ΛογοτεχνίαΣύμμεικτα


H άλγεβρα της ψυχής

Ρούλα Γεωργακοπούλου, εφ. Τα Νέα, 21/4/2006

Τότε που ο Ιονέσκο γύριζε τον κόσμο ανάποδα

Έτος 1973. Είκοσι τρία χρόνια μετά τη «Φαλακρή τραγουδίστρια» και δεκατρία μετά τους «Pινόκερους», ο Ευγένιος Ιονέσκο παραδίδει το μοναδικό μυθιστόρημά του, το οποίο πολλοί κατατάσσουν στα καλύτερα πεζά του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα.

Τι επιδιώκουν άραγε οι Εκδόσεις Ηλέκτρα μ' αυτό το βιβλίο; Να προσηλυτίσουν τους νεώτερους αναγνώστες σε ένα σύμπαν που τους είναι παντελώς άγνωστο ή μήπως να τορπιλίσουν εμάς τους παλιότερους, που χρόνια τώρα έχουμε «καθήσει» στον ανακουφιστικό ορθολογισμό της αγγλοσαξονικής σχολής;

Στο δικό μου το μυαλό, το συγκεκριμένο εκδοτικό πείραμα μοιάζει σατανικό, καθόσον με γύρισε, θέλοντας και μη, στο υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης και στο αμφιθεατράκι του Γαλλικού Ινστιτούτου, εκεί όπου κάποτε μαζί με μερικές εκατοντάδες αφιονισμένους πιστούς του γαλλόφωνου παραλόγου, τσαλαπατηθήκαμε, προκειμένου να δούμε και να ακούσουμε live τον Ιονέσκο, τον συμπατριώτη τού Τριστάν Τζαρά. Ο γέρων με τα εξωτικά χαρακτηριστικά και τη ρουμάνικη καταγωγή αναφέρθηκε τότε με σεβασμό και ευγνωμοσύνη στον Κουν και στον Χατζημάρκο, ενώ απέκρουσε με σθένος κάποια οργανωμένα μειράκια που έφτασαν επί τόπου για να του ζητήσουν τον λόγο επειδή κήρυσσε, λέει, την αποπολιτικοποίηση του θεάτρου. Παλιοκαταστάσεις...

Το μπορντέλο

Τα λίγα έργα του Ιονέσκο που ανεβαίνουν στην Ελλάδα δεν βοηθούν τον καινούργιο αναγνώστη, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να διαβάσει τον «Μοναχικό» χωρίς εκπαίδευση στην οντολογία του παραλόγου. Στη φωτογραφία, μέλος της ομάδας «Φάκα» σε μια παραλλαγή του έργου «Το παιχνίδι της σφαγής»

Όπως και να 'χει, το μονάκριβο πεζό του Ευγένιου Ιονέσκο, εξαιρετικά μεταφρασμένο από τη Χρύσα Τσαλικίδου, διαβάζεται μονορούφι σε διάστημα δύο ωρών το πολύ. Όσο δηλαδή διαρκεί ένα πλήρες θεατρικό έργο - για να θυμηθούμε και την κατ' εξοχήν ιδιότητα του μεγάλου δραματουργού. Ενισχύοντας μάλιστα την παρατήρηση, προσθέτω ότι ο «Μοναχικός», σχεδόν ταυτόχρονα με την έκδοσή του, ανέβηκε και στο θέατρο με τίτλο «Αυτό το θαυμάσιο μπορντέλο». Ο μοναχικός πελάτης του θαυμάσιου αυτού μπορντέλου είναι ένας άχρωμος και άοσμος άνδρας τριάντα πέντε ετών, χωρίς φιλοδοξίες, ο οποίος βαριέται τη ζωή του. H μόνη οσμή που αναδύεται από την αμήχανη ύπαρξή του είναι η βροντερή, η πανηγυρική σχεδόν, παραίτηση από κάθε τι που μοιάζει ανθρώπινο. H επαναληπτικότητα της δουλειάς τον ρουφάει σαν κινούμενη άμμος και οι υποτυπώδεις ερωτικές σχέσεις που συνάπτει με κορίτσια του γραφείου έχουν την αποφορά του θανάτου. Ματαίως επιχειρεί να στεγάσει την προσωπική του ζωή σε σκοτεινές κινηματογραφικές αίθουσες, στις οποίες καταφεύγει τα απογεύματα του Σαββάτου. Όπως κάθε άλλη λύση, έτσι και αυτό το αμπρί αποδεικνύεται απολύτως επισφαλές, αφού η Κυριακή που ξημερώνει θα τον τυλίξει στη θανατερή ατμόσφαιρά της οδηγώντας τον στο, επί δεκαπενταετία, ίδιο εξοντωτικό δρομολόγιο. Μια αναπάντεχη κληρονομιά που φτάνει από το πουθενά τον κάνει προς στιγμήν να αναθαρρήσει.

Το μακελειό

Παρατάει τη μίζερη καριέρα χαρτογιακά και αγοράζει αμέσως σπίτι σε καλύτερη συνοικία. Μικροεισοδηματίας πλέον, με την ψευδαίσθηση της ελευθερίας παραμάσχαλα, διαλέγει λουλουδάτα κλινοσκεπάσματα, χνουδάτες πετσέτες και μια βαθιά πολυθρόνα, την οποία μετακινεί από παράθυρο σε παράθυρο.

H θέα στον εικοστό αιώνα είναι δυστυχώς αποκαρδιωτική. Το άτομο, απορφανισμένο από επιθυμίες, συναισθήματα και φιλοδοξίες οδηγείται οικειοθελώς στην τρέλα, δηλαδή στον μηχανιστικό τρόπο ζωής. Καλημερίζει τη θυρωρό, διαλέγει μενού στο εστιατόριο, κομπλιμεντάρει τη σερβιτόρα, αλλάζει πλευρό στο κρεβάτι και φοράει τη ρομπ ντε σαμπρ του σαν να είναι το έσχατο ένδυμα. Ο ακυρωμένος άνθρωπος συντηρείται στη ζωή από ένα βασανιστικό αίσθημα επικείμενου κακού, το οποίο δεν αργεί να ξεσπάσει. Ένα άνευ προηγουμένου μακελειό που ξεκληρίζει ολόκληρη την πόλη, τον υποχρεώνει να κλειστεί για πολλά χρόνια στο σπίτι με τις πόρτες σφαλιστές και τα ντουλάπια ξέχειλα από ξηρά τροφή. Ποια ακριβώς αιματηρή «επανάσταση» συντελείται κάτω από τα παράθυρα του εικοστού αιώνα; Ο ιστορικός άνθρωπος χάνει τις σταθερές τού ορθού λόγου. Αναγκάζεται εν τέλει να παραδεχτεί ότι το φρούτο του δυνατού καινούργιου κόσμου είναι το μίσος. Από πού ξεφύτρωσε; Εδώ μας θέλω...

Φοβάμαι άρα υπάρχω

Ο Ρουμάνος θεατρικός συγγραφέας (1909-1994) ήταν ο κατεξοχήν εκπρόσωπος του Θεάτρου του Παραλόγου

Από πότε έχουμε να δούμε έργο του Ευγένιου Ιονέσκο σε αθηναϊκή σκηνή; H μνήμη μου δεν φτάνει παρά σε κάποιες ήδη παμπάλαιες επετειακές παραστάσεις του Θεάτρου Τέχνης. H απόσταση δεν ευνοεί τον καινούργιο αναγνώστη, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να διαβάσει το βιβλίο «στεγνά», χωρίς να έχει την απαραίτητη εκπαίδευση στην οντολογία του παραλόγου. Μακάρι το ανά χείρας πεζό να λειτουργήσει το ίδιο δραστικά με τα θεατρικά έργα του μεγάλου δραματουργού, οψέποτε ξαναπαιχτούν στα μέρη μας. Μέχρι τότε, ο «Μοναχικός» ελπίζω να έχει κάνει τη δουλειά του, να έχει δηλαδή βοηθήσει τον σύγχρονο αναγνώστη να ταυτοποιήσει τον υπαρξιακό του τρόμο και επιτέλους να τον απενοχοποιήσει. Ο ίδιος ο Ιονέσκο άλλωστε, πάσχισε μια ζωή να δώσει λόγο στο βασικό ένστικτο του «πολιτισμένου» ανθρώπου που δεν είναι άλλο από την ακαταμάχητη έλξη της τρέλας. Μια αντίστιξη με τον φόβο του θανάτου που αφορούσε αποκλειστικά τον παλιό «φυσικό» άνθρωπο. Ένα ον που ­ παρεμπιπτόντως ­ μας τελείωσε οριστικά.

ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΑΝΙΑΣ

«Για μέρες, μέρες ατελείωτες, πήγαινα από το παράθυρο στην πόρτα και από την πόρτα στο παράθυρο χωρίς να μπορώ να σταματήσω. Δεν ήταν η αγωνία, ήταν η ανία, μια χειροπιαστή ανία, ανία σωματική, που δεν μ' άφηνε να κινηθώ ακόμη κι όταν μ' εμπόδιζε να καθίσω. Όλα ήταν οδυνηρά, γάγγραινα της ψυχής. Να μη με ξαναβρεί τέτοιο πράγμα. Τα δευτερόλεπτα μου φαίνονταν αιώνες. Μοναδικό μου καταφύγιο ο ύπνος. Όμως, αλίμονο, δεν μπορούσα να κοιμάμαι όλη μέρα! Κι όταν κοιμόμουν, ονειρευόμουν ότι βαριόμουν. Το αφεντικό είχε ενοχληθεί πολύ γιατί απουσίαζα από τη δουλειά με βεβαίωση γιατρού, αυτό που λέμε πιστοποιητικό ασθενείας. Ο γιατρός δεν μπορούσε να μου κάνει τίποτα, χρειάστηκε να μπω σε κλινική, να μου χορηγήσουν ισχυρά φάρμακα. Αφότου επέστρεψα στη δουλεία δεν ξαναπήγα σε νοσοκομείο. H ανία είναι χειρότερη από την αγωνία: όταν αγωνιάς παύεις να βαριέσαι. Έτσι λοιπόν πήγαινα από την ανία στην αγωνία, από την αγωνία στην ανία. Όχι, τώρα δεν αγωνιώ πια, όχι, δεν θα έπρεπε να αγωνιώ, αλλά νιώθω ότι η αγωνία παραμονεύει στο βάθος, καραδοκεί, με παρακολουθεί, με απειλεί ότι μπορεί να φουσκώσει, να με πλημμυρίσει, να με πνίξει».

(απόσπασμα από τη σελ. 67)