Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Πεζογραφία

Για την τιμή και το δίκιο

Κώστας Παπαγεωργίου, εφ. Ελευθεροτυπία (Βιβλιοθήκη), 29/9/2006

Σκληρές συγκυρίες, βαρυσήμαντα συμβάντα της μικρής κοινωνίας

Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Κορφιάτικες ιστορίες επιμέλεια Γιάννης Δάλλας, εκδ. Γαβριηλίδης, σελ. 275, 15,60 €

Έχοντας κλείσει ή, μάλλον, κλείνοντας τον κύκλο της θητείας του στον ευρωπαϊκό αισθηματισμό, ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης αρχίζει τη δημοσίευση των πρώτων διηγημάτων («Στο πίστομα», «Ακόμα;», «Κάιν», «Υπόληψη» κ.ά), που έμελλε να απαρτίσουν την ενότητα των Κορφιάτικων ιστοριών. Με αυτές τις ιστορίες αρχίζει, κατά τον Γιάννη Δάλλα, η περίοδος της «εντοπιότητας» που πεζογράφου (όλα τα διηγήματα διαδραματίζονται στην ορεινή Βόρεια Κέρκυρα), στην προέκταση της οποίας διακρίνονται εμφανώς ψήγματα του «κοινωνικού και ενδιάμεσα του αποστολικού και ψυχογραφικού ρεαλισμού του». Πράγματι, οι Κορφιάτικες ιστορίες δηλώνουν τη δραματική μεταστροφή του Θεοτόκη από τη φανταστική μυθοπλασία (Πάθος, 1899 και Απελλής, 1904) στη ρεαλιστική πεζογραφία και προαναγγέλλουν μια βαθιά ιδεολογική μεταστροφή και το συνειδητό πέρασμά του στον κοινωνικό ρεαλισμό, κάτι που συντελείται εξελικτικά με τα έργα του Η τιμή και το χρήμα και οι Σκλάβοι στα δεσμά τους. Όλες οι Κορφιάτικες ιστορίες, δημοσιευμένες, εκτός από την πρώτη και την τελευταία, στο σημαντικότερο και αγωνιστικότερο περιοδικό της εποχής (Νουμάς), κατά το χρονικό διάστημα 1898-1910, έχουν για θέμα τους την προσβολή της τιμής των ηρώων, ιδιαίτερα των γυναικών και των φτωχών, από τους πλούσιους. Όλα συμβαίνουν σε μια κλειστή, περίκλειστη, καθυστερημένη και πρωτόγονη πατριαρχική κοινωνία, όπου πολυτιμότερο αγαθό θεωρείται η προσωπική τιμή του καθενός και σημαντικότερο προσόν του άντρα, και μάλιστα του φτωχού, η θαρραλέα -τις περισσότερες φορές με αιματηρή κατάληξη- αξίωση αποκατάστασης της προσβληθείσας τιμής του και η διεκδίκηση του δίκιου του. Όσο για τη γυναίκα που «πειράχτηκε» η τιμή της, ισχύει ο απαράβατος νόμος του κοινωνικού αποκλεισμού, της ταπείνωσης ή του θανάτου. Πρόκειται για έναν κόσμο σκληρό, περιχαρακωμένο, στα στενά όρια του οποίου συμπιέζονται και αποχαλινώνονται με βιαιότητα τα πάθη που δημιουργούν ο έρωτας και το συμφέρον.

Αυτού του κόσμου, αυτής της μικρής κοινωνίας βαρυσήμαντα συμβάντα, σκληρές συγκυρίες και δύσκολες καταστάσεις αποτελούν τον θεματικό πυρήνα των σύντομων Κορφιάτικων ιστοριών («Πίστομα», «Ακόμα;», «Κάιν», «Τίμιος κόσμος» και «Αμάρτησε;»), τις οποίες ο πεζογράφος μεταδίδει ως αυτόπτης μάρτυρας και όχι ως συγγραφέας· ως «ιστορητής» και όχι ως αποστασιοποιημένος αφηγητής, όπως επισημαίνει ο επιμελητής του βιβλίου. Και ο «δέκτης της πληροφορίας λειτουργεί ως ακροατής και όχι ως αναγνώστης», έτσι καθώς εντέχνως καταργείται η απόσταση «ανάμεσα στην πραγματική και την αφηγηματοποιημένη ιστορία». Η πλοκή σ' αυτές «θυμίζει μονοκοντυλιά και η αφήγηση μοιάζει με εκτίναξη ελάσματος». Εκτός απ' αυτά -τα σύντομα- υπάρχουν και άλλα, εκτενέστερα αγροτικά αφηγήματα, στα οποία η αφήγηση είναι αναλυτικότερη και ο συγγραφέας, λειτουργώντας ως αφηγητής και όχι ως «ιστορητής», εκμεταλλευόμενος τη δυνατότητα που του παρέχει το ευρύτερο αφηγηματικό πλαίσιο, θίγει ζητήματα εθιμικού δικαίου, με την πρόθεση να «αποκαταστήσει την ηθική οικονομία και τη διασαλευμένη τάξη της κοινότητας».

Βαθύς γνώστης του ευρωπαϊκού ρεαλισμού και του νατουραλισμου, ο Θεοτόκης, σύμφωνα με τον Δάλλα, δεν ακολουθεί τη λαογραφική κατεύθυνση της ηθογραφίας, όπως την υπαγόρευε το κίνημα του δημοτικισμού της δεκαετίας του '80 και καμία σχέση δεν έχει με την «περιγραφική και εντέλει γραφική της εκδοχή, ούτε και με την εθιμική ηθογραφία εκείνης της γενιάς». Η ηθογραφία των Κορφιάτικων ιστοριών, είναι εντελώς διαφοροποιημένη από την κυριαρχούσα ηθογραφική τάση της εποχής· είναι κάτι σαν «επανίδρυση» και μαζί «προέκτασή» της· οι περιγραφές του περιβάλλοντος, στα κάπως εκτεταμένα αφηγήματα, ούτε στη διακόσμηση αποσκοπούν ούτε στην ωραιοποιημένη γραφικότητα, ενώ η χρήση των εθίμων, που στην παλιά ηθογραφία ήταν συχνότατη, εδώ απουσιάζει. «Οταν απαραίτητα υπάρχει, είναι σαν να ανακαλείται από την παράδοση επί τούτου, για να γίνει άξονας οργανικός της δράσης».

Οι Κορφιάτικες ιστορίες, χωρίς να χάνουν την ηθογραφική τους ταυτότητα, αποτελούν το εφαλτήριο και το δίαυλο για τη μετάβαση του Θεοτόκη στην κοινωνική πεζογραφία· η ηθογραφία τους λειτουργεί, κατά τον Δάλλα, και ως «προκατάθεση», ως προετοιμασία για το οριστικό πέρασμα του πεζογράφου από την περίοδο της «εντοπιότητας» στην περίοδο ενός ιδιότυπου κοινωνικοπολιτικού προβληματισμού. («Σε μια εποχή που η μετάβαση από την αγροτική στην αστική ζωή και κοινωνία γίνεται και στη λογοτεχνία μας με αστάθεια και προπέτεια, αρκετά συνειδητά ο Θεοτόκης πριν περάσει, από την πρώτη στη δεύτερη δεκαετία του αιώνα, στην απόδοση της ταξικής τοιχογραφίας του νησιωτικού του χωροχρόνου με τη σμίλη -ή το νυστέρι- του κοινωνικού ρεαλισμού του, με την ίδια επιμονή προηγουμένως είχε εγκαινιάσει και υπηρετήσει ως πρωτεργάτης την πεζογραφία της εντοπιότητας».)

Δεν θα ήταν λάθος να πει κανείς ότι ο Θεοτόκης, στις Κορφιάτικες ιστορίες έσκυψε, με την ψυχραιμία ενός νατουραλιστή, μελέτησε προσεκτικά και κατέγραψε με τη συστηματικότητα ενός ανατόμου τις ψυχολογικές δράσεις και αντιδράσεις των ηρώων του, συλλαμβάνοντάς τους σε καίριες στιγμές της ζωής τους, όταν τα ερωτικά ένστικτα ή τα δημιουργημένα από οικονομικά, ως επί το πλείστον, συμφέροντα τους φέρνουν σε δραματική ή ολέθρια σύγκρουση με τις κυρίαρχες αντιλήψεις και προκαταλήψεις. Έσκυψε και «ανέταμε ψυχολογικά τον χωριάτη», για να δείξει στη συνέχεια «την επιρροή του κοινωνικού συστήματος, που δεσπόζεται από το χρήμα, επάνω σε μια κοινωνία που έρχεται σε αμεσότερη σχέση και επικοινωνία με τη ζωή του αστικού κέντρου» (Αιμ. Χουρμούζιος). Αυτή την πορεία του, την πνευματικά και δημιουργικά αναμφισβήτητα πρωτοποριακή όσο και επώδυνη, παρακολουθεί και με αγαπητική διάθεση, φιλολογική οξυδέρκεια αλλά και ευαισθησία συστηματοποιεί και καταγράφει ο επιμελητής του βιβλίου, ποιητής και πανεπιστημιακός δάσκαλος Γιάννης Δάλλας.