Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Σύμμεικτα


Επιβλητικό λεξικό λογοτεχνίας

Ελισάβετ Κοτζιά, εφ. Καθημερινή, 23/12/2007

Ομολογώ ότι το «Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» των εκδόσεων Πατάκη υπήρξε μια απροσδόκητα ευχάριστη έκπληξη – ένα ογκωδέστατο όργανο πληροφορίας με πολλές εκατοντάδες πρόσωπα και έργα· ένα εύχρηστο, συστηματικά οργανωμένο εγχειρίδιο με πολλές δεκάδες λογοτεχνικά ρεύματα και όρους· ένα βασικό εργαλείο υποδομής που η προετοιμασία του πήρε σχεδόν είκοσι χρόνια· ένα από εκείνα τα επιστημονικώς απαιτητικότατα και δαπανηρότατα εγχειρήματα που την ευθύνη της εκτέλεσής τους καλούνται συνήθως να αναλάβουν όχι η ιδιωτική πρωτοβουλία, αλλά οι υπεύθυνοι δημόσιοι θεσμοί – το Πανεπιστήμιο και η Ακαδημία. Μέχρι τώρα, όταν τυχαία διασταυρωνόμαστε με τις μορφές των γραμμάτων οι οποίες δεν ανήκαν στον καθιερωμένο λογοτεχνικό κανόνα (με έναν Παύλο Κριναίο λόγου χάρη) ή με προσωπικότητες που έπαιξαν ιδιαίτερο ρόλο στην πνευματική ζωή (με έναν αρχισυντάκτη περιοδικού όπως τον Κωστή Μεραναίο), είμαστε υποχρεωμένοι να ανατρέχουμε σε δυσπρόσιτα δημοσιεύματα εφημερίδων, σε δυσεύρετες μονογραφίες ή αγχωδώς να επικοινωνούμε με ζωντανές εγκυκλοπαίδειες όπως ορισμένοι χαρισματικοί, γενναιόδωροι λόγιοι φίλοι. Σήμερα, τα στοιχεία αυτά συγκεντρώνονται σε ένα λεξικό 2.500 σελίδων, στη σύνταξη του οποίου συμμετείχαν εκατό περίπου πανεπιστημιακοί, φιλόλογοι, ιστορικοί, συγγραφείς, θεατρολόγοι, βιβλιογράφοι και κριτικοί· και το οποίο, αρχίζοντας από τον 12ο αιώνα και φθάνοντας ώς τις μέρες μας, περιέχει γενικά και ειδικά λήμματα για τους Ελληνες δημιουργούς και τα αντιπροσωπευτικά τους έργα, για τα περιοδικά και τους εκδότες τους, για τους κριτικούς και τους μελετητές, για τα λογοτεχνικά ρεύματα και τους θεωρητικούς όρους, για τις εξωελλαδικές περιοχές όπου στο παρελθόν έδρασε το ελληνικό στοιχείο και για τις χώρες με τις οποίες οι Ελληνες λογοτέχνες ανέπτυξαν πνευματικούς δεσμούς.

Νιώθουμε τόσο μεγάλη ανακούφιση που αποκτήσαμε επιτέλους έναν πολύτιμο οδηγό πλοήγησης μέσα στον αχανή λαβύρινθο της νεοελληνικής λογοτεχνικής ζωής, ώστε οι ενστάσεις που ήδη διατυπώθηκαν, ακούγονται σαν παραφωνία ακόμα και αν αφορούν το πάντοτε ευαίσθητο ζήτημα της μεθόδου και της σχολιογραφικής οπτικής των λημμάτων. Το γεγονός, δηλαδή, ότι οι υπεύθυνοι σύνταξης του «Λεξικού» άλλαξαν από το 1988 ώς το 2007 τρεις φορές, με όσες επιπτώσεις συνεπάγονταν παρόμοιες αλλαγές, και ότι από το «Λεξικό» απουσιάζει μια συστηματική έκθεση των υποθέσεων εργασίας που ίσχυσαν κατά τη σύνταξή του, ουδόλως υποσκάπτουν την εγκυρότητα και τη χρηστικότητά του. Γιατί το έργο θα πρέπει να κριθεί γι’ αυτό που είναι: θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως μια επιβλητική βάση δεδομένων όπως εισαγωγικά τη χαρακτηρίζει ο βασικός εκ των συντελεστών του Αλέξης Ζήρας· θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως ένα εγχείρημα που σ’ ένα βαθμό προϋποθέτει την αξιολογική κρίση χωρίς όμως να αποτελεί όργανο κριτικής· θα πρέπει να ιδωθεί ως ένα εργαλείο που αν και αποσκοπεί στην πληρότητα, ύστερα από δεκαεννιά χρόνια επεξεργασίας, όφειλε να δοθεί στη δημοσιότητα έστω και με εγνωσμένες τις ατέλειές του. Διότι, στο επίπεδο ωριμότητας που έφτασε, η περαιτέρω βελτίωσή του απαιτεί την ενεργό συλλογική συμμετοχή. Το ότι σε μια τέτοιου όγκου εργασία θα υπάρχουν διαφωνίες περιεχομένου, πραγματολογικές ανακρίβειες και παραλήψεις δεν υπάρχει αμφιβολία. Τι σημασία όμως έχει; Εκείνο που μετράει είναι η απομάκρυνση του «Λεξικού» από τις παραδοσιακές κειμενοκεντρικές περί λογοτεχνίας αντιλήψεις και η ανάδειξή της ως ένα πολυσύνθετο πεδίο μέσα στο οποίο αναπτύσσουν τη δράση τους καθιερωμένες προσωπικότητες και περιφερειακές μορφές, πολυδιαβασμένα κείμενα και ξεχασμένα βιβλία, πανίσχυροι παραδοσιακοί θεσμοί και εντελώς φρέσκιες πρωτοβουλίες, ελληνικά εθνικά οράματα και ξένες θεωρητικές επεξεργασίες, υψηλές αισθητικές επιτεύξεις και χρονικογραφικές καταγραφές. Και αν σκεφτούμε ότι από τις σελίδες του «Λεξικού» απουσιάζει μια πληθώρα στοιχείων –τα στατιστικά και τα οικονομικά μεγέθη της λογοτεχνίας, οι τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές λογοτεχνικές εκπομπές, οι διασταυρώσεις ανάμεσα σε ξένα καλλιτεχνικά ρεύματα και τις νεοελληνικές τους επιτεύξεις– είναι διότι ως αποτελεσματικότατο πεδίο οσμώσεων, το έργο ανοίγει την όρεξη για ακόμα πιο πολυάριθμες λημματογραφικές καταγραφές. Το «Λεξικό Πατάκη» θα πρέπει με άλλα λόγια να αντιμετωπιστεί ως ένα εγχείρημα δυναμικά ανοικτό, ικανό να απορροφά το νέο και να αναδιευθετεί το παλαιό. Και αυτό αποτελεί, αν ερμηνεύω σωστά, την πρόθεση του εκδότη του. Τι πιο απλό, άλλωστε, όταν έχει προηγηθεί μια τόσο μεγάλη πνευματική και οικονομική επένδυση, από το άνοιγμα μιας ηλεκτρονικής διεύθυνσης με αντικείμενο τη βελτίωση του «Λεξικού» και την αναζήτηση νέων συνεργατών; Και τι στενόκαρδη μικροψυχία να ασχολούμαστε σχεδόν αποκλειστικά με τα αναπόφευκτα μειονεκτήματα και τις πραγματικές ή υποτιθέμενες ελλειμματικές του πλευρές!