Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Πεζογραφία

Γρηγόριος Ξενόπουλος: Συγκίνησε με τα έργα του, επηρέασε με την τέχνη του

Γεωργία Φαρίνου-Μαλαματάρη, εφ. Τα Νέα, 15/12/1999

Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος (1867-1951) δεν έχει ανάγκη συστάσεων. Γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη, από πατέρα Ζακυνθινό, πελοποννησιακής καταγωγής, και μητέρα Φαναριώτισσα, μεγαλωμένος από τη βρεφική ως την εφηβική του ηλικία στη Ζάκυνθο, φοιτητής της Φυσικομαθηματικής από το 1883 ­ χωρίς ποτέ να πάρει πτυχίο. Από το πρώτο έτος των σπουδών του στράφηκε προς ενασχολήσεις που θα χαρακτηρίσουν την υπόλοιπη ζωή του. Άρχισε να εκδίδει το μυθιστόρημα Τα θαύματα του διαβόλου σε φυλλάδια, ώστε με τις εισπράξεις κάθε φυλλαδίου να τυπώνει το επόμενο. Υπέβαλε στον β' διαγωνισμό της Εστίας (1884), «Το Ελληνικού Αγώνος το τριακοσιάδραχμον έπαθλον», και ξιφούλκησε εναντίον της επιτροπής για τη μη βράβευσή του. Δημοσίευσε άρθρα, μελέτες, διηγήματα σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες (Εστία, Άστυ). Υπήρξε συνεργάτης του περιοδικού Εκλεκτά Μυθιστορήματα, μεταφράζοντας από τα γαλλικά και γράφοντας μυθιστόρημα σε συνέχειες. Ανακάλυψε τον Νικόλαο Επισκοπόπουλο και πρωτοπαρουσίασε τον Ίψεν στην Ελλάδα το 1893. Διαδέχτηκε τον Δροσίνη στη διεύθυνση της Εικονογραφημένης Εστίας (1894-95) παρουσιάζοντας αρκετούς νέους ποιητές και πεζογράφους (Παπαντωνίου, Γρυπάρης, Λάμπρος Πορφύρας). Το 1895 γράφει το θεατρικό έργο Ο Ψυχοπατέρας «μια αθηναϊκή κομεντί σ' εντελώς δημοτική γλώσσα». Από το 1896 ανέλαβε αρχισυντάκτης του περιοδικού Η Διάπλασις των Παίδων.

Κατά συνέπεια στα πρώτα 33 χρόνια του, δηλ. στα τελευταία 33 του 19ου αιώνα, ο Ξενόπουλος έχει χαράξει τις κατευθυντήριες γραμμές της ζωής και του έργου του: έχει ενστερνιστεί τα δόγματα του νατουραλισμού και του θετικισμού που πιστεύει ότι είναι απαραίτητα για να αποκαταστήσουν η πεζογραφία και το θέατρο τη σχέση τους με τη ζωή, και έχει αποφασίσει συνειδητά να ζήσει από την πένα του. Που σημαίνει ότι την φυσική του κλίση στην πολυγραφία τη συνδύασε με έναν εκπληκτικά οργανωμένο επαγγελματισμό, με όσα καλά και κακά συνεπάγεται αυτό.

Γίνεται, όπως γράφει κάπως δραματικά ο Βλαχογιάννης, ένας «ακαταπόνητος πνευματικός βιοπαλαιστής, που όλη του τη ζωή την πέρασε στο σκαμνί, με την πένα στο χέρι, κατάδικος ισόβιος της πνευματικής τυραννίας, που λέγονται Ελληνικά Γράμματα». Εργάζεται λοιπόν συστηματικά, δέκα με δώδεκα ώρες την ημέρα, στο θρυλικό γραφειάκι της οδού Ευριπίδου 38 ­ που ανατινάχτηκε στα Δεκεμβριανά, με αποτέλεσμα να καταστραφεί το αρχείο του, όπως και το αρχείο της Διαπλάσεως ­ γράφοντας διηγήματα, μυθιστορήματα, άρθρα, κριτικές, χρονογραφήματα, θεατρικά έργα, επιστολές. Μάχεται για το έργο του, επιδιώκει διακρίσεις, παίρνει μετά από αρκετό θόρυβο το Αριστείο Γραμμάτων, βραβεύεται από την Ακαδημία για το Πλούσιοι και Φτωχοί, εκδίδει το 1927 τη Νέα Εστία, το μακροβιότερο λογοτεχνικό περιοδικό, που το διευθύνει έως το 1935, εκλέγεται ακαδημαϊκός το 1931 και πρωτοστατεί μαζί με τους Παλαμά, Καζαντζάκη και Σικελιανό στην ίδρυση της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών (1934), της οποίας εχρημάτισε πρώτος πρόεδρος για μια τριετία.

Κάνοντας μια αποτίμηση της προσφοράς του το 1947, στο άρθρο του «Η ζωή μου σαν παραμύθι», παρουσιάζει τη συμβολή του στην πνευματική ζωή του τόπου σαν χρησμό που του έδωσε η Καλοκυρά, όταν δεκαεφτάχρονος φοιτητής στην Αθήνα κοιμήθηκε με το φιλόδοξο όνειρο να γίνει κάποτε ακαδημαϊκός: «Πρώτον να δημιουργήσεις νεοελληνικό αστικό μυθιστόρημα. Δεύτερο ν' αναμορφώσης το Νεοελληνικό Θέατρο. Τρίτο, να πλάσης μιαν απλή λογοτεχνική γλώσσα, που να τη διαβάζη όλος ο κόσμος, κι όχι μόνο οι γραμματισμένοι όπως τη σημερινή. Τέταρτο, να εγκαινιάσης μιαν αληθινή, δίκαιη, αμερόληπτη Κριτική. Και πέμπτο, να εργαστείς και σαν παιδωγωγός λογοτέχνης και να θεμελιώσης, με τη γλώσσα που είπαμε, μια καινούρια παιδική λογοτεχνία». Ας δούμε αναλυτικότερα, με αντίστροφη σειρά, τι έκανε για να εκπληρώσει τον χρησμό.

Ο Γρ. Ξενόπουλος με τον Αιμ. Βεάκη, τον Νότη Περγιάλη, την Άλκηστη Γάσπαρη, τη Μαίρη Λαλοπούλου και άλλους ηθοποιούς

Από το 1896 ­ που αναλαμβάνει την αρχισυνταξία ­ μέχρι και το 1947 ο Ξενόπουλος είναι ουσιαστικά η ψυχή του μακροβιότερου παιδικού περιοδικού Η Διάπλασις των Παίδων. «Αυτός ­ γράφει η Γεωργία Ταρσούλη ­ είναι η καλοκάγαθη κυρα-Μάρθα... αυτός ο αμίμητος Ανανίας... αυτός ο Φαίδων των "Επιστολών", και αυτός επίσης "Η αγαπητή Διάπλασις"». Αυτός, εξάλλου, ο μεταφραστής του Βερν, του Ντωντέ, του Μαλό («Εν οικογενεία»). Αυτός αναλαμβάνει ακόμη και τη «σελίδωση», αυτός προτείνει τους διαφόρους διαγωνισμούς, τις «Κυριακές της Διαπλάσεως», αυτός εγκαινιάζει, το 1910, την περίφημη «Σελίδα Συνεργασίας των Συνδρομητών», όπου δημοσιεύονταν κείμενα των νεαρών αναγνωστών ή απορρίπονταν, ύστερα από εμπεριστατωμένη αλλά καλοκάγαθη κρίση του, κείμενα άλλων. Η «Σελίδα» αυτή, όπως οι διαγωνισμοί κ.ά., βοήθησαν τους νέους στην ελεύθερη ανταλλαγή απόψεων και στην ανάπτυξη των εκφραστικών τους δυνατοτήτων. Η πολιτική του περιοδικού σχετικά με τη γλώσσα ήταν προοδευτικά συντηρητική-καθαρεύουσα με κάποια ανοίγματα στη «ζωντανή γλώσσα» μέχρι το 1917, οπότε εισάγεται η δημοτική, όπως και στο σχολείο.

Η διασημότερη συμβολή του Ξενόπουλου στη Διάπλασιν είναι οπωσδήποτε η στήλη «Αθηναϊκαί Επιστολαί» ­ «ένα παιδικό χρονογράφημα κάθε βδομάδα» ­ που απευθύνεται προς ένα συγκεκριμένο ποιοτικά και αριθμητικά κοινό είτε με αφορμή μια προσωπικότητα, ένα θέμα της ιστορίας, ένα περιστατικό της τρέχουσας επικαιρότητας, είτε για να απαντήσει σε απορίες ή ερωτήσεις αναγνωστών. Σκοπός του είναι να καλύψει μια μεγάλη ακτίνα θεμάτων, να «διαπλάσσει» το κοινό αυτό μέσα από μια διαδικασία διαλόγου, ακολουθώντας πάντως μια συντηρητική γραμμή ή σπανιότερα αντιφάσκοντας στην προσπάθειά του να συμβιβάσει τα πράγματα ή να διατυπώσει τις κατά καιρούς μεταβαλλόμενες απόψεις του ή γενικότερα αποφεύγοντας να εκδηλώνεται ευθέως σε θέματα π.χ. πολιτικής ή γλώσσας. Όπως σωστά επισημαίνει η Βίκυ Πάτσιου, «Η Διάπλασις των Παίδων προσφέρεται σε πολλαπλές αναγνώσεις που γίνονται δυνατές χάρη στην οργάνωση του υλικού της». Παρά τις όποιες ενστάσεις διατυπώθηκαν κατά καιρούς, πρέπει να παραδεχτεί κανείς ότι ο Ξενόπουλος κατάφερε να δημιουργήσει ένα περιοδικό και να επικοινωνεί, ενημερώνει, καλλιεργεί, διδάσκει τα παιδιά και τους εφήβους τριών γενεών χωρίς να φαίνεται ότι τους πατρονάρει.

Σχέδιο με μολύβι του Γρ. Ξενόπουλου (Ελένη Φέσσα - Εμμανουήλ: Η Αρχιτεκτονική του Νεοελληνικού Θεάτρου 1720-1940)

Την κριτική ο Ξενόπουλος την άσκησε από την αρχή της σταδιοδρομίας του μέχρι τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Η έκδοση του περ. Παναθήναια (1900) υπήρξε καθοριστική για τη διηγηματογραφική («Έρως εσταυρωμένος/Στέλλα Βιολάντη», «Κόκκινος Βράχος») και για την κριτική παραγωγή του συγγραφέα. Εκτός από το «ιστορικό» άρθρο «Ένας ποιητής [Ο Κ. Καβάφης]» (στον τόμ. Ζ', 1903-1904, 97-102), στο περιοδικό αυτό ο Ξενόπουλος δημοσίευσε για δώδεκα χρόνια αρκετές κριτικές μελέτες για νεοέλληνες συγγραφείς παλαιότερους (Λασκαράτος, Ροΐδης, Βικέλας) και συγχρόνους του (Παύλος Νιρβάνας, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης), Έλληνες και ξένους (Ίψεν, Στρίντμπεργκ). Οι κριτικές αυτές, μαζί με μερικά παλαιότερα άρθρα (π.χ. «Αι περί Ζολά προλήψεις») και με μερικά μεταγενέστερα, ορισμένα από τα οποία δημοσιεύτηκαν στον Νουμά (π.χ. «Το διήγημα και ο κ. Βουτυράς») ­ με τον οποίο ο Ξενόπουλος βρισκόταν συνήθως σε αντιδικία για το γλωσσικό ­, αντιπροσωπεύουν μερικές από τις καλύτερες στιγμές του «Τεχνικού της κριτικής», όπως τον αποκάλεσε ο Δημαράς: την ικανότητά του να προσεγγίζει τον άνθρωπο (προκειμένου για ανθρώπους που γνώρισε) και το έργο με αβρότητα, ευαισθησία, οξυδέρκεια, καλλιέργεια αλλά και την διεισδυτικότητα του ανθρώπου που γνωρίζει τα μυστικά της τέχνης του από μέσα. Είναι αυτονόητο ότι στις αμέτρητες κριτικές που έγραψε δεν επρυτάνευσαν πάντοτε τα ίδια κριτήρια.

Είναι ενδιαφέρον να δει κανείς τους λόγους για τους οποίους μεταβάλλει γνώμη για έναν λογοτέχνη, τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει τη νεοσύστατη Γενιά του '30 (είτε όταν την ψέγει αλλά κυρίως όταν την επαινεί), καθώς και την γενικότερη αδυναμία των «θεωρητικών» του κειμένων, η οποία οφείλεται στην προσπάθειά του να κατοχυρώσει την πρακτική του ως μυθιστοριογράφου και θεατρικού συγγραφέα και τη θέση του στον κανόνα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Όπως η ποιότητα των Παναθηναίων στάθηκε ευεργετική για τον Ξενόπουλο κριτικό και διηγηματογράφο, έτσι και η συγκρότηση της «Νέας Σκηνής» από τον Χρηστομάνο (1901) συνέβαλε έστω και «αρνητικά» στην ενασχόλησή του με το θέατρο. Στη «Νέα Σκηνή» ανέβηκε ο «Τρίτος» (1903) και γι' αυτήν γράφτηκε «Το μυστικό της Κοντέσσας Βαλέραινας» (1904) που παίχτηκε, χωρίς μεγάλη επιτυχία, με την Ευαγγελία Παρασκευοπούλου στον επώνυμο ρόλο. Η κριτική θεώρησε τον Ξενόπουλο καινοτόμο, διότι «πετούσε πάνω στην ελληνική σκηνή που την έπνιγαν ως τότε οι αρχαιόπρεπες ψυχρές [έμμετρες] τραγωδίες... τα ξενικά, [και τα κωμειδύλλια], ένα ζεστό κομμάτι ντόπιας ζωής».

Γελοιογραφία αθηναϊκής εφημερίδας για την πρώτη αποτυχημένη απόπειρα του Ξενόπουλου να μπει στην Ακαδημία Αθηνών (1931)

Η έστω και σχετική αποτυχία του έργου αυτού, πάντως, έθεσε τον Ξενόπουλο απέναντι στο ερώτημα της σχέσης του με το κοινό. «Η Τέχνη, κάθε Τέχνη μεσ' την ουσία της έχει και το κοινωνικό να πούμε στοιχείο κι' ο τεχνίτης, κάθε τεχνίτης, που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο δεν κατορθώνει να "επικοινωνή" με το εκλεκτότερο Κοινό της εποχής του, κάνει έργο ανώφελο, άγονο, άκαρπο... [Έτσι] σκέφτηκα πως ένας μικρός τεχνίτης, ­ που τρέφει όμως κι' αυτός κάποια ιδανικά κι έχει μια ευγενικιά φιλοδοξία, όταν βλέπη πως δεν συνεννοείται καλά με το Κοινό του, δεν πρέπει να τ' απαρατά με την παράλογη αξίωση πως χρωστούσε ν' ανέβη μονάχο του, διαμιάς, αλλά να χαμηλώση λίγο κι ο ίδιος, ως εκεί που χρειάζεται για να το φτάση και να το σηκώση... πώς ένα θεατρικός συγγραφέας... θα μπορούσε, χωρίς να βγει κι'από τα όρια της τέχνης του, να γράψη έργα ικανά να το τραβήξουν, να το συγκινήσουν, να το επηρεάσουν».

Η λύση δόθηκε (και η επιτυχία ήρθε) πέντε χρόνια μετά, κατά τη δεύτερη θεατρική του περίοδο (1908-1915) με τη «Φωτεινή Σάντρη» και τη «Στέλλα Βιολάντη» που παίχτηκαν από τον θίασο της Κυβέλης και της Μαρίκας Κοτοπούλη αντίστοιχα. Οι δύο αυτές κυρίες στάθηκαν σχεδόν μόνιμες πρωταγωνίστριες των έργων του Ξενόπουλου, ο οποίος πρωτοστάθηκε στην ελληνική σκηνή γράφοντας γύρω στα τριάντα θεατρικά έργα, πολλά από τα οποία προήλθαν από τα μυθιστορήματά του (το αντίστροφο είναι μάλλον σπάνιο). Έργα του όπως «Ο πειρασμός», «Το φιόρο του Λεβάντε» (με τον Νίκο Πλέσσα), «Το μυστικό της κοντέσσας Βαλέραινας» (παίζεται τροποποιημένο το 1918 από την Κυβέλη και γνωρίζει τεράστια επιτυχία), «Φοιτηταί», «Ο ποπολάρος» παίζονται ακόμη και σήμερα, διότι εκτός των τεχνικών τους προτερημάτων (ο Ξενόπουλος είναι κύριος της σκηνικής οικονομίας και της σπιρτάδας του διαλόγου) «μας δίνουν μια ζωηρή, με πολύ χρώμα, αναπαράσταση μιας κοινωνίας που εξακολουθεί να κινεί την περιέργεια και το ενδιαφέρον μας... και γιατί η ηρεμία που την περιέβαλλε και μέσα στην οποία το κάθε ιδιωτικό περιστατικό έπαιρνε διαστάσεις κοσμοϊστορικού γεγονότος, μαζί μας διασκεδάζει και κάπως μας συγκινεί» (Άλκης Θρύλος).

Με την ανατολή του 20ού αιώνα το ηθογραφικό διήγημα υποχωρεί στο κοινωνικό μυθιστόρημα. Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, ο Κ. Θεοτόκης και ο Κ. Χατζόπουλος αντιπροσωπεύουν τις κοινωνικές αναζητήσεις του ελληνικού νατουραλισμού. Στη φωτογραφία ο Γρηγόριος Ξενόπουλος σε νεαρή ηλικία

Αυτή η σχέση με το κοινό επανέρχεται και στην περίπτωση της πεζογραφίας. Το «κοινό» εδώ έχει δύο σημασίες: είτε είναι το «αγοραστικό κοινό», δηλ. αυτοί που θέλουν να έχουν ένα αριθμημένο αντίτυπο των Διηγημάτων (1901) του Ξενόπουλου με το όνομά τους κάτω από τον αριθμό και γι' αυτό προεγγράφονται με τέτοιο ζήλο που ο συγγραφέας καταφέρνει και να κερδίσει χρήματα και να εκδώσει και δεύτερο τόμο, είτε είναι οι αναγνώστες της εφημερίδας στην οποία ο Ξενόπουλος γράφει το ένα μετά το άλλο μυθιστόρημα σε συνέχειες.

Η αρχή έγινε από το Έθνος του Σπ. Νικολόπουλου, το 1913. Μέχρι το 1933 ο Ξενόπουλος δημοσίευσε στην εφημερίδα αυτή περισσότερα από τριάντα μυθιστορήματα, ενώ από την ίδια χρονιά συνέχισε την ίδια πρακτική ως το 1945 στα Αθηναϊκά Νέα (που τη χρονιά εκείνη μετονομάστηκαν σε Νέα) δημοσιεύοντας έναν αντίστοιχο περίπου αριθμό μυθιστορημάτων. Ενδιαμέσως ο συγγραφέας δημοσίευσε ευάριθμα μυθιστορήματα και σε άλλες εφημερίδες είτε σε λαϊκά περιοδικά, όπως το Διάβασέ με.

Η υπόθεσή τους είναι κυρίως ερωτική και διαδραματίζεται είτε στη Ζάκυνθο με τη βενετοκρατική δομή είτε στην αναπτυσσόμενη Αθήνα. Η συζήτηση για τον ποιοτικό προσδιορισμό του μεγάλου αναγνωστικού κοινού σε συνδυασμό με την πολυγραφία και άρα την ευκολογραφία του συγγραφέα είναι προφανώς συζήτηση για το είδος της λογοτεχνίας που ασκεί ο Ξενόπουλος (υψηλή λογοτεχνία ή παραλογοτεχνία) και θέτει τόσο αισθητικά όσο και ηθικά ζητήματα. Έννοιες όπως «λαϊκός συγγραφέας», «διασκεδαστική τέχνη», «άσεμνο», «εμπορικόν και φιλολογικόν» επαναλαμβάνονται και επαναπροσδιορίζονται τόσο από τους κριτικούς όσο και από τον ίδιο τον συγγραφέα.

Ίσως σήμερα να μπορούμε ­ τηλεγραφικά ­ να πούμε ότι ο Ξενόπουλος διαβάστηκε και διαβάζεται α) διότι ήταν ένας άνθρωπος που ήξερε να γράφει («κατείχε το metier του» θα πει ο Νιρβάνας) σε μια εν τέλει «νοικοκυρεμένη και καθόλου επιδεικτική δημοτική» κατά τον Καραντώνη και β) διότι με τη «μοναδική μνήμη του, οπτική, ακουστική, μηχανική και κριτική» και την «ασυνδυαστική φαντασία του» (Τέλλος Άγρας) κατόρθωσε να αναπαραστήσει τον αστικό (με όλα τα παρακλάδια του) κόσμο της εποχής του, παρουσιάζοντας μεν τα προβλήματα αλλά χωρίς να θίγει τις παγιωμένες δομές της υπάρχουσας κατάστασης και την καθιερωμένη στάση των αναγνωστών του απέναντι στους θεσμούς και την εξουσία στη σχέση της με τα προσωπικά συναισθήματα.

ΥΓ: Ήδη από το 1951 ο Πέτρος Μαρκάκης είχε καταρτίσει μια «ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΥ» με 8.170 λήμματα, μια πρώτη συμβολή της οποίας δημοσιεύτηκε στη Νέα Εστία, τόμ. 50 (Χριστούγεννα 1951). Έκτοτε η πολύτιμη αυτή εργασία έμεινε κατά την έκφραση του Γ.Π. Σαββίδη «σκανδαλωδώς ανέκδοτη». Φαντάζομαι πως μια σημαντική υπηρεσία στα Ελληνικά Γράμματα θα ήταν η έκδοση της Βιβλιογραφίας αυτής, εν όψει μάλιστα του 2001, οπότε θα γιορταστούν τα πενήντα χρόνια από τον θάνατο του Ξενόπουλου.