ΛογοτεχνίαΣύμμεικτα


Στην εποχή της κρίσης όλοι ακόμα κάνουν θέατρο

Γιώτα Συκκά, εφ. Καθημερινή, 18/4/2010

Ποιο κοινό στηρίζει τις 180 σκηνές που φιλοξενούν πάνω από 400 παραγωγές

Το ελληνικό θέατρο σε ύφεση με 400 και πλέον παραστάσεις! Σε μια σεζόν που αντέχει ώς τις αρχές Ιουνίου. Με μικρές, μέτριες και μεγάλες, σκηνές, που έχουν άπειρα προβλήματα λειτουργίας και κανέναν έλεγχο από τις αρμόδιες αρχές, και πολλαπλασιάζονται ανησυχητικά και ακατάλληλα δίνοντας ελπίδες στους 600 νέους ηθοποιούς που βγαίνουν κάθε χρόνο από τις σχολές. Σκηνές πολυρεπερτορίου στο μοντέλο του «Αμόρε» που άνοιξε τον δρόμο τη δεκαετία του '90 με την κεντρική σκηνή και τον εξώστη, που διατήρησαν και στήριξαν τα όνειρα νέων ηθοποιών, σκηνοθετών, σκηνογράφων, συγγραφέων, πριν ξεκινήσει το χάος των μικροχώρων: εγκαταλελειμμένες αποθήκες, μοδάτα ή ξεπεσμένα μπαρ, συνεργεία αυτοκινήτων, υπόγεια... τουαλέτες, ξύπνησαν το ενδιαφέρον του κοινού, λαίμαργου στις περισσότερες περιπτώσεις για οτιδήποτε καινούργιο και διαφορετικό και ας μην είναι πάντα ουσιαστικό. Πολυδύναμα κέντρα με φυσιογνωμία ή όχι, τα οποία πασχίζουν με μεγάλο αριθμό παραγωγών, συμπαραγωγών, φιλοξενούμενων ή ενοικιαστών να δημιουργήσουν ένα καλλιτεχνικό προφίλ που θα δικαιολογεί την πολυπόθητη επιχορήγηση αλλά και την εμπορική κίνηση. Σε άλλους χώρους πιο οικονομικούς, νέα παιδιά με λίγα χρόνια στον επαγγελματικό στίβο και πολλά εφόδια, δοκιμάζουν τις δικές τους αντοχές για δεύτερη, τρίτη ή τέταρτη χρονιά χωρίς αμοιβή γι' αυτό που κάνουν, αλλά με το χέρι στην τσέπη για τα έξοδα που οφείλουν να πληρώσουν κάνοντας το όνειρό τους ή την ψυχοθεραπεία τους.

Στην εποχή της κρίσης στην Αθήνα όλοι κάνουν θέατρο. Μια απειλητική περίοδος για τους περισσότερους Eλληνες, γόνιμη καλλιτεχνικά για κάποιους άλλους που δεν πτοούνται από κρίσεις και επιτίθενται με καινούργιες παραγωγές σε κάθε ελεύθερο τετραγωνικό στην πόλη.

Το προφίλ των θεατών

Υπάρχει κοινό για όλους αυτούς κάθε σεζόν; Καινούργιες παραστάσεις, επαναλήψεις, σε 180 σκηνές που φιλοξενούν περισσότερες από 400 παραγωγές τον χρόνο; Με νούμερα που αυξομειώνονται γιατί κανείς δεν γνωρίζει ακριβώς τον αριθμό τους. Τελικά, ποιοι στηρίζουν το ελληνικό θέατρο; Κι αυτό ανθεί πραγματικά ή βρίσκεται σε κρίση; Μια ενδιαφέρουσα έρευνα του ΕΚΕΘΕΧ με θέμα «Το θέατρο, ο Χορός και το κοινό τους» που υλοποιήθηκε από το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών υπό τη διεύθυνση του καθηγητή Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης Νίκου Παναγιωτόπουλου και θα παρουσιαστεί σε λίγο καιρό, δείχνει πως η καταγωγή και η εκπαίδευση του κοινού είναι καθοριστικοί παράγοντες.

Οπως τονίζει ο ίδιος στο ερώτημα ποιοι παράγοντες προσδιορίζουν ή διευκολύνουν την επίσκεψη στις θεατρικές παραστάσεις: «Το κεφάλαιο πάει στο κεφάλαιο». Υπάρχει όπως λέει έντονη συσχέτιση μεταξύ επίσκεψης στις θεατρικές παραστάσεις και σχολικού κεφαλαίου (που υπολογίστηκε με βάση τα κατεχόμενα διπλώματα των θεατών), και κοινωνικής καταγωγής (που προσδιορίστηκε με βάση το επάγγελμα και το εκπαιδευτικό επίπεδο γονέων και γονέων των γονέων των θεατών). Επίσης ειδική συμβολή της κοινωνικής καταγωγής καθώς με βάση το ίδιο σχολικό κεφάλαιο, το ίδιο δίπλωμα, το βάρος της κοινωνικής καταγωγής στο σύστημα των επεξηγηματικών παραγόντων της επίσκεψης στις θεατρικές παραστάσεις τείνει να αυξάνει όσο απομακρυνόμαστε από τα σχολικά νομιμότερα θεατρικά είδη.

Κοινωνικές ομάδες

Το συμπεράσματα που προκύπτουν είναι πως: «Τα θεατρικά έργα εξακολουθούν να επιλέγουν με κοινωνικά κριτήρια το κοινό τους, κι αυτό συμβαίνει γιατί οι σιωπηλές συνθήκες πρόσβασης σε αυτά, δηλαδή η πρόωρη επαφή με αυτά (συνδεδεμένη με την υψηλή κοινωνική καταγωγή), καθώς και η σχολική εκπαίδευση, παραμένουν ακόμα άνισα κατανεμημένες μεταξύ των κοινωνικών ομάδων. Ειδικότερα, αυτό που εμφανίζεται ως άνισα κατανεμημένο μεταξύ των κοινωνικών ομάδων δεν είναι τα ίδια τα έργα αλλά η τάση, η ροπή, η «ανάγκη», η διάθεση που έχει κάποιος για να τα καταναλώσει, η διάθεση, δηλαδή που γεννά την «πολιτιστική ανάγκη», και η οποία δεν είναι τίποτα άλλα παρά προϊόν εκπαίδευσης, αποτέλεσμα «καλλιέργειας». Το θεατρικό έργο, ως έργο τέχνης, αναγνωρίζεται ως συμβολικό αγαθό μόνο από όσους κατέχουν τα μέσα να το ιδιοποιηθούν».

Η πρόσβαση στα θεατρικά και χορευτικά έργα είναι πρακτική των καλλιεργημένων ομάδων της χώρας. Η επίσκεψη στο θέατρο και ακόμη περισσότερο στον χορό συνδέεται με την εκπαίδευση του ατόμου και την καταγωγή του. Οταν δύο άτομα έχουν το ίδιο σχολικό κεφάλαιο διαπιστώνουμε πως αυτός που ο πατέρας του έχει ανεπτυγμένη μόρφωση και εκπαίδευση και οι παππούδες επίσης, καταναλώνει περισσότερα πρωτοποριακά και πειραματικά έργα. Και προτιμά ανάλογους σκηνοθέτες.

Η καταγωγή καθορίζει την επισκεψιμότητα; «Το να καταναλώνουμε πολιτισμό, εν προκειμένω το θέατρο, δεν είναι καθόλου φυσική ανάγκη, αλλά πολιτισμική ανάγκη κοινωνικά καθορισμένη. Αρα αν θες να κάνεις πολιτική πρέπει να δράσεις πάνω στους όρους παραγωγής αυτής της ανάγκης. Να δεις και τον ρόλο και των θεσμικών φορέων, του κράτους και της εκπαίδευσης».

Ταυτότητα έρευνας

Η έρευνα του ΕΚΕΘΕΧ με θέμα «Το Θέατρο, ο Χορός και το κοινό τους» υλοποιήθηκε από το ΕΚΚΕ, υπό τη διεύθυνση του καθηγητή Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης Νίκου Παναγιωτόπουλου. Η ποσοτική έρευνα του κοινού του Θεάτρου πραγματοποιήθηκε σε 60 διαφορετικούς θεατρικούς χώρους και σε 79 διαφορετικές θεατρικές παραστάσεις με τη συμμετοχή 862 θεατών, το διάστημα μεταξύ Δεκεμβρίου 2008 - Ιουλίου 2009. Προηγήθηκε η διεξαγωγή πιλοτικής έρευνας στο διάστημα 16-24 Νοεμβρίου 2008, σε 9 θεατρικούς χώρους και σε 11 διαφορετικές παραστάσεις.

Κυριαρχεί η γυναικεία παρουσία

Γυναίκες παντού. Η υπερεκπροσώπηση της γυναίκας αγγίζει το ποσοστό του 70%. Ειδικά στον χορό. Οσο πιο πολιτικό όμως είναι ένα έργο τόσο περισσότεροι άνδρες βρίσκονται στην αίθουσα. Οπως προκύπτει από την έρευνα, η αναλογία των ανδρών είναι σχετικά υψηλότερη (34,2%) στην ανώτερη κοινωνικοεπαγγελματική κατηγορία των θεατών του θεάτρου. Η υψηλότερη γυναικεία εκπροσώπηση παρατηρείται στις ολιγοπληθείς ομάδες των αποφοίτων υποχρεωτικής εκπαίδευσης. Στις άλλες τρεις ομάδες (δευτεροβάθμιας, πανεπιστημιακής και μεταπτυχιακής εκπαίδευσης) δεν παρατηρούνται έντονες διαφοροποιήσεις. «Συνοπτικά, όλα δείχνουν πως στο εσωτερικό της κατανομής του κοινού και των δύο πληθυσμών αναπαράγονται οι ιεραρχίες του έμφυλου και κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας».

Η μέση ηλικία των θεατών είναι 39,6 χρόνια. Η ηλικιακή κατηγορία 31-40 αποτελεί σχεδόν το 1/4 του δείγματος και η κατηγορία 19-25 ετών άλλο 1/4. Το νεανικό κοινό είναι ισχυρό αλλά είναι λάθος να πούμε ότι αποτελεί μια μεγάλη μερίδα του κοινού αφού πίσω από την ηλικία κρύβεται η εκπαίδευση, εξηγεί ο κ. Παναγιωτόπουλος.

Εθνική πολιτική

Η έρευνα αποκαλύπτει πολλές ακόμη πτυχές της φυσιογνωμίας των θεατών και τα συμπεράσματά της μαζί με τη χαρτογράφηση του χώρου θεατρικού και χορευτικού, σε επίπεδο ομάδων και σκηνών, θα αξιοποιηθούν στην άρθρωση μιας νέας εθνικής πολιτικής για το θέατρο και τον χορό. Αυτό που σχεδιάζει το ΕΚΕΘΕΧ, όσο τα μέλη του αγωνιούν για την τύχη του θεσμού, σε μια περίοδο που το κράτος έχει αποφασίσει να αποσυρθεί από τομείς που είχε την ευθύνη για τη λειτουργία τους. «Αν δεν αποφασίσει ότι θα διασφαλίσει την παραγωγή λόγιων καταναλωτών είναι σίγουρο ότι σε 10 -15 χρόνια θα υπάρχουν άνθρωποι και τομείς του θεάτρου που θα ψάχνουν κοινό».

Πληβειακές επαγγελματικές συνήθειες

Η ιστορία του θεάτρου από τη μεταπολίτευση έως σήμερα χαρακτηρίζεται όπως λέει ο Βασίλης Παπαβασιλείου, σκηνοθέτης και αντιπρόεδρος του ΕΚΕΘΕΧ, από τα: θεσμοθέτηση των επιχορηγήσεων, κατάργηση της άδειας ασκήσεως επαγγέλματος ηθοποιού, ίδρυση των ΔΗΠΕΘΕ, αλλαγή του θεσμικού πλαισίου των κρατικών σκηνών, ενταφιασμό της πρωτοβουλίας για τη δημιουργία συνθηκών αναβάθμισης της θεατρικής εκπαίδευσης, εισβολή της ιδιωτικής τηλεόρασης που εκλαΐκευσε την εικόνα του ηθοποιού και τη συνέδεσε με την εύκολη αναγνωρισιμότητα και τη φαντασίωση της δυνατότητας οικονομικών αλλαγών. Η δεκαετία του ’90 χαρακτηρίζεται από τη δράση του «Αμόρε» -μια εστία θεάτρου συνόλου-, την επιλογή του Θ. Μικρούτσικου το 1995 να διαχωρίσει τους επιχορηγούμενους θιάσους, να τους εντάξει σε ένα καθεστώς διετούς και τριετούς προγραμματισμού και να τους διπλασιάσει την επιχορήγηση θέλοντας ατύπως να φτιάξει ένα δεύτερο πόλο θεάτρου του δημοσίου συμφέροντος απέναντι στο Εθνικό της Αθήνας.

«Την τρέχουσα δεκαετία που τελειώνει, έχουμε την κορύφωση μιας διαδικασίας συγκέντρωσης σε ό,τι αφορά την παραγωγή και επίταση του φαινομένου της δημιουργίας νεανικών ομάδων οι οποίες σε σχέση με αυτό που γινόταν πριν από 10 - 15 χρόνια χαρακτηρίζονται από κάποια πράγματα πολύ ενδιαφέροντα. Αυτοί οι άνθρωποι συνθέτουν έναν πληβειακό χώρο, ο οποίος έχει αποδεχτεί ότι δεν ανήκει στην εγχρήματο οικονομία. Είναι αυτά τα παιδιά που κατεβαίνουν στον στίβο ξέροντας πως όταν φτιάξουν μια ομάδα και ξεκινήσουν μια δουλειά δεν δικαιούνται να προσβλέπουν σε αμοιβή της εργασίας. Καταθέτουν χρόνο, μόχθο, βρίσκονται μεταξύ τους με συνέπεια, αποδεχόμενοι ότι το νόμισμα στο οποίο θα αμειφθούν δεν είναι το ευρώ, αλλά ένα άλλο που έχει να κάνει με την αλληλεγγύη, τα συναισθήματα, τον συμμερισμό των συγκινήσεων. Αυτό καθαυτό το φαινόμενο μπορεί από μια άποψη να ορίζει ένα είδος αποεπαγγελματοποίησης (με όρους τυπικούς) του θεάτρου, πολιτισμικά όμως η παρουσία αυτών των σχημάτων είναι ένα παρήγορο σημάδι γενικότερα για την κοινωνία μας. Με την έννοια ότι αν αυτοί μπορούν να αναγνωρίζουν ότι υπάρχει μια αξία ή ένας χώρος δίπλα στο χρήμα, μας δίνει ένα παράδειγμα ανάδειξης της ζωής χωρίς χρήμα. Αυτό είναι ένα μάθημα για την ελληνική κοινωνία».

Είναι όλα αυτά που πρέπει να εξετάσει το ΥΠΠΟΤ μαζί με το ΕΚΕΘΕΧ για να οδηγηθούν σε μια εθνική πολιτική. Να δουν πώς διαμορφώνεται το θεατρικό τοπίο σε συνάρτηση με τον εκπαιδευτικό παράγοντα. Να επανεξετάσουν ξεπερασμένες αντιλήψεις, οικονομικά συμφέροντα, να εξηγήσουν πώς γίνεται μια χώρα σαν την Ελλάδα να έχει τέτοια πρωτιά (600 ηθοποιοί τον χρόνο), αλλά και αντοχές που να επιτρέπουν τόσες σκηνές και τόσες παραγωγές.