Τον νεκρού αδελφού

1. Η κριτική για το έργο

«Το άσμα περί του αδελφού, όστις αποθανών εγείρεται του τάφου προς εκτέλεσιν ιεράς υποσχέσεως και φέρει εις την απορφανισθείσαν μητέρα το μόνον επιζήσαν τέκνον της, την εις τα ξένα υπανδρευμένην αδελφήν του, κοινότατον εις τας ελληνικός χώρας, είναι επίσης διαδεδομένον εις πάντας τους λαούς της χερσονήσου του Αίμου. Εκ της ταυτότητος όχι μόνον της υποθέσεως, αλλά και των διαφόρων επεισοδίων και λεπτομερειών των ασμάτων τούτων γίνεται κατάδηλον, ότι εν ήτο το πρότυπον πάντων και εξ ενός λαού μετεδόθη το άσμα εις τους λοιπούς. Και υπεστήριξαν μεν τίνες ότι ο λαός ούτος είναι ο σερβικός ή ο βουλγαρικός, αλλ' ότι το πρότυπον ήτο ελληνικόν και εκ του ελληνικού λαού παρέλαβον οι άλλοι λαοί του Αίμου προσεπάθησα ν' αποδείξω εν πραγματεία εκδοθείση κατά το 1885. Την δε γνώμην ταύτην παρεδέχθησαν πολλοί, εν οις και ο βούλγαρος καθηγητής Ιβάν Σισμάνοφ, δημοσιεύσας εκτενή μονογραφίαν περί του θέματος τούτου.»

(Ν. Γ. Πολίτης, Εκλογαί από τα τραγούδια τον ελληνικού λαού, Βαγιονάκης, Αθήνα, 1976, σελ. 140)

 

«Όμως, αν είδαμε κιόλας ότι τα κάθε λογής τραγούδια της ζωής μπορούν με ασφάλεια ν' αναγάγουν την καταγωγή τους στ' αρχαία χρόνια, ο τελευταίος κύκλος που έχουμε να εξετάσουμε εδώ, μας πηγαίνει ως τις πρώτες ρίζες του πολιτισμού μας. Γιατί αληθινά μέσα στις παραλογές συναντούμε θέματα βασικά που απαντούν στην αρχαία ελληνική φιλολογία, στην αρχαία μυθική παράδοση. Η συγγένεια των τραγουδιών αυτών με ανάλογους μύθους ή ανάλογα τραγούδια άλλων ινδοευρωπαϊκών λαών, αποτελεί μια πρόσθετη απόδειξη της αρχαιότατης προέλευσης τους. Μνημονεύω εδώ, για τη μεγάλη του διάδοση στα Βαλκάνια και για τις πολλές συζητήσεις που έχει προκαλέσει, το τραγούδι του Νεκρού Αδελφού. Θεματογραφικά εξετασμένος ο μύθος του νεκρού που ξανάρχεται από τον Άδη για να πραγματοποιήσει μια δοσμένη υπόθεση, έδωσε λαβή στους ερευνητές για να τον συσχετίσουν με τον μύθο του Άδωνη, όσο κι αν αυτή η υπόθεση δεν είναι η μόνη που αναφέρεται στο τραγούδι, ούτε η πιο πιθανή.

[...] το δημοτικό τραγούδι απαλλαγμένο από την τεχνική επεξεργασία του λογοτέχνη, καθώς παρουσιάζεται μόνο αυτό σαν ανόθευτη έκφραση της ανεπιτήδευτης ψυχής, μας βοηθεί, έξω από χρόνο κι από χώρο, να πλησιάσουμε στην ίδια την ουσία της ποίησης. Κοιτάζοντας έτσι το ελληνικό δημοτικό τραγούδι, θα παρατηρήσουμε την βασική σημασία που έχει στην έμπνευση του το θέμα του χωρισμού. Ο πόθος της επιστροφής, η νοσταλγία για κάτι χαμένο, η αποστροφή για το ξένο, το αλλότριο, για την ξενιτιά, μας ανάγει ψυχολογικά σε μια λειτουργία όπου τα διάφορα θέματα γίνονται σύμβολα μιας καθολικής λαχτάρας για επιστροφή. Η διαπίστωση της επίμονης παρουσίας της λαχτάρας αυτής, ντυμένης ποικίλα σύμβολα μέσα στο δημοτικό τραγούδι, ενισχύει την υπόθεση πως ακέριος ο λυρικός λόγος είναι καλυμμένη εκδήλωση προαιώνιου πόθου του ανθρώπου για κάποια επιστροφή σε κάτι καλύτερο.»

(Κ. Θ. Δημαράς, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Ίκαρος, Αθήνα, "1975, σελ. 16-18)

 

«Στα ίδια χρόνια [σ.σ. τα βυζαντινά] και στο ίδιο μέρος, τη Μ. Ασία, τοποθετεί ο Baud-Bovy και δυο από τα πιο γνωστά, διαδεδομένα σε όλη την Ελλάδα, διηγηματικά τραγούδια: Τον γεφυριού της Άρτας και Τον νεκρού αδερφού. Κυριαρχεί και σ' αυτά ο ίδιος αρρενωπός και αδυσώπητος κόσμος, όπως και στα ακριτικά, με πολλή ανάμειξη του υπερφυσικού αλλά και του τραγικού στοιχείου, καθώς και η παρουσία μιας άτεγκτης μοίρας [...]. Το τραγούδι του νεκρού αδερφού είναι ακόμα πιο συνταρακτικό στην τραγικότητα του: είναι η υπερφυσική ιστορία της "Μάνας με τους εννιά της γιους και με τη μια της κόρη" και του νεκρού αδερφού που τον σηκώνουν από το μνήμα οι κατάρες της μητέρας, για να εκπληρώσει την υπόσχεση του, να της φέρει πίσω την παντρεμένη στα ξένα κόρη της — θέμα ανάλογο με τη γνωστή "μπαλάντα της Λεονώρας" των ευρωπαϊκών λαών.»

(Λ. Πολίτης, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, 81995, σελ. 109-110)

2. Το κείμενο

Διδακτικές επισημάνσεις

Συμπληρωματικές ερωτήσεις-Δραστηριότητες

«Στην παραλογή του νεκρού αδελφού υπάρχει το στοιχείο του υπερφυσικού και της φρίκης. Πώς νομίζετε ότι μπορεί αυτό να συνδέεται με την ευχαρίστηση που προσφέρει το τραγούδι;

Στη διεύθυνση www.komvos.edu.gr/diaglossiki/POETRY/GOETHE αναζητήστε το έργο «Λεονώρα» του Γερμανού ποιητή Burger, για να διαβάσετε ένα ακόμη ποίημα με το μοτίβο του νεκρού καβαλάρη που μεταφέρει ζωντανό, μοτίβο πολύ αγαπητό στον γερμανικό και γενικά τον ευρωπαϊκό ρομαντισμό.

Παράλληλα κείμενα

1. Μια ακόμη πολύ γνωστή παραλογή, ανθολογημένη στα Κ.ΝΛ. (Α' τεύχος, σελ. 28-30), Της νύφης που κακοπάθησε, μπορεί να διαβαστεί παράλληλα με το κείμενο που εξετάζουμε. Θα δοθεί η ευκαιρία στους μαθητές/τριες: Να εμπεδώσουν τη συνηθισμένη δομή και μορφή των παραλογών. Να αντιμετωπίσουν και πάλι θέματα όπως η ξενιτιά, η αλλαγή της τύχης και η σχέση μάνας-κόρης.

2. Στο ποίημα του Κυριάκου Χαραλαμπίδη «Στα στέφανα της κόρης του» (Κ.ΝΛ, Γ τεύχος, Γ Λυκείου, σελ. 118) ο νεκρός πατέρας εμφανίζεται στην εκκλησία όπου παντρεύεται η κόρη. Μπορεί να διαβαστεί στην τάξη, για να παρατηρηθεί με ποιον τρόπο αξιοποιεί ο σύγχρονος ποιητής το μοτίβο του νεκρού που επιστρέφει στη ζωή: στον ιερό χώρο της εκκλησίας, στην παραδοσιακή τελετουργία, με τη δύναμη των αισθημάτων!

3. Παρατίθενται από μετάφραση: Η αντίστοιχη μορφή της παραλογής του νεκρού αδελφού από τα αλβανικά. Αποσπάσματα του βουλγαρικού και του σερβικού αντίστοιχου τραγουδιού. Να παρατηρηθούν τα κοινά στοιχεία, κυρίως στη δομή. Τα ποιήματα δημοσιεύονται στο βιβλίο Αίμος, Ανθολογία Βαλκανικής Ποίησης, Οι φίλοι του περιοδικού «Αντί», Αθήνα, 2006.

α. Κωνσταντής και Δοκίνα (Αλβανία)

Ανήμερα το Μέγα Πάσχα

σφάξαν βόδι στο χωριό,

πήγα πήρα μιαν οκά

το' ριξα στον τέντζερη.

Βγήκα μέχρι την αυλή,

για να φέρω κούτσουρα,

να σου, ήρθε ένα στοιχειό

κι έπεσε στον τέντζερη

και φαρμάκωσε τους γιους μου,

εννιά γιους κι εννιά νυφάδες

κι εννιά με τα μωρά τους.

Μου αδειάσαν εννιά κούνιες,

μου καήκαν εννιά προίκες,

εννιά όπλα βουβαθήκαν.

Κωσταντή, κακό ν' ακούσεις

που την πάντρεψες στα ξένα

τη Δοκίνα μας, αλάργα

πέρα από τρία βουνά.

Ανήμερα το Μέγα Πάσχα

η Δοκίνα χόρευε.

Ο Κωσταντής βγήκε απ' τον τάφο,

άλογο του έγιν' η πέτρα,

και το χώμα σέλα του,

τρέχοντας πάει στη Δοκίνα.

—Καλώς ήρθες, αδερφέ μου.

Αν μου ήρθες για καλό,

να ντυθώ σαν γερακίνα,

κι αν μου ήρθες για κακό,

να ντυθώ σαν καλογριά.

—Έλα, αδερφή, ως είσαι.

Στ' άλογο την ανεβάζει,

τα πουλιά στο δρόμο λέγαν:

— Τσιλιβίου, βίου, βίου

τη Δοκίνα μας, αλάργα

ίσως να 'ναι ο αγέρας.

—Είδατε; Δεν είδατε;

Περπατάει λευκή πουλάδα

η ζωντανή με τον νεκρό.

Φτάσανε στην εκκλησία:

—Πήγαινε εσύ, Δοκίνα,

εγώ πάω στο άγιο βήμα,

το ‘χω εκεί το σπίτι μου.

Πήγε χτύπησε την πόρτα:

—Ποιος να είναι που χτυπάει;

Μήπως μια κακιά γυναίκα,

μήπως η ίδια η χολέρα,

που μου πήρε τα παιδιά μου;

—Μάνα, άνοιξε την πόρτα,

η μοναχοκόρη σου είμαι.

—Και ποιος σ' έφερε, Δοκίνα;

—Μ' έφερε ο Κωνσταντίνος.

—Τι μου λες, ο Κωνσταντίνος,

τρία χρόνια μες στο χώμα

και δεν έλιωσε ακόμα;

Στο κατώφλι η μια κι η άλλη

σπάσαν σαν κρασιού φιάλη.

(μτφρ. Ανδρέας Ζαρμπαλάς, σελ. 111-112)

β. Λαζάρ και Πετκάνα (Βουλγαρία)

Πού το 'δαν και π' ακούστηκε

γυναίκα να γεννάει

γιους τριδυμάρια τρεις φορές,

να κάμει εννιά αδέλφια,

εννιά αδέλφια τρίδυμα,

μια κόρη, την Πετκάνα.

Κι η μάνα όλα τα πάντρεψε

και νοικοκύρεψε τα

μόν' η Πετκάνα έμεινε κι

ήρθαν να τη γυρέψουν,

για την Πετκάνα έρχονται,

δέκα χωριά απ' αλάργα.

Μα την Πετκάνα η μάνα της

μακριά πολύ δε δίνει.[...]

Κι ο Λάζαρ ο τρανός της γιος

της μάνας του της λέγει:

—Για δώσ' την μάνα, δώσ' τηνα

κι είμαστε εννιά αδέλφια

κι αν μια φορά ο καθένας μας

σε πάει στην Πετκάνα,

εννιά φορές θε να τη δεις

κι εννιά φορές θα γίνει. [...]

Σαν βγήκε η Πέτκα απ' την αυλή

μαύρη πανούκλα μπήκε.

Τους σκότωσε, τα ξέκανε

και τα εννιά αδέλφια

κι εννιά νυφάδες, όλες νιες—

αφήκ' εννιά αγγόνια.

Σαν ήρθε ψυχοσάββατο

χύν' το κρασί η μάνα, [...]

στου Λάζαρου τα χώματα

κρασί δε χύν' η μάνα,

δε χύν' η μάνα το κρασί,

δέν τονε μνημονεύει,

βαριά πολύ η μάνα του

τον Λάζαρ καταριόταν. [...]

Πήγαιναν όπου πήγαιναν,

περνούν πράσινο δάσος

κι ένα πουλάκι λάλησε:

—Θεούλη μ', Κύριε Ύψιστε,

πού το 'δαν και π' ακούστηκε

να περπατεί αντάμα

ο ζωντανός ο άνθρωπος

με τον αποθαμένο! [...]

Πήγ' η Πετκάνα σπίτι τους,

κλαίγαν εννιά εγγόνια,

η μάνα της τα 'σύχαζε

κι η Πέτκα τής φωνάζει:

—Σήκω, μανούλα, κι άνοιξε. [...]

Κι οι δυο αντάμα κλαίγανε

ώσπου κι οι δυο απόθαναν.

(μτφρ. Δημήτρης Άλλος, σελ. 258-261)

γ. Η κόρη και τ' αδέρφια της (Σερβία)

Μάνα με τους εννιά τους γιους και με τη μια την κόρη

την κόρη τη μονάκριβη, την πολυαγαπημένη

τους τάιζεν και τους πότιζεν, ώσπου να μεγαλώσουν.

Φτάσαν οι γιοι της για γαμπροί κι η κόρη της για νύφη,

κι ήρθαν να τη γυρέψουνε οι τρεις προξενητάδες. [...]

Στο κοιμητήρι είδεν εννιά και νιόσκαφτους τους τάφους

και το μαντάτο το πικρό δαγκάει τα σωθικά της,

που ο Γιόβαν πάει στου Χάροντα, με τ' άλλα της τ' αδέρφια.

Ευθύς κι αμέσως κίνησε στο σπίτι της να φτάσει,

κι έφτασε μόνη κι έρημη στη θύρα την κλεισμένη

κι ακούει κοράκους κρώζουνε, κοράκους και θρηνούνε.

Κι ουδέ κοράκοι κρώζουνε, κοράκοι ουδέ θρηνούνε

μόν' είναι ο θρήνος ο γοερός της γερασμένης μάνας. [...]

«Σήκω, μανούλα μου, άνοιξε, σήκω γλυκιά μου μάνα,

δεν είμαι ο πικροχάροντας, η θυγατέρα σου είμαι

κι ήρθα κοντά σου, η Γέλιτσα, από τους ξένους τόπους. [...]

Κατέβηκεν η μάνα της, την πόρτα της ανοίγει [...]

κι οι δυο στη γης επέσανε, κι οι δυο ξεψυχισμένες.

(μτφρ. Ηλίας Λάγιος - Ισμήνη Ραντούλοβιτς, σελ. 411-414)]

 

Bürger, Lenore

http://www.komvos.edu.gr/diaglossiki/poetry/Goethe/Goethe_k7.htm

Βύργερ, "Λεονώρα", στον τόμο: Λορέντζος Μαβίλης, Τα 'Eργα, Αλεξάνδρεια, εκδ. του λογ. περ. Γράμματα, 1915, σσ. 93-99.

To "Eξωτικό" παραλλάσσει το ρομαντικό μοτίβο του νεκρού καβαλάρη που πορεύεται μέσα στη νύχτα συνοδεύοντας έναν ζωντανό. Την αρχετυπική μορφή του μοτίβου αυτού διασώζει η ελληνική παραλογή "Του νεκρού αδερφού" (Ανθολόγιο ΝΕΛ, Παράρτημα, αρ. 4), καθώς και η "Λεονώρα" του Bürger που παραθέτουμε εδώ. Τα δύο τελευταία κείμενα πραγματεύονται, ειδικότερα, τον μύθο του βρυκόλακα καβαλάρη, γιου ή εραστή, που σηκώνεται από τον τάφο ύστερα από τον θρήνο της μάνας ή της ερωμένης.

Κείμενο

Μέσ' απ' ονείρατα βαρυά 'ς της χαραυγής την ώρα

Τινάχτηκ' η Λεονώρα.

"Μ' αρνήθηκες ή πέθανες; Αχ! πόσο θε ν' αργήσεις,

Γουλιέλμε, να γυρίσεις;"

Στην Πράγα, εκεί που πολεμούν τ' ασκέρια τ' αντρειωμένα

Του Φρειδερίκου, αυτός

Πήγε. κι' αν βγήκε ζωντανός

Δεν το 'γραψε εις κανένα.

 

Αφίν' η αυτοκρατόρισσα κι' βασιληάς αφίνει

Τον πόλεμο, και ειρήνη

Συμφώνησαν κ' εμάλαξαν την άπονη ψυχή τους

Και την παληάν οργήν τους.

Και κάθε ασκέρι γύριζε 'ς το σπίτι με τραγούδια,

Με τύμπανα και αχούς,

Κ' είχε στολίδια ροδαμούς

Πράσινους και λουλούδια.

 

 

Και εις κάθε δρόμο και στρατί πολλοί, πολλοί, πηγαίναν

Και τους συναπανταίναν.

Κατά τους ήχους της χαράς γέροντες, νειοι, σπουδάζουν,

Μάνναις, παιδιά, φωνάζουν.

"Ευλογημένος ο Θεός!" "Καλώς μας ήλθες!" κρένει

Η νύφη 'ς το γαμπρό.

Δίχως φιλί, χαιρετισμό,

Μόν' η Λεονώρα μένει.

'Σ τ' ασκέρι όλο γυρεύοντας απ' άκρη 'ς άκρη πάει,

Γι' αυτόν πολυερωτάει.

Αλλ' είδησι κανένας τους να δώση δεν ειμπόρει,

Κανένας, εις την κόρη,

Κι' αφ' ου τ' ασκέρια πέρασαν, ανέσπ' αυτή τα μαύρα

Μαλλιά και κατά γης

Ριγμένη εσύρθη, 'ς της οργής

Μανίζοντας τη λαύρα.

Η μάννα τρέχει απάνου της να την παρηγορήση.

"Θεός να σ' ελεήση!

Αγαπητό κοράσι μου, τι τόσο σε σπαράζει;"

Και τη σφιχταγκαλιάζει.

"Αχ! μάννα, ο κόσμος ας χαθή, τώρα ό,τι εχάθη, εχάθη.

Όλ' ας γενούν σωρός!

Ανέσπλαγχνος είν' ο Θεός.

Αλλοιά μου, τι έχω πάθη!"

"Βοήθα, Θεέ μου, βοήθα μας, τα τέκνα σου σπλαγχνίσου!

Κοπέλλα μου, δεήσου!

Ό,τι έκαμ' ο έσπλαγχνος Θεός καλά είναι καμωμένο,

Παιδί μου αγαπημένο."

"Αχ! μάννα, μάταιος λογισμός! 'Σ εμένα σωτηρία

Δεν ήλθε από Θεού,

Η δέησες πήγαν του κακού!

Πλεια δεν ταις έχω χρεία."

"Ο παντοδύναμος Θεός τα τέκνα του βοηθάει

Και δεν τα παρατάει,

Τ' άγια μυστήρια, τ' άχραντα δεν τη σβύνουν,

Τη φλόγα που αγροικώ.

Τ' άχραντα, όχι, 'ς το νεκρό

Ζωή δεν ξαναδίνουν."

"'Aκου! Αν, παιδί μ', ο άπιστος εκεί 'ς την ξένη χώρα

Εσέν' αρνήθη τώρα;

Κι' αν άλλαξε την πίστι του για να ειμπορέση πάλι

Να πάρη εκεί μιαν άλλη;

Θα μετανοιώσει, κόρη μου! Τη δολερή καρδιά του

'Aφησ' την να χαθή!

Όταν πεθάνη, θα καή

Από την απιστιά του."

"Αυτό που εχάθη, μάννα μου, για πάντα είναι χαμέννο!

Δεν το ξαναλαβαίνω!

Αχ! να μην είχα γεννηθή! Το μόνον όφελός μου

Θε νά 'ναι ο θάνατός μου!

Σβυσθήτε, μάτια μου, ζωή, για πάντα 'ς τ' άγρια βάθη

Βυθίσου της νυχτός,

Ανέσπλαγχνος είν' ο Θεός.

Αλλοιά μου, τι έχω πάθη!"

"Θεέ, μη συνερίζεσαι το δύστυχό παιδί Σου!

Βοήθα μας! Ελεήσου!

Μη της τα γράψης κρίματα! το χείλι τι προφέρει

Η θλιβερή δεν ξέρει,

Στοχάσου την Παράδεισο, κόρη ακριβή, τη θλίψι

Λησμόνησε της γης!

Νυμφίος, όχι, της ψυχής

Κει πάνω δε θα λείψη."

"Τι είναι η μακαριότητα, μάννα, της Παραδείσου,

Και η φλόγες της Αβύσσου;

Με το Γουλιέλμο είναι η ζωή γλυκειά Παράδεισός μου,

Αλλού είναι κολασμός μου!

Σβυσθήτε, μάτια μου, και συ, σβύσου φριχτά, ζωή μου!

'Σ τη γη, 'ς τον ουρανό,

Τη μακαριότητ' αψηφώ

Δίχως αυτόν μαζί μου!"

Τέτοια φριχτή 'χε μέσα της ανάψη απελπισία

'Σ ταις φρέναις, ' ς την καρδία.

Να κατακρίνη του Θεού την Πρόνοι' αποκοτούσε

Κι' άκοπα ερραθυμούσε,

Στηθοκοπιώνταν άκαρδα κ' ετίναζε τα χέρια

Με μάνητα θυμού.

Ως που 'ς το θόλο τ' ουρανού

Ανέβηκαν τ' αστέρια.

Και άκου, άκου, απ'έξω! Τραπ, τραπ, τραπ, τραπ, σαν άλογο

αντηχάει,

Που ταις οπλαίς χτυπάει.

Και καβαλλάρης πέζευε με βρόντημ' από τ' άτι

Κοντά 'ς το σκαλοπάτι.

Κι' αγροίκ', αγροίκα, το χαλκά της θύρας πώς σημαίνει.

Γκλιν, γκλιν! Σιγά, σιγά.

Να! Μια φωνή μέσα περνά,

Που τέτοια λόγια κρένει.

"Μόνο προς τα μεσάνυχτα έχουμ' εμείς ζακόνι

Καθείς μας να σελόνη.

Φτάνω μακρυάθε, απ' τη Βοημιά, και βούλομαι, ψυχή μου,

Να πάρω εσέ μαζή μου."

"Γουλιέλμε, άκου 'ς τον πάλιουρα το σφύριγμα του ανέμου.

Έμπα, έμπα, μέσα ευθύς!

'Σ τον κόρφο μου να ζεσταθής

Αχ! έλα, ποθητέ μου!"

"Ο αγέρας μες τον πάλιουρα, κόρη, ας φυσομανάη,

'Aφησ' τον να βογγάη!

Να μείνω εδώ δεν ειμπορώ. το φτερνιστήρι τρίζει,

Κι ο μαύρος μου σκαλίζει.

Γλήγορα ντύσου, πέταξε πίσω μου απάνω 'ς τ' άτι,

Και σήμερα εκατό

Μίλια σε πάω μακρυά 'πό δω

'Σ το νυφικό κρεββάτι."-

"Τόσο μακρυά θέλεις να πας μ' εμέ σήμερ' ακόμα

'Σ του γάμου μας το στρώμα;

Και δεν ακούς το σήμαντρο, που ένδεκα βαράει,

Αράδα πώς βοάει;"

"'Μεις και οι νεκροί πάμε γοργά. Για ιδές τι ωραίο φεγγάρι!

Σήμερ', αγαπητή,

Με στοίχημα σε φέρνω εκεί

'Σ το νυφικό κλινάρι."

"Για πες μου, πες, αγάπη μου, πού έχεις το κονάκι;

Πού, πώς το κρεββατάκι;"

"Μακρυά!... μ' έξι σανίδια μεγάλα κι' άλλα δύο

Μικρά!... ήσυχο, κρύο!..."

"Είν' εκεί τόπος και για με;" "Για σένα και για μένα.

Ντύσου και ρίξου ευθύς!

Τους καλεσμένους 'κει θαυρής,

Που καρτερούν για σένα."

Η αγαπημένη λυγερή μ' ασπούδα ευθύς εντύθη

Και 'ς τα καπούλια εχύθη.

Ωσάν τα κρίνα κάτασπρα τα δυο της χέρι' απλόνει

Και αγκαλιαστά τον ζώνει.

Κ'εμπρός,εμπρός, φεύγουν, χωπ,χωπ! ο περασμός βροντάει,

Κ' εκεί που πιλαλούν,

Τ' άτι και αυτοί λεχομανούν,

Χώμα, φωτιά, ξεσπάει.

Πώς όλα εφεύγαν γύρω τους δεξιά, ζερβιά μεριά τους

Εμπρός 'ς τα βλέμματά τους!

Πώς ετρίζαν η γέφυραις, πώς φεύγαν τα λιβάδια,

Οι κάμποι και τα σιάδια!

"Ζήτω! Οι νεκροί τρέχουν γοργά! πώς λάμπει το φεγγάρι!

Σκιάζεσαι τους νεκρούς;"

"Όχι, όχι!... Αλλ' άφησ' τους νεκρούς!

Σου το ζητώ για χάρι."

'Aκου κοράκων σάλαγος και ψάλσιμο αντηχάει!

Κουδούνισμα βογγάει!

Λαλούν καμπάναις! νεκρικά ψάλλουν. "Βαθυά 'ς το χώμα

Ας θάψουμε το σώμα!"

Και μ' ένα νεκροκρέββατο λείψανο ιδού! πλησιάζει.

Το ψάλσιμον πολύ,

Με των καρλάκων τη φωνή,

Που ηχά 'ς τους βάλτους, 'μοιάζει.

"Έπειτ' απ' τα μεσάνυχτα θάψετ' εσείς το σώμα

Με μυρολόι 'ς το χώμα!

Τώρα τη νύφη μου τη νεια 'ς το σπίτι παίρνω. ελάτε!

'Σ το γάμο μας τρεχάτε!

Κόπιασε, ψάλτη, με πολλούς για να καλοναρχίσης

Με ψάλσιμο βραχνό!

Έλα, παπά, πριν πάμε οι δυο

'Σ την κλίνη, να ευλογήσης!"

Σιγούν καμπάναις... ψάλσιμο...! το νεκρικό κρεββάτι

Εχάθηκε. τρεχάτοι

Του καβαλλάρη τη φωνή μόλις αυτοί γροικήσαν,

Κατόπι τους χουμήσαν.

Και πάντα εμπρός, εμπρός, χωπ, χωπ! ο περασμός βροντάει,

Κ' εκεί που πιλαλούν,

Τ' άτι και αυτοί λεχομαχούν,

Χώμα, φωτιά, ξεσπάει.

Δεξιά, ζερβιά, φράχτες, βουνά και δάση, πώς περνούσαν,

Τι γλήγορα επετούσαν!

Δεξιά, ζερβιά, ζερβιά, δεξιά, χώραις, χωριά, πηγαίναν,

Σαν αστραπαίς διαβαίναν!

"Ζήτω! Οι νεκροί τρέχουν γοργά! πώς λάμπει το φεγγάρι!

Σκιάζεσαι τους νεκρούς;"

"Ήσυχους άφησ' τους νεκρούς,

Σου το ζητώ για χάρι!"

Και 'ς το βασανιστήριο, 'δες! πώς του τροχού τ' αξόνι

Χορεύοντας το ζώνει

Αέρινη στοιχειλογιά, που φεγγαροφωτίζεται

Και μόλις ξεχωρίζεται.

"Αι! σεις! ακολουθάτε μας! κατόπι μας τρεχάτε!

Του γάμου το χορό,

'Aμα 'ς την κλίνη πάμε οι δυο,

Να μας χορέψτ' ελάτε!"

Κι' όλο το πλήθος, χους, χους, χους! κατόπι του όλο πάει,

Με θόρυβο πηδάει,

Ωσάν τα φύλλα τα ξερά, σαν ρούφουλας περάση

Ανάμεσα 'ς τα δάση.

Κ' εμπρός, εμπρός φεύγουν, χωπ!χωπ! ο περασμός βροντάει

Κ' εκεί που πιλαλούν,

Τ' άτι και αυτοί λεχομανούν,

Χώμα, φωτιά, ξεσπάει.

Πώς όλ' η φύσι γύρω τους φεγγαροφωτισμένη

Πετώντας πώς διαβαίνει!

Τα ύψη επάνω πώς πετούν των ουρανών τα αιθέρια,

Μαζή μ' όλα τ' αστέρια!

"Ζήτω! Οι νεκροί τρέχουν γοργά! πώς λάμπει το φεγγάρι!

Σκιάζεσαι τους νεκρούς;"

"Ωιμέναν! 'Aφησ' τους νεκρούς!

Σου το ζητώ για χάρι!"

"Μαύρε! λαλεί, μου κάζεται, ο πετεινός... κ' η ώρα

Θε να περάση τώρα...

Σαν της αυγής μυρίζομαι, μαύρε, τ' αέρι... χύσου,

Γοργά, γοργά! γκρεμίσου!

Ο δρόμος μας ετέλειωσε κ' η κλίν' είν' ανοιγμένη,

Η κλίν' η νυφική!

Γλήγορα τρέχουν οι νεκροί!

Είμαστε και φτασμένοι."

Με σιδερένια κάγκελα ψηλή θύρ' αγναντεύει,

Κ' εκεί καβαλλικεύει

Μ' ορμήν ακράτητη. βιτσιά 'ς τα μάνταλα χτυπάει,

Κι' όλα μαζή τα σπάει.

Πετιώνται τα θυρόφυλλα και 'ς τα μνημούρια 'κείνοι

Ανάμεσα περνούν.

'Σ το φως οι τάφοι ασπρολογούν

Που το φεγγάρι χύνει.

Και τήρα εκεί! για τήρα εκεί! Τι φριχτό θάμμα εγίνη

Με μιας την ώρα εκείνη!

Του καβαλλάρ' η αρματωσιά, σαν ίσχνα χαλασμένη,

Πέφτει κομματιασμένη.

Γυμνό καύκαλο εγίνηκεν η κεφαλή του όλη,

Σκέλεθρο το κορμί.

Δρεπάνι 'ς τό 'να του κρατεί

Και 'ς τ' άλλο μαντζαρόλι.

Ψηλά τα πόδια σήκονε τ' άλογο, εν ω φυσούσε,

Και σπίθας επετούσε.

Και χούι! ξάφνου από κάτου της 'ς της γης τα μαύρα βάθη

Εβούλιαξε κ' εχάθη.

Ούρλιασμ' ακούεται από ψηλά, μέσα 'ς το λάκκο ηχάει

Κλάψιμο από βαθυά,

Και της Λεονώρας η καρδιά

'Σ τα λοίστια σπαρταράει.

Και να! 'ς το φως του φεγγαριού εχόρευαν τριγύρω

'Σ ένα μεγάλο γύρο,

Ουρλιάζοντας εχόρευαν αντάμα οι βρυκολάκοι

Μ' αυτό το τραγουδάκι.

"Με το Θεό μη ραθυμάς! κι' αν την καρδιά ραΐση

Η θλίψη, υπομονή!

Το σώμα χάνεις. την ψυχή

Θεός ας ελεήση!"

Επρωτοτυπώθηκε στον "'Εσπερο" της Λειψίας 1/13 Δεκ. 1885, με σφάλματα όμως τυπογραφικά, που διορθώθηκαν στο ξανατύπωμα στην εφημερίδα "Ρήγας ο Φεραίος" 10 Ιαν. 1886.

 

3. Ενδεικτική βιβλιογραφία

  1. Ακαδημία Αθηνών, Ελληνικά δημοτικά τραγούδια, τόμος Α', Αθήνα, Φωτομηχανική ανατύπωση, 2000.
  2. Δημαράς Κ. Θ., Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Ίκαρος, Αθήνα, 61975.
  3. Ιωάννου Γ., Το δημοτικό τραγούδι. Παραλογές, Ερμής, Αθήνα, 1970.
  4. Πολίτης Α., Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, 81995.
  5. Πολίτης Ν. Γ., Εκλογαίαπό τα τραγούδια του ελληνικού λαού, Βαγιονάκης, Αθήνα, 1976.