ΛογοτεχνίαΣύμμεικτα


Κάλλος, πάθος, ήθος

Κώστας Γεωργουσόπουλος, εφ. Τα Νέα, 19/11/2005

Πρωτοείδα τον Aλέκο Aλεξανδράκη στην Eπίδαυρο, το 1954, μαθητής τελειόφοιτος του Γυμνασίου, που είχα φθάσει με εκδρομή της Περιηγητικής Λέσχης της επαρχιακής μου γενέτειρας πόλης στο αργολικό κοίλον

Ο Αλέκος Αλεξανδράκης με την Άννα Συνοδινού σε σκηνή από τον περίφημο «Ιππόλυτο» που παρουσίασε το Εθνικό Θέατρο το 1954 στην Επίδαυρο

Το θέατρο ήταν κατάμεστο, κάτι πρωτόφαντο για τα τότε θεατρικά ήθη. Πουθενά αλλού δεν μπορούσε να συρρεύσει και να θεατρισθεί τόσο πλήθος. Μετά τον πρόλογο της Αφροδίτης, που έπαιζε δεσποτικά ωραία η Κάκια Παναγιώτου, έγινε το θαύμα. Ο Ροντήρης δώριζε στον Έλληνα θεατρόφιλο και στην αισθητική τού θεάτρου μια νέα του αποκάλυψη, τον τρίτο κατά σειράν ζεν πρεμιέ εν ω ηυδόκησε (πρώτος ήταν ο Νίκος Δενδραμής, δεύτερος ο Δημήτρης Χορν, θα ακολουθήσει τέταρτος ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ). Εγκαινιάζοντας ο μεγάλος εκείνος δάσκαλος τη μεταπολεμική Επίδαυρο (το 1938 με την «Ηλέκτρα» είχε γίνει η γενική δοκιμή, αλλά ο πόλεμος, η Κατοχή και ο Εμφύλιος άνοιξαν μεγάλο χάσμα) έπρεπε να λύσει θεμελιώδη προβλήματα της εν υπαίθρω αναβίωσης του αρχαίου δράματος. Προβλήματα του χορού, της υποκριτικής, της ακουστικής και της όψεως.

H είσοδος του ταμένου στην Αρτέμιδα παρθένου, αγνού, απειρόγαμου εφήβου στη σκηνή, κατά το κείμενο, γίνεται με τη συνοδεία των συγκυνηγών του και των λαγωνικών. Ο Ροντήρης προεξέτεινε τον σκηνικό χώρο πίσω από τη δεξιά, καθώς κοιτάμε τη σκηνή, πάροδο, πάνω στα πρανή του λόφου, μέσα στα πεύκα. Από εκεί ξεκίνησε ο Αλεξανδράκης με τους γυμνασμένους ηθοποιούς συντρόφους του στα κυνήγια και στην κατά φύση ζωή. Κατηφόρισε από τον λόφο και μπήκε στην ορχήστρα το απόλυτο Κάλλος και η επηρμένη, αλαζονική αγνότητα. H διπλή Ύβρις. Αυτό που έγινε εκείνη τη νύχτα δεν έχει προηγούμενο και επόμενο. Δεκαπέντε χιλιάδες θεατές έβγαλαν ένα θαυμαστικό, αυθόρμητο «ω, ω» και σηκώθηκαν σαν αυτόματα όρθιοι, χωρίς να χειροκροτήσουν, χωρίς άλλη αντίδραση. Άναυδοι, έκπληκτοι, αμήχανοι, μ' εκείνη την αμηχανία που αισθάνεται κανείς μπροστά στο όσιο αλλά και το αμαρτωλό. Υπάρχει μια αμηχανία πάντα μπροστά στο ακραίο, το εκτός ορίων.

Τρέχοντας ο Αλεξανδράκης - Ιππόλυτος, φορώντας έναν κοντό χιτώνα, έργο εξαίσιο του μάγου Αντώνη Φωκά, είχε ακάλυπτα τα μπράτσα και τα πόδια κάτω από τους μηρούς, έδειχνε το ασκημένο σώμα, με τους γραμμένους μυς, χωρίς κανέναν βιασμό στην ανατομία και στο μέτρο. Κρατώντας το τόξο και προτρέποντας συντρόφους και κυνηγητικά σκυλιά να τον ακολουθήσουν, χωρίς ίχνος κόπωσης ή αντιαισθητικού ιδρώτα, έπεσε στον βωμό της Αρτέμιδος για να προσφέρει «στέφανον εξ ακηράτου λειμώνος». Τώρα το έκπαγλο κάλλος είχε Φωνή. Χωρίς ίχνος στόμφου, αλλά με πλήρη αίσθηση μεγέθους και σεβασμού στο ποιητικό κείμενο, στη μετάφραση του Σάρρου, μελώδησε τον ίαμβο. Εκείνη η Φωνή δεν ήταν ήχος, δεν ήταν απλός ρυθμός, δεν ήταν μια υποταγή στην τυραννία του μέτρου. Είχε ψυχή, ήταν ό,τι ο Δάσκαλος πρέσβευε, «η μουσική έκφραση των συναισθημάτων»... Εκείνη η Φωνή ήταν ο τρόπος με τον οποίο η όψη έγινε μέλος και ο «νεανίας καλός» των αρχαίων αγγείων αποκάλυψε την ενδιάθετη αγαθότητα. Ω, ναι, σίγουρα αυτό το πλάσμα, αυτός ο χαρισματικός έφηβος ήταν η απόλυτη ύβρις, κάπου η φύση λάθεψε και έσπασε το καλούπι του ωραίου, της ξέφυγε το υλικό, αυθαδίασε, αυτονομήθηκε και επηρμένο σκαρφάλωσε στην κορυφή της υπερβολής. Δεν επιτρέπεται το πλάσμα να ξεπερνά τον Πλάστη, το δημιούργημα τον Δημιουργό, το κτίσμα τον Κτίστη. Ο Ιππόλυτος του Αλεξανδράκη από την πρώτη του κιόλας ανατολή στον ορίζοντα του σκηνικού μύθου κόμιζε ως ηθοποιός και ως πρόσωπο του δράματος κάτι το απρόσιτο, το κινδυνώδες, το απειλητικό, κάτι σαν ιερή μανία και δεσποτική μάστιγα.

Έτσι και στην έξοδο του δράματος. Κατακρεουργημένος από το τέρας που επιστράτευσε ο πλανημένος πατέρας, αιμόφυρτος στο φορείο που κουβαλούν οι απαρηγόρητοι συγκυνηγοί του, ο Αλεξανδράκης δεν ήταν το θύμα, το άθυρμα, ο ηττημένος εγωιστής. Είχε κάτι από την αξιοπρέπεια των αγίων, των μαρτύρων, που ενώ φλόγες τούς κατακαίγουν τραγουδούν, επειδή η εσωτερική τους δρόσος απαλύνει την καταιγίδα του πυρός. Πριν από τον τελικό κομμό, όπου ο έξοχος Θησέας του Κωτσόπουλου συνόδευσε τον θνήσκοντα έφηβο με δακρυρρέουσα μετάνοια και ταπεινωμένο μεγαλείο στον επιθανάτιο ρόγχο, η Άρτεμις της Αλέκας Κατσέλη, της ωραιότερης γυναίκας-γαζέλας που πάτησε ποτέ την Επίδαυρο, έδωσε υπόσχεση για την αγιοποίηση του αδικημένου ανέραστου υβριστή.

Την άλλη χρονιά, το 1955, ο Αλεξανδράκης ήταν πάλι στην Επίδαυρο, στην «Εκάβη», με την Παξινού, τον Κωτσόπουλο και τον Μινωτή, σκηνοθέτη και Ταλθύβιο. Ο Αλέκος έπαιζε το «Είδωλον του Πολυδώρου», ένα φάντασμα του πνιγμένου μικρού γιου της Εκάβης που έρχεται ως εφιάλτης στον ύπνο της μάνας του και την προτρέπει υποβάλλοντας στο υποσυνείδητό της τον θάνατό του, να στείλει να τον βρει ξεβρασμένο στο περιγιάλι.

Τον ρόλο αυτό τον είχε παίξει το 1927 ο Ροντήρης στην παράσταση του Φώτου Πολίτη, στο Στάδιο, με την Κοτοπούλη, τον Βεάκη και πάλι τον Μινωτή Ταλθύβιο. Τι εξαίσια σκυταλοδρομία! Ο Αλεξανδράκης (από διπλή πληροφόρηση του Ροντήρη και του ίδιου σ' εμένα) κατέφυγε στο γνωστό στο θέατρο της εποχής «Κρυφό σχολειό» του Ροντήρη. Ο Πολύδωρος του Αλεξανδράκη διήνυσε την απόσταση από τα δεξιά της σκηνής-καλύβας, που έχτισε ο Κλώνης, στα αριστερά με μια κίνηση ονειρική, με μια εσωτερικότητα που θύμιζε τεντωμένο τόξο και με μια βαθιά φωνή εξ εγκάτων. Αυτό ήταν το δεύτερο σοκ της ζωής μου. Δύο χρόνια μετά, με τους μονολόγους του Πολύδωρου και του Πολυμήστορα έδωσα εισαγωγικές εξετάσεις στον Ροντήρη, στην ίδια μετάφραση του Μελαχρινού που υπήρχε στη βιβλιοθήκη του πατέρα μου!!

H ευτυχισμένη εποχή του Εθνικού

Ήταν η ευτυχισμένη εποχή που ο Αλεξανδράκης ήταν στο Εθνικό Θέατρο, πριν από πενήντα χρόνια, και ευτυχήσαμε να τον δούμε σε συνταρακτικές ερμηνείες, με σκηνοθέτες τον Μινωτή, τον Σολομό, τον Κωστή Μιχαηλίδη. Τι γκάμα ερμηνευτική από την τραγωδία στο ελισαβετιανό θέατρο, από τον γερμανικό ρομαντισμό στη γαλατική ευφράδεια και στην ελληνική κωμική χάρι.

Πώς να ξεχάσει κανείς τον Λαέρτη στον «Άμλετ» του Μινωτή. Σαν να 'ναι χτες, αναπλάθω στη μνήμη μου την ορμητική του είσοδο στη σκηνή, όταν επικεφαλής εξεγερμένου πλήθους έρχεται να απαιτήσει εξηγήσεις για τον θάνατο του πατέρα του Πολώνιου. Πώς να ξεχάσεις τη συντριβή του μπροστά στην παραλογισμένη αδελφή του Οφηλία - Μανωλίδου και πώς να περιγράψει η πένα της έκθαμβης εφηβείας μου και της εν τω μεταξύ κριτικής μου πείρας τη σκηνή που πηδάει μέσα στον τάφο της Οφηλίας και ανδροκαλιέται με τον Άμλετ - Μινωτή.

Πώς να τον ξεχάσεις Μόρτιμερ, ερωτευμένο με τη Μαρία - Μανωλίδου στο «Μαρία Στούαρτ» του Σίλλερ, στη σκηνοθεσία του Σολομού, με Ελισάβετ την Αρώνη. H ρητορική τού ρομαντικού πάθους λες και ήταν το δώρο με το οποίο τον μοίραναν οι Μοίρες ή οι Χάριτες που τον υποδέχτηκαν στον κόσμο.

Και αμέσως μετά, στη «Λεοκάντια» του Ζιρωντού, ένα παιχνίδι γαλατικής ευγένειας, ποιητικής τρυφερότητας και σκηνικής φιλοπαίγμονος διάθεσης. Δίπλα πάλι στη Μανωλίδου, ο χαρισματικός με τη χαρισματική, δύο ηθοποιοί που έκαναν υποκριτική ανασαίνοντας.

Στο παιγνιώδες ερωτικό ρομάντζο του Τερζάκη «Μια νύχτα στη Μεσόγειο», έργο με πειρατές, απαγωγές και ερωτικές ευωχίες, ο λαμπερός ζεν πρεμιέ δεξιώθηκε την άλλη χαρισματική ενζενί που ανέτειλε τότε, την Τζένη Καρέζη. Υποκριτικός Πρωτέας, ο Αλεξανδράκης γοητεύει παίζοντας ρωσικό επαρχιακό σαλόνι στο «Ένας μήνας στην εξοχή» του Τουργκένιεφ με σκηνοθέτη τον Τριβιζά και αμέσως μετά ρουμάνικη σάτιρα ηθών στο «Χαμένο γράμμα» του Καρατζιάλε με σκηνοθέτη τον Κανέλλο Αποστόλου. Σκοπός μου δεν είναι να εξαντλήσω την παραστασιολογία του, αλλά να σταθώ στην ποικιλία των υποκριτικών κωδίκων που χειριζόταν με την άνεση μιας χειρονομίας. Από τον αμερικανικό ρεαλισμό τού «Ήταν όλοι τους παιδιά μου» του Άρ. Μίλλερ στα σκοτεινά συνειδησιακά ενοχικά σοκάκια του Ντοστογιέφσκι στον αριστουργηματικό Ρασκόλνικοφ που έπλασε στο «Έγκλημα και Τιμωρία» με σκηνοθέτη τον Γιώργο Σεβαστίκογλου. Και να προσθέσω τον ρόλο του μεγάλου γιου στον «Γυρισμό» του Πίντερ σε μια από τις σημαντικότερες σκηνοθεσίες του Βολανάκη και τον εξουθενωμένο Ιλ στην «Επίσκεψη της Γηραιάς Κυρίας». Βέβαια, ο Αλεξανδράκης έπαιξε πολύ και εξαίσιο μπουλβάρ και κάθε τόσο δραπέτευε για να κεντήσει υποκριτικές δαντέλες, όπως στο «Σλουθ» με τον Χορν.

Τον άνθρωπο Αλεξανδράκη, τον φίλο, τον ευγενικό συζητητή, που και όταν είχε κόψει το τσιγάρο έφερνε μαζί του τα πουράκια του γιατί ήξερε πως τ' αγαπούσε η γυναίκα μου, τον κρατάω για μένα, όπως κάθε ακριβό, πολύτιμο πλάσμα.