ΛογοτεχνίαΣύμμεικτα


Αινιγματικός ερημίτης της ποίησης

The Guardian, εφ. Καθημερινή, 3/4/2006

H ζωή του Σάμιουελ Mπέκετ, 100 χρόνια από τη γέννησή του

Ο Σάμιουελ Μπέκετ δεσπόζει στη λογοτεχνία του 20ού αιώνα σαν ένας ιδιότυπος, δύσκολος συγγραφέας, ένας αινιγματικός ερημίτης, που κέρδισε μια λαμπρή θέση στο θέατρο, με ήρωες απελπισμένους, συντριμμένους ανθρώπους που μονολογούν μες στην απόλυτη μοναξιά και λαχταρούν τη ζωή. Ιρλανδός που έζησε στο Παρίσι, όπως ο δάσκαλός του Τζέιμς Τζόις, πότης, απόμακρος, νάρκισσος μα και θερμός στις φιλίες του, έγινε θρύλος ενόσω ζούσε. Η επίσης Ιρλανδή συγγραφέας Εντνα Ο' Μπράιαν, που τον γνώριζε, γράφει για τον Μπέκετ, για τη ζωή και τα πάθη του, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 100 χρόνων από τη γέννησή του.

Ένας αινιγματικός ερημίτης της ποίησης

Η ζωή και τα πάθη του Iρλανδού συγγραφέα Σάμιουελ Μπέκετ, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 100 χρόνων από τη γέννησή του

Ο Σάμιουελ Μπέκετ θεωρείται από ορισμένους ο ποιητής της απόγνωσης, ένας αινιγματικός ερημίτης, ο οποίος παρήγαγε στρυφνό, δύσκολο έργο. Η Iρλανδή συγγραφέας Εντνα Ο' Μπράιαν, που τον γνώριζε, γράφει γι' αυτόν, για τη ζωή του και τα πάθη του, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 100 χρόνων από τη γέννησή του, τον Απρίλιο.

Ο Σάμιουελ Μπέκετ, ο άνθρωπος, είναι αντικείμενο ανεξάντλητων μύθων, διατριβών, φημών, αποριών και ανεκδότων. Δεν θα ήταν παράλογο να υποθέσουμε ότι έχει πια φήμη και στο φεγγάρι, περιοχή που κάποτε διαπίστωσε με θλίψη ότι αποτελεί αποκλειστικότητα του Αλμπέρ Καμύ. Πολλοί άνθρωποι συνάντησαν τον Μπέκετ και αναπόφευκτα ήπιαν μαζί του. Είναι αλήθεια ότι ήταν πότης και είναι ακόμη πιο μεγάλη αλήθεια ότι χρειαζόταν το ποτό για να δώσει ζωή σ' ένα πνεύμα «που ελάχιστο ταλέντο είχε στην ευτυχία». Είναι κάπως απερίσκεπτο να αρχίζουμε τη συζήτηση για έναν τόσο επιβλητικό άνδρα θίγοντας την αδυναμία του στο ποτό, αλλά είναι γνωστό ότι το τρίπτυχο εκείνο των ιδιοφυών Ιρλανδών -Τζόις, Μπέκετ και Φλαν Ο' Μπράιαν- σύχναζαν στα ταβερνεία, απ' όπου και αντλούσαν χρήσιμη δημιουργική ενέργεια.

Ο γενέθλιος τόπος

Η Ιρλανδία υπήρξε ανέκαθεν πρότυπο και μέτρο για το έργο του Μπέκετ. Οι θρήνοι του, οι ρυθμοί του, οι ύβρεις και οι κατάρες του μού φαίνονται απολύτως ιρλανδικές. Εκείνο που θεωρούσε εχθρικό στη γενέτειρά του ήταν η αδιαλλαξία και στενομυαλιά της καθολικής ιεραρχίας. Σε αντίποινα, εκείνοι τον καταδίκασαν ως «βλάσφημο». Πλέκοντας το εγκώμιο του ζωγράφου Τζακ Γέιτς, ο Μπέκετ είχε πει ότι ο καλλιτέχνης που διακινδυνεύει τη ζωή του δεν έχει ούτε οικογένεια ούτε ρίζες. Οι δηλώσεις, όμως, ποτέ δεν λένε όλη την ιστορία. Σ' ένα βιβλίο που γράφτηκε για τα 80στά του γενέθλια από τον Εοΐν Ο' Μπράιαν, μαθαίνουμε για τα μονοπάτια και τα χαντάκια, τις μαργαρίτες, τα αρνάκια και τα προβατάκια, όπως τα παρατήρησε στους ορεινούς περιπάτους με τον πατέρα του. Το άγριο τοπίο για το οποίο έγραφε ο Σιντζ ήταν ίδιο με το σύμπαν του Μπέκετ, γι' αυτό και αναγνωρίζει άλλωστε το χρέος του προς τον ποιητή. Το άλλο χρέος του αφορά τον Τζέιμς Τζόις, τον άνθρωπο που ο Μπέκετ υποσχέθηκε (μάταια) να ξεπεράσει.

Πολλά έχουν εξαρτηθεί από τη σχέση του με τον Τζόις. Τον υπερτιμούν ή τον υποβαθμίζουν επειδή υπήρξε ο γραμματέας του, κάτι που τον έκανε να υποφέρει και που φαίνεται απίθανο, δεδομένης της νωθρότητάς του και της αλήτικης ζωής που ζούσε όταν βρισκόταν στο Παρίσι, όπου πρωτοσυνάντησε τον Τζόις σε ηλικία 22 ετών. Υπήρξε ένας από τους 12 «αποστόλους» του, ένας από εκείνους που ο Τζόις στήριζε και κατηύθυνε. Ο Μπέκετ ήταν υποχρεωμένος στον Τζόις με πολλούς τρόπους, αλλά όπως έλεγε η σύζυγος του τελευταίου, Νόρα Μπάρνακλ, εάν ο ίδιος ο Θεός κατέβαινε στη Γη, ο σύζυγός της θα μπορούσε να βρει δουλειά και σ' αυτόν. Οταν ο Μπέκετ, ύστερα από μια ατυχή συνάντηση μ' έναν μαστροπό, μαχαιρώθηκε ένα πρωινό του Ιανουαρίου του 1938, ακριβώς δίπλα στην καρδιά, ο Τζόις έσπευσε να τον δει στο νοσοκομείο. Την επίσκεψη περιέγραψε ο Νίνο Φρανκ -που συνόδεψε τον σχεδόν τυφλό Τζόις- ως μια συνάντηση δύο Ιρλανδών τυλιγμένων σε αμοιβαία σιωπή.

Επιρροές από τον Τζόις

Η επιρροή του Τζόις στον Μπέκετ, όπως και σε πολλούς άλλους, ήταν αναπόφευκτη. Είναι αλήθεια ότι πολλά από τα πρώιμα έργα του αντικατοπτρίζουν την αθυροστομία, τη βλάσφημη γλώσσα, τις περιφράσεις και τις πυθαγόρειες αμφισβητήσεις του Τζόις. Πολλά χρόνια αργότερα, σε μια συνέντευξη με τον Ισραελ Σένκερ στους New York Times, ο Μπέκετ δήλωσε ότι ο Τζόις έγραφε από «παντογνωσία», από «παντοδυναμία», σαν να ήταν θεός, ενώ ο ίδιος έγραφε από άγνοια και ανημπόρια. Υποστήριζε ότι δεν είχε «τίποτε να εκφράσει για οτιδήποτε ή προς οποιονδήποτε, πέραν της υποχρέωσης να εκφραστεί», αν όμως δεν είχε πράγματι τίποτα να πει δεν θα υπήρχε ο μεγάλος θησαυρός του έργου του. Είναι το σχεδόν τίποτε ή η σχεδόν τρέλα που αποτελεί τη δυναμική και το κίνητρο για τα μεγάλα έργα τέχνης.

Σε ό,τι αφορά τις γυναίκες, ήταν πιο στεγνός από τον Τζόις. Δεν υπήρξαν ύμνοι, ούτε λιτανείες και παιάνες για το χρώμα των ματιών της. Γριές ζαρωμένες, στρίγγλες γεμάτες σεξουαλική πείνα, πεταμένες στους σκουπιδοτενεκέδες, να φλυαρούν ακατάπαυστα, σαν την Γουίνι στις «Ευτυχισμένες μέρες», με μια παράξενη λαχτάρα για ζωή. Εάν ο Γέιτς αναζήτησε την ανέγγιχτη μούσα και ο Τζόις τη σαρκική, ο Μπέκετ προτίμησε την αντι-μούσα. Στα 22 του χρόνια ερωτεύτηκε την πρώτη του εξαδέλφη Πέγκι Σινκλέρ, πηγή ανεξάντλητης ποίησης για τα όνειρα της νεότητας. Οταν όμως η «λευκή φλόγα του πάθους» άρχισε να γίνεται πιο πραγματική, υποκινούμενη κυρίως από την ορμή της Πέγκι και τις φλογερές της επιστολές, εκείνος άρχισε να το σκέφτεται ξανά και, πιστός στα πρότυπά του για τη ζωή, δραπέτευσε.

Βρήκε τις απαντήσεις στην ψυχανάλυση

Πολλοί συγγραφείς (ο Τζόις και ο Χέμινγουεϊ πιο κραυγαλέα) φοβούνται και δυσφημούν την ψυχανάλυση, πιστεύοντας ότι η λεηλασία του υποσυνείδητου θα εκτοπίσει την ιδιοφυΐα. Ο Μπέκετ δεν ήταν αυτής της άποψης. Αποφάσισε ότι είναι σημαντική για ποικίλους λόγους, για την εσωστρέφειά του, τον απεγνωσμένο ναρκισσισμό του και την τάση του για ψυχρή υποτίμηση των άλλων. Υπεβλήθη σε ψυχοθεραπεία στο Λονδίνο για δύο χρόνια. Διάβαζε Φρόιντ, Οττο Ρανκ και Αντλερ, παρακολουθούσε τις διαλέξεις του Γιουνγκ και συμπαθούσε τον θεραπευτή του, δρ Μπάιον, αρκετά για να του ανοιχτεί. Πήρε από αυτόν ό,τι χρειαζόταν και απέρριψε τα περιττά.

Ο δρ Μπάιον, ένας λιγομίλητος άνδρας του οποίου η μέθοδος ευχαριστούσε τον Μπέκετ, διαπίστωσε ότι το κλειδί για τις κρίσεις του ασθενούς ήταν η μητέρα του. Η Μέι Μπέκετ, μια αποφασιστική, επιβλητική γυναίκα με φλογερό ταμπεραμέντο, τον επηρέασε βαθιά. Τον αγάπησε με μια «πρωτόγονη αγάπη» –όπως γράφει ο ίδιος σε μια επιστολή του προς αυτήν– και εκείνος την αντιμετώπισε εξεγερμένος, μετέωρος σε όλη του τη ζωή μεταξύ οίκτου και οργής, παρουσίας και φυγής. Η Μέι διάβαζε τη Βίβλο στον ίδιο και στον αδελφό του, τον Φρανκ, καθημερινά, επιμένοντας να τη συνοδεύουν τις Κυριακές στην τοπική προτεσταντική εκκλησία, οδηγώντας τους στην παγίδα της, επιβάλλοντάς τους την ανάγκη της πίστης. Στα έργα του εμφανίζεται σχεδόν πάντα μια μητέρα, την οποία εξυβρίζει, διαπομπεύει, την υποβάλλει σε ολοκληρωτική μεταμόρφωση, αλλά τελικά τη θρηνεί.

Η σύντροφός του, η Σουζάν Ντεσεβό-Ντιμεσνίλ, έμοιαζε κάπως στη μητέρα του. Ηταν αφοσιωμένη σ’ εκείνον με το ίδιο άκαμπτο πάθος. Οταν τελείωσε ο πόλεμος, ο Μπέκετ βρισκόταν σε δημιουργική άνθηση αλλά σε άθλια οικονομική κατάσταση. Ενώ αυτός ήταν βυθισμένος στο λαβύρινθο των λέξεών του, η Σουζάν έραβε και μπάλωνε ρούχα και παρέδιδε μαθήματα πιάνου για να μπορέσουν να ζήσουν. Κι όταν η τριλογία τελείωσε, εκείνη ήταν που έτρεχε στους εκδότες, βρίσκοντας συνήθως τις πόρτες κλειστές, ενώ ο Μπέκετ καθόταν και περίμενε στο καφενείο. Η διέξοδος βρέθηκε στο πρόσωπο του νεαρού Ζερόμ Λίντον, που εργαζόταν στον εκδοτικό οίκο Vercors και που περιγράφει πώς διάβασε τον «Μολόυ» στο μετρό και δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα γέλια του.

Οπως ο Καρλάιλ, ο Μπέκετ ήταν επιρρεπής στις τύψεις και μετά το θάνατό της είπε στον βιογράφο του ότι χρωστούσε τα πάντα στη Σουζάν. Ηταν όμως ένας περίπλοκος άνθρωπος και δύσκολος σύζυγος. Του άρεσε να τα πίνει με τους φίλους του και συχνά την απατούσε, αν και με «εξαιρετική διακριτικότητα». Στο έργο του με τον τίτλο «Play», όπου δύο γυναίκες και ένας άντρας κατασπαράζονται αιχμαλωτισμένοι στην κόλασή τους, ο σύζυγος μονολογεί κάποια στιγμή «Μοιχοί, προσέξτε, ποτέ μην ομολογείτε».

Το πιο συγκλονιστικό έργο του Μπέκετ είναι το «Τέλος του Παιχνιδιού». Για μία ακόμη φορά μας προσκαλεί στη συνεστίαση αφέντη και σκλάβου. Ο Χαμ καθηλωμένος στην αναπηρική καρέκλα και τυφλός, ο Κλοβ ανίκανος να σταθεί σ’ ένα μέρος, η σχέση τους διάτρητη, αλλά η προοπτική απαλλαγής ισχνή. Η οδύνη και η ματαιότητα της οδύνης έχουν συνοψιστεί σε 90 συγκλονιστικά λεπτά. Γράφτηκε το 1956 στα γαλλικά, και παρότι το «Περιμένοντας τον Γκοντό» υπήρξε αξιοσημείωτη επιτυχία, το «Τέλος του Παιχνιδιού» απορρίφθηκε από αρκετά θέατρα.

Σκληρή κριτική

Τελικά, το έργο ανέβηκε στη Γαλλία. Ωστόσο, η μετάφρασή του στα αγγλικά ήταν τρομερά δύσκολη, καθώς ο ίδιος πίστευε ότι δεν είναι δυνατόν να μεταφερθεί σε άλλη γλώσσα, ότι οι ρυθμοί και η οξύτητα θα χαθούν. Οι κακίες που ακούστηκαν από Αγγλους κριτικούς ήταν βάναυσες. Το έργο θεωρήθηκε νευρωτικό, διαποτισμένο με απόγνωση και οργή, ένας σωρός από λέξεις χωρίς δραματουργικό περιεχόμενο, γραμμένες από έναν μαζοχιστή συγγραφέα εθισμένο στην ίδια την κενότητά του. Η μόνη φωνή θαυμασμού προήλθε από τον Χάρολντ Χόμπσον. Ο ίδιος ο Μπέκετ θεώρησε ότι το έργο «έχει τουλάχιστον τη δύναμη να πληγώσει» και πολλά χρόνια αργότερα, στον «Δυτικό Κανόνα», ο Χάρολντ Μπλουμ διακήρυξε ότι ήταν «η ύστατη αντίσταση κατά της λογοτεχνίας» στον 20ό αιώνα.

Πολλά έχουν ειπωθεί για την απόγνωση που τυλίγει το έργο του Μπέκετ, για την καρτεσιανή ψυχή του την καρφωμένη στον καρτεσιανό του σταυρό, ωστόσο δεν είναι καταθλιπτικός συγγραφέας, όπως μπορεί να είναι ο Μοντερλάν ή ο Τόμας Μπέρνχαρντ, γιατί, όπως συμβαίνει και με τον Σαίξπηρ, οι πιο σκοτεινές λέξεις του εκτοξεύονται τυλιγμένες με ομορφιά και έκπληξη, η σκληρή ματιά του γίνεται ο καλύτερος μάρτυρας του ανθρώπινου θρήνου, η απέχθειά του σφύζει από ιλαρότητα. Ηταν ένας μανιακός που κατάφερε να μετουσιώσει τη μανία του σε ανθεκτική ποίηση.

«Οι λέξεις ήταν η μόνη μου αγάπη»

Η τελευταία μας συνάντηση έγινε στο Pullman Hotel στο Παρίσι, το 1989, όπου, μέσα στην κοσμοπλημμύρα, εκείνος, ψηλός και κάτισχνος, φάνταζε σαν λαξεμένη φιγούρα ενός περασμένου πολιτισμού, μακριά από τον τρελό κόσμο που τον περιέβαλε. Η συζήτηση έφθασε στα σχέδιά μας για το μέλλον και στο θάνατο. Του είπα ότι έχω βρει τον ιδανικό τόπο ταφής σ’ ένα απομονωμένο νησί. Υστερα από μικρή παύση, έγινε σαφές ότι η σορός του δεν έμελλε να καταλήξει στην ψυχρότητα ενός τάφου. Μου είπε πως δέχτηκε ένα τηλεφώνημα από τον Ντόναλντ Μακ Γουίνι, τον σκηνοθέτη και σεναριογράφο, λίγο πριν εκείνος πεθάνει. Αποζητούσε μια σοφή κουβέντα προτού αποχωρήσει. «Τι του είπες;». «Οχι πολλά».

Ο Σάμιουελ Μπέκετ ήταν εντυπωσιακά τρυφερός και δεν με εκπλήσσει το γεγονός ότι ο Μακ Γουίνι κατέφυγε σ’ αυτόν την ύστατη ώρα. Οι δύο υποδειγματικοί βιογράφοι του, ο Αντονι Κρόνιν και ο Νόουλσον, επιβεβαιώνουν αυτήν την κλίση του στη φιλία, που υπήρξε πηγή έμπνευσης για την ποίησή του. Η βαθιά αφοσίωση χαρακτήριζε τις φιλίες και τους έρωτές του, αλλά το έργο του είχε καταλάβει την ύψιστη θέση. «Οι λέξεις ήταν η μόνη μου αγάπη, και δεν ήταν πολλές», έγραψε κάποτε.