Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Πεζογραφία

Τα κείμενα που οδήγησαν στο «Μόνον της ζωής του ταξείδιον»

Λάκης Παπαστάθης, εφ. Ελευθεροτυπία (Βιβλιοθήκη), 26/5/2006

Ο άγνωστος έρωτας του ποιητή και η πνευματική συγγένεια με τον Ίψεν

«Το πρόσωπον του συγγραφέως εξερχόμενον επί της σκηνής, διαδραματίζει ουσιώδες μέρος» (Κ. ΠΑΛΑΜΑΣ)

Θα προσπαθήσω να περιγράψω πώς σε κάπως πιο ώριμη ηλικία, μετά τα σχολικά διαβάσματα, ήρθα σε επαφή με τη ζωή και το έργο του Γ. Βιζυηνού.

Εδώ και τριάντα χρόνια συλλέγω ελληνικά λογοτεχνικά περιοδικά και ετήσια λογοτεχνικά ημερολόγια. Οι σειρές που σήμερα έχω στη βιβλιοθήκη μου δεν βρέθηκαν σχεδόν ποτέ πλήρεις. Συμπληρώθηκαν τεύχος τεύχος.

Αρχές της δεκαετίας του '70 λοιπόν, αγοράζω από παλαιοβιβλιοπωλείο την «Ποικίλη Στοά» του 1898, το γνωστό «Εθνικόν εικονογραφημένον ημερολόγιον» του Ι. Αρσένη. Διαβάζω δύο κείμενα για την Μπεττίνα Φραβασίλη, που πέθανε στις 2 Οκτωβρίου 1896, σε ηλικία είκοσι χρόνων. Τα άρθρα μιλούν για την πιανίστρια Μπεττίνα, που είχε ιδιαίτερη αδυναμία στον Σοπέν, αλλά κυρίως αναφέρονται στον τραγικό της θάνατο: «Το Σάββατο ήνωνον αυτήν, νύμφην παρικαλλεστάτην, οι δεσμοί του Υμεναίου και του αισθήματος προς τον κ. Παπαγεωργίου και την Τετάρτη, με δακρυβρέκτους οφθαλμούς, απεδίδετο εις την γην, εις την αιωνίαν ύπνωσιν, εις την διαρκή γαλήνην των νεκρών...». Μέχρις εδώ τίποτε δεν πληροφορεί τον αναγνώστη για την οποιαδήποτε ανάμειξη του Γ. Βιζυηνού στο δράμα της κοπέλας.

Στη σελίδα 136 αρχίζει ένα τρίτο κείμενο με τίτλο ο «Ερως του ποιητή». Μια υποσημείωση στο κάτω μέρος της ίδιας σελίδας, από τη διεύθυνση της «Ποικίλης στοάς», προετοιμάζει τον αναγνώστη.

«Μετά συγκινήσεως παραδίδομεν εις την δημοσιότητα μίαν άγνωστον εντελώς σελίδα του αθηναϊκού κόσμου, διαδραματισθείσαν εν αυτώ -χωρίς κανείς σχεδόν να την γνωρίζει- και αποτελούσαν θαυμασίαν υπόθεσιν δραματικωτάτου διηγήματος και ως εκ των προσώπων, άτινα ανεγνωρίσθησαν ομοθύμως ως έκτακτοι ιδιοφυΐαι, ο μεν εν τη ποιήσει, η δε εν τη μουσική και ως εκ του τραγικού αμφοτέρων θανάτου. Τα γεγονότα εισί μέχρι κεραίας, ως ανωτέρω εκτίθενται, πιστά και ακριβή, λογίζεται δε ευτυχής η "Ποικίλη Στοά", αποκαλύπτουσα, μόνη αυτή, εξόχους και σπανιωτάτας διά τον παρ' ημίν φιλολογικόν και καλλιτεχνικόν κόσμον σκηνάς...».

Το κείμενο περιγράφει τη γνωριμία του ποιητή με την οικογένεια Φραβασίλη, τον έρωτα του για τη μικρή Μπεττίνα και καταλήγει στο δραματικότατο πρωινό της άνοιξης του 1892, που αυτός επισκέπτεται το σπίτι της οδού Αγίου Μάρκου, προκειμένου να κλέψει και να παντρευτεί την αγαπημένη του. Την ίδια μέρα οδηγείται στο φρενοκομείο. Και το άρθρο καταλήγει: «...η καλλιτέχνις ήτο η Μπεττίνα Φραβασίλη. Ο δε ποιητής: ο Γεώργιος Βιζυηνός. Ο ποιητής απέθανε τον Απρίλιο και τον Οκτώβριο του ιδίου έτους έσυρε, χωρίς να το φαντάζεται, εις τον Αδην το είδωλόν του. Τους ήρπασεν ο θάνατος, διά να τους ενώσει η αθανασία».

Πέρα από τη ρομαντική περιγραφή τραγικών καταστάσεων, μία πληροφορία εκ των υστέρων -όταν ξαναδιάβασα το έργο του- μ' εντυπωσίασε. Ο Βιζυηνός γνώριζε την Μπεττίνα και της αφιέρωνε ποιήματα από το 1885, όταν η μικρή ήταν μόλις εννέα χρόνων -είχε δηλαδή την ίδια ηλικία με τον παππού του Βιζυηνού όταν παντρεύτηκε τη σχεδόν συνομήλική του Χρύσα, στο διήγημά του «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον».

Το Μάρτιο του 1892 δημοσιεύτηκε στην «Εικονογραφημένη Εστία» σε δύο συνέχειες η μελέτη του Βιζυηνού για τον Ιψεν. Δεκάδες είναι οι αντιστοιχίες. Για οικογενειακά δράματα μίλησαν και οι δύο. Ο ένας «επέστρεφε» στη Βιζύη της Θράκης και ο άλλος στο Σκιν της Νορβηγίας. Εζησαν από κοντά τη γέννηση της καινούριας επιστήμης, της Ψυχολογίας, που επηρέασε βαθιά το έργο τους. Ταξίδεψαν και οι δύο πολλά χρόνια στην Ευρώπη και κυνηγήθηκαν στην πατρίδα τους. Οι ήρωές τους μιλάνε τη γλώσσα που γνωρίζουν, ανάλογα με τον τόπο όπου ζουν, την τάξη και την ανατροφή τους. Το φινάλε των έργων τους χαρακτηρίζουν «η φρικίασις, η αγωνία, η κατάπληξις εν' μέσω κοινών πραγμάτων».

Λίγες μέρες μετά τη δημοσίευση της μελέτης του θ' ανοίξει την πόρτα της τρέλας ακολουθώντας τον ιψενικό ήρωα Οσβαλντ. Σίγουρα δεν είδε την πρώτη παράσταση των «Βρικολάκων» στην Ελλάδα που ανέβασε ο Ευτύχιος Βονασέρας στις 29 Οκτωβρίου του 1894, γιατί από τις 14 Απριλίου του 1892 ήταν έγκλειστος στο ψυχιατρείο. Τώρα ζει το δράμα στο πετσί του, ταυτίζεται με τον ήρωα του θρυλικού έργου. Η πνευματική συγγένεια που ένιωθε με τον Ιψεν, το πάθος του για το θέατρο αλλά και τα πεισιθάνατα φινάλε των περισσότερων διηγημάτων του, που θέλουν να μοιάσουν με θεατρικά έργα, με έκαναν να τον φανταστώ μέσα στο ψυχιατρικό ίδρυμα, στο κελί του, να υποτονθορύζει το πιο δοξασμένο αλλά και το πιο δραματικό φινάλε του νεότερου δραματολογίου. Τον «άκουγα» το πρωί με την ανατολή να παίζει μόνος του και τους δύο ρόλους.

Οσβαλντ: Μητέρα, δώσε μου τον ήλιο.

Αλβινγκ: Τι είπες;

Οσβαλντ: Τον ήλιο. Τον ήλιο.

Αλβινγκ: Οσβαλντ, τι έχεις; Τι συμβαίνει; Οσβαλντ! Οσβαλντ! Κοίταξέ με! Δεν με γνωρίζεις;

Οσβαλντ: Τον ήλιο, τον ήλιο.

Στον πρώτο τόμο του Εικονογραφημένου Εθνικού Ημερολογίου «Νέα Ελλάς» του 1894, που εξέδιδαν ο Γ. Δροσίνης και ο Γ. Κασδόνης, υπάρχει ένα κείμενο για το Δρομοκαΐτειο Φρενοκομείο. «Ιδρύθη υπό των αειμνήστων Ζωρζή και Ταρσής Δρομοκαΐτου και άλλων κατόπιν δωρητών. Ηρχισε να λειτουργεί από πρώτης Οκτωβρίου 1887».

Υπάρχουν πληροφορίες για τους ασθενείς του 1892, χρονιά που μπήκε στο ίδρυμα ο Γ. Βιζυηνός. «Οι κατά το 1892 νοσηλευθέντες ανήλθον εις 152. Εκ τούτων εξήλθον ιαθέντες 12, άνευ μεταβολής καταστάσεως 14 και απέθανον 10. Ωστε έμειναν την πρώτη Ιανουαρίου 1893 προς θεραπείαν 116».

Οι πληροφορίες για το κόστος της νοσηλείας του γεννούν ερωτήματα για το ποιος κάλυπτε τα έξοδα. «Οι εισερχόμενοι ασθενείς διαιρούνται εις τρεις τάξεις. Οι της Α' πληρώνουσι δρ. 700 κατά διμηνίαν, οι της Β' δρ. 400, οι της Γ' δρ. 120. Η διαφορά μεταξύ των τριών τάξεων συνίσταται εις την κατοικίαν και το ποικίλον της τροφής». Οι 700 δραχμές τη διμηνία -γιατί φαίνεται πως νοσηλευόταν στην πρώτη θέση- ισοδυναμούσαν με δύο πολύ καλούς μισθούς εκείνη την εποχή. Ο κανονισμός του Ιδρύματος ανέφερε πως αν δεν πληρωθούν τα νοσήλια ο πάσχων απολύεται η, αν είναι επικίνδυνος, παραδίδεται στην αστυνομία.

Το ετήσιο «Χρονολογικόν, Φιλολογικόν και Γελοιογραφικόν, Εθνικόν Ημερολόγιον» του Κωνστ. Φ. Σκόκου διαβάστηκε για δεκαετίες από πολλές γενιές μορφωμένων Ελλήνων. Στον τόμο του 1894, ο διδάκτωρ της Ιατρικής Νικόλαος Ι. Βασιλειάδης δημοσιεύει τη μελέτη του «Γεώργιος Μ. Βιζυηνός (Ο Ελλην Γκύ δε Μωπασσάν)».

«Το δράμα του Γκυ δε Μωπασσάν, όπερ κατά το έαρ του 1892 ανεστάτωσε τους Παρισίους, έσχε πικρόν αντίκτυπον και εις την ημετέραν πτωχήν φιλολογίαν. Ο κόσμος έκλαιε μίαν ατυχή διάνοιαν κλεισθείσαν εν καιρώ του σπινθηροβολισμού της εις εν φρενοκομείον και η ελληνική φιλολογία προέπεμπε υπό την αυτήν δραματικήν εξέλιξιν τέκνον της, τον Γεώργιο Μ. Βιζυηνόν. Ω, ενθυμούμαι απλήστως την αλγεινήν εκείνην νύκτα. Είχον κληθή κατεπειγόντως και ο ποιητής κατά την ώραν εκείνην του αμυδρού σκιόφωτος της εσπέρας, εστολισμένος με άνθη λευκωπά, με ανεμώνας, με ωραία ρόδα, ολίγα αγριολούλουδα και μαργαρίτας δύο-τρεις επί της κομβιοδόχης, ισχυρίζετο ότι περιέμενε την μνηστήν του, την ξανθήν και γαλανήν κόρην των φαντασιοπλήκτων ονείρων του. Η φυσιογνωμία του νευρώδης συνεσπάτο συχνά-πυκνά και ο ίδιος διασκελίζων την αίθουσαν απήγγελλε περιπαθείς στροφάς φλογερού έρωτος και έρραινε προ της θύρας του δροσοπέταλα ρόδα, εφ' ων θα επάτει της μνηστείας την οδόν η γαλανή του!

Δύο εβδομάδας κατόπιν επεσκεπτόμεθα το Δρομοκαΐτειον φρενοκομείον. Εν τω δωματίω της διευθύνσεως, όπου εγενόμεθα δεκτοί, παρετήρησα ότι επί της τραπέζης έκειντο φύλλα ερριμμένα με ημίσβεστον γραφήν και με μελανώματα. Τι σύμπτωσις! Ησαν ποιήματα του Βιζυηνού. Απλήστως τότε προσεπάθησα ν' αναγνώσω μερικά. Ενώ δε απησχολούμην εις την ανάγνωσιν εισάγεται ο ποιητής, διασκελίζει την αίθουσαν και ρίπτεται εις τας αγκάλας μου. Δεν θα θελήσω να γράψω ούτε το τι ησθάνθην, ούτε το τι μεταξύ μας εξ εγγυτάτης φιλίας ελέχθη».

Ύστερα από τρία χρόνια απέκτησα την «Ποικίλη στοά» του 1894. Βλέπω μία μικρή φωτογραφία του Βιζυηνού, άγνωστη σε μένα τότε -συνήθως δημοσιευόταν το γνωστό γκρο πλαν με το καπέλο- και κάτω από τη φωτογραφία την υπογραφή του. Σίγουρα η φωτογραφία διαλέχτηκε προσεκτικά, γιατί ταίριαζε στο κείμενο που ακολουθούσε. Είχε τον τίτλο «Σελίδες εν φρενοκομείω» και υπότιτλο «Ο ατυχήσας ποιητής». Συγγραφέας και πάλι ο Βασιλειάδης. «Εγώ δεν θα ιστορήσω τον εμπνευσμένον ποιητήν, ούτε τον βαθύν φιλόσοφον και καλλιτέχνην λογογράφον, αλλά τον έκρυθμον νουν, την σκελετώδη φαντασίαν, τον παράφρονα Βιζυηνό και θα παραθέσω μερικάς ποιητικάς αναλαμπάς, όσας εφείσθη η μανία να συντρίψη, μερικά του ποιήματα, άτινα εξέλεξα εν τω φρενοκομείω εκ του σημειωματαρίου του. Μην απορήσητε διόλου δι' αυτό. Ο ποιητικός νους του Βιζυηνού έχει αναλαμπάς και εις της παραφροσύνης ακόμην τον σάλον. Μόνον θα παρακαλέσω τον αναγνώστην μου να με παρακολουθήση εις το βουνόν του Δαφνίου ενώ ωδήγουν αυτόν ατημέλητον, με εξημμένην την φαντασίαν, περιδεή και φορούντα το ηριθμημένον ένδυμα ενός φρενοκομείου και ακαταπαύστως χειρονομούντα».

Στον περίπατό τους στο βουνό οι δύο άνδρες μιλούν ασταμάτητα για τη λογοτεχνία. Δύο τουλάχιστον φορές ο Βιζυηνός απαγγέλλει ποιήματά του, λέγοντας μάλιστα πως ένα από αυτά γράφτηκε προσφάτως. Πρόκειται για το ποίημα «Μόνο η φτώχεια δεν πεθαίνει», που αποτελείται από δεκαοκτώ στροφές. Δύο φορές επίσης ο ποιητής χάνει τον έλεγχο των λεγομένων του, αλλά ο Βασιλειάδης επιμένει στην άποψη πως ο Βιζυηνός γράφει ποίηση μέσα στο Δρομοκαΐτειο, προτείνοντας στους αναγνώστες να διαβάσουν το πρώτο ποίημα που έγραψε μόλις μπήκε στο φρενοκομείο. Πρόκειται για το περίφημο ποίημα «Το φάσμα μου» που περιέχει και τη γνωστή στροφή «Και από τότε που θρηνώ το ξανθό και γαλανό και ουράνιο φως μου, μετεβλήθη εντός μου και ο ρυθμός του κόσμου».

Οταν το πρωτοδιάβασα δεν γνώριζα πως το ποίημα αυτό είναι παραλλαγή εκείνου που έγραψε για το θάνατο της πριγκίπισσας Αλεξάνδρας το Σεπτέμβριο του 1891 -πριν μπει δηλαδή στο ψυχιατρείο. Αλλά και όταν το πληροφορήθηκα, μέσα μου ήθελα να πιστεύω τη μυθική εκδοχή, ότι είναι γραμμένο μέσα στο ψυχιατρείο, για την Μπεττίνα. Οταν όμως ήρθε η ώρα να γράψω το σενάριο της ταινίας, το δημοσίευμα του Βασιλειάδη ήταν για μένα πολύτιμο, γιατί με οδήγησε στη βεβαιότητα πως ο Βιζυηνός μπορεί να μην έγραψε σημαντικά ποιήματα μέσα στο ψυχιατρείο, προσπαθούσε όμως να ξαναβιώσει αυτά που είχε μέχρι τότε γράψει. Και όταν η συλλογή μου πλουτίστηκε με τον τόμο της «Εστίας» του 1894, όπου την Κυριακή 17 Ιουνίου πρωτοδημοσιεύεται η πρώτη από τις τρεις συνέχειες του διηγήματος «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον», φαντάστηκα αυτή τη σκληρή αφήγηση να την ξαναζεί στο Δρομοκαΐτειο.

Ο κινηματογράφος είναι η τέχνη που κινείται με μεγάλη ευκολία πίσω-μπρος στο χρόνο, ενώ ταυτοχρόνως η αφήγησή του είναι πάντα σε πρώτο πρόσωπο οριστική ενεστώτος. Δηλαδή τώρα. Δεν υπάρχει παρελθόν, δεν υπάρχει μέλλον, όλα είναι ζωντανά τη στιγμή που φαίνονται στην οθόνη. Το ίδιο και τα διαβάσματά μας μάς οδηγούν, όχι για να ονειροπολήσουμε, αλλά για να ξανασυνθέσουμε το παρόν μας, τη ζωή μας, κάθε στιγμή.