ΛογοτεχνίαΣύμμεικτα


Tραχανάς στην Tραχίνα

Κώστας Γεωργουσόπουλος, εφ. Τα Νέα, 30/8/2004

Όσο πεζό και κυνικό κι αν φανεί, ο λόγος για τον οποίο τόσο σπάνια παίζεται η τραγωδία του Σοφοκλή «Tραχίνιες», είναι γιατί ο βασικός, θεμελιώδης ρόλος του έργου της Δηιάνειρας «φεύγει» από τη μέση

Σκηνή από τον χορό της παράστασης «Τραχίνιες» που παρουσιάστηκε στην Επίδαυρο σε σκηνοθεσία Βίκτωρα Αρδίττη

Το ίδιο ακριβώς (όπως και στις «Τραχίνιες») συμβαίνει και με την άλλη σοφόκλεια τραγωδία που επίσης σπάνια παίζεται, τον «Αίαντα», που και εκεί ο επώνυμος ρόλος αυτοκτονεί στη μέση του έργου. Οι πρωταγωνιστές θέλουν να κάνουν φινάλε. Ιδιαίτερα στις «Τραχίνιες», που το δεύτερο μέρος μονοπωλεί άλλος, ανδρικός ρόλος, του Ηρακλή, κάνει τις γυναίκες βεντέτες να αποφεύγουν τον ρόλο, όταν μάλιστα το έργο έχει τίτλο που παραπέμπει στον Χορό αποτελούμενο από γυναίκες της άγνωστης στο πλατύ κοινό Τραχίνας.

Ο λόγος τόσο ωμά απλός και δεν αντιλαμβάνομαι γιατί τόση φαιά ουσία να καταναλώνει ο Βίκτωρ Αρδίττης για να μας πείσει πως το έργο δεν παίζεται γιατί, λέει, είναι «σκοτεινό» και αβυσσαλέο. Σοβαρά; Πιο σκοτεινό, πιο αβυσσαλέο, πιο άγριο από τον «Οιδίποδα τύραννο» και από τη «Μήδεια», τις δύο πιο συχνά παρουσιαζόμενες διεθνώς τραγωδίες; Πιο «σκοτεινό», πιο άγριο, πιο δυσπρόσιτο από τις δημοφιλέστατες «Βάκχες»;

Μια άλλη τραγωδία που παίζεται επίσης σπανιότερα για τους ίδιους λόγους που εξέθεσα παραπάνω (εξωδραματικούς δηλαδή και αρκούντως βεντετικούς) είναι ο «Ιππόλυτος». Δράμα επίσης σκοτεινό και αβυσσαλέο, που μάλιστα μοιάζει σκανδαλωδώς δομικά με τις «Τραχίνιες», όχι μόνο γιατί ο γυναικείος ρόλος αυτοκτονεί στη μέση του δράματος, ούτε γιατί το δεύτερο μέρος επίσης μονοπωλείται από ανδρικό πρωταγωνιστικό ρόλο, αλλά γιατί η γυναίκα (Φαίδρα) πεθαίνοντας από ερωτικό πανικό στήνει εν γνώσει της παγίδα-απάτη που οδηγεί στον θάνατο (επώδυνο, που κατασπαράσσει και κομματιάζει το ερωτικό σώμα του «προδότη») τον άνδρα, όπως στις «Τραχίνιες» η Δηιάνειρα (αυτή που αλώνει, καταστρέφει τους άνδρες) αυτοκτονεί από ερωτικό πανικό και στήνει εν αγνοία της αυτή παγίδα-απάτη, που οδηγεί στον θάνατο τον προδότη τού έρωτα Ηρακλή. Γιατί είναι λιγότερο σκοτεινή και αβυσσαλέα σε πάθη η τραγωδία του Ευριπίδη;

Στο πρόγραμμα της παράστασης του ΚΘΒΕ που θα πρέπει να επιμελήθηκε η Ελένη Παπάζογλου, συμμεταφράστρια της τραγωδίας και δραματουργική σύμβουλος, καθηγήτρια στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, περισσεύουν οι δομικές αναλύσεις του έργου, αφού γίνεται ακόμη και σύγκριση Σούπερμαν και Ηρακλή από ξένο καθηγητή. Αναλύονται από μελέτες ξένων ερευνητών σ' ένα συμπίλημα φοιτητριών της Σχολής ο τόπος, τα ήθη, τα πρόσωπα και οι προεκτάσεις τους, αλλά αγνοείται περιέργως το πλέον ιδιοφυές και σαφέστατο αφού αναφέρεται εμμόνως εύρημα και ως εκ τούτου ερμηνευτικό κλειδί της τραγωδίας.

Πρόκειται για το ταξίδι, την περιοδεία του δηλητηρίου από το θύμα στον θύτη. Ο Σοφοκλής στον Αίαντα έχει ξαναχρησιμοποιήσει ένα ανάλογο σύμβολο-μοιραίο κλειδί. Ο Αίαντας και ο Έκτωρ αντάλλαξαν κάποτε στη μάχη ζώνη και ξίφος. Με τη ζώνη του Αίαντα ο Αχιλλέας διαπόμπευσε το νεκρό σώμα του Έκτορα και με το σπαθί του Έκτορα ο Αίας αυτοκτονεί. Στις «Τραχίνιες», ο Ηρακλής σκοτώνοντας τη Λερναία Ύδρα βάφει τα βέλη του με το θανατηφόρο δηλητήριο του τέρατος. Τα βέλη του Ηρακλή θανατώνουν τον ασελγή Κένταυρο Νέσσο που τόλμησε να προσβάλει ερωτικά τη Δηιάνειρα στον ποταμό Εύηνο που έκανε τον περαματάρη.

Ο Νέσσος συμβουλεύει τη Δηιάνειρα να μαζέψει το αίμα του και να το φυλάξει ως φίλτρο ερωτικό, όταν κινδυνεύσει να χάσει την ερωτική εύνοια του συζύγου της. Όταν ο Ηρακλής τυφλός από ερωτικό πάθος πορθεί μια ολόκληρη πόλη για να βιάσει μια νεαρή παρθένα την οποία στέλνει ως ερωτική σύντροφο σπίτι του (!), η Δηιάνειρα μέσα σ' ένα ερωτικό πανικό εγκατάλειψης βάφει με το αίμα του Νέσσου έναν χιτώνα, τον στέλνει στον Ηρακλή που θυσιάζει και ο δηλητηριασμένος χιτώνας κολλάει στο σώμα τού ήρωα και του αποσπά με τρομερούς πόνους τις σάρκες από τα κόκαλα. H Δηιάνειρα αυτοκτονεί και ο Ηρακλής εκλιπαρεί ευθανασία. Έτσι, η Λερναία Ύδρα, το θύμα, έγινε ο δολοφόνος του θύτη! Το δεύτερο τυπικό σοφόκλειο στοιχείο είναι η παρανάγνωση των χρησμών, όπως ακριβώς γίνεται στον «Οιδίποδα».

Άρα οι «Τραχίνιες» είναι μια σκοτεινή, αβυσσαλέα τραγωδία όπως κάθε τραγωδία από τη «σατιρική» «Άλκηστιν» (άλλη ηρωίδα που πεθαίνει στη μέση και η τραγωδία παίζεται σπάνια) έως τον «Ηρακλή μαινόμενο» και τον ειρωνικό «Ίωνα».

H κατάρα κι ο στοχασμός

H Ανέζα Παπαδοπούλου ως Δηιάνειρα

Ο Βίκτωρ Αρδίττης στο σημείωμά του στο πρόγραμμα θεωρεί κατάρα το γεγονός, λέει, που έως τώρα που εμφανίστηκε αυτός ώριμος μεσήλιξ στις τραγικές ορχήστρες, οι σκηνοθέτες «έχοντας κατά νου τις δυσκολίες του είδους χάνανε την ιδιαιτερότητα των έργων». H παράστασή του απέδειξε πως μεγαλύτερη κατάρα είναι, έχοντας με τον νου να βρεις με το ζόρι ιδιαιτερότητες στα έργα, να ξεχνάς τις δυσκολίες του είδους.

Δεν ξέρω πόσο στοχασμό ξόδεψε το επιτελείο του Αρδίττη ψάχνοντας να θεμελιώσει την κοινόχρηστη και αυτονόητη σ' όλο το τραγικό είδος σκοτεινότητα των «Τραχινίων», αλλά ψάξε-ψάξε ο σκηνοθέτης έχασε τον θίασο και οι ηθοποιοί έτρεχαν ο καθένας να σώσει τον εαυτό του. H Ανέζα Παπαδοπούλου (Δηιάνειρα) επιστράτευσε όλους τους σπασμούς, τις μούτες, τα τρεκλίσματα, τα φαλτσέτα και τη «σεξουαλικότητα» της σχολής LA ΜΑΜΑ όπου έχει θητεύσει, για να παρουσιάσει μια μεταμοντέρνα εκδοχή του ρόλου που θύμιζε Μαφάλντα και Γενοβέφα, αλλά και την καρτούν Κρουέλα.

Ο Ακύλας Καραζήσης (Ηρακλής) εζήλωσε τον θρίαμβο του Χατζησάββα στις «Βάκχες» του Λάνγκχοφ και μπουσούλησε, σκαρφάλωσε, κυλίστηκε, έκανε βαρελάκια στην τύρφη με την οποία ο Ζαρίφης είχε «επενδύσει» την ορχήστρα. Κι ας λέει το κείμενο πως πονά και με το να τον αγγίξει κανείς και αρνείται να τον μετακινήσει ο γιος του, αφού ξεκολλάνε τα κρέατά του, αυτός παλεύει δίκην ελληνορωμαϊκής πάλης με τον γιο του και του εφαρμόζει και κεφαλοκλείδωμα!

Το κλου της παράστασης, ο Λίχας του Τσορτέκη. Ο γέρος υπηρέτης που σέβεται την κυρά του, τη λυπάται και της λέει ψέματα για να μην τη δει να καταρρέει, παίχτηκε ως νταλικέρης ζόρικος, μαγκίτης και σουρουκλεμές. Κρίμα στο παλικάρι!

Ο Περλέγκας (Ύλλος) έχει προσόντα, ορμή και καλή τεχνική για το είδος. Θα τον χαρούμε σε ευτυχέστερες παραστάσεις.

Ο Χορός ερχόταν από άλλη τέχνη: Από το Χορόδραμα. Ερήμην του κειμένου, ερήμην του λυρικού ήθους του ποιητή, ο Κωνσταντίνος Ρήγος έχοντας στη διάθεσή του μια εκπληκτική ομάδα ευάγωγων κινησιολογικά και φωνητικά γυναικών χορογράφησε πάνω στην πρωτότυπη και άσχετη με το περιεχόμενο των στίχων μουσική του Βόμβολου, ένα έξοχο θέαμα-ακρόαμα που μπορεί κάλλιστα να το αποσπάσει από την παράσταση, να το παρουσιάσει αυτόνομα και αυτοδύναμα και από κανέναν δεν θα λείψει ούτε θα πάρει χαμπάρι πως λείπει η τραγωδία του Σοφοκλή.

Να θυμάται όμως διά βίου τη γενναιοδωρία του Αρδίττη που, στην πρώτη του σκηνοθεσία στην τραγωδία και μέσα στην Επίδαυρο, εξαφανίστηκε, έπαθε ολική έκλειψη για να του δώσει την ευκαιρία να κυριαρχήσει.

Κρίμα πάντως και στην ενδιαφέρουσα μετάφραση των K. Βαλάκα - E. Παπάζογλου, πάνω στα μεταφραστικά χνάρια του Χειμωνά, που στα χορικά πνίχτηκε και στα επεισόδια στραμπουλίχτηκε.