποτιμήσω την καλλιτεχνική αξία τους. Θέλω να πω ότι σε αυτούς η κριτική διάθεση (ιδίως υπό τη μορφή της αναθεώρησης των ελληνικών πνευματικών αξιών) είναι δυνατότερη από την καθαρά δημιουργική διάθεση».

Δεν είναι συνηθισμένο το πρώτο βιβλίο ενός συγγραφέα με δυνατή δημιουργική διάθεση (δυνατότερη από εκείνη του Ψυχάρη και του Ρόδη) να είναι ένα δοκίμιο. Με το Ελεύθερο Πνεύμα ο εικοσιτετραετής και ουσιαστικά άγνωστος Θεοτοκάς εισέβαλε ορμητικά στο προσκήνιο της ελληνικής πνευματικής ζωής με τη φιλοδοξία του αναμορφωτή. Το βιβλίο περιείχε συμπυκνωμένο το μήνυμά του στις δύο λέξεις του τίτλου. H ελευθερία την οποία ευαγγελιζόταν ήταν η απελευθέρωση από το δογματικό πνεύμα, το οποίο, κατά την άποψη του συγγραφέα του, εξέθρεψαν τα δύο κυρίαρχα και αντίμαχα - «όμως κατά βάθος της ίδιας οικογενείας» - ιδεολογικά και αισθητικά ρεύματα της εποχής: οι ιδεαλιστές εθνικιστές, από τη μία, που με κύριους καθοδηγητές τους Φώτο Πολίτη και Γιάννη Αποστολάκη απαιτούσαν με έμφαση μια τέχνη και ένα πνεύμα «εθνικής ωφελείας», αυτοτροφοδοτούμενο από την επαρχιακή ιδέα μιας «ασάλευτης, τετελεσμένης» εθνικής παράδοσης προσκολλημένης στο παρελθόν και αποστρεφόμενης το άνοιγμα και σε ευρωπαϊκούς ορίζοντες, και οι μαρξιστές, από την άλλη, που «με φανατισμό ανάλογο με εκείνον των θεολογικών συζητήσεων του Βυζαντίου» πολεμούσαν τις στενές ιδέες των εθνικιστών «με ένα άλλο δόγμα, εξίσου στενό και τυραννικό, το δόγμα του ιστορικού υλισμού».

Για τον Θεοτοκά του 1929 η έξοδος από την πνευματική κρίση της Ελλάδας, που ήταν διαφορετική από την πνευματική κρίση των άλλων Ευρωπαίων (αυτοί «υποφέρουν από πλεόνασμα πνευματικής ζωής, ενώ εμείς υποφέρουμε από έλλειψη αρκετής ζωής»), θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο αν η ελληνική σκέψη αποδεσμευόταν «από τους πνευματικούς μιλιταρισμούς που την πιέζουν και απλωθεί ελεύθερα στον κόσμο των ιδεών». Οι «φραγμοί στη σκέψη», οι «αφηρημένες γενικεύσεις» και τα «εκ των προτέρων έτοιμα συστήματα» αδυνατούσαν να χωρέσουν «την ανεξάντλητη ποικιλία της πραγματικότητας», που θα πρέπει να είναι η κινητήρια δύναμη «της αληθινής πνευματικής πρωτοπορίας», του στοχασμού των πραγματικών δημιουργών πολιτισμού.

Ο ανοιχτός κατάλογος

Το Ελεύθερο Πνεύμα έχει χαρακτηριστεί από αρκετούς λογοτεχνικό μανιφέστο, το μανιφέστο της λογοτεχνικής γενιάς του '30. Θα ήταν ακριβέστερο να λέγαμε ότι είναι πνευματικό μανιφέστο, ένα μανιφέστο για μιαν ελληνική πολιτισμική αναγέννηση, αφού ο σκοπός του είναι ο προσδιορισμός του νεοελληνικού χαρακτήρα και το κάλεσμά του αναφέρεται σε μια γενικότερη απελευθέρωση της νεοελληνικής σκέψης από τους κυρίαρχους δογματισμούς. Αν οι λογοτεχνικές αναφορές του βιβλίου είναι εκτεταμένες, είναι γιατί ο Θεοτοκάς πιστεύει ότι η λογοτεχνία είναι το πεδίο όπου η απελευθέρωση του πνεύματος μπορεί να φτάσει στην υψηλότερη μορφή της και γιατί διαπιστώνει ότι οι ισχυρότερες ελληνικές πνευματικές αγκυλώσεις εμφανίζονται στη λογοτεχνική κριτική της εποχής του. Αλλωστε τα λογοτεχνικά μανιφέστα, όταν δεν απορρίπτουν συλλήβδην τη λογοτεχνική παράδοση, προβαίνουν συνήθως σε αναπροσδιορισμό του λογοτεχνικού κανόνα, ενώ τον κατάλογο των συγγραφέων-οροσήμων που παραθέτει ο Θεοτοκάς (Κοραής - Ψυχάρης - Παλαμάς - Δραγούμης - «ίσως και» Καβάφης) κάθε άλλο παρά ως κανόνα - όπως έχει χαρακτηριστεί - τον προσδιορίζει. «Ενας τέτοιος κατάλογος», σημειώνει, «δεν πρέπει με κανέναν τρόπο να είναι περιοριστικός. Μπορεί κανείς να διαλέξει άλλα ονόματα, αντί γι' αυτά που διάλεξα, αρκεί να δίνει ένας τέτοιος κατάλογος μια εντύπωση της πολυμορφίας του ελληνικού χαρακτήρα και να είναι ανοιχτός σε όλα τα απρόοπτα του μέλλοντος».

Εναν τέτοιον κατάλογο αντιπροτείνει ο Θεοτοκάς στη στενότητα και στατικότητα του καταλόγου του Φώτου Πολίτη, που πίστευε «χωρίς τον παραμικρό δισταγμό ότι ο νεοελληνικός χαρακτήρας είναι μόνο τα δημοτικά κειμήλια, ο Σολωμός κι ο Παπαδιαμάντης». Και έναν τέτοιον σχετικισμό αντιπαραθέτει στον δογματισμό των εθνικιστών και των μαρξιστών, που ως κάτοχοι της «απόλυτης αλήθειας» «μίκραιναν τα ζητήματα» και καταργούσαν την ποικιλοτροπία της πραγματικότητας.

H πολιτική διάσταση

Μανιφέστο το Ελεύθερο Πνεύμα, όμως κατά πόσο αποτελεί μανιφέστο της γενιάς του '30, της λογοτεχνικής ή της ευρύτερα διανοησιακής; Θα ήταν δύσκολο να συμφωνούσε κανείς με τον K.Θ. Δημαρά ότι με το βιβλίο αυτό ο Θεοτοκάς «συνέλαβε με τόση ευαισθησία τις ροπές αυτής της γενεάς, ώστε η γενεά αυτή να εμφανίζεται σχεδιασμένη εκεί με ανεκτή ακρίβεια στα μάτια του ιστοριογράφου». H πρόσκληση του Θεοτοκά για ένα άνοιγμα προς τα ευρωπαϊκά δρώμενα, η οποία ήταν μια από τις κύριες συντεταγμένες του βιβλίου του, αδικούσε τις ζωντανότερες φωνές της δεκαετίας του '20 (Σικελιανός, Καρυωτάκης, Παπατσώνης, κ.ά.), που συνδιαλέγονταν έντονα με ευρωπαϊκά ρεύματα (η ευρωπαϊκή συνομιλία των συγγραφέων της γενιάς του '30 θα γίνει απλώς με ρεύματα διαφορετικά). Το όραμά του για μια αισιόδοξη πρόσληψη της πραγματικότητας («φαντάζομαι τους αυριανούς ποιητές της Ελλάδας πολύ διαφορετικούς από τους ποιητές που γνωρίσατε ως σήμερα [...] ρωμαλέα παιδιά», που θα «βρίσκουν πολλή ομορφιά στη μεγάλη ορμή του αιώνα τους») είχε μερική μόνο ανταπόκριση (Ελύτης, Εμπειρίκος), αφού η έλλειψη αισιοδοξίας και η εγκαρτέρηση χαρακτηρίζουν ένα μεγάλο μέρος αυτής της γενιάς (λ.χ. Σεφέρης: «Ο Θεοτοκάς αισθανότανε όμορφο τον κόσμο, εγώ τον έβλεπα χαλάσματα»).

Πνευματικό μανιφέστο, το Ελεύθερο Πνεύμα είναι σε μεγάλο βαθμό και πολιτικό μανιφέστο. Ωστόσο η έκταση των λογοτεχνικών αναφορών του (με την ατυχή υποτίμηση της προηγούμενης πεζογραφίας και τον αμέριστο έπαινό του της ποίησης του Παλαμά εις βάρος άλλων ποιητικών κατευθύνσεων) έκαναν το βιβλίο να κρίνεται ως έργο λογοτεχνικής κριτικής. Σε ό,τι αφορά την πολιτική διάστασή του, ο εύκολος χαρακτηρισμός τον οποίο επικόλλησαν στον Θεοτοκά οι κριτικοί της μετέπειτα πολιτικής και κοινωνικής του αρθρογραφίας έγινε αιτία ώστε ο διμέτωπος αγώνας του βιβλίου απέναντι στη δεξιά και την αριστερή διανόηση της εποχής του να προσλαμβάνεται ως η πρώτη έκφραση ενός φιλελευθερισμού, που για τους δεξιούς έφτανε μέχρι να σημαίνει συνοδοιπορία με την Αριστερά και για τους μαρξιστές ταύτιση με την αντίδραση (ακόμη και σήμερα «πολιτικώς ορθοί» λογοτεχνικοί κριτικοί ανακαλύπτουν στον Θεοτοκά ακροδεξιές θέσεις).

Επίκαιρος και σήμερα

Ωστόσο διαβάζοντας κανείς προσεκτικά το Ελεύθερο Πνεύμα, αλλά και ολόκληρο το δοκιμιακό και μυθοπλασιακό έργο του Θεοτοκά, αντιλαμβάνεται ότι περιέχει στοιχεία που υπερβαίνουν τον χαρακτηρισμό του φιλελεύθερου. Ο υγιής σκεπτικισμός, που δεν γίνεται ποτέ απόλυτος επιτρέποντας την αισιοδοξία, η αποστροφή προς την ιδεοκρατία και την ασύστατη θεωρητικολογία αλλά και προς τον άγονο θετικισμό, η στροφή προς την εσωτερικότητα, που μπορεί να ελευθερώσει από τους δογματισμούς, ο προσδιορισμός εκείνης της ψυχικής ορμής που ο Θεοτοκάς ονομάζει «δαιμόνιο», το οποίο «αναγνωρίζοντας μονάχα τη δική του λογική» μπορεί να φέρει στο φως αστάθμητες δημιουργικές δυνάμεις σε εκείνους που το διαθέτουν, όλα αυτά που ο Θεοτοκάς συνοψίζει με τον όρο «ελεύθερο πνεύμα» συνθέτουν ένα ιδεολογικό στίγμα το οποίο αδυνατούν να εκφράσουν πλήρως οι καθιερωμένες ταξινομήσεις.

H αίσθηση «του χρέους» του να είναι «μέσα στον χορό» (όπως έγραφε στον Σεφέρη), η τόλμη του να παίρνει θέση στα μεγάλα ζητήματα, ακόμη και όταν έβλεπε ότι οι απόψεις του δεν θα ήταν αρεστές στους πολλούς, η οξεία κριτική ματιά του δικαίωσαν την επιθυμία του Θεοτοκά να γίνει το είδος του συγγραφέα που έβλεπε στον Ρόδη και στον Ψυχάρη. Λογοτέχνης από τους καλύτερους της γενιάς του και συγγραφέας σπουδαίων κειμένων πολιτικής και κοινωνικής κριτικής, που ξεπερνούν κατά πολύ σε όγκο τα κείμενα της λογοτεχνικής κριτικής του, ο Θεοτοκάς με τις θέσεις του δικαιώνεται σήμερα περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον διανοητή της εποχής του. Γιατί καθώς οι δογματισμοί στους οποίους αντιτάχθηκε εξακολουθούν να κυριαρχούν (απλώς το αριστερό σκέλος του δογματικού διδύμου εμφανίζεται στις μέρες μας με τη μορφή της «πολιτικής ορθότητας»), το αίτημά του για ένα πνεύμα ελεύθερο είναι σήμερα τόσο επίκαιρο όσο και την εποχή που διατυπώθηκε.