ΛογοτεχνίαΣύμμεικτα


Βασίλης Λογοθετίδης: Ο καθρέφτης των μικροαστικών ηθών

Κώστας Γεωργουσόπουλος, εφ. Τα Νέα, 24/12/1999

Ο Βασίλης Λογοθετίδης σφράγισε με την παρουσία του τη νεοελληνική θεατρική σκηνή για σαράντα συνεχή έτη (1919-1960) και με την υποκριτική του κατάθεση αποτύπωσε ένα σκηνικό ύφος και ήθος χρήσιμο όχι μόνο στην ιστορία της ελληνικής θεατρικής τέχνης, όχι μόνο στη στενότερη ιστορία της κωμικής τέχνης, αλλά στην κοινωνιολογική προσέγγιση των αστικών μας ηθών και στην εκτίμηση του κώδικα των συμπεριφορών μας.

Ο Λογοθετίδης γεννήθηκε το 1898 στο Μυριόφυτο της Ανατολικής Θράκης, αλλά από νήπιο εγκαταστάθηκε με τους γονείς του στην Κωνσταντινούπολη. Σπούδασε και αποφοίτησε από το περίφημο Ζωγράφειο Γυμνάσιο της Πόλης (1915). Η πολίτικη καταγωγή του και η πολίτικη κουλτούρα του, κοινή με πολλών σημαντικών πνευματικών ανθρώπων που σημάδεψαν αργότερα την «επαρχιώτικη» ελληνική πρωτεύουσα, με την ευγένεια των τρόπων, την ευρωπαϊκή κατάρτιση και την ανατολίτικη μακροθυμία και ανεκτικότητα, τον χαρακτήριζαν έως το τέλος της ζωής του.

’νθρωπος με χαμηλό προφίλ, χαριτωμένος, με βαθιά ανθρωπιστική μόρφωση αλλά και με συντηρητικά ήθη, μετρημένος και συγκρατημένος στις πολιτικές του πεποιθήσεις, συναισθηματικά κλειστός, ερωτικά κρυψίνους, χωρίς έντονη κοινωνική ή κοσμική ζωή, αλλά με ενεργό δράση στα καλλιτεχνικά πράγματα, αφού πρωτοστατούσε και προήδρευε σε σωματεία του θιασαρχικού κλάδου, συμμετείχε στις ζυμώσεις για τα οικονομικά του θεάτρου, φίλος του Κωνσταντίνου Καραμανλή, όπως και άλλοι θεατράνθρωποι της γενιάς του, βοήθησε τον τότε πρωθυπουργό να κατανοήσει την οικονομική κρίση του θεάτρου και τον ώθησε στη δημιουργία του θεσμού των εργασιακών εισιτηρίων και τη σταδιακή μείωση του φόρου δημόσιων θεαμάτων. Ο Λογοθετίδης, εξάλλου, υπήρξε ο πρώτος πρόεδρος του Ελληνικού Κέντρου του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου.

Ως βέρος Πολίτης μιλούσε θαυμάσια γαλλικά, αλλά τα τελευταία χρόνια της ζωής του τον είλκυσε η θεατρική Αμερική και συχνά το θέρος επισκεπτόταν τη μεγάλη υπερατλαντική χώρα και ενημερωνόταν καλλιτεχνικά από την κίνηση του Μπροντγουαίη. Πολλές φορές μάλιστα παρουσίασε με τον θίασό του νεοελληνικά έργα του ρεπερτορίου του στους ομογενείς της Β. Αμερικής.

Η πρώτη του εμφάνιση στο θέατρο έγινε στην Κωνσταντινούπολη το 1915 σε ερασιτεχνική παράσταση. Γνωρίζουμε σήμερα, χάρη και στις πολύτιμες έρευνες της Χρυσ. Βασιλάκου, πως η Πόλη είχε μια έντονη θεατρική δράση. Κοσμοπολίτικη πρωτεύουσα, με το ένα πόδι στην Ανατολή και το άλλο στη Δύση, «έβλεπε» θέατρο κυρίως γαλλικό (η γλώσσα των διανοουμένων της Τουρκίας αλλά και των Ελλήνων, των Αρμενίων, των Εβραίων πριν από τον γερμανισμό των νεοτούρκων και του Κεμάλ ήταν η γαλλική) αλλά και ελληνικό, αφού η Πόλη ήταν μαζί με την Αλεξάνδρεια και τη Σμύρνη οι καλύτερες «πιάτσες», κατά τις χειμερινές περιοδείες των ελληνικών θιάσων. Ο Ταβουλάρης, ο Παντόπουλος, ο Δημήτριος Κοτοπούλης, η Μαρίκα, η Κυβέλη, η Παρασκευοπούλου, ακόμη και ο Χρηστομάνος επισκέπτονταν υποχρεωτικά τον Ελληνισμό της Πόλης, αλλά είχαν και πολυεθνικό κοινό.

Ο Λογοθετίδης ανδρώθηκε σε μία από τις πλέον εύφορες περιόδους αυτής της θεατρικής άνοιξης. Από την ερασιτεχνική εκείνη πρώτη του εμφάνιση έγινε γνωστός και ωθήθηκε, χωρίς περιστροφές ή εμπόδια, προς το επαγγελματικό θέατρο.

«Ένα ήρωας με παντούφλες»

Εγκαθίσταται στην Αθήνα το 1918 και την άλλη χρονιά, μόλις 22 ετών, εντάσσεται ως ηθοποιός στον θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη. Είναι η εποχή που η Μαρίκα συγκροτεί με σοβαρά κριτήρια και υψηλό επαγγελματικό ήθος τον θίασό της. Έχοντας δίπλα της συχνά τον Βεάκη, τον Παντελή Χορν, τον Μελά, τον Ξενόπουλο, σκηνοθέτη τον δάσκαλό της από το Βασιλικόν Θωμά Οικονόμου, γύρω της αυτά τα χρόνια επωάζει τις πλέον σημαντικές προσωπικότητες που έμελλε να δημιουργήσουν τη μεσοπολεμική και μεταπολεμική μας θεατρική ιστορία· Κατίνα Παξινού, Αλέξης Μινωτής, Δημήτρης Ροντήρης, Ελένη Χαλκούση.

Μέσα σ' αυτό το πνευματικό θεατρικό κλίμα ο Λογοθετίδης αναπτύσσει το τάλαντό του. Κατ' αρχάς δεν ειδικεύεται σε κωμικούς ρόλους. Τον βρίσκουμε στις διανομές να παίζει ποικίλα πρόσωπα, ακόμη και τραγικά. Πάντως, με την πάροδο του χρόνου, το άσφαλτο ένστικτο της Μαρίκας διακρίνει την κωμική στόφα του μικροκαμωμένου αυτού ηθοποιού. Διακρίνει πως το εύπλαστο πρόσωπό του, η κατασκευή της μύτης του, οι χειρονομίες του και οι σκηνικές του αντιδράσεις απηχούσαν μια γελοιογραφική αποτύπωση της ζωής και των κοινωνικών συμπεριφορών.

Λογοθετίδης - Λυβικού - Στεφανίδου στη γενική δοκιμή του έργου «Το πούλμαν από το Τέξας»

Από το 1919 έως το 1935 είναι αφοσιωμένος εταίρος του θιάσου της Κοτοπούλη. Αν πρέπει κανείς να σταματήσει σε κάποιες προσωπικές επιτεύξεις που κύρωσαν το ταλέντο του και τον κατέστησαν κυριαρχούσα μορφή στον χώρο της κωμωδίας, πλάι στους ευδοκιμούντες τότε κωμικούς, τον Λεπενιώτη, τον Μαμία, τον Νέζερ και τον σημαντικότατο αντίπαλό του, τον Βασίλη Αργυρόπουλο, θα θυμίσουμε τον Πεισθέταιρο των «Ορνίθων» του Αριστοφάνη και τις σαιξπηρικές του δάφνες με το «Όπως αγαπάτε» ή ακόμη τον μοντερνικό του θρίαμβο, όταν έπαιξε την «Πιο χαρούμενη ώρα» του Σαρόγιαν.

Στην καθαρή όμως σύγχρονη κωμωδία διέπρεψε, όταν έπαιξε τον αριστουργηματικό «Δόκτορα Κνοκ» στην ομώνυμη σάτιρα για την ιατρική του Ζυλ Ρομαίν.

Στο έργο αυτό του δόθηκε η ευκαιρία να ξεδιπλώσει τα φαρσικά του προσόντα, τον καταιγιστικό ρυθμό και την απότομη αλλαγή συναισθηματικών καταστάσεων, αλλά όλα αυτά ενταγμένα μέσα στο ύφος της κωμωδίας ηθών.

Στην ανελέητη σάτιρα του Ρομαίν ο Λογοθετίδης, οιστρηλατούμενος από έναν δαιμονιώδη, σχεδόν παράφρονα χαρακτήρα, έδειξε πως το κωμικό είναι η άλλη πλευρά του τραγικού, έδειξε πως το μεγάλο γνήσιο χιούμορ έχει να κάνει με τη μελαγχολία και συχνά την κατάθλιψη, αφού είναι κυρίως η ασπίδα που μας προστατεύει από το άλμα στον γκρεμνό της τρέλας. Το 1935, για έναν χρόνο, ο Λογοθετίδης συνεργάστηκε με τον Κώστα Μουσούρη και την Αλίκη και αμέσως μετά επέστρεψε στην Κοτοπούλη ως καλλιτεχνικός διευθυντής του θιάσου, έως την τελική του αποχώρηση, το 1946, όταν συνεργάστηκε με την Κατερίνα.

«Ένα βότσαλο στη λίμνη»

Από το 1947 έως τον πρόωρο θάνατό του, το 1960, συγκροτούσε προσωπικούς θιάσους χειμώνα καλοκαίρι ρίχνοντας το κύριο βάρος του ρεπερτορίου στο σύγχρονο ελληνικό έργο. Είναι αυτός που για μία περίπου δεκαετία έπαιξε τα σημαντικότερα έργα του Ψαθά, του Ρούσσου, του Τζαβέλλα, του Φωτιάδη, του Καγιά, του Σπ. Μελά (τις τελευταίες κωμωδίες) και κυρίως και κατ' εξακολούθηση τις φαρσοκωμωδίες των Σακελλάριου - Γιαννακόπουλου.

Θυμίζω μερικές από τις πλέον σημαντικές και για τη συμβολή τους στη συγκρότηση του κόρπους της νεοελληνικής κωμωδίας, επιτυχίες του: «Οι Γερμανοί ξανάρχονται», «Ένας ήρωας με παντούφλες», «Δεσποινίς ετών 39», «Ένα βότσαλο στη λίμνη», «Οι δικοί μας άνθρωποι», «Ο θάνατός σου η ζωή μου», «Προς Θεού μεταξύ μας», «Ένας βλάκας και μισός» του Ψαθά, «Η γυνή να φοβήται τον άνδρα» του Τζαβέλλα.

Κατά καιρούς επέστρεφε και στην κλασική ξένη φάρσα. Έτσι, π.χ., το 1954 έπαιξε με κύρος και δαιμόνιο ρυθμό «Το κορόιδο» του Φεντώ, αυτή την έξυπνη φάρσα που μετονόμασε φέτος ο Πλωρίτης «Κούκου».

Οι περισσότερες κωμωδίες που έπαιξε ο Λογοθετίδης μεταφέρθηκαν σχεδόν αυτούσιες στον κινηματογράφο και ουσιαστικά κάλυψαν την έλλειψη θεατρικής αποκέντρωσης. Έτσι, ό,τι έβλεπαν οι Αθηναίοι τον χειμώνα, γυριζόταν ταινία το καλοκαίρι (πολλές φορές στα στούντιο του Καΐρου, όπου ο θίασος έπαιζε για τους ομογενείς της Αλεξάνδρειας) και το έβλεπε στην οθόνη όλη η Ελλάδα τον άλλο χειμώνα.

«Ευτυχώς τρελλάθηκα»

Όσοι δεν είχαν τη χαρά, την απόλαυση να δουν τον Λογοθετίδη στη σκηνή, μπορούν τώρα να μελετήσουν την τέχνη του στις πολύτιμες, τουλάχιστον για την έρευνα, πρόχειρες τεχνικά αλλά επαρκείς, κινηματογραφικές του ερμηνείες.

Η μεταπολεμική καριέρα του Λογοθετίδη, που ταυτίζεται με τη στροφή του στο νεοελληνικό δραματολόγιο, προσγράφεται με ευγνωμοσύνη στις σελίδες του θεάτρου μας. Η φαρσοκωμωδία για πολλά χρόνια είχε συκοφαντηθεί από τη σοβαροφανή κριτική μας, ως κατώτερο είδος. Αν όμως, όπως συχνά έχω υποστηρίξει, μετρήσει κανείς τις μεταπολεμικές πολιτικές μας συνθήκες, τους διωγμούς, τη λογοκρισία και τα σεμνότυφα ήθη, θα διαπιστώσει πως οι συγγραφείς της περιόδου 1946- 1957 (χρονιά της «Αυλής των θαυμάτων») προσπαθούσαν να βρουν τρόπους διεξόδου από τα τείχη και τις απαγορεύσεις.

Ο Λογοθετίδης κατόρθωσε να τους εμπνεύσει και εφεύραν ένα υβρίδιο, τη φαρσοκωμωδία, ένα ενδιαφέρον θεατρικό τερατίδιο, όπου η κωμωδία ηθών διατυπωνόταν με τους μηχανισμούς της φάρσας και τους καταιγιστικούς της ρυθμούς.

Με την Ίλια Λιβυκού στο λαμπερό χορό των θεατρικών συγγραφέων στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετάνια»

Ο Λογοθετίδης, με συγκροτημένο πλέον τον υποκριτικό του κώδικα, ερμήνευσε έναν κυρίως κοινωνικό τύπο, τον Έλληνα μικροαστό. Με τον αυτοσχεδιαστικό οίστρο, με το απαράμιλλο μέτρο του, τη σημαίνουσα γλώσσα της αναγνωρίσιμης χειρονομίας, τις οικείες μάσκες που σχεδίαζε, το σταυρωτό του κοστουμάκι, τη ρεπούμπλικα, το μουστακάκι, την περούκα με τη χωρίστρα στο πλάι, τα υγρά πονηρά ματάκια, τα φιλήδονα σφιγμένα χείλη, το πηδηχτό βάδισμα και το συνεχώς καχύποπτο πλάγιο βλέμμα, ο Λογοθετίδης περιέγραψε την ποικιλία του μέσου αστού με όλες τις παραλλαγές. Πολυμήχανο, πολυτεχνίτη και ερημοσπίτη, μισοπονηρό, μισοβλάκα, καταφερτζή και «ριγμένο», θύμα και θύτη, αχόρταγο ερωτικά και χρηματικά, σπάταλο και σπαγγοραμμένο, φαντασιόπληκτο και πληκτικό, κουτσομπόλη και σφίγγα, προσγειωμένο και πεζότατο, ριζοσπάστη και προληπτικό, γρουσούζη και γενναιόδωρο, Καραγκιόζη και Χατζηαβάτη.

Η εικόνα του Λογοθετίδη είναι ο τυπικός μέσος Έλληνας του εμφυλίου, της ανοικοδόμησης, του εκσυγρονισμού, της κατανάλωσης, της προίκας και της αντιπαροχής, των θαλασσοδανείων και των αυθαιρέτων.

Χωρίς αυτό το πλούσιο, ποικίλο σε παραλλαγές τυπολόγιο, δεν θα εύρισκε έτοιμο υλικό ο Καμπανέλλης και η γενιά που εξέθρεψε, να υψώσουν πάνω στα υγρά θεμέλια της λογοθετίδειας πινακοθήκης τον δικό τους κριτικό ρεαλισμό. Ο Λογοθετίδης έδωσε τη σκυτάλη στον Ηλιόπουλο, στον Φωτόπουλο, στον Βουτσά, στον Κωνσταντάρα, τον Παπαγιαννόπουλο και εκείνοι στους πλέον υποψιασμένους, στον Θανάση Παπαγεωργίου, στον Αρμένη, στον Καρακατσάνη, στον Ληναίο, στον Π. Φιλιππίδη κ.λπ.